ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Εσκυψε απο πανω της με ματια θολα απο το παθος και αναζητησε τα χειλη της. Του ηταν αδυνατον να χορτασει το κορμι της κι ας το ειχε διατρεξει ολο, με καθε δυνατο τροπο, σπιθαμη προς σπιθαμη εδω και τοση ωρα. Ο ιδιος ο χρονος φαινοταν να ειχε παγωσει και μαρμαρωμενος, σε καποια γωνια, τους παρακολουθουσε αμιλητος. Κατεβηκε προς την καμπυλη του λαιμου της αφηνοντας στο διαβα του ενα μικρο, στενο μονοπατι υγρης φλογας. Ενοιωσε το αριστερο της χερι στο πισω μερος του κεφαλιου του να τον πιεζει πανω στην ξαναμμενη σαρκα της κι ανταποκριθηκε υπακουα. Χρησιμοποιησε την γλωσσα του για να σαρωσει τις διασπαρτες σταγονες ιδρωτα που σαν απαστραπτοντα διαμαντακια στολιζαν το στηθος της κι αισθανθηκε το μυρμηγκιασμα που την ετρεξε απο την κορυφη μεχρι τα νυχια. Φυλακισε στο στομα του ενα μερος απο το στηθος της, παιζοντας μαζι του οσο πιο απαλα μπορουσε, εξαναγκαζοντας την σ' ενα ακομα ακουσιο, ηδυπαθο, μακροσυρτο βογγητο. Σε μια ανακλαστικη κινηση, τα λεπτα, μακρια της ποδια, τυλιγμενα στην γυμνη του μεση, τον εσφιξαν ακομα περισσοτερο σε μια προσπαθεια να τον τραβηξει ακομα πιο πολυ πανω της, να τον αισθανθει ακομα πιο πολυ μεσα της.
----------------------------
Ακουμπησε απαλα το δεξι της χερι στο στηθος του και τον απωθησε ελαφρα προς τα πισω. Τον αφησε να περασει τα χερια του κατω απο τη μεση της και καθως ακουμπουσε αργα με την πλατη στο κρεββατι ακολουθησε τη φορα του σωματος του, χωρις βιασυνη για να μην διακοψει ουτε στιγμη την μεταξυ τους επαφη. Σε λιγα δευτερολεπτα ειχε σκαρφαλωσει πανω του. Της αρεσε ετσι, ενοιωθε οτι κρατουσε αυτη το πηδαλιο της ηδονης στρεφοντας το προς την επιθυμητη γι αυτην κατευθυνση. Μα και τ' αρσενικο κατω της δεν φαινοταν διολου δυσαρεστημενο. Απλα αντιμετωπιζε μια μικρη δυσκολια στον χειρισμο των πλουσιων μαυρων μαλλιων της που επεφταν ατακτως στο προσωπο του. Ισιωσε το κορμι της, παντα καθισμενη πανω του, σαν επιτυμβια στηλη αφιερωμενη σε καποιο Θεο, και μαζεψε τον εβενινο εκεινο χειμαρρο προς τα πισω. Του χαμογελασε κι εσκυψε μπροστα να τον φιλησει. Μια σταγονα ιδρωτα, απο την ακρη του στηθους της, εκανε μεσα σε ελαχιστα δευτερολεπτα την διαδρομη μεχρι να πεσει στο δικο του κορμι. Με τον δεικτη της απλωσε τη σταγονα, με μικρες κυκλικες κινησεις πανω στο σημειο που ειχε πεσει. Επειτα εφερε το δεικτη στο στομα της και χρησιμοποιωντας χειλη και γλωσσα τον εγλειψε.
Σαν να ηταν καποιο αορατο εναυσμα η κινηση αυτη, η φωτια που τους κατετρωγε, εκει, αναμεσα στα ποδια τους, γιγαντωσε αποτομα και τους παρεσυρε ξανα στην καυτη της δινη.
------------------------------
Δεν την ηξερε καλα - καλα ουτε μηνα, απο τοτε που ειχαν εμφανιστει στην πολη με τους τραυματιες. Δεν ηταν εχθρικη πολη η Ισσος αλλα ουτε και φιλικα διακειμενη. Ηταν ομως η πλεον κοντινη και διεθετε αρκετα για να εχουν μια στοιχειωδη περιθαλψη οι τραυματιες.
