Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ




                          ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13


-'Δεν εχω δει ποτε κανεναν που να παλευει ετσι και να βγαζει εκτος μαχης μονος του τοσους αντιπαλους τοσο γρηγορα' ηταν οι πρωτες λεξεις που καταφερε να ψελλισει ο αποσβολωμενος Κερμενων. -'Εγω, ο Κερμενων, υπασπιστης και σωματοφυλακας του Αλεξανδρου του Μακεδονα, σου ορκιζομαι ξενε πως'......
-'Θα εχουμε καιρο γι αυτα αργοτερα' τον διεκοψε ο ξενος. -'Προς το παρον ας σιγουρευτουμε οτι δεν υπαρχουν αλλοι απο δαυτους' συνεχισε ενω τα ματια του ηταν καρφωμενα στην εισοδο.
-'Εχεις δικιο' συμφωνησε ο Κερμενων. -'Ολη η πολη ξερει οτι αυριο τα στρατευματα του Δαρειου θα βρισκονται στην Ισσο και τα κεφαλια μας θα ειναι περιζητητα σε οποιους θελουν να τα εχουν καλα μαζι του. Πρεπει να κινηθουμε γρηγορα'.
-'Εχουμε λιγες ωρες μπροστα μας' εκανε ο ξενος 'μεχρι να φωτισει. Υπαρχει καποιο σχεδιο η πρεπει να διαμορφωσουμε ενα τωρα ?'
-'Ηρθα εδω να βρω τους αντρες της νοτιας περιπολου' ειπε ο Κερμενων δειχνοντας ταυτοχρονα με μια θλιμμενη κινηση τα κομμενα κεφαλια των στρατιωτων 'για να βρουμε μεταφορικο μεσο για τους τραυματιες που συγκεντρωνει τωρα ο Αλγινικος στην κεντρικη πλατεια της πολης. Οπως ομως βλεπεις τα πραγματα δεν εξελιχθηκαν βαση του σχεδιου. Και εχω να παω και γω καπου να παρω καποιον που με περιμενει αλλα τωρα.....'.
'-Δεν θ' αλλαξει κατι σ' αυτο που σχεδιασες' ειπε ο ξενος αποφασιστικα. 'Πηγαινε εκει που εχεις να πας, θα κοιταξω εγω για μεταφορικο μεσο και βρισκομαστε στην πλατεια με τους αλλους σε μια ωρα' προσθεσε και κινησε για την εξοδο. Ο Κερμενων τον αρπαξε απ' το χερι.
-'-Γιατι τα κανεις ολα αυτα ? Γιατι με βοηθησες ? Ποιος εισαι ?'
Ο ξενος στραφηκε προς τα πισω μ'ενα αδιευκρινιστο χαμογελο να κυριαρχει στο προσωπο του.
-'-Ολα θ' απαντηθουν στην ωρα τους' ειπε. -'Μα τωρα προεχουν αλλα να γινουν. Σε μια ωρα στην πλατεια' επανελαβε και με γοργα βηματα χαθηκε στο σκοταδι.
                                           -------------------------------
Για Νοεμβρης μηνας το κρυο ηταν ηδη αρκετο, περισσοτερο ισως κι απ' τ' αναμενομενο. Ο ουρανος ηταν βαρυς, γεματος συννεφα που συνοφρυωμενα παρακολουθουσαν τις εξελιξεις στην πολη. Ο αερας παγωμενος, μουδιαζε τις σκεψεις και καλυπτε με απιστευτη ταχυτητα οτι ηταν εκτεθειμενο σ' αυτον. Εμπαινε με ορμη στα πνευμονια του ξενου γεμιζοντας τα και εξαπλωνοταν γοργα σε καθε σημειο του σωματος του αφηνοντας το αποτυπωμα του. Ομως αυτο δεν φαινοταν να τον ενοχλει, ισα ισα που ηταν καλοδεχουμενος μιας και του φρεσκαριζε τις σκεψεις που σαν τρελλες στροβιλιζονταν στο κεφαλι του. Ενα αφηρημενο συννεφο επετρεψε σ'ενα χλωμο, χτικιαρικο φεγγαρι να κανει για δευτερολεπτα αισθητη την παρουσια του πριν τα υπολοιπα, ενεργωντας αστραπιαια, το καλυψουν και παλι. Τα ελαχιστα αυτα δευτερολεπτα ηταν αρκετα για τον ξενο να δει την μαυρη αμαξα σε μια γωνια του δρομου. Πλησιασε γοργα και την εξετασε. Ηταν οτι ακριβως χρειαζοταν για την μεταφορα των τραυματιων. Δεν γνωριζε ποσοι ακριβως ηταν αλλα του ειχε δοθει η εντυπωση οτι μια ηταν αρκετη. Το μονο που χρειαζοταν ηταν δυο αλογα για να την συρουν και αυτος ο Κερμενων σιγουρα θα τα ειχε.
Εφτασε διπλα της και τραβηξε το ξιφος του. Χρειαστηκαν δυο δυνατα χτυπηματα στην μια ροδα για να την σπασει. Αφου σιγουρευτηκε οτι δεν υπηρχε τροπος επιδιορθωσης, ξεκινησε για την πλατεια που τον περιμεναν οι αλλοι.
                                          -----------------------------
Γρηγορα εντοπισε τον Αλγινικο αφου ηταν αυτος που μιλουσε και χειρονομουσε συνεχως προσπαθωντας να κρατησει τα πραγματα υπο ελεγχο. Σ' ολη την πλατεια υπηρχαν, αλλοι καθισμενοι αλλοι ξαπλωμενοι, γυρω στους τριαντα με τριανταπεντε στρατιωτες. Πολλων τα ρουχα ηταν ποτισμενα ακομα στο αιμα, δικο τους η οχι λιγη σημασια ειχε. Αλλοι ειχαν δεμενα κεφαλια, θωρακες, χερια και ποδια, αλλοι κουτσαιναν, αλλοι, εντελως ανημποροι, απλα ξαπλωμενοι, ειχαν αποθεσει στωικα την μοιρα τους στις δυνατοτητες των υπολοιπων.
Υπηρχαν γυρω στους δεκα που φαινοταν απολυτως ενταξει και βοηθουσαν τον Αλγινικο στο να τηρουνται οι εντολες που διαρκως εδινε. Ηταν καποιοι απ' αυτους που κινηθηκαν απειλητικα εναντιον του βλεποντας τον να πλησιαζει. Αυτο διολου δεν του εκοψε βημα.
-'Με στελνει ο Κερμενων' ειπε πριν ακομα τον φτασουν σε αποσταση βολης. 'Η φρουρα της νοτιου περιπολου ειναι νεκρη και δυστυχως δεν υπαρχει μεταφορικο μεσο για ολους αυτους' ειπε δειχνοντας τους τραυματιες. Το ονομα του Κερμενωνα ηταν αρκετο για να αποτρεψει καποια επιθετικη κινηση εκ μερους των στρατιωτων, παρ' ολα αυτα σχηματισαν εναν κυκλο γυρω του και τον οδηγησαν στον Αλγινικο. 
