ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 59
Εσκυψε στην ακρη του γκρεμου και ατενισε το απυθμενο χαος που απλωνοταν κατω απο τα ποδια του. Οσο διαπεραστικη και να ηταν η ματια του ηταν αδυνατον να διακρινει αν υπηρχε καπου τελος. Ειχε την αισθηση πως ηταν μερα διχως να εχει καποιο χειροπιαστο στοιχειο που ν' αποδεικνυε κατι τετοιο. Ενα βαθυ μελανο σκοταδι τον τριγυριζε απο παντου αφαιρωντας του την δυνατοτητα να διακρινει λεπτομερειες. Η αβυσσος του χαμογελουσε περιπαικτικα, σχεδον λαγνα, κλεινοντας του το ματι και προκαλωντας τον ν' αφεθει στην αγκαλια της. Σηκωσε το κεφαλι αναζητωντας λυση στον ουρανο μα κι εκει τα πραγματα δεν ηταν καλυτερα. Ενα αχανεστατο, καταμαυρο συννεφο εστεκε αναμεσα στον ιδιο και το οποιο φως μπορουσε να υπαρχει πισω απ' αυτο δινοντας του την εντυπωση πως κατεβαινε ολο και πιο χαμηλα σαν να ηθελε να τον τυλιξει απο την κορυφη μεχρι τα νυχια. Ειδε μπροστα του μια προεκταση του συννεφου να ταλαντευεται και αθελα του απλωσε το χερι του και γαντζωθηκε πανω της. Ταυτοχρονα εκανε ενα βημα στο κενο και αφεθηκε.
===============================
Αν προσπαθουσε να σκεφτει λογικα και να ερμηνευσει θα διαπιστωνε πως αυτο που συνεβαινε τωρα ηταν εξωπραγματικο. Ταξιδευε κρατημενος απο μια ακρη του συννεφου πανω απο το χαοτικο ερεβος που εβριθε κατω απο τα ποδια του μα αυτο ουδολως τον ανησυχησε η τον προβληματισε. Ενοιωθε ενα εντονο αισθημα ψυχρας παντου τριγυρω του μα δεν κρυωνε.
Το τοπιο γυρω του δεν αλλαζε γιατι δεν υπηρχε τοπιο για ν' αλλαξει. Η αβυσσος εξακολουθουσε να τον προσκαλει με την αγκαλια της διαπλατα ανοιγμενη μα αυτος, σταθερα κρατημενος απο την ακρη του συννεφου συνεχιζε να την αγνοει. Τοτε ακουσε τις μικρες, ψιλες φωνουλες που εμοιαζαν να προερχονταν καπου απο την κοιλια του χαους. Ο εγκεφαλος του δεν εδωσε καμμια εντολη απαγκιστρωσης απο το συννεφο και το χερι του, αυτοβουλως, επελεξε πως δεν επιθυμουσε πια να παρασυρεται στο πουθενα απο τον μαυρο ογκο που καταλαμβανε τον ουρανο απο πανω του. Αφησε την αβυσσο να τον σφιχταγκαλιασει και να τον τραβηξει κατω, στο αγνωστο, διχως να νοιωσει τον παραμικρο φοβο.
=============================
Αν υπηρχε κατι που σιγουρα απουσιαζε αυτο πρεπει να ηταν ο χρονος. Του ηταν αδυνατον να υπολογισει ποση ωρα επεφτε στο κενο και γρηγορα διαπιστωσε πως καθολου δεν τον ενδιεφερε. Ουτε το που θα κατεληγε τον ενοιαζε. Θα ορκιζοταν πως οτι τον τραβαγε προς τα κατω δεν το εκανε για κακο μα πιοτερο ηθελε να τον ταξιδεψει σε μερη αγνωστα και μοναδικα.
Οι φωνουλες εξακολουθουσαν να υφιστανται, παντα απομακρες, παντα τοσο χαμηλοφωνες που ηξερε πως δεν ειχε νοημα καν να προσπαθησει ν' ακουσει τι ψιθυριζαν.