Ειχε προσφερθει απο την αρχη να βοηθησει, ισως εχοντας στο πισω μερος του μυαλου της μια ευνοικη μεταχειριση αν ολα πηγαιναν οπως ειχαν σχεδιαστει. Εξ' αλλου, σ' αυτες τις καταστασεις, οταν η επιλογη στρατοπεδου πρεπει να γινει αμεσα, ενστινκτωδως τις περισσοτερες φορες σχεδον ολοι οδηγουνται να συνταχθουν με το μερος του προσωρινα ισχυρου. Αυτο ειχε σαν αποτελεσμα να ειναι καπως επιφυλακτικος στην αρχη αλλα δεν μπορουσε ν' αρνηθει στον εαυτο του την παραδοχη οτι τον ειχε γοητευσει με την πρωτη ματια. Υπηρχαν κι αλλες ωραιες γυναικες στην Ισσο αλλα καμια δεν ειχε αυτο που αντικρυσε στα ματια της οταν την πρωτοκοιταξε. Ουτε ο ιδιος ηταν ακριβως σιγουρος τι ηταν αλλα το σκιρτημα που ενοιωσε του ηταν υπεραρκετο. Δεν αργησαν να γινουν εραστες αφου κι αυτος δεν της ηταν καθολου αδιαφορος. Ετσι τ' αφησε ολα στον Αλγινικο κι αυτος περνουσε τον χρονο του με την Μεναγρη.
-------------------------------
Η Μεναγρη ηταν αυτη που τρομαξε οταν η πορτα του δωματιου ανοιξε αποτομα και ξεφωνισε αθελα της στην παρουσια του αρματωμενου αντρα.
-'Μα τα μαυρα νερα του Αχεροντα ανθρωπε μου' εκανε ο νεοφερμενος προς τον αντρα στο κρεββατι 'μια ωρα εχω που σε ψαχνω αν κι εδω επρεπε να εχω ερθει εξ' αρχης'.
-'Αλγινικε, σου ορκιζομαι στον Απολλωνα πως αν δεν.....'
-'Δεν εχουμε χρονο Κερμενωνα' αποκριθηκε αυτος που ειχε ονοματιστει Αλγινικος. -'Πριν λιγο εμαθα σιγουρα πως οι αντρες του Δαρειου θα ειναι στην πολη με το πρωτο φως της ημερας. Πρεπει να κινηθουμε γρηγορα'.
-'Αδυνατον' απαντησε ο Κερμενων ενω η Μεναγρη προσπαθουσε να κρυψει τη γυμνια της πισω του. '-Αδυνατον' επανελαβε 'πως γινεται να ειναι τοσο κοντα στην Ισσο ?'
-'Η τακτικη περιπολος που στελνουμε εφερε τα νεα και σε ψαχνω απο κεινη τη στιγμη. Τους υπολογιζουν στους 3000 αντρες και απ' οτι καταλαβαν θα βαδισουν το πρωι προς την πολη'.
-'3000 ?. Και μεις ειμαστε λιγοτεροι απο πενηντα και μ' ενα σωρο τραυματιες να προσεχουμε' ειπε ο Κερμενων εχοντας σηκωθει απο το κρεββατι προσπαθωντας να ντυθει.
-'Αν βρει τους τραυματιες δεν θα μεινει κανενας ζωντανος στην πολη' προσθεσε η Μεναγρη προσπαθωντας μ'ενα μικρο κομματι υφασμα να καλυψει την υπεροχη γυμνια της. -'Πρεπει να φυγετε οσο το δυνατον πιο γρηγορα καρδια μου' απευθυνομενη στον Κερμενωνα.
Η αδρεναλινη της ερωτικης επαφης ειχε σβησει προ πολλου, ομως ειχε επανελθει εξυπηρετωντας τελειως διαφορετικο σκοπο.
---------------------------
-'Συγκεντρωσε οσους αντρες μπορεις και μεταφερετε τους τραυματιες στην μεγαλη πλατεια της πολης. Εγω θα βρω την φρουρα της νοτιας περιπολου και θα ψαξουμε για οτι μεταφορικο μεσο μπορει να βρεθει για τους τραυματιες. Θα σε συναντησω σε μια ωρα στην πλατεια. Βιασου'.
Διχως να πει κουβεντα ο Αλγινικος βγηκε απο την πορτα και εξαφανιστηκε. Ο Κερμενων ηταν σχεδον ντυμενος. Εκατσε στην ακρη του κρεββατιου και χαιδεψε το αλαβαστρινο μαγουλο της Μεναγρης. -'Μην κουνηθεις απο δω' ειπε. -'Θα γυρισω να σε παρω μολις ετοιμαστουν ολα'.
Την φιλησε απαλα στο στομα και αυτη σφιχτηκε πανω του.
-'Προσεχε σε παρακαλω' του ψιθυρισε 'σε ικετευω προσεχε'.
Της χαμογελασε και με γρηγορες κινησεις βγηκε απο το δωματιο.
Ηξερε οτι τετοια ωρα η φρουρα θα βρισκοταν σ' εκεινο το καταγωγιο που συχναζε. Δεν ηταν οτι πιο σωστο αλλα ειχε επιλεξει να κανει τα στραβα ματια στις μικροπαρατυπιες τους. Εξ' αλλου, αν εξαιρουσε κανεις τις μεγαλες ποσοτητες κρασιου που καταναλωναν δεν εκαναν ουσιαστικα κατι κακο. Του πηρε λιγοτερο απο δεκα λεπτα για να φτασει. Εσπρωξε την πορτα και μπηκε.
----------------------------
Δεν ηταν οπως συνηθως. Υπηρχε μια μεγαλη παρεα, Καρδακκες η Μηδοι, δεν ηταν σιγουρος, με ξυλινες κουπες γεματες κρασι που μιλουσαν και γελαγαν δυνατα. Σ' ενα αλλο τραπεζι πιο περα, ηταν αλλοι δυο και στην ακρη, στη γωνια, ενας ακομα που του ηταν αδυνατον να καταλαβει ποιος ηταν αφου ηταν τυλιγμενος με μια μπερτα. Η φρουρα δεν ηταν εκει. Ηταν ετοιμος να κανει μεταβολη και να φυγει οταν ενας απο την μεγαλη παρεα του μιλησε.
-'Απ' αυριο η πολη θ' ανηκει σε αλλα χερια' ειπε. 'Και πρεπει να εχουμε και μεις κατι ουτως ωστε αυτα τα χερια οχι μονο να μην μας ενοχλησουν αλλα να μας ανταμειψουν κιολας'.
-'Δεν καταλαβαινω τι μου λες' απαντησε ο Κερμενων ενω ενοιωσε να τον τριγυριζει ενα ελαφρυ αερακι ανησυχιας.
Σηκωθηκαν ολοι απο το τραπεζι και απομακρυνθηκαν. Αυτος που του μιλουσε εξαφνα κλωτησε με δυναμη το τραπεζι στελνοντας το απεναντι. Το αιμα του Κερμενωνα παγωσε στις φλεβες του.
-'Δεν νομιζεις οτι κατι τετοιο αξιζει μιας καλης ανταμοιβης' ? συνεχισε ο αντρας ενω οι υπολοιποι εβαλαν τα γελια. 'Και οσο περισσοτερα τοσο το καλυτερο'.
-------------------------
Ο Κερμενων δεν μπορουσε να τραβηξει τα ματια του απο το θεαμα που αντικρυζε. Κατω απο το τραπεζι βρισκονταν οι περικεφαλαιες της φρουρας της νοτιας περιπολου. Μεσα στις περικεφαλαιες βρισκονταν τα κεφαλια τους, αποκομμενα απο τα σωματα τους. Το αιμα που ετρεχε ειχε λεκιασει ολο το σημειο, εκει που καθονταν οι αντρες και πασχιζε να επεκταθει οσο το δυνατον περισσοτερο. Ειχαν τραβηξει τα ξιφη τους και βαδιζαν απειλητικα προς το μερος του. Ενστικτωδως το ιδιο επραξε και ο Κερμενων.
-'Νομιζω πως αποψε θα εχουμε μια καλη συγκομιδη παιδια, τι λετε' ? ειπε ο αρχηγος τους.
Οι αλλοι γελασαν. Πεντε κεφαλια θα τους εξασφαλιζαν μια καλη αμοιβη στα σιγουρα.
-'Θα το εκτιμουσα ιδιαιτερα αν δοκιμαζατε την τυχη σας ενας ενας' ακουστηκε μια φωνη. Ολοι στραφηκαν προς το μερος απ' οπου ειχε προελθει. Ο ξενος, που ειχε μιλησει, ηταν ακομα καθιστος στο τραπεζι του με την πλατη γυρισμενη στους φονιαδες.
-'Κι αν διαφωνουσα με την προταση τι θα γινοταν ?' εκανε ειρωνικα ο αρχηγος τους.
-'Τοτε πολυ φοβαμαι οτι θα επρεπε ν' αποκαταστησουμε τις ισσοροπιες' απαντησε ο ξενος. -'Αν και δεν εχετε καμμια ελπιδα, σε μενα μπορειτε να ερθετε ολοι μαζι'.
--------------------------------
Μ' ενα νευμα δυο απο την παρεα αποσπαστηκαν στρεφομενοι προς τον ξενο ενω οι αλλοι εξακολουθουσαν να κινουνται προς το μερος του Κερμενωνα που οπισθοχωρουσε.
Ο πρωτος καταφερε μια δυνατη σπαθια στον αερα αλλα δεν εμαθε ποτε τι θα γινοταν αν ειχε μια δευτερη ευκαιρια. Ο ξενος αποφευγοντας με απιστευτη ευλιγισια το χτυπημα, περασε σχεδον απο μπροστα του και καρφωσε ενα μικρο στιλεττο που κρατουσε στα χερια του στο αριστερο ματι του δευτερου αντρα. Το ατσαλι συναντησε σαρκα και κοκκαλα και τα συνεθλιψε στο διαβα του. Πριν αρχισει να πεφτει νεκρος στο πατωμα, ο ξενος προλαβε να σκουπισει το στιλεττο του πανω στο ρουχο του. Γυρισε να δει τον πρωτο.
Κανεις δεν ειχε προλαβει να δει την κινηση του. Περνωντας απο μπροστα του, το λεπιδι κινηθηκε κατα μηκος του λαιμου του δημιουργωντας ενα μεγαλο κατακοκκινο χαμογελο ενω ασυγκρατητο πια, εχοντας βρει διεξοδο, το αιμα κυλουσε ασταματητα. Με διαφορα δευτερολεπτων ακολουθησε τον δευτερο στο πατωμα.
-'Πιστευω πως υπαρχει ακομα περιθωριο αναθεωρησης της αρχικης αποφασης' ειπε μ' εναν αδιορατο τονο ειρωνιας να χρωματιζει τη φωνη του.
-------------------------------
Αντι απαντησης οι υπολοιποι ορμησαν πανω του. Το ηξερε πως θα γινοταν ετσι και τους περιμενε. Το δεξι του χερι, σφιγμενο σε γροθια, χτυπησε τον πρωτο εφορμουντα στο ηλιακο πλεγμα κοβοντας του οριστικα και αμετακλητα την ανασα. Ταυτοχρονα, με το αριστερο χερι, βαστωντας το στιλεττο του, απεκρουε το δυνατο χτυπημα ενος αλλου. Ως δια μαγειας, ενα δευτερο, ολοιδιο λεπιδι εκανε την εμφανιση του στο αλλο του χερι που το οδηγησε με απιστευτη ακριβεια να καρφωθει στην καρδια του μοναδικου που ειχε προλαβει ν' αποπειραθει καποιο χτυπημα. Οι δυο τελευταιοι που ειχαν μεινει προσπαθουσαν να επεξεργαστουν αυτο που εβλεπαν τα ματια τους. Δεν προλαβαν.
Με κινηση που το ματι αδυνατουσε να παρακολουθησει βρεθηκε πισω απ' τον ενα και φυλακιζοντας τον κεφαλι του αναμεσα στα χερια του το εστριψε αποτομα. Ο ηχος, σαν κλαρακι που σπαει, ακουστηκε εκκωφαντικα. Ηταν και ο τελευταιος ηχος που ακουσε ο τελευταιος απο την παρεα, ο αρχηγος. Ο ξενος, αφου απεφυγε ενα αδεξιο και στερουμενου ηθικου χτυπημα σκυβοντας κατω απο την λεπιδα, ανασηκωθηκε γοργα μπηγοντας και τα δυο στιλεττα του εκει που θα επρεπε να βρισκονται τα καλυμμενα απο τα μακρια ματια αυτια του αντρα. Τον αφησε να τα παρασυρει οπως επεφτε νεκρος στο πατωμα και μετα εσκυψε και τα πηρε αφου τα σκουπισε καλα με το κουφαρι του νεκρου. Μετα γυρισε προς τον αποσβολωμενο Κερμενωνα, χαμογελασε, ενω ταυτοχρονα κοιταζε κατι μεσα στο εσωτερικο της μπερτας του.
-'Παντα χαιρομαι να συνανταω ανθρωπους που ο χρονος εχει πραγματικη σημασια γι αυτους' ειπε και το χαμογελο του φωτισε αποτομα βλεποντας το φως που εξεπεμπε ο κυβος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Εσκυψε απο πανω της με ματια θολα απο το παθος και αναζητησε τα χειλη της. Του ηταν αδυνατον να χορτασει το κορμι της κι ας το ειχε διατρεξει ολο, με καθε δυνατο τροπο, σπιθαμη προς σπιθαμη εδω και τοση ωρα. Ο ιδιος ο χρονος φαινοταν να ειχε παγωσει και μαρμαρωμενος, σε καποια γωνια, τους παρακολουθουσε αμιλητος. Κατεβηκε προς την καμπυλη του λαιμου της αφηνοντας στο διαβα του ενα μικρο, στενο μονοπατι υγρης φλογας. Ενοιωσε το αριστερο της χερι στο πισω μερος του κεφαλιου του να τον πιεζει πανω στην ξαναμμενη σαρκα της κι ανταποκριθηκε υπακουα. Χρησιμοποιησε την γλωσσα του για να σαρωσει τις διασπαρτες σταγονες ιδρωτα που σαν απαστραπτοντα διαμαντακια στολιζαν το στηθος της κι αισθανθηκε το μυρμηγκιασμα που την ετρεξε απο την κορυφη μεχρι τα νυχια. Φυλακισε στο στομα του ενα μερος απο το στηθος της, παιζοντας μαζι του οσο πιο απαλα μπορουσε, εξαναγκαζοντας την σ' ενα ακομα ακουσιο, ηδυπαθο, μακροσυρτο βογγητο. Σε μια ανακλαστικη κινηση, τα λεπτα, μακρια της ποδια, τυλιγμενα στην γυμνη του μεση, τον εσφιξαν ακομα περισσοτερο σε μια προσπαθεια να τον τραβηξει ακομα πιο πολυ πανω της, να τον αισθανθει ακομα πιο πολυ μεσα της.
----------------------------
Ακουμπησε απαλα το δεξι της χερι στο στηθος του και τον απωθησε ελαφρα προς τα πισω. Τον αφησε να περασει τα χερια του κατω απο τη μεση της και καθως ακουμπουσε αργα με την πλατη στο κρεββατι ακολουθησε τη φορα του σωματος του, χωρις βιασυνη για να μην διακοψει ουτε στιγμη την μεταξυ τους επαφη. Σε λιγα δευτερολεπτα ειχε σκαρφαλωσει πανω του. Της αρεσε ετσι, ενοιωθε οτι κρατουσε αυτη το πηδαλιο της ηδονης στρεφοντας το προς την επιθυμητη γι αυτην κατευθυνση. Μα και τ' αρσενικο κατω της δεν φαινοταν διολου δυσαρεστημενο. Απλα αντιμετωπιζε μια μικρη δυσκολια στον χειρισμο των πλουσιων μαυρων μαλλιων της που επεφταν ατακτως στο προσωπο του. Ισιωσε το κορμι της, παντα καθισμενη πανω του, σαν επιτυμβια στηλη αφιερωμενη σε καποιο Θεο, και μαζεψε τον εβενινο εκεινο χειμαρρο προς τα πισω. Του χαμογελασε κι εσκυψε μπροστα να τον φιλησει. Μια σταγονα ιδρωτα, απο την ακρη του στηθους της, εκανε μεσα σε ελαχιστα δευτερολεπτα την διαδρομη μεχρι να πεσει στο δικο του κορμι. Με τον δεικτη της απλωσε τη σταγονα, με μικρες κυκλικες κινησεις πανω στο σημειο που ειχε πεσει. Επειτα εφερε το δεικτη στο στομα της και χρησιμοποιωντας χειλη και γλωσσα τον εγλειψε.
Σαν να ηταν καποιο αορατο εναυσμα η κινηση αυτη, η φωτια που τους κατετρωγε, εκει, αναμεσα στα ποδια τους, γιγαντωσε αποτομα και τους παρεσυρε ξανα στην καυτη της δινη.
------------------------------
Δεν την ηξερε καλα - καλα ουτε μηνα, απο τοτε που ειχαν εμφανιστει στην πολη με τους τραυματιες. Δεν ηταν εχθρικη πολη η Ισσος αλλα ουτε και φιλικα διακειμενη. Ηταν ομως η πλεον κοντινη και διεθετε αρκετα για να εχουν μια στοιχειωδη περιθαλψη οι τραυματιες.
Ειχε προσφερθει απο την αρχη να βοηθησει, ισως εχοντας στο πισω μερος του μυαλου της μια ευνοικη μεταχειριση αν ολα πηγαιναν οπως ειχαν σχεδιαστει. Εξ' αλλου, σ' αυτες τις καταστασεις, οταν η επιλογη στρατοπεδου πρεπει να γινει αμεσα, ενστινκτωδως τις περισσοτερες φορες σχεδον ολοι οδηγουνται να συνταχθουν με το μερος του προσωρινα ισχυρου. Αυτο ειχε σαν αποτελεσμα να ειναι καπως επιφυλακτικος στην αρχη αλλα δεν μπορουσε ν' αρνηθει στον εαυτο του την παραδοχη οτι τον ειχε γοητευσει με την πρωτη ματια. Υπηρχαν κι αλλες ωραιες γυναικες στην Ισσο αλλα καμια δεν ειχε αυτο που αντικρυσε στα ματια της οταν την πρωτοκοιταξε. Ουτε ο ιδιος ηταν ακριβως σιγουρος τι ηταν αλλα το σκιρτημα που ενοιωσε του ηταν υπεραρκετο. Δεν αργησαν να γινουν εραστες αφου κι αυτος δεν της ηταν καθολου αδιαφορος. Ετσι τ' αφησε ολα στον Αλγινικο κι αυτος περνουσε τον χρονο του με την Μεναγρη.
-------------------------------
Η Μεναγρη ηταν αυτη που τρομαξε οταν η πορτα του δωματιου ανοιξε αποτομα και ξεφωνισε αθελα της στην παρουσια του αρματωμενου αντρα.
-'Μα τα μαυρα νερα του Αχεροντα ανθρωπε μου' εκανε ο νεοφερμενος προς τον αντρα στο κρεββατι 'μια ωρα εχω που σε ψαχνω αν κι εδω επρεπε να εχω ερθει εξ' αρχης'.
-'Αλγινικε, σου ορκιζομαι στον Απολλωνα πως αν δεν.....'
-'Δεν εχουμε χρονο Κερμενωνα' αποκριθηκε αυτος που ειχε ονοματιστει Αλγινικος. -'Πριν λιγο εμαθα σιγουρα πως οι αντρες του Δαρειου θα ειναι στην πολη με το πρωτο φως της ημερας. Πρεπει να κινηθουμε γρηγορα'.
-'Αδυνατον' απαντησε ο Κερμενων ενω η Μεναγρη προσπαθουσε να κρυψει τη γυμνια της πισω του. '-Αδυνατον' επανελαβε 'πως γινεται να ειναι τοσο κοντα στην Ισσο ?'
-'Η τακτικη περιπολος που στελνουμε εφερε τα νεα και σε ψαχνω απο κεινη τη στιγμη. Τους υπολογιζουν στους 3000 αντρες και απ' οτι καταλαβαν θα βαδισουν το πρωι προς την πολη'.
-'3000 ?. Και μεις ειμαστε λιγοτεροι απο πενηντα και μ' ενα σωρο τραυματιες να προσεχουμε' ειπε ο Κερμενων εχοντας σηκωθει απο το κρεββατι προσπαθωντας να ντυθει.
-'Αν βρει τους τραυματιες δεν θα μεινει κανενας ζωντανος στην πολη' προσθεσε η Μεναγρη προσπαθωντας μ'ενα μικρο κομματι υφασμα να καλυψει την υπεροχη γυμνια της. -'Πρεπει να φυγετε οσο το δυνατον πιο γρηγορα καρδια μου' απευθυνομενη στον Κερμενωνα.
Η αδρεναλινη της ερωτικης επαφης ειχε σβησει προ πολλου, ομως ειχε επανελθει εξυπηρετωντας τελειως διαφορετικο σκοπο.
---------------------------
-'Συγκεντρωσε οσους αντρες μπορεις και μεταφερετε τους τραυματιες στην μεγαλη πλατεια της πολης. Εγω θα βρω την φρουρα της νοτιας περιπολου και θα ψαξουμε για οτι μεταφορικο μεσο μπορει να βρεθει για τους τραυματιες. Θα σε συναντησω σε μια ωρα στην πλατεια. Βιασου'.
Διχως να πει κουβεντα ο Αλγινικος βγηκε απο την πορτα και εξαφανιστηκε. Ο Κερμενων ηταν σχεδον ντυμενος. Εκατσε στην ακρη του κρεββατιου και χαιδεψε το αλαβαστρινο μαγουλο της Μεναγρης. -'Μην κουνηθεις απο δω' ειπε. -'Θα γυρισω να σε παρω μολις ετοιμαστουν ολα'.
Την φιλησε απαλα στο στομα και αυτη σφιχτηκε πανω του.
-'Προσεχε σε παρακαλω' του ψιθυρισε 'σε ικετευω προσεχε'.
Της χαμογελασε και με γρηγορες κινησεις βγηκε απο το δωματιο.
Ηξερε οτι τετοια ωρα η φρουρα θα βρισκοταν σ' εκεινο το καταγωγιο που συχναζε. Δεν ηταν οτι πιο σωστο αλλα ειχε επιλεξει να κανει τα στραβα ματια στις μικροπαρατυπιες τους. Εξ' αλλου, αν εξαιρουσε κανεις τις μεγαλες ποσοτητες κρασιου που καταναλωναν δεν εκαναν ουσιαστικα κατι κακο. Του πηρε λιγοτερο απο δεκα λεπτα για να φτασει. Εσπρωξε την πορτα και μπηκε.
----------------------------
Δεν ηταν οπως συνηθως. Υπηρχε μια μεγαλη παρεα, Καρδακκες η Μηδοι, δεν ηταν σιγουρος, με ξυλινες κουπες γεματες κρασι που μιλουσαν και γελαγαν δυνατα. Σ' ενα αλλο τραπεζι πιο περα, ηταν αλλοι δυο και στην ακρη, στη γωνια, ενας ακομα που του ηταν αδυνατον να καταλαβει ποιος ηταν αφου ηταν τυλιγμενος με μια μπερτα. Η φρουρα δεν ηταν εκει. Ηταν ετοιμος να κανει μεταβολη και να φυγει οταν ενας απο την μεγαλη παρεα του μιλησε.
-'Απ' αυριο η πολη θ' ανηκει σε αλλα χερια' ειπε. 'Και πρεπει να εχουμε και μεις κατι ουτως ωστε αυτα τα χερια οχι μονο να μην μας ενοχλησουν αλλα να μας ανταμειψουν κιολας'.
-'Δεν καταλαβαινω τι μου λες' απαντησε ο Κερμενων ενω ενοιωσε να τον τριγυριζει ενα ελαφρυ αερακι ανησυχιας.
Σηκωθηκαν ολοι απο το τραπεζι και απομακρυνθηκαν. Αυτος που του μιλουσε εξαφνα κλωτησε με δυναμη το τραπεζι στελνοντας το απεναντι. Το αιμα του Κερμενωνα παγωσε στις φλεβες του.
-'Δεν νομιζεις οτι κατι τετοιο αξιζει μιας καλης ανταμοιβης' ? συνεχισε ο αντρας ενω οι υπολοιποι εβαλαν τα γελια. 'Και οσο περισσοτερα τοσο το καλυτερο'.
-------------------------
Ο Κερμενων δεν μπορουσε να τραβηξει τα ματια του απο το θεαμα που αντικρυζε. Κατω απο το τραπεζι βρισκονταν οι περικεφαλαιες της φρουρας της νοτιας περιπολου. Μεσα στις περικεφαλαιες βρισκονταν τα κεφαλια τους, αποκομμενα απο τα σωματα τους. Το αιμα που ετρεχε ειχε λεκιασει ολο το σημειο, εκει που καθονταν οι αντρες και πασχιζε να επεκταθει οσο το δυνατον περισσοτερο. Ειχαν τραβηξει τα ξιφη τους και βαδιζαν απειλητικα προς το μερος του. Ενστικτωδως το ιδιο επραξε και ο Κερμενων.
-'Νομιζω πως αποψε θα εχουμε μια καλη συγκομιδη παιδια, τι λετε' ? ειπε ο αρχηγος τους.
Οι αλλοι γελασαν. Πεντε κεφαλια θα τους εξασφαλιζαν μια καλη αμοιβη στα σιγουρα.
-'Θα το εκτιμουσα ιδιαιτερα αν δοκιμαζατε την τυχη σας ενας ενας' ακουστηκε μια φωνη. Ολοι στραφηκαν προς το μερος απ' οπου ειχε προελθει. Ο ξενος, που ειχε μιλησει, ηταν ακομα καθιστος στο τραπεζι του με την πλατη γυρισμενη στους φονιαδες.
-'Κι αν διαφωνουσα με την προταση τι θα γινοταν ?' εκανε ειρωνικα ο αρχηγος τους.
-'Τοτε πολυ φοβαμαι οτι θα επρεπε ν' αποκαταστησουμε τις ισσοροπιες' απαντησε ο ξενος. -'Αν και δεν εχετε καμμια ελπιδα, σε μενα μπορειτε να ερθετε ολοι μαζι'.
--------------------------------
Μ' ενα νευμα δυο απο την παρεα αποσπαστηκαν στρεφομενοι προς τον ξενο ενω οι αλλοι εξακολουθουσαν να κινουνται προς το μερος του Κερμενωνα που οπισθοχωρουσε.
Ο πρωτος καταφερε μια δυνατη σπαθια στον αερα αλλα δεν εμαθε ποτε τι θα γινοταν αν ειχε μια δευτερη ευκαιρια. Ο ξενος αποφευγοντας με απιστευτη ευλιγισια το χτυπημα, περασε σχεδον απο μπροστα του και καρφωσε ενα μικρο στιλεττο που κρατουσε στα χερια του στο αριστερο ματι του δευτερου αντρα. Το ατσαλι συναντησε σαρκα και κοκκαλα και τα συνεθλιψε στο διαβα του. Πριν αρχισει να πεφτει νεκρος στο πατωμα, ο ξενος προλαβε να σκουπισει το στιλεττο του πανω στο ρουχο του. Γυρισε να δει τον πρωτο.
Κανεις δεν ειχε προλαβει να δει την κινηση του. Περνωντας απο μπροστα του, το λεπιδι κινηθηκε κατα μηκος του λαιμου του δημιουργωντας ενα μεγαλο κατακοκκινο χαμογελο ενω ασυγκρατητο πια, εχοντας βρει διεξοδο, το αιμα κυλουσε ασταματητα. Με διαφορα δευτερολεπτων ακολουθησε τον δευτερο στο πατωμα.
-'Πιστευω πως υπαρχει ακομα περιθωριο αναθεωρησης της αρχικης αποφασης' ειπε μ' εναν αδιορατο τονο ειρωνιας να χρωματιζει τη φωνη του.
-------------------------------
Αντι απαντησης οι υπολοιποι ορμησαν πανω του. Το ηξερε πως θα γινοταν ετσι και τους περιμενε. Το δεξι του χερι, σφιγμενο σε γροθια, χτυπησε τον πρωτο εφορμουντα στο ηλιακο πλεγμα κοβοντας του οριστικα και αμετακλητα την ανασα. Ταυτοχρονα, με το αριστερο χερι, βαστωντας το στιλεττο του, απεκρουε το δυνατο χτυπημα ενος αλλου. Ως δια μαγειας, ενα δευτερο, ολοιδιο λεπιδι εκανε την εμφανιση του στο αλλο του χερι που το οδηγησε με απιστευτη ακριβεια να καρφωθει στην καρδια του μοναδικου που ειχε προλαβει ν' αποπειραθει καποιο χτυπημα. Οι δυο τελευταιοι που ειχαν μεινει προσπαθουσαν να επεξεργαστουν αυτο που εβλεπαν τα ματια τους. Δεν προλαβαν.
Με κινηση που το ματι αδυνατουσε να παρακολουθησει βρεθηκε πισω απ' τον ενα και φυλακιζοντας τον κεφαλι του αναμεσα στα χερια του το εστριψε αποτομα. Ο ηχος, σαν κλαρακι που σπαει, ακουστηκε εκκωφαντικα. Ηταν και ο τελευταιος ηχος που ακουσε ο τελευταιος απο την παρεα, ο αρχηγος. Ο ξενος, αφου απεφυγε ενα αδεξιο και στερουμενου ηθικου χτυπημα σκυβοντας κατω απο την λεπιδα, ανασηκωθηκε γοργα μπηγοντας και τα δυο στιλεττα του εκει που θα επρεπε να βρισκονται τα καλυμμενα απο τα μακρια ματια αυτια του αντρα. Τον αφησε να τα παρασυρει οπως επεφτε νεκρος στο πατωμα και μετα εσκυψε και τα πηρε αφου τα σκουπισε καλα με το κουφαρι του νεκρου. Μετα γυρισε προς τον αποσβολωμενο Κερμενωνα, χαμογελασε, ενω ταυτοχρονα κοιταζε κατι μεσα στο εσωτερικο της μπερτας του.
-'Παντα χαιρομαι να συνανταω ανθρωπους που ο χρονος εχει πραγματικη σημασια γι αυτους' ειπε και το χαμογελο του φωτισε αποτομα βλεποντας το φως που εξεπεμπε ο κυβος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου