ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44
Για το μονο πραγμα που ηταν σιγουρος ηταν πως ο κυβος δεν ειχε καμια αναμειξη στη αυθορμητη επιλογη του. Χαζευε στο λιμανι της Ταγγερης μη μπορωντας να θυμηθει τον λογο που τον ειχε φερει μεχρι εκει. Ειδε το καραβι αγκυροβολημενο στο βαθος και μηχανικα ειχε περπατησει προς το μερος του. Οι δυο αντρες που ηταν απασχολημενοι με το φορτωμα καποιων κασονιων εκαναν ενα μικρο διαλειμμα για ν' απαντησουν στην ερωτηση του. Το καραβι γεματο μπαχαρια, μυρωδικα και αλλα αγνωστα φυτα θα εφευγε το πρωι για ενα μερος πιο μακρια στα βορεια της υπο ρωμαικη κατοχη Βρεττανιας. Ηταν ενα ταξιδι που εκανε τρεις φορες το χρονο, παντα στο ιδιο μερος και παντα με το ιδιο φορτιο. Στην ερωτηση του αν ο καπετανιος επαιρνε επιβατες μαζι η απαντηση ηταν αποστομωτικα απλη.
-'Ρωτησε τον και φροντισε να εχεις μαζι σου πολλα χρηματα'.
Τον ρωτησε εχοντας πανω του πολλα χρηματα και με καποιο τροπο ενοιωσε μια παραξενη ικανοποιηση να τον πλημμυριζει οταν ο καπετανιος δεχτηκε το αιτημα του.
==========================
-'Με τοσα λεφτα που πληρωσες το λιγοτερο που δικαιουσαι ειναι να μοιραστεις το φαι μου απ' το να φας με τους ναυτες.' ειπε ο καπετανιος και χωθηκε ξανα μεσα σ' ενα βαθυ πιατο που επεπλεε ενα σκουροχρωμο υγρο.
Ο ξενος εριξε αλλη μια ματια στο πιατο που ηταν μπροστα του και αμφιταλαντευτηκε οσον αφορουσε το αν θα δοκιμαζε. Κατεληξε πως ακομα δεν πεινουσε τοσο πολυ.
-'Σουπα απο εντερα πουλιων' ειπε ο καπετανιος κανοντας μια μικρη διακοπη. 'Ακουσε τον καπετανιο Αραδο και θα με θυμηθεις' συνεχισε.
-'Πες μου καπετανιε, ποσο καιρο θα μας παρει για να φτασουμε σ' αυτο το λιμανι' ?
-'Το Γκλιντρι' ? ρωτησε ο Αραδος σηκωνοντας το προσωπο του απο το πιατο του ενω η σουπα του εψαχνε διεξοδο αναμεσα στα γενια του για να κυλησει στο τραπεζι. 'Τρεις με τεσσερεις βδομαδες, αναλογα τον καιρο. Βιαζεσαι' ?
-'Οχι, μην ανησυχεις' εκανε ο ξενος. 'Και τι ακριβως θα κανεις εκει' ?
-'Οτι κανω παντα' απαντησε ο καπετανιος. 'Αφηνω τα πραγματα, πληρωνομαι και φευγω'.
==============================
Ακουμπησε στην κουπαστη ατενιζοντας την απεραντοσυνη της θαλασσας. Που πηγαινε ? Γιατι ? Τι θα εκανε οταν εφτανε εκει ? Θα συνεχιζε ν' αναρωτιεται αν μια φασαρια πισω του δεν του τραβουσε την προσοχη. Το δεξι χερι του Αραδου, καποιος ονοματι Συγας, μολις ειχε βαλει τις φωνες σε καποιον ναυτη. Δεν εμεινε εκει αφου μ' ενα τρομερο χτυπημα της γροθιας του τον εστειλε να κυλιστει στο καταστρωμα. Κανεις δεν επενεβη, ουτε και ο ξενος που παρακολουθουσε απαθης το γεγονος. Αφου κλωτσησε τον πεσμενο αντρα μερικες φορες γυρισε στους υπολοιπους δινοντας τους εντολη να επιστρεψουν στις δουλειες τους. Για το ξενο αυτο ηταν το εναυσμα ν' αποχωρησει στο μερος που του ειχε παραχωρησει ο Αραδος να καταλυσει.