Τα ποδια του αγγιξαν κατι μαλακο, πηχτο και θεοσκοτεινο και βυθιστηκαν μεσα του. Ακολουθησε και ο υπολοιπος διχως να μπορει να καταλαβει τι ηταν. Οτι και να ηταν εμοιαζε να εχει υγρη μορφη αφου καταλαβε πως μπορουσε να κολυμπησει και μαλιστα ανετα, διχως μεγαλη προσπαθεια μα η υφη του του ηταν παντελως αγνωστη. Ισως θα επρεπε ν' αναρωτηθει πως τα ρουχα του ηταν στεγνα αν οντως κολυμπουσε μεσα σε καποιο υγρο αλλα η σκεψη δεν τα καταφερε ποτε να φτασει στον εγκεφαλο του.
==============================
Ενοιωσε περισσοτερο παρα ειδε την παρουσια διπλα του και στραφηκε προς το μερος της. Μπορουσε να δει μονο ενα πολυ μικρο τμημα του πλασματος που κολυμπουσε λιγο πιο περα και μολονοτι δεν ειχε την δυνατοτητα να πιστοποιησει το μεγεθος του ηξερε πως ηταν κατι τεραστιο. Η τοξοειδης καμπυλη που ρυθμικα μια εμφανιζοταν στην επιφανεια του πηχτου, μαυρου υγρου μια εξαφανιζοταν κατω απ' αυτην εμοιαζε λεια μα οπως και ο ιδιος κι αυτη φαινοταν να ειναι στεγνη. Αδιαφορουσε για την παρουσια του και το αυτο επελεξε να κανει κι αυτος ακομα κι οταν για μια στιγμη τυχαια αποκαλυφθηκε ακομα ενα σημειο του σωματος του.
Το τεραστιο γαλακτωδες ματι εστιασε πανω του για ενα κλασμα του δευτερολεπτου που ομως ηταν αρκετο για να διαπιστωσει την αποκοσμη παγωμαρα κι αναισθησια του.
Ακομα κι αν οι δρομοι τους δεν χωριζαν θα φροντιζε γι αυτο το πανυψηλο μαυρο κυμα που ερχοταν απο πισω του. Και παλι δεν τον απασχολησε πως μπορουσε να δημιουργηθει κυμα κατω απο τετοιες περιστασεις μ' αφεθηκε για αλλη μια φορα.
=============================
Χαρη στο κυμα βρεθηκε να ιπταται αρκετα πανω απο την επιφανεια του μαυρου, πηχτου υγρου διχως ν' ανησυχησει διολου για το που ακριβως τον πηγαινε. Ο τεραστιος ογκος συνεχιζε να τον ταξιδευει μεσα σε μια απολυτη σιωπη, μια σιωπη που απλα ειχε ενταθει απο τις στιγμη που οι φωνουλες ειχαν παψει να υφιστανται. Δεν ειχε καταλαβει ποτε ακριβως ειχαν εξαφανιστει γιατι σε κανενα σημειο δεν τον απασχολησε. Ερμαιο κυριολεκτικα μιας αγνωστης μοιρας ειχε πληρως παραδοθει εκουσια, μην νοιωθωντας καμμια αναγκη να παρεμβει στο οτιδηποτε.
Ψηλαφισε προσπαθωντας ν' αποκτησει εικονα για το που βρισκοταν μα γρηγορα διαπιστωσε πως δεν ηταν απαραιτητο αφου μιας αγνωστου πηγης φως του εδινε πια οπτικη δυνατοτητα.
Το εδαφος που ηταν ξαπλωμενος εμοιαζε να ειναι σπαρμενο απο μυριαδες κομματια γυαλιου μα ουτε πονο ενοιωθε ουτε καποια πληγη δεν ειχε προκληθει απο την επαφη μαζι τους.
Σηκωθηκε ορθιος και εριξε μια ματια πισω του. Θα επρεπε να του προκαλεσει εκπληξη μα παραδοξως το μυαλο του το επεξεργαστηκε σαν απολυτα φυσιολογικο.