                                            ---------------------------
Του εξηγησε τι ακριβως ειχε συμβει με καθε λεπτομερεια. Ο Αλγινικος τον ακουγε με προσοχη μα η δυσπιστια πανω του ηταν εκδηλη σε καθε ερωτηση που εκανε και σε καθε απαντηση που λαμβανε. Τον ακουσε προσεκτικα μεχρι τελους εχοντας παντα τα ματια του καρφωμενα πανω στον ξενο. Τα ρουχα του ηταν κατι που δεν ειχε ξαναδει, μιλουσε Μακεδονικα διχως να ειναι Μακεδονας και κατι στην γενικοτερη σταση του δεν τον αφηνε να εφησυχασει. Παρ' ολα αυτα του ενεπνεε ενα αναμικτο συναισθημα σεβασμου και φοβου, διχως να μπορει να ξεκαθαρισει μεσα του ποιο κομματι ηταν αυτο που υπερτερουσε.
-'Θα περιμενουμε τον Κερμενωνα λοιπον' ηταν η ετυμηγορια του οταν δεν υπηρχε κατι αλλο να λεχθει. 'Καλα θα ηταν να επιβεβαιωσει αυτα που λες'.
Επιβεβαιωθηκαν ολα μιση σχεδον ωρα αργοτερα απο εναν λαχανιασμενο Κερμενωνα που εσερνε πισω του μια εξισου ασθμαινουσα Μεναγρη. Οι δυο αντρες μιλησαν κατ' ιδιαν για μερικα λεπτα, την ιδια στιγμη που η Μεναγρη, φανερα επηρεασμενη απο το κρυο προσπαθουσε με τ' αραχνουφαντα ρουχα της να προστατευθει απ' το ψυχος ενω ο ξενος φαινοταν να περιεργαζεται κατι που ειχε στον κορφο του. Η συζητηση ειχε τελειωσει και μ' ενα νευμα ο Κερμενων ζητησε να συγκεντρωθουν ολοι γυρω του. Ετσι κι εγινε.
                                          ---------------------------
-'Ξερετε ολοι τι αντιμετωπιζουμε' ειπε 'τα εχετε μαθει απο τον Αλγινικο. Δυστυχως το μοναδικο μεταφορικο μεσο που βρεθηκε ηταν αχρηστο' προσθεσε ριχνοντας μια φευγαλεα ματια στον ξενο που ανταπεδωσε με μια κινηση που απο την αρχη της ανθρωποτητας σημαινε 'ετσι το βρηκα, δεν φταιω εγω γι αυτο'. 'Ο χρονος που εχουμε δεν ειναι αρκετος να ψαξουμε για εναλλακτικο μεσο οποτε πρεπει εδω, ολοι μαζι, να βγαλουμε μια αποφαση για το τι θα κανουμε. Οποιος εχει κατι να πει ας το κανει τωρα'.
Την στιγμιαια βουβαμαρα εσπασε με κοφτη μεταλλικη φωνη ο Αλγινικος.
-'Πιστευω οτι ολοι συμφωνειτε πως σαν Μακεδονες το χρεος μας ειναι ν' αντιμετωπισουμε τους βαρβαρους, οσοι και να ειναι, με οποιοδηποτε κοστος, ακομα και με την ιδια μας τη ζωη. Κανεις δεν θα πει ποτε οτι οι Μακεδονες ειναι δειλοι και ετρεξαν να γλυτωσουν τον κινδυνο'.
Δεν μιλησε κανεις, ομως σαν ολοι να υπακουσαν μια αορατη εντολη σηκωσαν την δεξια τους γροθια προς τον ουρανο, σημαδι πως συμφωνουσαν απολυτα με τα λεγομενα του Αλγινικου.
-'Θα επικροτουσα απολυτα οτιδηποτε ακουστηκε αυτη τη στιγμη' ειπε ο ξενος κανοντας ενα βημα για να βρεθει στον κυκλο των παρευρισκομενων 'αν θα επρεπε να παραβλεψω την κοινη λογικη και την πρακτικη ουσια του ζητηματος. Και στην συγκεκριμενη περιπτωση, οι λεπτομερειες ειναι αυτες που με κανουν να υποστηριξω πως οτι ακουστηκε ειναι λαθος'.  
                                             ------------------------
Ο Κερμενων σηκωσε το χερι θελοντας να προλαβει τυχον διαμαρτυριες. -'Πες αυτο που νομιζεις' ειπε. -'Γιατι κανει λαθος ο Αλγινικος' ?
-'Κανεις σας δεν περιμενε οτι ο Δαρειος θα εφτανε στην Ισσο τοσο γρηγορα, αν καταλαβα καλα. Αν λοιπον ηταν για σας εκπληξη φανταζομαι οτι το ιδιο θα ισχυει και για το υπολοιπο στρατευμα. Προφανως ουτε εκεινοι ξερουν η υποψιαζονται οτι ο Δαρειος βρισκεται ηδη εδω. Απο την αλλη ειναι σιγουρο οτι ο Δαρειος δεν προτιθεται ν' αφησει κανενα ζωντανο να φυγει απο την πολη ακριβως για τον ιδιο λογο, για να μην ενημερωθει ο στρατος σας για το τι γινεται. Καταλαβαινω απολυτα οτι κανεις δεν θα παραδοθει και ολοι θελετε να πολεμησετε οσο μπορειτε, φοβαμαι ομως οτι το αποτελεσμα ειναι ηδη γραμμενο σε αστρα καθολου φιλικα για σας. Επιπλεον θα στερησετε την δυνατοτητα πληροφοριων που θα ηταν χρησιμες στον Αλεξανδρο εν οψη αυτης της μαχης'.
-'Τι προτεινεις λοιπον '? ρωτησε ο Κερμενωνας.
-'Οσοι μπορουν να ταξιδεψουν πρεπει να προσπαθησουν να διαφυγουν. Ετσι και πληροφοριες θα μπορεσουν να παρεχουν και σιγουρα θα εχουν την ευκαιρια τους στην επομενη μαχη'.
-'Και οσοι δεν μπορουν τι θ' απογινουν' ? ρωτησε με φωνη βαφτισμενη μεσα σε συγκαλλυμενη οργη ο Αλγινικος. -'Απλα τους παραταμε στο ελεος των Θεων' ?
-'Δεν εχουν καμμια πιθανοτητα να τα καταφερουν' συνεχισε ο ξενος. -'Θα μοιραστειτε την μοιρα τους αν μεινετε εδω, μια μοιρα πιο σκοτεινη κι απ' την νυχτα που κρεμεται πανω απο τα κεφαλια μας. Αυτο που λεω, οσο και ν' ακουγεται απανθρωπο, ειναι η μονη λυση'.
                                         -------------------------------
Του ζητησαν ν' απομακρυνθει οση ωρα εξεταζαν τα λεγομενα του. Το σεβαστηκε. Για το βαρος μιας τετοιας αποφασης η συζητηση εληξε πολυ γρηγορα. Ο Κερμενων του ζητησε να πλησιασει και ο ξενος υπακουσε. Απο την εκφραση του προσωπου του ηξερε ηδη τι θ' ακουγε.