Το λικνισμα της θαλασσας του εφερε υπουλα εναν ελαφρο υπνο που τον τυλιξε στα διχτυα του πριν καλα καλα το συνειδητοποιησει. Το χερι του ενστικτωδως ειχε χωθει στον κορφο του, εκει που αναπαυοταν, διχως κανενα σημαδι ζωης, ο κυβος. Τον εσφιξε ασυναισθητα ετσι οπως σφιγγει ο εραστης το κορμι της αγαπημενης του φοβουμενος υποσυνειδητα πως θα χασει την επαφη μαζι της.
===========================
Ταξιδευαν ηδη δυο γεματες βδομαδες στην θαλασσα μα ακομα και τωρα που ηξερε πως πλησιαζε στον προορισμο του κανενα σημαδι αδημονιας δεν εκανε την εμφανιση του. Απο την αλλη δεν ειχε συμβει και κατι για να σπασει την μονοτονια που επικρατουσε και δεν προβλεποταν κατι τετοιο αν δεν περνουσαν ακομα δυο μερες μεχρι να αγκυροβολουσαν σε καποιο λιμανι για ανεφοδιασμο. Δεν τον ενοχλουσε η θαλασσα, δεν παρουσιαζε καν τα συμπτωματα που τον ειχαν προειδοποιησει οτι μπορει να εμφανιζε μετα απο τοσο καιρο πανω στο καραβι. Αλλα δεν μπορουσε ν' αρνηθει το γεγονος πως του ελειπε η στερεη γη κατω απο τα ποδια του. Την βρηκε οντως δυο μερες μετα.
Το Ντελιθ θεωρουνταν το τελευταιο αξιοπιστο μερος που καποιος θα σταματουσε για ανεφοδιασμο αν ηταν στις προθεσεις του να συνεχισει πιο βορεια, ετσι η παραμονη τους εκει για τουλαχιστον εικοσιτεσσερεις ωρες ηταν απλα επιβεβλημενη. Οσο το πληρωμα ασχολουνταν με τις εργασιες του βρηκε ευκαιρια να κανει μια βολτα στην πολη.
===============================
Τελικα δεν υπηρχε κατι για να δει. Επελεξε το πλεον αξιοπρεπες καπηλειο για να βρεξει τα χειλη του μ' ενα κρασι υποφερτης ποιοτητας και συντομα διαπιστωσε πως δεν ηταν ο μονος.
Αλλα πεντε μελη του πληρωματος βρισκονταν ηδη εκει, αναμεσα τους και το δεξι χερι του Αραδου, γελωντας, φωναζοντας και πινοντας ασταματητα. Ολα συνεβησαν λιγα λεπτα μετα που μπηκε στο καταγωγιο ο ναυτης που ειχε ξυλοκοπηθει απο τον Συγα. Τον παρακολουθησε που πηγε απομερα να κατσει μονος του μα ισως ηταν αυτο που δημιουργησε το προβλημα.
Ο Συγας τον πλησιασε, κατι λεχθηκε αναμεσα τους και ο ναυτης βρεθηκε ξαφνικα κατω απο την καρεκλα του. Στην προσπαθεια του ν' αντιδρασει βρεθηκε απεναντι στην πανυψηλη, γεροδεμενη κορμοστασια του τελευταιου. Συνεχισε να παρακολουθει αταραχος καθως οι δυο αντρες ηρθαν στα χερια. Ηξερε την καταληξη και δικαιωθηκε.
Μολις ο αμοιρος ναυτης επεσε σχεδον λιποθυμος απο τα χτυπηματα που ειχε δεχτει, πεταξε ενα νομισμα στο τραπεζι και βγηκε απο το καπηλειο χωρις να γινει αντιληπτος απο κανεναν.