==============================
Το πηχτο, μαλακο υγρο ειχε εξαφανιστει σαν να μην ειχε υπαρξει ποτε. Παντου τριγυρω του, μεχρι εκει που εφτανε το ματι του, υπηρχε ενα απολυτο επιπεδο γεματο μ' αυτα τα μυστηριωδη γυαλια. Πατησε πανω τους λιγο πιο εντονα και διαπιστωσε πως οι στρογγυλεμενες ακρες του υλικου αποτραβιοταν λες και ειχαν ζωη. Ξεκινησε να προχωρα τυχαια προς μια κατευθυνση ενω κατω στα ποδια του δημιουργουνταν ενα μικρο μονοπατι απο την τελεια ρυθμικη κινηση απομακρυνσης των γυαλιων. Σηκωσε το κεφαλι του ψαχνοντας να βρει καποιον ηλιο η αλλο ουρανιο σωμα που να δικαιολογουσε την υπαρξη του φωτος μα δεν υπηρχε τιποτα. Ο θολος απο πανω του ηταν γαλακτωδης μην επιτρεποντας του να δει κατι περισσοτερο και ηταν απολυτα κενος. Συνεχισε να βαδιζει ενω ταυτοχρονα μια κινηση στο βαθος τραβηξε την προσοχη του.
Εμοιαζε σαν μια απειροελαχιστη κουκιδα που αναπηδουσε ρυθμικα στο εδαφος και ειχε κατευθυνση προς τον ιδιο. Η αποσταση ηταν ακομα μεγαλη για να μπορει να διακρινει τι ηταν.
===============================
Κατω απο αλλες συνθηκες θα επρεπε ν' αναρωτηθει πως μπορουσε ν' απαλειφθει η σταδιακη προσεγγιση της κουκιδας προς το μερος του. Θα επρεπε να μεγαλωνει σιγα σιγα οσο πλησιαζε, να γινεται πιο ξεκαθαρη μεχρι να εφτανε μπροστα του. Δεν τον απασχολησε καθολου.
Η μακρινη αναπηδουσασα κουκιδα βρεθηκε κατα παραβαση οποιου νομου μπορουσε να ισχυει εξαφνα στο ενα μετρο αποσταση. Ειχε μετασχηματισθει σε ενα αλλοκοτο πλασμα που ομοιο του δεν ειχε ποτε ξανα αντικρυσει.
Ειχε δυο ψηλολιγνα ποδια που εμοιαζαν μ' αυτα της στρουθοκαμηλου μ' εξαιρεση την καταληξη τους οπου αντι για δαχτυλα κυματιζαν νηματοειδεις αποληξεις που εμοιαζαν να εχουν δικη τους ζωη και βουληση. Το σωμα, αν μπορουσε ν' αποκαλεσει σωμα αυτην την παραδοξολογια, ηταν μια διαφανη, μεταβλητη μεμβρανη που αν τα ματια του δεν του επαιζαν καποιο παιγνιδι δεν περιειχε τιποτα απολυτως. Ο λαιμος ηταν κι αυτος μακρυς και λεπτος κι εμοιαζε να ειναι δεμενος σε χιλιους κομπους.
=================================
Καθε φορα που καποιος κομπος εμοιαζε να λυνεται ενας αλλος, σε αλλο σημειο, δημιουργουνταν. Το πως μπορουσε αυτο να συμβει διχως καμμια ορατη ακρη ηταν ενα ακομα, θεωρητικα, αλυτο προβλημα, που παλι δεν τον απασχολησε. Κι αν ολα οσα ειχε δει ανηκαν στην σφαιρα του αδυνατου κι απιθανου το προσωπο του πλασματος τα ξεπερνουσε ολα.
Εμοιαζε σαν ενα φλεγομενο τριγωνο με δυο ιδιαζουσες, σημαντικες διαφορες. Η πρωτη ηταν πως δεν υπηρχε πραγματικη φωτια παρα μονο η αισθηση, η ιδεα του φλεγομενου, σαν να ηταν απλη αντανακλαση ενος καθρεφτη. Η δευτερη ηταν πως το τριγωνο δεν ηταν σταθερο αλλα μεταβαλλοταν συνεχως με τις ακρες του ν' αλλαζουν συνεχως θεση. Στο μεσο του τριγωνου υπηρχε μια λεπτη φετα φεγγαριου, αεικινητη, συνεχως σε κινηση μα φαινομενικα εγκλωβισμενη μεσα σ' αυτο το αποκοσμο τριγωνο. Δεν υπηρχε τιποτα αλλο απ' αυτα που καποιος θα περιμενε ν' απαρτιζει ενα προσωπο αλλα διχως να το ξερει η να του το εχουν πει καταλαβαινε πως απλα γι αυτο το πλασμα δεν ηταν απαραιτητα.
===========================
Στεκοταν εκει, αμιλητο, ακινητο και τον ατενιζε. Το μονο πραγμα που υποδηλωνε πως ηταν ζωντανο ηταν οι ανεπαισθητες, αερινες κινησεις των νηματοειδων αποληξεων που με την παντελη ελλειψη αερα η καποιας αλλης κινητηριας δυναμης συμπεραινε πως τις προκαλουσε εκουσια το παραμυθενιο αυτο πλασμα. Παρεμεινε ακινητο ακομα κι οταν εκανε ενα βημα μπροστα, προς το μερος του. Φαινοταν κι αυτο να τον επεξεργαζεται μα του ηταν αδυνατον να υποψιαστει, εστω και κατα προσεγγιση, ποιες ηταν ακριβως οι προθεσεις του.
Εριξε αλλη μια ματια τριγυρω μολονοτι βαθια μεσα του ηξερε πως τιποτα δεν ειχε αλλαξει.
Ετσι ηταν οντως. Βρισκοταν στο αγνωστο απεναντι σε κατι που δεν ηξερε ουτε τι ηταν ουτε τι ηθελε, παρ' ολα αυτα καθολου δεν φοβοταν η ανησυχουσε.
Ουτε ψιθυρος δεν ακουστηκε ουτε καποια φωνη μεσα στο κεφαλι του δεν του μιλησε. Ομως το ενοιωσε σαν συναισθημα, το ψηλαφισε σαν πραγματικο.
-'Ελα' ηταν αυτο που ενοιωσε και ταυτοχρονα ειδε το πλασμα να του γυρναει την πλατη και ν' απομακρυνεται.
========================
Το πλασμα ξεμακραινε με τον ιδιο τροπο που ειχε ερθει και μολονοτι καλυπτε πολυ πιο γρηγορα μεγαλυτερη αποσταση απο τον ιδιο που απλα βηματιζε δεν μετατραπηκε σε μακρινη κουκιδα αλλα παρεμενε σε μια σταθερη κοντινη αποσταση που δεν αλλοιωνοταν καθολου.
Τιποτα δεν αλλαζε στο γενικοτερο πλανο. Το εδαφος εξακολουθουσε να καλυπτεται απο προσεκτικα κομματια γυαλιου που σχιζονταν στα δυο επιτρεποντας του να περασει ενω ο ιδιος, απαραλλαχτος γαλακτωδης ουρανος εξακολουθουσε να κρεμεται πανω απο το κεφαλι του.
Το μονο καινουριο ηταν η επανεμφανιση των μικρων, αδιορατων φωνων που του ηταν αδυνατον να εντοπισει απο που προερχονταν. Εξακολουθουσαν να ειναι χαμηλοφωνες και συγκεχυμενες σαν φιδια που συριζουν ολα μαζι εγκλωβισμενα σ΄ενα λακκο πραγμα που του στερουσε την δυνατοτητα να καταλαβει τι ελεγαν.
Ξαφνικα αρχισαν να υποχωρουν μεχρι που απεμεινε μια και μοναδικη.
-'Εδω υπαρχει ενας ταφος' την ακουσε να λεει ψιθυριστα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 59
Εσκυψε στην ακρη του γκρεμου και ατενισε το απυθμενο χαος που απλωνοταν κατω απο τα ποδια του. Οσο διαπεραστικη και να ηταν η ματια του ηταν αδυνατον να διακρινει αν υπηρχε καπου τελος. Ειχε την αισθηση πως ηταν μερα διχως να εχει καποιο χειροπιαστο στοιχειο που ν' αποδεικνυε κατι τετοιο. Ενα βαθυ μελανο σκοταδι τον τριγυριζε απο παντου αφαιρωντας του την δυνατοτητα να διακρινει λεπτομερειες. Η αβυσσος του χαμογελουσε περιπαικτικα, σχεδον λαγνα, κλεινοντας του το ματι και προκαλωντας τον ν' αφεθει στην αγκαλια της. Σηκωσε το κεφαλι αναζητωντας λυση στον ουρανο μα κι εκει τα πραγματα δεν ηταν καλυτερα. Ενα αχανεστατο, καταμαυρο συννεφο εστεκε αναμεσα στον ιδιο και το οποιο φως μπορουσε να υπαρχει πισω απ' αυτο δινοντας του την εντυπωση πως κατεβαινε ολο και πιο χαμηλα σαν να ηθελε να τον τυλιξει απο την κορυφη μεχρι τα νυχια. Ειδε μπροστα του μια προεκταση του συννεφου να ταλαντευεται και αθελα του απλωσε το χερι του και γαντζωθηκε πανω της. Ταυτοχρονα εκανε ενα βημα στο κενο και αφεθηκε.
===============================
Αν προσπαθουσε να σκεφτει λογικα και να ερμηνευσει θα διαπιστωνε πως αυτο που συνεβαινε τωρα ηταν εξωπραγματικο. Ταξιδευε κρατημενος απο μια ακρη του συννεφου πανω απο το χαοτικο ερεβος που εβριθε κατω απο τα ποδια του μα αυτο ουδολως τον ανησυχησε η τον προβληματισε. Ενοιωθε ενα εντονο αισθημα ψυχρας παντου τριγυρω του μα δεν κρυωνε.
Το τοπιο γυρω του δεν αλλαζε γιατι δεν υπηρχε τοπιο για ν' αλλαξει. Η αβυσσος εξακολουθουσε να τον προσκαλει με την αγκαλια της διαπλατα ανοιγμενη μα αυτος, σταθερα κρατημενος απο την ακρη του συννεφου συνεχιζε να την αγνοει. Τοτε ακουσε τις μικρες, ψιλες φωνουλες που εμοιαζαν να προερχονταν καπου απο την κοιλια του χαους. Ο εγκεφαλος του δεν εδωσε καμμια εντολη απαγκιστρωσης απο το συννεφο και το χερι του, αυτοβουλως, επελεξε πως δεν επιθυμουσε πια να παρασυρεται στο πουθενα απο τον μαυρο ογκο που καταλαμβανε τον ουρανο απο πανω του. Αφησε την αβυσσο να τον σφιχταγκαλιασει και να τον τραβηξει κατω, στο αγνωστο, διχως να νοιωσει τον παραμικρο φοβο.
=============================
Αν υπηρχε κατι που σιγουρα απουσιαζε αυτο πρεπει να ηταν ο χρονος. Του ηταν αδυνατον να υπολογισει ποση ωρα επεφτε στο κενο και γρηγορα διαπιστωσε πως καθολου δεν τον ενδιεφερε. Ουτε το που θα κατεληγε τον ενοιαζε. Θα ορκιζοταν πως οτι τον τραβαγε προς τα κατω δεν το εκανε για κακο μα πιοτερο ηθελε να τον ταξιδεψει σε μερη αγνωστα και μοναδικα.
Οι φωνουλες εξακολουθουσαν να υφιστανται, παντα απομακρες, παντα τοσο χαμηλοφωνες που ηξερε πως δεν ειχε νοημα καν να προσπαθησει ν' ακουσει τι ψιθυριζαν.
Τα ποδια του αγγιξαν κατι μαλακο, πηχτο και θεοσκοτεινο και βυθιστηκαν μεσα του. Ακολουθησε και ο υπολοιπος διχως να μπορει να καταλαβει τι ηταν. Οτι και να ηταν εμοιαζε να εχει υγρη μορφη αφου καταλαβε πως μπορουσε να κολυμπησει και μαλιστα ανετα, διχως μεγαλη προσπαθεια μα η υφη του του ηταν παντελως αγνωστη. Ισως θα επρεπε ν' αναρωτηθει πως τα ρουχα του ηταν στεγνα αν οντως κολυμπουσε μεσα σε καποιο υγρο αλλα η σκεψη δεν τα καταφερε ποτε να φτασει στον εγκεφαλο του.
==============================
Ενοιωσε περισσοτερο παρα ειδε την παρουσια διπλα του και στραφηκε προς το μερος της. Μπορουσε να δει μονο ενα πολυ μικρο τμημα του πλασματος που κολυμπουσε λιγο πιο περα και μολονοτι δεν ειχε την δυνατοτητα να πιστοποιησει το μεγεθος του ηξερε πως ηταν κατι τεραστιο. Η τοξοειδης καμπυλη που ρυθμικα μια εμφανιζοταν στην επιφανεια του πηχτου, μαυρου υγρου μια εξαφανιζοταν κατω απ' αυτην εμοιαζε λεια μα οπως και ο ιδιος κι αυτη φαινοταν να ειναι στεγνη. Αδιαφορουσε για την παρουσια του και το αυτο επελεξε να κανει κι αυτος ακομα κι οταν για μια στιγμη τυχαια αποκαλυφθηκε ακομα ενα σημειο του σωματος του.
Το τεραστιο γαλακτωδες ματι εστιασε πανω του για ενα κλασμα του δευτερολεπτου που ομως ηταν αρκετο για να διαπιστωσει την αποκοσμη παγωμαρα κι αναισθησια του.
Ακομα κι αν οι δρομοι τους δεν χωριζαν θα φροντιζε γι αυτο το πανυψηλο μαυρο κυμα που ερχοταν απο πισω του. Και παλι δεν τον απασχολησε πως μπορουσε να δημιουργηθει κυμα κατω απο τετοιες περιστασεις μ' αφεθηκε για αλλη μια φορα.
=============================
Χαρη στο κυμα βρεθηκε να ιπταται αρκετα πανω απο την επιφανεια του μαυρου, πηχτου υγρου διχως ν' ανησυχησει διολου για το που ακριβως τον πηγαινε. Ο τεραστιος ογκος συνεχιζε να τον ταξιδευει μεσα σε μια απολυτη σιωπη, μια σιωπη που απλα ειχε ενταθει απο τις στιγμη που οι φωνουλες ειχαν παψει να υφιστανται. Δεν ειχε καταλαβει ποτε ακριβως ειχαν εξαφανιστει γιατι σε κανενα σημειο δεν τον απασχολησε. Ερμαιο κυριολεκτικα μιας αγνωστης μοιρας ειχε πληρως παραδοθει εκουσια, μην νοιωθωντας καμμια αναγκη να παρεμβει στο οτιδηποτε.
Ψηλαφισε προσπαθωντας ν' αποκτησει εικονα για το που βρισκοταν μα γρηγορα διαπιστωσε πως δεν ηταν απαραιτητο αφου μιας αγνωστου πηγης φως του εδινε πια οπτικη δυνατοτητα.
Το εδαφος που ηταν ξαπλωμενος εμοιαζε να ειναι σπαρμενο απο μυριαδες κομματια γυαλιου μα ουτε πονο ενοιωθε ουτε καποια πληγη δεν ειχε προκληθει απο την επαφη μαζι τους.
Σηκωθηκε ορθιος και εριξε μια ματια πισω του. Θα επρεπε να του προκαλεσει εκπληξη μα παραδοξως το μυαλο του το επεξεργαστηκε σαν απολυτα φυσιολογικο.
==============================
Το πηχτο, μαλακο υγρο ειχε εξαφανιστει σαν να μην ειχε υπαρξει ποτε. Παντου τριγυρω του, μεχρι εκει που εφτανε το ματι του, υπηρχε ενα απολυτο επιπεδο γεματο μ' αυτα τα μυστηριωδη γυαλια. Πατησε πανω τους λιγο πιο εντονα και διαπιστωσε πως οι στρογγυλεμενες ακρες του υλικου αποτραβιοταν λες και ειχαν ζωη. Ξεκινησε να προχωρα τυχαια προς μια κατευθυνση ενω κατω στα ποδια του δημιουργουνταν ενα μικρο μονοπατι απο την τελεια ρυθμικη κινηση απομακρυνσης των γυαλιων. Σηκωσε το κεφαλι του ψαχνοντας να βρει καποιον ηλιο η αλλο ουρανιο σωμα που να δικαιολογουσε την υπαρξη του φωτος μα δεν υπηρχε τιποτα. Ο θολος απο πανω του ηταν γαλακτωδης μην επιτρεποντας του να δει κατι περισσοτερο και ηταν απολυτα κενος. Συνεχισε να βαδιζει ενω ταυτοχρονα μια κινηση στο βαθος τραβηξε την προσοχη του.
Εμοιαζε σαν μια απειροελαχιστη κουκιδα που αναπηδουσε ρυθμικα στο εδαφος και ειχε κατευθυνση προς τον ιδιο. Η αποσταση ηταν ακομα μεγαλη για να μπορει να διακρινει τι ηταν.
===============================
Κατω απο αλλες συνθηκες θα επρεπε ν' αναρωτηθει πως μπορουσε ν' απαλειφθει η σταδιακη προσεγγιση της κουκιδας προς το μερος του. Θα επρεπε να μεγαλωνει σιγα σιγα οσο πλησιαζε, να γινεται πιο ξεκαθαρη μεχρι να εφτανε μπροστα του. Δεν τον απασχολησε καθολου.
Η μακρινη αναπηδουσασα κουκιδα βρεθηκε κατα παραβαση οποιου νομου μπορουσε να ισχυει εξαφνα στο ενα μετρο αποσταση. Ειχε μετασχηματισθει σε ενα αλλοκοτο πλασμα που ομοιο του δεν ειχε ποτε ξανα αντικρυσει.
Ειχε δυο ψηλολιγνα ποδια που εμοιαζαν μ' αυτα της στρουθοκαμηλου μ' εξαιρεση την καταληξη τους οπου αντι για δαχτυλα κυματιζαν νηματοειδεις αποληξεις που εμοιαζαν να εχουν δικη τους ζωη και βουληση. Το σωμα, αν μπορουσε ν' αποκαλεσει σωμα αυτην την παραδοξολογια, ηταν μια διαφανη, μεταβλητη μεμβρανη που αν τα ματια του δεν του επαιζαν καποιο παιγνιδι δεν περιειχε τιποτα απολυτως. Ο λαιμος ηταν κι αυτος μακρυς και λεπτος κι εμοιαζε να ειναι δεμενος σε χιλιους κομπους.
=================================
Καθε φορα που καποιος κομπος εμοιαζε να λυνεται ενας αλλος, σε αλλο σημειο, δημιουργουνταν. Το πως μπορουσε αυτο να συμβει διχως καμμια ορατη ακρη ηταν ενα ακομα, θεωρητικα, αλυτο προβλημα, που παλι δεν τον απασχολησε. Κι αν ολα οσα ειχε δει ανηκαν στην σφαιρα του αδυνατου κι απιθανου το προσωπο του πλασματος τα ξεπερνουσε ολα.
Εμοιαζε σαν ενα φλεγομενο τριγωνο με δυο ιδιαζουσες, σημαντικες διαφορες. Η πρωτη ηταν πως δεν υπηρχε πραγματικη φωτια παρα μονο η αισθηση, η ιδεα του φλεγομενου, σαν να ηταν απλη αντανακλαση ενος καθρεφτη. Η δευτερη ηταν πως το τριγωνο δεν ηταν σταθερο αλλα μεταβαλλοταν συνεχως με τις ακρες του ν' αλλαζουν συνεχως θεση. Στο μεσο του τριγωνου υπηρχε μια λεπτη φετα φεγγαριου, αεικινητη, συνεχως σε κινηση μα φαινομενικα εγκλωβισμενη μεσα σ' αυτο το αποκοσμο τριγωνο. Δεν υπηρχε τιποτα αλλο απ' αυτα που καποιος θα περιμενε ν' απαρτιζει ενα προσωπο αλλα διχως να το ξερει η να του το εχουν πει καταλαβαινε πως απλα γι αυτο το πλασμα δεν ηταν απαραιτητα.
===========================
Στεκοταν εκει, αμιλητο, ακινητο και τον ατενιζε. Το μονο πραγμα που υποδηλωνε πως ηταν ζωντανο ηταν οι ανεπαισθητες, αερινες κινησεις των νηματοειδων αποληξεων που με την παντελη ελλειψη αερα η καποιας αλλης κινητηριας δυναμης συμπεραινε πως τις προκαλουσε εκουσια το παραμυθενιο αυτο πλασμα. Παρεμεινε ακινητο ακομα κι οταν εκανε ενα βημα μπροστα, προς το μερος του. Φαινοταν κι αυτο να τον επεξεργαζεται μα του ηταν αδυνατον να υποψιαστει, εστω και κατα προσεγγιση, ποιες ηταν ακριβως οι προθεσεις του.
Εριξε αλλη μια ματια τριγυρω μολονοτι βαθια μεσα του ηξερε πως τιποτα δεν ειχε αλλαξει.
Ετσι ηταν οντως. Βρισκοταν στο αγνωστο απεναντι σε κατι που δεν ηξερε ουτε τι ηταν ουτε τι ηθελε, παρ' ολα αυτα καθολου δεν φοβοταν η ανησυχουσε.
Ουτε ψιθυρος δεν ακουστηκε ουτε καποια φωνη μεσα στο κεφαλι του δεν του μιλησε. Ομως το ενοιωσε σαν συναισθημα, το ψηλαφισε σαν πραγματικο.
-'Ελα' ηταν αυτο που ενοιωσε και ταυτοχρονα ειδε το πλασμα να του γυρναει την πλατη και ν' απομακρυνεται.
========================
Το πλασμα ξεμακραινε με τον ιδιο τροπο που ειχε ερθει και μολονοτι καλυπτε πολυ πιο γρηγορα μεγαλυτερη αποσταση απο τον ιδιο που απλα βηματιζε δεν μετατραπηκε σε μακρινη κουκιδα αλλα παρεμενε σε μια σταθερη κοντινη αποσταση που δεν αλλοιωνοταν καθολου.
Τιποτα δεν αλλαζε στο γενικοτερο πλανο. Το εδαφος εξακολουθουσε να καλυπτεται απο προσεκτικα κομματια γυαλιου που σχιζονταν στα δυο επιτρεποντας του να περασει ενω ο ιδιος, απαραλλαχτος γαλακτωδης ουρανος εξακολουθουσε να κρεμεται πανω απο το κεφαλι του.
Το μονο καινουριο ηταν η επανεμφανιση των μικρων, αδιορατων φωνων που του ηταν αδυνατον να εντοπισει απο που προερχονταν. Εξακολουθουσαν να ειναι χαμηλοφωνες και συγκεχυμενες σαν φιδια που συριζουν ολα μαζι εγκλωβισμενα σ΄ενα λακκο πραγμα που του στερουσε την δυνατοτητα να καταλαβει τι ελεγαν.
Ξαφνικα αρχισαν να υποχωρουν μεχρι που απεμεινε μια και μοναδικη.
-'Εδω υπαρχει ενας ταφος' την ακουσε να λεει ψιθυριστα.