-'Εχεις δικιο' του ειπε. 'Ακομα και οι τραυματιες συμφωνησαν πανω σ' αυτο. Ο μονος που εχει ενδοιασμους ειναι ο Αλγινικος αλλα θ' ακολουθησει κι αυτος τουτο το μονοπατι. Πες μου, εχεις καποιο σχεδιο στο μυαλο σου για το πως να κινηθουμε' ?. Ο ξενος κουνησε καταφατικα το κεφαλι του και του ζητησε να μιλησει στους υπολοιπους. Ο Κερμενων συμφωνησε.
-'Θα προσπαθησουμε να βγουμε απο την δυτικη πλευρα της πολης. Αν κατορθωσουμε να φτασουμε στο ποταμι θα τα εχουμε καταφερει. Επισης το δασος θα μας βοηθησει να καλυφθουμε κι ας ελπισουμε οτι θ' αποφυγουμε τις ομαδες κρουσης του Δαρειου. Οσο για σας,' ειπε δειχνοντας τους τραυματιες, 'βρειτε ενα οικημα να προστατευτειτε στην ακρη της πολης. Ισως στην βιασυνη τους να καταλαβουν την πολη σας προσπερασουν. Ισως....'.
Ολοι στραφηκαν στον Κερμενωνα. Ο τελευταιος κοιταξε την Μεναγρη, αυτη του χαμογελασε και αυτο ηταν το εναυσμα για ν' αρχισει να δινει εντολες.
-'Εγω και αλλοι τρεις θα φερουμε τ' αλογα. Αλγινικε, με τους υπολοιπους βοηθηστε τους τραυματιες να βρουν καποιο μερος να οχυρωθουν. Οσο για σενα ξενε, σου εμπιστευομαι κατι που εχει την ιδια βαρυτητα με την ζωη μου' ειπε κι εδειξε την Μεναγρη. Ο ξενος κουνησε καταφατικα το κεφαλι του, σημαδι πως ηταν συμφωνος.
                                             ------------------------------
Λιγα λεπτα χρειατηκαν να περασουν για να μεινουν μονοι τους στην πλατεια. Η Μεναγρη τον ρωτησε με τρεμουλιαστη φωνη απο το κρυο.
-'Πιστευεις οτι θα τα καταφερουμε' ?
-'Ειμαι σιγουρος γι αυτο' απαντησε ο ξενος ενω ταυτοχρονα εβγαζε την μπερτα του και την περνουσε γυρω απο τους παγωμενους ωμους της.
-'Πως εισαι τοσο σιγουρος' ? τον ξαναρωτησε η Μεναγρη που ενοιωθε σιγα σιγα την θερμοκρασια της να επανερχεται. 
-'Εχει να κανει με την συμφωνια που εκανες, την βοηθεια που κουβαλας μαζι σου, τον ανωτερο σκοπο που πρεπει να φερεις σε περας' απαντησε ο ξενος, περισσοτερο σαν ν' απαντουσε στον εαυτο του παρα στο ερωτημα της γυναικας. Η τελευταια τον κοιταξε περιεργα, ενοιωσε μια παγωμαρα που δεν προερχοταν απο τις χαμηλες θερμοκρασιες που επικρατουσαν και βυθιστηκε στις σκεψεις της. Ο καλπασμος των αλογων την επανεφερε στην πραγματικοτητα.
Ο ξενος βοηθησε την Μεναγρη ν' ανεβει στο αλογο του Κερμενωνα και στραφηκε προς το μερος του. -'Βρειτε τους αλλους και σε δεκα λεπτα ξεκινηστε για την δυτικη πυλη' ειπε.
-'Εσυ τι θα κανεις' ? ρωτησε ο Κερμενων.
-'Θα παρω το αλογο μου και θα προπορευτω' απαντησε ο ξενος. -'Θα φροντισω να σιγουρεψω οτι ο δρομος θα ειναι τελειως καθαρος. Ενας' ειπε προλαβαινοντας την φραση που ποτε δεν προλαβε να ξεστομισει ο Κερμενων 'κινειται πιο ευκολα κι ανετα απο πολλους. Εξ' αλλου, μπορω να προστατευσω τον εαυτο μου, οπως πολυ καλα ξερεις'.
Ο Κερμενων διστασε στιγμιαια, κουνησε καταφατικα το κεφαλι του και ξεκινησε προς το μερος που ειχε ακολουθησει ο Αλγινικος με τους αλλους.
                                            -----------------------------
Λιγα λεπτα αργοτερα οδηγουσε το αλογο του με χαλαρο καλπασμο προς την δυτικη πυλη της Ισσου αναλογιζομενος οσα ειχαν συμβει τις τελευταιες ωρες. Επρεπε με καθε τροπο να κρατησει στην ζωη τον Κερμενωνα, τον ανθρωπο που θα τον οδηγουσε στον στοχο του. Ο κυβος αποκτουσε το φως του μονο με την παρουσια του, οποτε ηταν ζωτικης σημασιας η επιβιωση του. Για τους αλλους λιγο ενδιαφεροταν. Δεν ηθελε να ερθει σε αντιπαραθεση με τον Αλγινικο, καταλαβαινε οτι δυνατη φιλια τους συνεδεε και θα ηταν εις βαρος του να τον εχει εχθρο του. Ομως στο θεμα των τραυματιων δεν μπορουσε να γινει αλλιως. Αν δεν κατεστρεφε την αμαξα τους ειχε ικανους να δοκιμαζαν να δραπετευσουν μαζι με τους ανημπορους τραυματιες και γνωριζε πολυ καλα τι θα σημαινε αυτο. Οτι μαζι με τους υπολοιπους θα χανοταν και ο κρικος του, ο Κερμενων, κι αυτο δεν μπορουσε να το επιτρεψει. Ολοι ηταν αναλωσιμοι και δεν θα δισταζε να εξαφανισει τον οποιονδηποτε εμπαινε στο δρομο του. Τουτη τη φορα θα θυσιαζονταν τριανταπεντε ψυχες, την επομενη ισως χρειαζοταν να θυσιαστουν χιλιαδες, μα και παλι δεν θα το σκεφτοταν καν. Ο Κερμενων θα ζουσε με οποιο κοστος συνεπαγοταν αυτο.
Ηταν οι σκεψεις του που τον ειχαν απορροφησει τοσο που δεν του επετρεψε να τους δει αμεσως παρα μονο οταν ειχε φτασει σε αποσταση λιγων μετρων. Ηταν οι φρουροι της δυτικης πυλης, εξι ψηλοι, γεροδεμενοι αντρες και τον ειχαν δει.
