Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Του πηρε πολυ περισσοτερο χρονο απ' οτι και ο ιδιος πιστευε μεχρι ν' αρχισει να συνειδητοποιει εστω και τις βασικες λειτουργιες του κυβου Γιοντοκ. Στην αρχη απλα τον εβλεπε σαν εξαρτημα που θα τον βοηθουσε στην εκπληρωση του σκοπου του μα συντομα διαπιστωσε πως εκτος απο την επισημανση του φιδιου, πως πλεον αυτος και ο κυβος ηταν ουσιαστικα ενα, ο κυβος φαινοταν να διαθετει και μια δικη του, ξεχωριστη οντοτητα, που επισκιαζε και καθοδηγουσε τα βηματα του.
Την πρωτη αυτη διαπιστωση την εκανε σχεδον αμεσως μετα την πρωτη του επαφη μ' αυτο το αποκοσμο αντικειμενο. Οταν εσβησε το φως που εξεπεμψε την στιγμη της ενωσης τους βρεθηκε εκτος κτισματος, διπλα ακριβως απο τον Χαμπουμπ, με την μονη διαφορα πως πλεον, πλην του αλογου του, τιποτα αλλο δεν υπηρχε στην περιοχη. Το κτισμα ειχε ως δια μαγειας εξαφανιστει, σαν να μην ειχε υπαρξει ποτε. Ετσι, ενστικτωδως περισσοτερο, αποφασισε να παρει το δρομο για το Καντιθ, ευελπιστωντας πως με κατι τετοιο πια θα μπορουσε ν' αλλαξει τους υφισταμενους ορους. Εκανε λαθος.
                                           -------------------------------
Η αισθηση που αποκομισε τελικα, μετα απο παμπολλες, επανειλημμενες και αποτυχημενες προσπαθειες ηταν η ιδια ακριβως που ειχε βιωσει, πολλα χρονια πριν, στην ηλικια των δεκα ετων. Ηταν τοτε που μαζι με τ' αδελφια του ειχαν παει για μπανιο στην λιμνη Ναβερ και μετα απο μια παιδικη μα εντυπωσιακη μαχη μεσα στο νερο που ειχαν διεξαγει, ενοιωσε να γλυστρα απο το λαιμο του το μενταγιον που του ειχε χαρισει η μητερα του στα πρωτα του γενεθλια. Μολονοτι ηταν σιγουρος για το συγκεκριμενο σημειο που ειχε χαθει το μενταγιον, οσο κι αν εψαξαν μαζι με τ' αδελφια του δεν μπορεσαν ποτε να το βρουν. Η αρχικη εκεινη σιγουρια, οσο το μενταγιον παρεμενε αφαντο, υποχωρουσε σταδιακα δινοντας την θεση της στην αβεβαιοτητα με αποτελεσμα το περιορισμενο εμβαδον του σημειου που υποτιθεται οτι ειχε πεσει το κοσμημα ν' αυξανεται συνεχως μεχρι που πια η υποψηφια προς ψαξιμο εκταση να εχει σχεδον πενταπλασιαστει. 
Ετσι ακριβως και τωρα. Καθε φορα που πιστευε οτι πλησιαζε σε γνωριμα εδαφη διαπιστωνε πως ουδεμια σχεση δεν ειχαν μ' αυτο που θυμοταν. Οσο περισσοτερο προσπαθουσε τοσο περισσοτερο μια ομιχλη αμφιβολιας απλωνοταν στο μυαλο του. Καποια στιγμη καταλαβε το ματαιο της προσπαθειας και σταματησε. Επελεξε να επικεντρωθει πια στον κυβο.   