==============================
Η μαυρη σκια που τους επιτεθηκε εμοιαζε σαν να ξεκολλουσε απο τις κακοφωτισμενες πλατες των νοτισμενων απο την υγρασια τοιχων και σε διαστημα μικροτερο του ανοιγοκλεισματος των βλεφαρων χανοταν παλι εκει. Με συνοπτικες διαδικασιες ολοι, πλην του Συγα, κοιτονταν αναισθητοι στο εδαφος. Η σκια σταθηκε απεναντι του.
-'Πως αντιμετωπιζεις κατι στο δικο σου επιπεδο' ? ρωτησε.
-'Δεν ξερω ποιος εισαι η τι θελεις αλλα δεν επρεπε να το κανεις αυτο' ειπε ο Συγας δειχνοντας με το χερι του τους υπολοιπους λιποθυμους ναυτες. 'Θα το πληρωσεις ακριβα αυτο'.
Δυο λεπτα αργοτερα ηταν κι αυτος λιποθυμος και φορτωμενος στον ωμο της σκιας που βαδιζε με σταθερο βημα προς την προκυμαια. Αποθεσε το φορτιο του κατω και χρησιμοποιωντας μερικα απλωμενα διχτυα που υπηρχαν τριγυρω εδεσε τον Συγα τοσο καλα που ηταν αδυνατον να λυθει. Εν συνεχεια μ' ενα χοντρο σκοινι εδεσε τους αστραγαλους του και εκανε κομπο την αλλη μερια του σχοινιου σ' ενα σταθερο σημειο στο δρομο κι αφησε το κορμι του Συλα να κρεμεται με το κεφαλι κατω λιγα εκατοστα πανω απο την επιφανεια της θαλασσας. Εκατσε και περιμενε.
========================
Τρικλιζοντας ακομα που τα χτυπηματα που ειχε δεχτει ο νεαρος ναυτης προσπαθουσε με ολες του τις δυναμεις να φτασει στο καραβι οταν σκονταψε στο τεντωμενο σκοινι. Την στιγμη που σηκωνοταν αναρωτουμενος που ειχε σκονταψει ενοιωσε μια παγωμενη λεπιδα στην επιδερμιδα του λαιμου του. Δεν προλαβε να πει λεξη.
-'Μερικες φορες πρεπει να κοβεις και να πετας οτι αχρηστο σου φορτωνει η ζωη' ακουσε μια ψιθυριστη φωνη ενω ταυτοχρονα ενοιωσε στην παλαμη του το κρυο μεταλλο ενος μαχαιριου.
Μεχρι ν' ανοιγοκλεισει τα ματια του ειχε απομεινει μονος του μ' ενα μαχαιρι στα χερια.
Κοιταξε για λιγο το σκοινι, πηρε μια βαθια ανασα και διχως να ξερει τι κανει αρχισε να το κοβει.
Η σιγαλια της νυχτας εσπασε απο ενα παφλασμο που ακουστηκε μολις κοπηκε το σκοινι.
Ο νεαρος, διχως να κοιταξει αριστερα η δεξια, συνεχισε το δρομο του προς το καραβι.
Δεν ειχε την παραμικρη ιδεα για το τι ειχε μολις πραγματοποιησει μα ξαφνικα ενοιωθε σαν να ειχε ξεφορτωθει απο πανω του ενα τεραστιο βαρος.
========================
Ματαια ο Αραδος καθυστερουσε την αναχωρηση του καραβιου περιμενοντας τον Συγα να ερθει. Οι μαρτυριες των υπολοιπων που ειχαν δεχτει την επιθεση του επιβεβαιωσαν το γεγονος πως το δεξι του χερι ειχε ληστευτει και πιθανοτητα σκοτωθει. Ετσι με βαρια καρδια και βριζοντας συνεχως αναμεσα στα κιτρινισμενα, σαπια δοντια του απεπλευσε με ενα μελος του πληρωματος λιγοτερο. Ισως να το καθυστερουσε κι αλλο μα ο καιρος στο βαθος αλλαζε δραστικα.
Ερχοταν καταιγιδα και θα τους επιανε στ' ανοιχτα αν αποφασιζε να περιμενει περισσοτερο.
Ομως η καταιγιδα ειχε τα δικα της σχεδια. Ξεσπασε με ορμη στρατου που του ειχαν υποσχεθει απεριοριστο πλιατσικο αποφασισμενη να σαρωσει τα παντα στο περασμα της.
Ο ουρανος ειχε σκοτεινιασει σαν την μαυρη ψυχη ενος δαιμονα και η μπορα που ενεσκηψε, μαστιγωνοντας τα παντα στην αγκαλια της, δυσκολεψε ακομα περισσοτερο τα πραγματα.
Συντομα το καραβι ειχε γινει ερμαιο των στοιχειων της φυσης και αρχισε να παρασερνεται ακυβερνητο, ανεβοκατεβαινοντας υγρους λοφους και βουνα πασχιζοντας να παραμεινει στην επιφανεια της ανταριασμενης θαλασσας.
=========================
Ηταν αδυνατον για τον οποιονδηποτε να υπολογισει ποσες ωρες συνεχιζοταν αυτο το παιγνιδι θανατου με το πλοιο παντως να βρισκεται σε ολοενα και πιο δυσκολη θεση. Ο ξενος ειχε ανεβει στο καταστρωμα μα περαν του να παρακολουθει τις αγωνιωδεις προσπαθειες των υπολοιπων δεν μπορουσε να κανει τιποτα. Ενα πελωριο κυμα σκαρφαλωσε αποφασιστικα απο τα πλαινα του πλοιου και καθως το σκεπασε σχεδον ολο περασε στην απεναντι μερια κι ενωθηκε παλι με το υπολοιπο υγρο στοιχειο. Μαζι του ειχε παρει τουλαχιστον εξι ναυτες που ενταφιαστηκαν με συνοπτικες διαδικασιες μεσα στην οργιαζουσα θαλασσα.
Το σκοταδι ειχε πεσει απο ωρα και ουσιαστικα ηταν η ταφοπετρα στις φιλοτιμες προσπαθειες των εναπομειναντων για επιβιωση. Κατω απο τετοιες συνθηκες ηταν αδυνατον για τον οποιονδηποτε, ακομα και τον ξενο, να καταλαβουν που πηγαιναν.
Ο ανατριχιαστικος ηχος της βιαιης συναντησης ξυλου και πετρας ακουστηκε παγωνοντας την καρδια ολων σαν επιθανατιος ρογχος ενος καταδικασμενου κουφαριου.
==========================
Το πλοιο τσακισε σε μικρα κομματια που και αυτα με την σειρα τους συνεχιζαν να πεφτουν τυφλα πανω στους βραχους. Με την πρωτη ηδη επαφη ολοι οσοι ηταν πανω στο πλοιο βρεθηκαν στα μανιασμενα κυματα παλευοντας αδιεξοδα για σωτηρια.
Ο ξενος αρπαξε ενα κομματι ξυλο που βρεθηκε τυχαια μπροστα του και προσπαθησε μεσα στο σκοταδι να επιλεξει πορεια. Δυο μισοβυθισμενα πτωματα περασαν μπροστα του, αδιαφορα για την προσπαθεια του και χαθηκαν μεσα σε δευτερολεπτα.
Αρνουνταν αν πιστεψει πως ειχε φτασει το τελος του. Ενοιωθε ολο του το κορμι βαρυ και μουδιασμενο κι ενα απο καιρο ξεχασμενο συναισθημα, ο φοβος, εκανε θριαμβευτικα την εμφανιση του. Οχι, δεν ηταν αυτη η μοιρα του και το ηξερε.
Γαντζωθηκε ακομα πιο δυνατα πανω στο ξυλο και προσπαθησε να παει κοντρα στο ρευμα.
Απετυχε παταγωδως και ειδε δευτερολεπτα πριν τον τεραστιο ογκο του βραχου να εμφανιζεται αποτομα μπροστα του. Την στιγμη που χτυπαγε πανω του με ολη τη δυναμη των αφιονισμενων κυματων ασυναισθητα εκλεισε τα ματια του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44
Για το μονο πραγμα που ηταν σιγουρος ηταν πως ο κυβος δεν ειχε καμια αναμειξη στη αυθορμητη επιλογη του. Χαζευε στο λιμανι της Ταγγερης μη μπορωντας να θυμηθει τον λογο που τον ειχε φερει μεχρι εκει. Ειδε το καραβι αγκυροβολημενο στο βαθος και μηχανικα ειχε περπατησει προς το μερος του. Οι δυο αντρες που ηταν απασχολημενοι με το φορτωμα καποιων κασονιων εκαναν ενα μικρο διαλειμμα για ν' απαντησουν στην ερωτηση του. Το καραβι γεματο μπαχαρια, μυρωδικα και αλλα αγνωστα φυτα θα εφευγε το πρωι για ενα μερος πιο μακρια στα βορεια της υπο ρωμαικη κατοχη Βρεττανιας. Ηταν ενα ταξιδι που εκανε τρεις φορες το χρονο, παντα στο ιδιο μερος και παντα με το ιδιο φορτιο. Στην ερωτηση του αν ο καπετανιος επαιρνε επιβατες μαζι η απαντηση ηταν αποστομωτικα απλη.
-'Ρωτησε τον και φροντισε να εχεις μαζι σου πολλα χρηματα'.
Τον ρωτησε εχοντας πανω του πολλα χρηματα και με καποιο τροπο ενοιωσε μια παραξενη ικανοποιηση να τον πλημμυριζει οταν ο καπετανιος δεχτηκε το αιτημα του.
==========================
-'Με τοσα λεφτα που πληρωσες το λιγοτερο που δικαιουσαι ειναι να μοιραστεις το φαι μου απ' το να φας με τους ναυτες.' ειπε ο καπετανιος και χωθηκε ξανα μεσα σ' ενα βαθυ πιατο που επεπλεε ενα σκουροχρωμο υγρο.
Ο ξενος εριξε αλλη μια ματια στο πιατο που ηταν μπροστα του και αμφιταλαντευτηκε οσον αφορουσε το αν θα δοκιμαζε. Κατεληξε πως ακομα δεν πεινουσε τοσο πολυ.
-'Σουπα απο εντερα πουλιων' ειπε ο καπετανιος κανοντας μια μικρη διακοπη. 'Ακουσε τον καπετανιο Αραδο και θα με θυμηθεις' συνεχισε.
-'Πες μου καπετανιε, ποσο καιρο θα μας παρει για να φτασουμε σ' αυτο το λιμανι' ?
-'Το Γκλιντρι' ? ρωτησε ο Αραδος σηκωνοντας το προσωπο του απο το πιατο του ενω η σουπα του εψαχνε διεξοδο αναμεσα στα γενια του για να κυλησει στο τραπεζι. 'Τρεις με τεσσερεις βδομαδες, αναλογα τον καιρο. Βιαζεσαι' ?
-'Οχι, μην ανησυχεις' εκανε ο ξενος. 'Και τι ακριβως θα κανεις εκει' ?
-'Οτι κανω παντα' απαντησε ο καπετανιος. 'Αφηνω τα πραγματα, πληρωνομαι και φευγω'.
==============================
Ακουμπησε στην κουπαστη ατενιζοντας την απεραντοσυνη της θαλασσας. Που πηγαινε ? Γιατι ? Τι θα εκανε οταν εφτανε εκει ? Θα συνεχιζε ν' αναρωτιεται αν μια φασαρια πισω του δεν του τραβουσε την προσοχη. Το δεξι χερι του Αραδου, καποιος ονοματι Συγας, μολις ειχε βαλει τις φωνες σε καποιον ναυτη. Δεν εμεινε εκει αφου μ' ενα τρομερο χτυπημα της γροθιας του τον εστειλε να κυλιστει στο καταστρωμα. Κανεις δεν επενεβη, ουτε και ο ξενος που παρακολουθουσε απαθης το γεγονος. Αφου κλωτσησε τον πεσμενο αντρα μερικες φορες γυρισε στους υπολοιπους δινοντας τους εντολη να επιστρεψουν στις δουλειες τους. Για το ξενο αυτο ηταν το εναυσμα ν' αποχωρησει στο μερος που του ειχε παραχωρησει ο Αραδος να καταλυσει.
Το λικνισμα της θαλασσας του εφερε υπουλα εναν ελαφρο υπνο που τον τυλιξε στα διχτυα του πριν καλα καλα το συνειδητοποιησει. Το χερι του ενστικτωδως ειχε χωθει στον κορφο του, εκει που αναπαυοταν, διχως κανενα σημαδι ζωης, ο κυβος. Τον εσφιξε ασυναισθητα ετσι οπως σφιγγει ο εραστης το κορμι της αγαπημενης του φοβουμενος υποσυνειδητα πως θα χασει την επαφη μαζι της.
===========================
Ταξιδευαν ηδη δυο γεματες βδομαδες στην θαλασσα μα ακομα και τωρα που ηξερε πως πλησιαζε στον προορισμο του κανενα σημαδι αδημονιας δεν εκανε την εμφανιση του. Απο την αλλη δεν ειχε συμβει και κατι για να σπασει την μονοτονια που επικρατουσε και δεν προβλεποταν κατι τετοιο αν δεν περνουσαν ακομα δυο μερες μεχρι να αγκυροβολουσαν σε καποιο λιμανι για ανεφοδιασμο. Δεν τον ενοχλουσε η θαλασσα, δεν παρουσιαζε καν τα συμπτωματα που τον ειχαν προειδοποιησει οτι μπορει να εμφανιζε μετα απο τοσο καιρο πανω στο καραβι. Αλλα δεν μπορουσε ν' αρνηθει το γεγονος πως του ελειπε η στερεη γη κατω απο τα ποδια του. Την βρηκε οντως δυο μερες μετα.
Το Ντελιθ θεωρουνταν το τελευταιο αξιοπιστο μερος που καποιος θα σταματουσε για ανεφοδιασμο αν ηταν στις προθεσεις του να συνεχισει πιο βορεια, ετσι η παραμονη τους εκει για τουλαχιστον εικοσιτεσσερεις ωρες ηταν απλα επιβεβλημενη. Οσο το πληρωμα ασχολουνταν με τις εργασιες του βρηκε ευκαιρια να κανει μια βολτα στην πολη.
===============================
Τελικα δεν υπηρχε κατι για να δει. Επελεξε το πλεον αξιοπρεπες καπηλειο για να βρεξει τα χειλη του μ' ενα κρασι υποφερτης ποιοτητας και συντομα διαπιστωσε πως δεν ηταν ο μονος.
Αλλα πεντε μελη του πληρωματος βρισκονταν ηδη εκει, αναμεσα τους και το δεξι χερι του Αραδου, γελωντας, φωναζοντας και πινοντας ασταματητα. Ολα συνεβησαν λιγα λεπτα μετα που μπηκε στο καταγωγιο ο ναυτης που ειχε ξυλοκοπηθει απο τον Συγα. Τον παρακολουθησε που πηγε απομερα να κατσει μονος του μα ισως ηταν αυτο που δημιουργησε το προβλημα.
Ο Συγας τον πλησιασε, κατι λεχθηκε αναμεσα τους και ο ναυτης βρεθηκε ξαφνικα κατω απο την καρεκλα του. Στην προσπαθεια του ν' αντιδρασει βρεθηκε απεναντι στην πανυψηλη, γεροδεμενη κορμοστασια του τελευταιου. Συνεχισε να παρακολουθει αταραχος καθως οι δυο αντρες ηρθαν στα χερια. Ηξερε την καταληξη και δικαιωθηκε.
Μολις ο αμοιρος ναυτης επεσε σχεδον λιποθυμος απο τα χτυπηματα που ειχε δεχτει, πεταξε ενα νομισμα στο τραπεζι και βγηκε απο το καπηλειο χωρις να γινει αντιληπτος απο κανεναν.
==============================
Η μαυρη σκια που τους επιτεθηκε εμοιαζε σαν να ξεκολλουσε απο τις κακοφωτισμενες πλατες των νοτισμενων απο την υγρασια τοιχων και σε διαστημα μικροτερο του ανοιγοκλεισματος των βλεφαρων χανοταν παλι εκει. Με συνοπτικες διαδικασιες ολοι, πλην του Συγα, κοιτονταν αναισθητοι στο εδαφος. Η σκια σταθηκε απεναντι του.
-'Πως αντιμετωπιζεις κατι στο δικο σου επιπεδο' ? ρωτησε.
-'Δεν ξερω ποιος εισαι η τι θελεις αλλα δεν επρεπε να το κανεις αυτο' ειπε ο Συγας δειχνοντας με το χερι του τους υπολοιπους λιποθυμους ναυτες. 'Θα το πληρωσεις ακριβα αυτο'.
Δυο λεπτα αργοτερα ηταν κι αυτος λιποθυμος και φορτωμενος στον ωμο της σκιας που βαδιζε με σταθερο βημα προς την προκυμαια. Αποθεσε το φορτιο του κατω και χρησιμοποιωντας μερικα απλωμενα διχτυα που υπηρχαν τριγυρω εδεσε τον Συγα τοσο καλα που ηταν αδυνατον να λυθει. Εν συνεχεια μ' ενα χοντρο σκοινι εδεσε τους αστραγαλους του και εκανε κομπο την αλλη μερια του σχοινιου σ' ενα σταθερο σημειο στο δρομο κι αφησε το κορμι του Συλα να κρεμεται με το κεφαλι κατω λιγα εκατοστα πανω απο την επιφανεια της θαλασσας. Εκατσε και περιμενε.
========================
Τρικλιζοντας ακομα που τα χτυπηματα που ειχε δεχτει ο νεαρος ναυτης προσπαθουσε με ολες του τις δυναμεις να φτασει στο καραβι οταν σκονταψε στο τεντωμενο σκοινι. Την στιγμη που σηκωνοταν αναρωτουμενος που ειχε σκονταψει ενοιωσε μια παγωμενη λεπιδα στην επιδερμιδα του λαιμου του. Δεν προλαβε να πει λεξη.
-'Μερικες φορες πρεπει να κοβεις και να πετας οτι αχρηστο σου φορτωνει η ζωη' ακουσε μια ψιθυριστη φωνη ενω ταυτοχρονα ενοιωσε στην παλαμη του το κρυο μεταλλο ενος μαχαιριου.
Μεχρι ν' ανοιγοκλεισει τα ματια του ειχε απομεινει μονος του μ' ενα μαχαιρι στα χερια.
Κοιταξε για λιγο το σκοινι, πηρε μια βαθια ανασα και διχως να ξερει τι κανει αρχισε να το κοβει.
Η σιγαλια της νυχτας εσπασε απο ενα παφλασμο που ακουστηκε μολις κοπηκε το σκοινι.
Ο νεαρος, διχως να κοιταξει αριστερα η δεξια, συνεχισε το δρομο του προς το καραβι.
Δεν ειχε την παραμικρη ιδεα για το τι ειχε μολις πραγματοποιησει μα ξαφνικα ενοιωθε σαν να ειχε ξεφορτωθει απο πανω του ενα τεραστιο βαρος.
========================
Ματαια ο Αραδος καθυστερουσε την αναχωρηση του καραβιου περιμενοντας τον Συγα να ερθει. Οι μαρτυριες των υπολοιπων που ειχαν δεχτει την επιθεση του επιβεβαιωσαν το γεγονος πως το δεξι του χερι ειχε ληστευτει και πιθανοτητα σκοτωθει. Ετσι με βαρια καρδια και βριζοντας συνεχως αναμεσα στα κιτρινισμενα, σαπια δοντια του απεπλευσε με ενα μελος του πληρωματος λιγοτερο. Ισως να το καθυστερουσε κι αλλο μα ο καιρος στο βαθος αλλαζε δραστικα.
Ερχοταν καταιγιδα και θα τους επιανε στ' ανοιχτα αν αποφασιζε να περιμενει περισσοτερο.
Ομως η καταιγιδα ειχε τα δικα της σχεδια. Ξεσπασε με ορμη στρατου που του ειχαν υποσχεθει απεριοριστο πλιατσικο αποφασισμενη να σαρωσει τα παντα στο περασμα της.
Ο ουρανος ειχε σκοτεινιασει σαν την μαυρη ψυχη ενος δαιμονα και η μπορα που ενεσκηψε, μαστιγωνοντας τα παντα στην αγκαλια της, δυσκολεψε ακομα περισσοτερο τα πραγματα.
Συντομα το καραβι ειχε γινει ερμαιο των στοιχειων της φυσης και αρχισε να παρασερνεται ακυβερνητο, ανεβοκατεβαινοντας υγρους λοφους και βουνα πασχιζοντας να παραμεινει στην επιφανεια της ανταριασμενης θαλασσας.
=========================
Ηταν αδυνατον για τον οποιονδηποτε να υπολογισει ποσες ωρες συνεχιζοταν αυτο το παιγνιδι θανατου με το πλοιο παντως να βρισκεται σε ολοενα και πιο δυσκολη θεση. Ο ξενος ειχε ανεβει στο καταστρωμα μα περαν του να παρακολουθει τις αγωνιωδεις προσπαθειες των υπολοιπων δεν μπορουσε να κανει τιποτα. Ενα πελωριο κυμα σκαρφαλωσε αποφασιστικα απο τα πλαινα του πλοιου και καθως το σκεπασε σχεδον ολο περασε στην απεναντι μερια κι ενωθηκε παλι με το υπολοιπο υγρο στοιχειο. Μαζι του ειχε παρει τουλαχιστον εξι ναυτες που ενταφιαστηκαν με συνοπτικες διαδικασιες μεσα στην οργιαζουσα θαλασσα.
Το σκοταδι ειχε πεσει απο ωρα και ουσιαστικα ηταν η ταφοπετρα στις φιλοτιμες προσπαθειες των εναπομειναντων για επιβιωση. Κατω απο τετοιες συνθηκες ηταν αδυνατον για τον οποιονδηποτε, ακομα και τον ξενο, να καταλαβουν που πηγαιναν.
Ο ανατριχιαστικος ηχος της βιαιης συναντησης ξυλου και πετρας ακουστηκε παγωνοντας την καρδια ολων σαν επιθανατιος ρογχος ενος καταδικασμενου κουφαριου.
==========================
Το πλοιο τσακισε σε μικρα κομματια που και αυτα με την σειρα τους συνεχιζαν να πεφτουν τυφλα πανω στους βραχους. Με την πρωτη ηδη επαφη ολοι οσοι ηταν πανω στο πλοιο βρεθηκαν στα μανιασμενα κυματα παλευοντας αδιεξοδα για σωτηρια.
Ο ξενος αρπαξε ενα κομματι ξυλο που βρεθηκε τυχαια μπροστα του και προσπαθησε μεσα στο σκοταδι να επιλεξει πορεια. Δυο μισοβυθισμενα πτωματα περασαν μπροστα του, αδιαφορα για την προσπαθεια του και χαθηκαν μεσα σε δευτερολεπτα.
Αρνουνταν αν πιστεψει πως ειχε φτασει το τελος του. Ενοιωθε ολο του το κορμι βαρυ και μουδιασμενο κι ενα απο καιρο ξεχασμενο συναισθημα, ο φοβος, εκανε θριαμβευτικα την εμφανιση του. Οχι, δεν ηταν αυτη η μοιρα του και το ηξερε.
Γαντζωθηκε ακομα πιο δυνατα πανω στο ξυλο και προσπαθησε να παει κοντρα στο ρευμα.
Απετυχε παταγωδως και ειδε δευτερολεπτα πριν τον τεραστιο ογκο του βραχου να εμφανιζεται αποτομα μπροστα του. Την στιγμη που χτυπαγε πανω του με ολη τη δυναμη των αφιονισμενων κυματων ασυναισθητα εκλεισε τα ματια του.