                                                 -----------------------------
Σταματησε το αλογο και ξεπεζευσε. Ηταν η αυτοπεποιθηση του, η σιγουρια που εξεπεμπε, που αιφνιδιασε τους ετσι κι αλλιως καταδικασμενους αντρες. Ο πρωτος ενοιωσε τη λεπιδα να χωνεται κατω ακριβως απο το αυτι του, να διαπερνα το κρανιο του και να κατακερματιζει τον εγκεφαλο του. Πριν ακομα βρεθει στο εδαφος, ο δευτερος που προσπαθησε να επιφερει ενα χτυπημα με το σπαθι του τον εχασε στιγμιαια απο το πεδιο της ορασης του και καταλαβε την ακριβη θεση του οταν σκυβοντας μπροστα ειδε τη λαμα του ξιφους να προεξεχει απο τον θωρακα του. Οι επομενοι δυο δοκιμασαν μια χιαστι επιθεση με την ελπιδα οτι καποιος απο τους δυο θα στεκοταν τυχερος. Κανεις απο τους δυο δεν μπορεσε να σταθει καν στα ποδια του. Μ' ενα επιδεξιο σκυψιμο απεφυγε τα σπαθια τους και με το δικο του διεγραψε μια καμπυλη που περασε ακριβως πανω απο τις καρωτιδες τους. Οι κραυγες τους που ανεβηκαν μεχρι τα κομμενα λαρυγγια τους πνιγηκαν στο αιμα και δεν ακουστηκαν ποτε. Ο πεμπτος εκανε ενα βημα μπροστα, οπισθοχωρησε, ξαναδοκιμασε να παει μπροστα μα δεν αποφασιζε να επιτεθει. Με τα ματια καρφωμενα στον εκτο που δεν ειχε μετακινηθει σπιθαμη απο την θεση του, περασε μπροστα απο τον πεμπτο, προσποιηθηκε κινηση προς τα δεξια και εκμεταλλευομενος την παγιδα που τον ειχε ριξει του επεφερε ενα καθετο χτυπημα στο απροστατευτο κεφαλι του ανοιγοντας το σχεδον στα δυο. Μετα σταματησε διχως ν' αποτραβηξει τα ματια του απο τον τελευταιο ενω ταυτοχρονα ακουσε πισω του καλπασμο αλογων.
-'Τ' ονομα μου ειναι Κερτιφανης' ειπε ο μεγοαλοσωμος εκτος αντρας. -'Το δικο σου δεν εχει καμμια σημασια μιας και σε λιγο το κουφαρι σου θα γινει γευμα για τα σκυλια. Μαθε οτι θα φτυσω στο αιμα σου'. Ηταν η τελευταια φραση που ειπε ποτε.
Το χτυπημα του με το σπαθι αποκρουστηκε ευκολα απο τον ξενο. Οχι ομως και το δικο του. Με μια αστραπιαια κινηση ανεβασε το δικο του ξιφος παραλληλα με το κορμι του αντρα. Το κρυο μεταλλο συναντησε το λαιμο κατω απο το πηγουνι του, διελυσε ευκολα ιστους, σαρκα και κοκκαλα και αφου πετσοκοψε οτι συναντησε στο διαβα του εμφανιστηκε περηφανο και ματωμενο στην πανω μερια του κρανιου του.
 Ο ξενος βαδισε προς την πυλη, την ανοιξε κι ανεβηκε παλι στο αλογο του την ωρα ακριβως που εφταναν οι αλλοι.
-'Ελατε πισω μου' ειπε και διχως χρονοτριβη αφησε το σκοταδι να τον καταπιει.




  

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Του πηρε πολυ περισσοτερο χρονο απ' οτι και ο ιδιος πιστευε μεχρι ν' αρχισει να συνειδητοποιει εστω και τις βασικες λειτουργιες του κυβου Γιοντοκ. Στην αρχη απλα τον εβλεπε σαν εξαρτημα που θα τον βοηθουσε στην εκπληρωση του σκοπου του μα συντομα διαπιστωσε πως εκτος απο την επισημανση του φιδιου, πως πλεον αυτος και ο κυβος ηταν ουσιαστικα ενα, ο κυβος φαινοταν να διαθετει και μια δικη του, ξεχωριστη οντοτητα, που επισκιαζε και καθοδηγουσε τα βηματα του.
Την πρωτη αυτη διαπιστωση την εκανε σχεδον αμεσως μετα την πρωτη του επαφη μ' αυτο το αποκοσμο αντικειμενο. Οταν εσβησε το φως που εξεπεμψε την στιγμη της ενωσης τους βρεθηκε εκτος κτισματος, διπλα ακριβως απο τον Χαμπουμπ, με την μονη διαφορα πως πλεον, πλην του αλογου του, τιποτα αλλο δεν υπηρχε στην περιοχη. Το κτισμα ειχε ως δια μαγειας εξαφανιστει, σαν να μην ειχε υπαρξει ποτε. Ετσι, ενστικτωδως περισσοτερο, αποφασισε να παρει το δρομο για το Καντιθ, ευελπιστωντας πως με κατι τετοιο πια θα μπορουσε ν' αλλαξει τους υφισταμενους ορους. Εκανε λαθος.
                                           -------------------------------
Η αισθηση που αποκομισε τελικα, μετα απο παμπολλες, επανειλημμενες και αποτυχημενες προσπαθειες ηταν η ιδια ακριβως που ειχε βιωσει, πολλα χρονια πριν, στην ηλικια των δεκα ετων. Ηταν τοτε που μαζι με τ' αδελφια του ειχαν παει για μπανιο στην λιμνη Ναβερ και μετα απο μια παιδικη μα εντυπωσιακη μαχη μεσα στο νερο που ειχαν διεξαγει, ενοιωσε να γλυστρα απο το λαιμο του το μενταγιον που του ειχε χαρισει η μητερα του στα πρωτα του γενεθλια. Μολονοτι ηταν σιγουρος για το συγκεκριμενο σημειο που ειχε χαθει το μενταγιον, οσο κι αν εψαξαν μαζι με τ' αδελφια του δεν μπορεσαν ποτε να το βρουν. Η αρχικη εκεινη σιγουρια, οσο το μενταγιον παρεμενε αφαντο, υποχωρουσε σταδιακα δινοντας την θεση της στην αβεβαιοτητα με αποτελεσμα το περιορισμενο εμβαδον του σημειου που υποτιθεται οτι ειχε πεσει το κοσμημα ν' αυξανεται συνεχως μεχρι που πια η υποψηφια προς ψαξιμο εκταση να εχει σχεδον πενταπλασιαστει. 
Ετσι ακριβως και τωρα. Καθε φορα που πιστευε οτι πλησιαζε σε γνωριμα εδαφη διαπιστωνε πως ουδεμια σχεση δεν ειχαν μ' αυτο που θυμοταν. Οσο περισσοτερο προσπαθουσε τοσο περισσοτερο μια ομιχλη αμφιβολιας απλωνοταν στο μυαλο του. Καποια στιγμη καταλαβε το ματαιο της προσπαθειας και σταματησε. Επελεξε να επικεντρωθει πια στον κυβο.   
                                               --------------------------
Το φως που θα πλημμυριζε τον κυβο μολις βρισκοταν κοντα σε καποιον απο τους κατεχοντες τον γριφο το ειδε παρα πολλες φορες. Γρηγορα ομως διαπιστωνε πως δεν ηταν κατι αλλο παρα η προβολη της εντονης επιθυμιας του για να τον δει φωτισμενο δεδομενου πως δευτερολεπτα μετα τα εκστασιασμενα ματια του διαπιστωναν την πλανη. Πολλες φορες τον ειχε αφησει καπου και συνεχιζε τον δρομο του αναρωτουμενος τι θα συνεβαινε αν τον εγκατελειπε. Δεν προλαβαινε να μαθει αφου λιγα μετρα πιο περα ενοιωθε και παλι στον κορφο του την υπαρξη του. Ηξερε πια πως ακομα κι αν ο ιδιος ηθελε να τον αφησει, ο κυβος δεν θα επραττε το ιδιο.
Βεβαια δεν μπορουσε να παραγνωρισει και την θετικη πλευρα του. Ενα τσιμπημα φιδιου, απολυτα θανατηφορο πριν την υπαρξη του κυβου, ηταν απλα ενα μικρο σημαδακι που εξαφανιζοταν κι αυτο μετα την παρελευση καποιων δευτερολεπτων. Μια πτωση πανω σε κοφτερα βραχια απο υψος τουλαχιστον τριαντα μετρων μετα απο μια αποτυχημενη αποπειρα αναβασης δεν την ενοιωσε παρα σαν ενα φιλικο χτυπημα στην πλατη. Ηξερε πως τιποτα δεν μπορουσε να τον βλαψει, αφηνοντας ενα μικρο περιθωριο αμφιβολιας για το τι θα συνεβαινε αν ποτε ο ιδιος στρεφοταν εναντια στον εαυτο του.
                                           -------------------------------------
Ηταν οι τελευταιες μερες μιας ανοιξης οταν βιωσε την πρωτη απωλεια, μια απωλεια για την οποια καθολου δεν ηταν προετοιμασμενος. Μπορει ο ιδιος να ηταν αθανατος, να μην ειχε προστεθει καμμια ρυτιδα πανω του η ασπρη τριχα αλλη να μην ειχε κανει την εμφανιση της μα δυστυχως αυτο αφορουσε μονο τον ιδιο. Ο Χαμπουμπ αφησε την τελευταια του πνοη στα χερια του μια τετοια μερα που τα παντα εσφυζαν απο ζωη, υποκυπτοντας σ' ενα φυσικο νομο που πια το αφεντικο του ειχε προσπερασει. Τα μεγαλα, μαυρα ματια του που δεν σταματησαν να τον κοιταζουν με αγαπη και λατρεια παρα μονο οταν η οριστικη του ανασα τον εγκατελειψε σφαλισαν αφηνοντας τον τελειως μονο. Περασε ωρες κρατωντας στην αγκαλια του το κεφαλι του αλογου μ' ενα βουβο κλαμα να του συνταρασσει το κορμι. Ηταν ο τελευταιος κρικος που τον ενωνε με κατι που σιγα - σιγα ειχε την αισθηση οτι γλυστρουσε στη δινη του χρονου. Ηταν το παρελθον του, το παρον του και θεωρουσε δεδομενο πως θα ηταν μερος κι απο το μελλον του.
Η τελευταια αυτη λανθασμενη διαπιστωση τον κουρελιασε ψυχικα. Εθαψε τον Χαμπουμπ στην κορυφη ενος χορταριασμενου απο την ανοιξη λοφου, για να εχει για καληνυχτα το νανουρισμα απο το θροισμα του αερα στο γρασιδι και για καλημερα να υποδεχεται την πρωτη ακτινα του ηλιου που θα φωτιζε το μνημα του. Εκεινη την μερα κατι ειχε αλλαξει μεσα του.
                                       ------------------------------------------
Συνεχισε να περιπλανιεται σε μερη αγνωστα, σε τοπους που δεν φανταζοταν οτι υπηρχαν ακολουθωντας τυχαιες πορειες μην εχοντας καποια καθοδηγηση απ' τον κυβο. Η εμπειρια με τον Χαμπουμπ τον διδαξε να μην δενεται πια με κανεναν και τιποτα, ετσι το επομενο αλογο του δεν ηταν τιποτα περισσοτερο απο ενα απλο μεσο μεταφορας, αναλωσιμο και αντικαταστασιμο.
Αυτο το μεσο τον εφερε καποια στιγμη σε μια πολη που του ονοματισαν Ιερουσαλημ. Βασιλιας ηταν τοτε καποιος που λεγοταν Σολομωντας. Χαρη στις γνωσεις του απο τ' ατελειωτα ταξιδια του ο ξενος βρεθηκε συμβουλατορας του ιδιου του βασιλια. Ηξερε ομως πως δεν θα μπορουσε να μεινει πολυ στην πολη φοβουμενος το αντικτυπο που θα ειχε οταν καποιος ανακαλυπτε πως δεν γερνουσε ποτε. Παρ' ολα αυτα, ηταν αυτος που εδωσε την λυση στον βασιλια οταν κατα την επισκεψη της βασιλισσας του Σαβα, ο τελευταιος του εκμυστηρευτηκε πως ηθελε να την κανει δικη του, εστω και για ενα βραδυ. Το τεχνασμα που του προτεινε ο ξενος απεδωσε καρπους και ο ευτυχισμενος βασιλιας του υποσχεθηκε αμυθητους θησαυρους αν παρεμενε για παντα μαζι του σαν συμβουλος του. Ο ξενος τον ευχαριστησε μα του ηταν αδυνατον να δεχτει. Ο Σολομων το αποδεχτηκε με βαρια καρδια και ετσι απλα ενα βραδυ ο ξενος χαθηκε.
                                         -------------------------------
Περασαν χρονια πολλα διχως καμμια εξελιξη. Ο κυβος του προσθετε ενοραση κι αντιληψη, δινοντας του την δυνατοτητα ν' αντιληφθει πραγματα που καποτε θα του ηταν αδιανοητα, ομως ουτε βημα δεν ειχε συντελεστει οσον αφορουσε την προοδο της αποστολης του. Καποια στιγμη η μοιρα τον εφερε στην πολη της Βαβυλωνας. Ο Ναβουχοδονοσωρ ο Β' ηταν τοτε ο ηγεμονας με βασιλισσα την Αμυιτη. Η τελευταια, προερχομενη απο χωρα με πλουσια βλαστηση, την Μηδια, νοσταλγουσε τα ευφορα εδαφη της κι ηθελε να τρεφεται με τα φυτα που φυτρωναν εκει. Ομως κατι τετοιο δεν μπορουσε να το εχει στην Βαβυλωνα. Στην απογνωση του ο Ναβουχοδονοσορας ζητησε την συμβουλη του ξενου. Ο τελευταιος του ανεπτυξε μια ιδεα που αν γινοταν πραγματικοτητα θα ελυνε το προβλημα. Βεβαια το να φτιαχτουν εξωτερικοι, κρεμαστοι κηποι ηταν κατι το φαινομενικα αδυνατον, ιδιως σε μια τοση ξερη και ανυδρη γη. Ομως ο Ναβουχοδονοσωρ ηταν αποφασισμενος να κανει την Αμυιτη ευτυχισμενη και ξεκινησε την υλοποιηση της ιδεας του ξενου, παντα με την συμβολη του. Μολονοτι πηρε πολυ χρονο, αυτο που εμοιαζε προιον μιας καλπαζουσας φαντασιας, εγινε πραγματικοτητα. Για μια ακομη φορα ο ξενος αρνηθηκε ολες τις πλουσιοπαροχες προσφορες του βασιλια και επελεξε να εγκαταλειψει την πολη μετα το περας αυτου του ασυλληπτου εργου. Ενοιωθε πως το ισχνο χερι της απογοητευσης ειχε αρχισει να βαραινει επικινδυνα πανω του. Επρεπε να κοιταξει τα επομενα βηματα του.
                                         ------------------------------------
Μετα απο καιρο ειχε την αισθηση πως ο κυβος καθοδηγουσε την πορεια του. Τον αφησε να τον παρασυρει διχως να προβαλλει αντισταση. Ετσι δεν παραξενευτηκε καθολου οταν συναντηθηκε με τον Σινταρτα Γκοταμα, οπως του συστηθηκε, ενω διεσχιζε ενα τμημα ατελειωτων πεδιαδων προς τα βορεια. Ο εβδομηνταρης αυτος γερος ειχε μια δικη του αντιληψη σχετικα με το τι συνεβαινε γυρω του. Ειχε αναπτυξει μια φιλοσοφικη δομη που ο ξενος δεν ειχε συναντησει ξανα. Ζουσε μια ασκητικη ζωη, δινοντας την εντυπωση πως τιποτα το υλικο δεν τον αφορουσε. Το λιγο χρονικο διαστημα που ο ξενος εμεινε μαζι του ειχε την ευκαιρια ν' ανταλλαξει αποψεις και γνωμες για πολλα θεματα, απεφυγε ομως να του εκμυστηρευτει ολα αυτα που του ειχαν συμβει απο τοτε που ο κυβος ειχε μπει στη ζωη του. Στην ερωτηση του δε αν γνωριζε τον κυβο Γιοντοκ, ο γεροντας του απαντησε αρνητικα. Γρηγορα αντιληφθηκε πως δεν θα μαθαινε κατι περισσοτερο παραμενοντας εκει, ομως δεν τον ενοχλουσε η παρεα του παραδοξου γερου και ισως να παρετεινε την παραμονη του εκει για μεγαλυτερο χρονικο διαστημα αν ενα πρωι δεν διαπιστωνε πως ο κυβος ειχε αποκτησει χρωμα. Αχνο μεν, μα πραγματικο χρωμα.
                                            -----------------------------
Ηταν ενα ταξιδι που εμοιαζε να μην εχει τελος. Οι εποχες διαδεχονταν η μια την αλλη και ο ξενος, παντα με πυξιδα τον κυβο συνεχιζε την πορεια του. Οποτε παρεκκλινε το φως αδυνατιζε, οποτε επανερχοταν στο σωστο δρομο, που δεν τον ηξερε εξ' αρχης, το φως επανερχοταν κι αυτο.
Ουσιαστικα σταματησε μονο για να ρωτησει το ονομα της πολης που φαινοταν οτι θα εβρισκε τον πρωτο κρικο. Στην Ισσο λοιπον θα αρχιζε να ξετυλιγεται το κουβαρι. Το φως παρεμενε σταθερο κι αναλλοιωτο. Ηξερε οτι θα του επαιρνε καποιο χρονο μεχρι να εβρισκε σε ποιον αντιστοιχουσε, ετσι προετοιμαστηκε αναλογα. Καθε μερα δοκιμαζε τα πλεον πολυσυχναστα μερη με την ελπιδα οτι θα στεκοταν τυχερος. Και ενα βραδυ σταθηκε.
Επινε το κρασι του σε καποιο καταγωγιο αφου πρωτα ειχε γινει μαρτυρας της εν ψυχρω δολοφονιας τεσσαρων στρατιωτων, αγνωστου προελευσεως, απο μια παρεα που εμοιαζαν με Καρδακκες. Ο κυβος ελαμψε ακομα περισσοτερο με την εισοδο καποιου ντυμενου οπως και οι τεσσερεις που μολις ειχαν σφαγιαστει. Παρ' ολα αυτα, ηξερε πως δεν ηταν αυτος που εψαχνε. Ο κυβος απλα του ελεγε πως αυτος ομως ηταν ο ανθρωπος που θα τον οδηγουσε στον στοχο του. Επρεπε λοιπον να μεινει ζωντανος παση θυσια. Κι αυτο ηταν κατι που μπορουσε να καταφερει.
Σηκωθηκε αποφασισμενος απο το τραπεζι που καθοταν ενω ο θανατος παιγνιδιζε στα ματια του. Οι αντρες αυτοι ηταν νεκροι, απλα δεν το ηξεραν ακομα.

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ




                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Εσκυψε απο πανω της με ματια θολα απο το παθος και αναζητησε τα χειλη της. Του ηταν αδυνατον να χορτασει το κορμι της κι ας το ειχε διατρεξει ολο, με καθε δυνατο τροπο, σπιθαμη προς σπιθαμη εδω και τοση ωρα. Ο ιδιος ο χρονος φαινοταν να ειχε παγωσει και μαρμαρωμενος, σε καποια γωνια, τους παρακολουθουσε αμιλητος. Κατεβηκε προς την καμπυλη του λαιμου της αφηνοντας στο διαβα του ενα μικρο, στενο μονοπατι υγρης φλογας. Ενοιωσε το αριστερο της χερι στο πισω μερος του κεφαλιου του να τον πιεζει πανω στην ξαναμμενη σαρκα της κι ανταποκριθηκε υπακουα. Χρησιμοποιησε την γλωσσα του για να σαρωσει τις διασπαρτες σταγονες ιδρωτα που σαν απαστραπτοντα διαμαντακια στολιζαν το στηθος της κι αισθανθηκε το μυρμηγκιασμα που την ετρεξε απο την κορυφη μεχρι τα νυχια. Φυλακισε στο στομα του ενα μερος απο το στηθος της, παιζοντας μαζι του οσο πιο απαλα μπορουσε, εξαναγκαζοντας την σ' ενα ακομα ακουσιο, ηδυπαθο, μακροσυρτο βογγητο. Σε μια ανακλαστικη κινηση, τα λεπτα, μακρια της ποδια, τυλιγμενα στην γυμνη του μεση, τον εσφιξαν ακομα περισσοτερο σε μια προσπαθεια να τον τραβηξει ακομα πιο πολυ πανω της, να τον αισθανθει ακομα πιο πολυ μεσα της. 
                                                   ----------------------------
Ακουμπησε απαλα το δεξι της χερι στο στηθος του και τον απωθησε ελαφρα προς τα πισω. Τον αφησε να περασει τα χερια του κατω απο τη μεση της και καθως ακουμπουσε αργα με την πλατη στο κρεββατι ακολουθησε τη φορα του σωματος του, χωρις βιασυνη για να μην διακοψει ουτε στιγμη την μεταξυ τους επαφη. Σε λιγα δευτερολεπτα ειχε σκαρφαλωσει πανω του. Της αρεσε ετσι, ενοιωθε οτι κρατουσε αυτη το πηδαλιο της ηδονης στρεφοντας το προς την επιθυμητη γι αυτην κατευθυνση. Μα και τ' αρσενικο κατω της δεν φαινοταν διολου δυσαρεστημενο. Απλα αντιμετωπιζε μια μικρη δυσκολια στον χειρισμο των πλουσιων μαυρων μαλλιων της που επεφταν ατακτως στο προσωπο του. Ισιωσε το κορμι της, παντα καθισμενη πανω του, σαν επιτυμβια στηλη αφιερωμενη σε καποιο Θεο, και μαζεψε τον εβενινο εκεινο χειμαρρο προς τα πισω. Του χαμογελασε κι εσκυψε μπροστα να τον φιλησει. Μια σταγονα ιδρωτα, απο την ακρη του στηθους της, εκανε μεσα σε ελαχιστα δευτερολεπτα την διαδρομη μεχρι να πεσει στο δικο του κορμι. Με τον δεικτη της απλωσε τη σταγονα, με μικρες κυκλικες κινησεις πανω στο σημειο που ειχε πεσει. Επειτα εφερε το δεικτη στο στομα της και χρησιμοποιωντας χειλη και γλωσσα τον εγλειψε. 
Σαν να ηταν καποιο αορατο εναυσμα η κινηση αυτη, η φωτια που τους κατετρωγε, εκει, αναμεσα στα ποδια τους, γιγαντωσε αποτομα και τους παρεσυρε ξανα στην καυτη της δινη.
                                                     ------------------------------
Δεν την ηξερε καλα - καλα ουτε μηνα, απο τοτε που ειχαν εμφανιστει στην πολη με τους τραυματιες. Δεν ηταν εχθρικη πολη η Ισσος αλλα ουτε και φιλικα διακειμενη. Ηταν ομως η πλεον κοντινη και διεθετε αρκετα για να εχουν μια στοιχειωδη περιθαλψη οι τραυματιες. 
Ειχε προσφερθει απο την αρχη να βοηθησει, ισως εχοντας στο πισω μερος του μυαλου της μια ευνοικη μεταχειριση αν ολα πηγαιναν οπως ειχαν σχεδιαστει. Εξ' αλλου, σ' αυτες τις καταστασεις, οταν η επιλογη στρατοπεδου πρεπει να γινει αμεσα, ενστινκτωδως τις περισσοτερες φορες σχεδον ολοι οδηγουνται να συνταχθουν με το μερος του προσωρινα ισχυρου. Αυτο ειχε σαν αποτελεσμα να ειναι καπως επιφυλακτικος στην αρχη αλλα δεν μπορουσε ν' αρνηθει στον εαυτο του την παραδοχη οτι τον ειχε γοητευσει με την πρωτη ματια. Υπηρχαν κι αλλες ωραιες γυναικες στην Ισσο αλλα καμια δεν ειχε αυτο που αντικρυσε στα ματια της οταν την πρωτοκοιταξε. Ουτε ο ιδιος ηταν ακριβως σιγουρος τι ηταν αλλα το σκιρτημα που ενοιωσε του ηταν υπεραρκετο. Δεν αργησαν να γινουν εραστες αφου κι αυτος δεν της ηταν καθολου αδιαφορος. Ετσι τ' αφησε ολα στον Αλγινικο κι αυτος περνουσε τον χρονο του με την Μεναγρη. 
                                                      -------------------------------
Η Μεναγρη ηταν αυτη που τρομαξε οταν η πορτα του δωματιου ανοιξε αποτομα και ξεφωνισε αθελα της στην παρουσια του αρματωμενου αντρα.
-'Μα τα μαυρα νερα του Αχεροντα ανθρωπε μου' εκανε ο νεοφερμενος προς τον αντρα στο κρεββατι 'μια ωρα εχω που σε ψαχνω αν κι εδω επρεπε να εχω ερθει εξ' αρχης'.
-'Αλγινικε, σου ορκιζομαι στον Απολλωνα πως αν δεν.....'
-'Δεν εχουμε χρονο Κερμενωνα' αποκριθηκε αυτος που ειχε ονοματιστει Αλγινικος. -'Πριν λιγο εμαθα σιγουρα πως οι αντρες του Δαρειου θα ειναι στην πολη με το πρωτο φως της ημερας. Πρεπει να κινηθουμε γρηγορα'.
-'Αδυνατον' απαντησε ο Κερμενων ενω η Μεναγρη προσπαθουσε να κρυψει τη γυμνια της πισω του. '-Αδυνατον' επανελαβε 'πως γινεται να ειναι τοσο κοντα στην Ισσο ?'
-'Η τακτικη περιπολος που στελνουμε εφερε τα νεα και σε ψαχνω απο κεινη τη στιγμη. Τους υπολογιζουν στους 3000 αντρες και απ' οτι καταλαβαν θα βαδισουν το πρωι προς την πολη'.
-'3000 ?. Και μεις ειμαστε λιγοτεροι απο πενηντα και μ' ενα σωρο τραυματιες να προσεχουμε' ειπε ο Κερμενων εχοντας σηκωθει απο το κρεββατι προσπαθωντας να ντυθει.
-'Αν βρει τους τραυματιες δεν θα μεινει κανενας ζωντανος στην πολη' προσθεσε η Μεναγρη προσπαθωντας μ'ενα μικρο κομματι υφασμα να καλυψει την υπεροχη γυμνια της. -'Πρεπει να φυγετε οσο το δυνατον πιο γρηγορα καρδια μου' απευθυνομενη στον Κερμενωνα.
Η αδρεναλινη της ερωτικης επαφης ειχε σβησει προ πολλου, ομως ειχε επανελθει εξυπηρετωντας τελειως διαφορετικο σκοπο.
                                              ---------------------------
-'Συγκεντρωσε οσους αντρες μπορεις και μεταφερετε τους τραυματιες στην μεγαλη πλατεια της πολης. Εγω θα βρω την φρουρα της νοτιας περιπολου και θα ψαξουμε για οτι μεταφορικο μεσο μπορει να βρεθει για τους τραυματιες. Θα σε συναντησω σε μια ωρα στην πλατεια. Βιασου'.
Διχως να πει κουβεντα ο Αλγινικος βγηκε απο την πορτα και εξαφανιστηκε. Ο Κερμενων ηταν σχεδον ντυμενος. Εκατσε στην ακρη του κρεββατιου και χαιδεψε το αλαβαστρινο μαγουλο της Μεναγρης. -'Μην κουνηθεις απο δω' ειπε. -'Θα γυρισω να σε παρω μολις ετοιμαστουν ολα'.
Την φιλησε απαλα στο στομα και αυτη σφιχτηκε πανω του.
-'Προσεχε σε παρακαλω' του ψιθυρισε 'σε ικετευω προσεχε'.
Της χαμογελασε και με γρηγορες κινησεις βγηκε απο το δωματιο.
Ηξερε οτι τετοια ωρα η φρουρα θα βρισκοταν σ' εκεινο το καταγωγιο που συχναζε. Δεν ηταν οτι πιο σωστο αλλα ειχε επιλεξει να κανει τα στραβα ματια στις μικροπαρατυπιες τους. Εξ' αλλου, αν εξαιρουσε κανεις τις μεγαλες ποσοτητες κρασιου που καταναλωναν δεν εκαναν ουσιαστικα κατι κακο. Του πηρε λιγοτερο απο δεκα λεπτα για να φτασει. Εσπρωξε την πορτα και μπηκε.
                                               ----------------------------
Δεν ηταν οπως συνηθως. Υπηρχε μια μεγαλη παρεα, Καρδακκες η Μηδοι, δεν ηταν σιγουρος, με ξυλινες κουπες γεματες κρασι που μιλουσαν και γελαγαν δυνατα. Σ' ενα αλλο τραπεζι πιο περα, ηταν αλλοι δυο και στην ακρη, στη γωνια, ενας ακομα που του ηταν αδυνατον να καταλαβει ποιος ηταν αφου ηταν τυλιγμενος με μια μπερτα. Η φρουρα δεν ηταν εκει. Ηταν ετοιμος να κανει μεταβολη και να φυγει οταν ενας απο την μεγαλη παρεα του μιλησε.
-'Απ' αυριο η πολη θ' ανηκει σε αλλα χερια' ειπε. 'Και πρεπει να εχουμε και μεις κατι ουτως ωστε αυτα τα χερια οχι μονο να μην μας ενοχλησουν αλλα να μας ανταμειψουν κιολας'.
-'Δεν καταλαβαινω τι μου λες' απαντησε ο Κερμενων ενω ενοιωσε να τον τριγυριζει ενα ελαφρυ αερακι ανησυχιας. 
Σηκωθηκαν ολοι απο το τραπεζι και απομακρυνθηκαν. Αυτος που του μιλουσε εξαφνα κλωτησε με δυναμη το τραπεζι στελνοντας το απεναντι. Το αιμα του Κερμενωνα παγωσε στις φλεβες του.
-'Δεν νομιζεις οτι κατι τετοιο αξιζει μιας καλης ανταμοιβης' ? συνεχισε ο αντρας ενω οι υπολοιποι εβαλαν τα γελια. 'Και οσο περισσοτερα τοσο το καλυτερο'.
                                                 -------------------------
Ο Κερμενων δεν μπορουσε να τραβηξει τα ματια του απο το θεαμα που αντικρυζε. Κατω απο το τραπεζι βρισκονταν οι περικεφαλαιες της φρουρας της νοτιας περιπολου. Μεσα στις περικεφαλαιες βρισκονταν τα κεφαλια τους, αποκομμενα απο τα σωματα τους. Το αιμα που ετρεχε ειχε λεκιασει ολο το σημειο, εκει που καθονταν οι αντρες και πασχιζε να επεκταθει οσο το δυνατον περισσοτερο. Ειχαν τραβηξει τα ξιφη τους και βαδιζαν απειλητικα προς το μερος του. Ενστικτωδως το ιδιο επραξε και ο Κερμενων.
-'Νομιζω πως αποψε θα εχουμε μια καλη συγκομιδη παιδια, τι λετε' ? ειπε ο αρχηγος τους.
Οι αλλοι γελασαν. Πεντε κεφαλια θα τους εξασφαλιζαν μια καλη αμοιβη στα σιγουρα.
-'Θα το εκτιμουσα ιδιαιτερα αν δοκιμαζατε την τυχη σας ενας ενας' ακουστηκε μια φωνη. Ολοι στραφηκαν προς το μερος απ' οπου ειχε προελθει. Ο ξενος, που ειχε μιλησει, ηταν ακομα καθιστος στο τραπεζι του με την πλατη γυρισμενη στους φονιαδες.
-'Κι αν διαφωνουσα με την προταση τι θα γινοταν ?' εκανε ειρωνικα ο αρχηγος τους.
-'Τοτε πολυ φοβαμαι οτι θα επρεπε ν' αποκαταστησουμε τις ισσοροπιες' απαντησε ο ξενος. -'Αν και δεν εχετε καμμια ελπιδα, σε μενα μπορειτε να ερθετε ολοι μαζι'.
                                                --------------------------------
Μ' ενα νευμα δυο απο την παρεα αποσπαστηκαν στρεφομενοι προς τον ξενο ενω οι αλλοι εξακολουθουσαν να κινουνται προς το μερος του Κερμενωνα που οπισθοχωρουσε.
Ο πρωτος καταφερε μια δυνατη σπαθια στον αερα αλλα δεν εμαθε ποτε τι θα γινοταν αν ειχε μια δευτερη ευκαιρια. Ο ξενος αποφευγοντας με απιστευτη ευλιγισια το χτυπημα, περασε σχεδον απο μπροστα του και καρφωσε ενα μικρο στιλεττο που κρατουσε στα χερια του στο αριστερο ματι του δευτερου αντρα. Το ατσαλι συναντησε σαρκα και κοκκαλα και τα συνεθλιψε στο διαβα του. Πριν αρχισει να πεφτει νεκρος στο πατωμα, ο ξενος προλαβε να σκουπισει το στιλεττο του πανω στο ρουχο του. Γυρισε να δει τον πρωτο.
Κανεις δεν ειχε προλαβει να δει την κινηση του. Περνωντας απο μπροστα του, το λεπιδι κινηθηκε κατα μηκος του λαιμου του δημιουργωντας ενα μεγαλο κατακοκκινο χαμογελο ενω ασυγκρατητο πια, εχοντας βρει διεξοδο, το αιμα κυλουσε ασταματητα. Με διαφορα δευτερολεπτων ακολουθησε τον δευτερο στο πατωμα.
-'Πιστευω πως υπαρχει ακομα περιθωριο αναθεωρησης της αρχικης αποφασης' ειπε μ' εναν αδιορατο τονο ειρωνιας να χρωματιζει τη φωνη του.
                                                   ------------------------------- 
Αντι απαντησης οι υπολοιποι ορμησαν πανω του. Το ηξερε πως θα γινοταν ετσι και τους περιμενε. Το δεξι του χερι, σφιγμενο σε γροθια, χτυπησε τον πρωτο εφορμουντα στο ηλιακο πλεγμα κοβοντας του οριστικα και αμετακλητα την ανασα. Ταυτοχρονα, με το αριστερο χερι, βαστωντας το στιλεττο του, απεκρουε το δυνατο χτυπημα ενος αλλου. Ως δια μαγειας, ενα δευτερο, ολοιδιο λεπιδι εκανε την εμφανιση του στο αλλο του χερι που το οδηγησε με απιστευτη ακριβεια να καρφωθει στην καρδια του μοναδικου που ειχε προλαβει ν' αποπειραθει καποιο χτυπημα. Οι δυο τελευταιοι που ειχαν μεινει προσπαθουσαν να επεξεργαστουν αυτο που εβλεπαν τα ματια τους. Δεν προλαβαν.
Με κινηση που το ματι αδυνατουσε να παρακολουθησει βρεθηκε πισω απ' τον ενα και φυλακιζοντας τον κεφαλι του αναμεσα στα χερια του το εστριψε αποτομα. Ο ηχος, σαν κλαρακι που σπαει, ακουστηκε εκκωφαντικα. Ηταν και ο τελευταιος ηχος που ακουσε ο τελευταιος απο την παρεα, ο αρχηγος. Ο ξενος, αφου απεφυγε ενα αδεξιο και στερουμενου ηθικου χτυπημα σκυβοντας κατω απο την λεπιδα, ανασηκωθηκε γοργα μπηγοντας και τα δυο στιλεττα του εκει που θα επρεπε να βρισκονται τα καλυμμενα απο τα μακρια ματια αυτια του αντρα. Τον αφησε να τα παρασυρει οπως επεφτε νεκρος στο πατωμα και μετα εσκυψε και τα πηρε αφου τα σκουπισε καλα με το κουφαρι του νεκρου. Μετα γυρισε προς τον αποσβολωμενο Κερμενωνα, χαμογελασε, ενω ταυτοχρονα κοιταζε κατι μεσα στο εσωτερικο της μπερτας του.
-'Παντα χαιρομαι να συνανταω ανθρωπους που ο χρονος εχει πραγματικη σημασια γι αυτους' ειπε και το χαμογελο του φωτισε αποτομα βλεποντας το φως που εξεπεμπε ο κυβος.