                                               --------------------------
Το φως που θα πλημμυριζε τον κυβο μολις βρισκοταν κοντα σε καποιον απο τους κατεχοντες τον γριφο το ειδε παρα πολλες φορες. Γρηγορα ομως διαπιστωνε πως δεν ηταν κατι αλλο παρα η προβολη της εντονης επιθυμιας του για να τον δει φωτισμενο δεδομενου πως δευτερολεπτα μετα τα εκστασιασμενα ματια του διαπιστωναν την πλανη. Πολλες φορες τον ειχε αφησει καπου και συνεχιζε τον δρομο του αναρωτουμενος τι θα συνεβαινε αν τον εγκατελειπε. Δεν προλαβαινε να μαθει αφου λιγα μετρα πιο περα ενοιωθε και παλι στον κορφο του την υπαρξη του. Ηξερε πια πως ακομα κι αν ο ιδιος ηθελε να τον αφησει, ο κυβος δεν θα επραττε το ιδιο.
Βεβαια δεν μπορουσε να παραγνωρισει και την θετικη πλευρα του. Ενα τσιμπημα φιδιου, απολυτα θανατηφορο πριν την υπαρξη του κυβου, ηταν απλα ενα μικρο σημαδακι που εξαφανιζοταν κι αυτο μετα την παρελευση καποιων δευτερολεπτων. Μια πτωση πανω σε κοφτερα βραχια απο υψος τουλαχιστον τριαντα μετρων μετα απο μια αποτυχημενη αποπειρα αναβασης δεν την ενοιωσε παρα σαν ενα φιλικο χτυπημα στην πλατη. Ηξερε πως τιποτα δεν μπορουσε να τον βλαψει, αφηνοντας ενα μικρο περιθωριο αμφιβολιας για το τι θα συνεβαινε αν ποτε ο ιδιος στρεφοταν εναντια στον εαυτο του.
                                           -------------------------------------
Ηταν οι τελευταιες μερες μιας ανοιξης οταν βιωσε την πρωτη απωλεια, μια απωλεια για την οποια καθολου δεν ηταν προετοιμασμενος. Μπορει ο ιδιος να ηταν αθανατος, να μην ειχε προστεθει καμμια ρυτιδα πανω του η ασπρη τριχα αλλη να μην ειχε κανει την εμφανιση της μα δυστυχως αυτο αφορουσε μονο τον ιδιο. Ο Χαμπουμπ αφησε την τελευταια του πνοη στα χερια του μια τετοια μερα που τα παντα εσφυζαν απο ζωη, υποκυπτοντας σ' ενα φυσικο νομο που πια το αφεντικο του ειχε προσπερασει. Τα μεγαλα, μαυρα ματια του που δεν σταματησαν να τον κοιταζουν με αγαπη και λατρεια παρα μονο οταν η οριστικη του ανασα τον εγκατελειψε σφαλισαν αφηνοντας τον τελειως μονο. Περασε ωρες κρατωντας στην αγκαλια του το κεφαλι του αλογου μ' ενα βουβο κλαμα να του συνταρασσει το κορμι. Ηταν ο τελευταιος κρικος που τον ενωνε με κατι που σιγα - σιγα ειχε την αισθηση οτι γλυστρουσε στη δινη του χρονου. Ηταν το παρελθον του, το παρον του και θεωρουσε δεδομενο πως θα ηταν μερος κι απο το μελλον του.
Η τελευταια αυτη λανθασμενη διαπιστωση τον κουρελιασε ψυχικα. Εθαψε τον Χαμπουμπ στην κορυφη ενος χορταριασμενου απο την ανοιξη λοφου, για να εχει για καληνυχτα το νανουρισμα απο το θροισμα του αερα στο γρασιδι και για καλημερα να υποδεχεται την πρωτη ακτινα του ηλιου που θα φωτιζε το μνημα του. Εκεινη την μερα κατι ειχε αλλαξει μεσα του.
                                       ------------------------------------------
Συνεχισε να περιπλανιεται σε μερη αγνωστα, σε τοπους που δεν φανταζοταν οτι υπηρχαν ακολουθωντας τυχαιες πορειες μην εχοντας καποια καθοδηγηση απ' τον κυβο. Η εμπειρια με τον Χαμπουμπ τον διδαξε να μην δενεται πια με κανεναν και τιποτα, ετσι το επομενο αλογο του δεν ηταν τιποτα περισσοτερο απο ενα απλο μεσο μεταφορας, αναλωσιμο και αντικαταστασιμο.
Αυτο το μεσο τον εφερε καποια στιγμη σε μια πολη που του ονοματισαν Ιερουσαλημ. Βασιλιας ηταν τοτε καποιος που λεγοταν Σολομωντας. Χαρη στις γνωσεις του απο τ' ατελειωτα ταξιδια του ο ξενος βρεθηκε συμβουλατορας του ιδιου του βασιλια. Ηξερε ομως πως δεν θα μπορουσε να μεινει πολυ στην πολη φοβουμενος το αντικτυπο που θα ειχε οταν καποιος ανακαλυπτε πως δεν γερνουσε ποτε. Παρ' ολα αυτα, ηταν αυτος που εδωσε την λυση στον βασιλια οταν κατα την επισκεψη της βασιλισσας του Σαβα, ο τελευταιος του εκμυστηρευτηκε πως ηθελε να την κανει δικη του, εστω και για ενα βραδυ. Το τεχνασμα που του προτεινε ο ξενος απεδωσε καρπους και ο ευτυχισμενος βασιλιας του υποσχεθηκε αμυθητους θησαυρους αν παρεμενε για παντα μαζι του σαν συμβουλος του. Ο ξενος τον ευχαριστησε μα του ηταν αδυνατον να δεχτει. Ο Σολομων το αποδεχτηκε με βαρια καρδια και ετσι απλα ενα βραδυ ο ξενος χαθηκε.
                                         -------------------------------
Περασαν χρονια πολλα διχως καμμια εξελιξη. Ο κυβος του προσθετε ενοραση κι αντιληψη, δινοντας του την δυνατοτητα ν' αντιληφθει πραγματα που καποτε θα του ηταν αδιανοητα, ομως ουτε βημα δεν ειχε συντελεστει οσον αφορουσε την προοδο της αποστολης του. Καποια στιγμη η μοιρα τον εφερε στην πολη της Βαβυλωνας. Ο Ναβουχοδονοσωρ ο Β' ηταν τοτε ο ηγεμονας με βασιλισσα την Αμυιτη. Η τελευταια, προερχομενη απο χωρα με πλουσια βλαστηση, την Μηδια, νοσταλγουσε τα ευφορα εδαφη της κι ηθελε να τρεφεται με τα φυτα που φυτρωναν εκει. Ομως κατι τετοιο δεν μπορουσε να το εχει στην Βαβυλωνα. Στην απογνωση του ο Ναβουχοδονοσορας ζητησε την συμβουλη του ξενου. Ο τελευταιος του ανεπτυξε μια ιδεα που αν γινοταν πραγματικοτητα θα ελυνε το προβλημα. Βεβαια το να φτιαχτουν εξωτερικοι, κρεμαστοι κηποι ηταν κατι το φαινομενικα αδυνατον, ιδιως σε μια τοση ξερη και ανυδρη γη. Ομως ο Ναβουχοδονοσωρ ηταν αποφασισμενος να κανει την Αμυιτη ευτυχισμενη και ξεκινησε την υλοποιηση της ιδεας του ξενου, παντα με την συμβολη του. Μολονοτι πηρε πολυ χρονο, αυτο που εμοιαζε προιον μιας καλπαζουσας φαντασιας, εγινε πραγματικοτητα. Για μια ακομη φορα ο ξενος αρνηθηκε ολες τις πλουσιοπαροχες προσφορες του βασιλια και επελεξε να εγκαταλειψει την πολη μετα το περας αυτου του ασυλληπτου εργου. Ενοιωθε πως το ισχνο χερι της απογοητευσης ειχε αρχισει να βαραινει επικινδυνα πανω του. Επρεπε να κοιταξει τα επομενα βηματα του.
                                         ------------------------------------
Μετα απο καιρο ειχε την αισθηση πως ο κυβος καθοδηγουσε την πορεια του. Τον αφησε να τον παρασυρει διχως να προβαλλει αντισταση. Ετσι δεν παραξενευτηκε καθολου οταν συναντηθηκε με τον Σινταρτα Γκοταμα, οπως του συστηθηκε, ενω διεσχιζε ενα τμημα ατελειωτων πεδιαδων προς τα βορεια. Ο εβδομηνταρης αυτος γερος ειχε μια δικη του αντιληψη σχετικα με το τι συνεβαινε γυρω του. Ειχε αναπτυξει μια φιλοσοφικη δομη που ο ξενος δεν ειχε συναντησει ξανα. Ζουσε μια ασκητικη ζωη, δινοντας την εντυπωση πως τιποτα το υλικο δεν τον αφορουσε. Το λιγο χρονικο διαστημα που ο ξενος εμεινε μαζι του ειχε την ευκαιρια ν' ανταλλαξει αποψεις και γνωμες για πολλα θεματα, απεφυγε ομως να του εκμυστηρευτει ολα αυτα που του ειχαν συμβει απο τοτε που ο κυβος ειχε μπει στη ζωη του. Στην ερωτηση του δε αν γνωριζε τον κυβο Γιοντοκ, ο γεροντας του απαντησε αρνητικα. Γρηγορα αντιληφθηκε πως δεν θα μαθαινε κατι περισσοτερο παραμενοντας εκει, ομως δεν τον ενοχλουσε η παρεα του παραδοξου γερου και ισως να παρετεινε την παραμονη του εκει για μεγαλυτερο χρονικο διαστημα αν ενα πρωι δεν διαπιστωνε πως ο κυβος ειχε αποκτησει χρωμα. Αχνο μεν, μα πραγματικο χρωμα.
                                            -----------------------------
Ηταν ενα ταξιδι που εμοιαζε να μην εχει τελος. Οι εποχες διαδεχονταν η μια την αλλη και ο ξενος, παντα με πυξιδα τον κυβο συνεχιζε την πορεια του. Οποτε παρεκκλινε το φως αδυνατιζε, οποτε επανερχοταν στο σωστο δρομο, που δεν τον ηξερε εξ' αρχης, το φως επανερχοταν κι αυτο.
Ουσιαστικα σταματησε μονο για να ρωτησει το ονομα της πολης που φαινοταν οτι θα εβρισκε τον πρωτο κρικο. Στην Ισσο λοιπον θα αρχιζε να ξετυλιγεται το κουβαρι. Το φως παρεμενε σταθερο κι αναλλοιωτο. Ηξερε οτι θα του επαιρνε καποιο χρονο μεχρι να εβρισκε σε ποιον αντιστοιχουσε, ετσι προετοιμαστηκε αναλογα. Καθε μερα δοκιμαζε τα πλεον πολυσυχναστα μερη με την ελπιδα οτι θα στεκοταν τυχερος. Και ενα βραδυ σταθηκε.
Επινε το κρασι του σε καποιο καταγωγιο αφου πρωτα ειχε γινει μαρτυρας της εν ψυχρω δολοφονιας τεσσαρων στρατιωτων, αγνωστου προελευσεως, απο μια παρεα που εμοιαζαν με Καρδακκες. Ο κυβος ελαμψε ακομα περισσοτερο με την εισοδο καποιου ντυμενου οπως και οι τεσσερεις που μολις ειχαν σφαγιαστει. Παρ' ολα αυτα, ηξερε πως δεν ηταν αυτος που εψαχνε. Ο κυβος απλα του ελεγε πως αυτος ομως ηταν ο ανθρωπος που θα τον οδηγουσε στον στοχο του. Επρεπε λοιπον να μεινει ζωντανος παση θυσια. Κι αυτο ηταν κατι που μπορουσε να καταφερει.
Σηκωθηκε αποφασισμενος απο το τραπεζι που καθοταν ενω ο θανατος παιγνιδιζε στα ματια του. Οι αντρες αυτοι ηταν νεκροι, απλα δεν το ηξεραν ακομα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου