ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Η μερα αντιπροσωπευε αυτο ακριβως που θα ειχε καποιος στο μυαλο του αναφερομενος στο πρωτο δεκαπενθημερο του τελευταιου μηνα του φθινοπωρου. Ειχε βρεξει τις δυο προηγουμενες μερες αρκετα εντονα με αποτελεσμα το εδαφος να ειναι βαρυ μιας και το χωμα δεν ειχε μπορεσει ν' απορροφησει ολο τον υδατινο ογκο που ειχε δεχτει στην αγκαλια του. Η δυνατη βροχοπτωση ειχε επισης σαν αποτελεσμα ν' αυξησει και τον ογκο των νερων του ποταμου Πιναρου αλλα αυτο ηταν κατι που εκεινη την χρονικη στιγμη δεν ενδιεφερε κανενα.
Ηταν ηδη μεσημερι, στιγμες μονο πριν την εναρξη της μαχης. Στον ουρανο, βιαστικα και ανυπομονα μαυρα συννεφα, συνωστιζονταν και τσακωνονταν μεταξυ τους για το ποιο θα εχει την καλυτερη θεα της επερχομενης μαχης, καλυπτοντας συνεχως ενα ηλιο που το αναιμικο του φως ισα που εφτανε για να δωσει μια ικανοποιητικη ορατοτητα στους δυο στρατους, που εδω και καποιες ωρες βρισκονταν ο ενας απεναντι στον αλλο, διχως ομως κανεις να φαινεται οτι θα ηταν διατεθειμενος να κανει το πρωτο βημα.
----------------------------
Ο ξενος στεκοταν στο μεσο της παραταξης του στρατου του Δαρειου, μαζι με τον Αμυντα, επικεφαλης οι δυο τους 30000 βαρια οπλισμενων Ελληνων μισθοφορων. Ηταν ουσιαστικα και το μοναδικο κομματι απο την αχανη στρατια του Δαρειου που εμοιαζαν να εχουν μια συνοχη και μια προσανατολισμενη κατευθυνση μαχης. Ομως τα ματια του ξενου ηταν εστιασμενα απο την αρχη στην δεξια πτερυγα του Αλεξανδρου, εκει που ηξερε οτι βρισκοταν ο αντικειμενικος του στοχος. Του ηταν αδιαφορο το πως θα εξελισσοταν η μαχη, ομως γνωριζε πως η αλαζονεια του Περση ηγεμονα και η επιμονη του να παραταξει τον στρατο του αναμεσα στον κολπο της Ισσου και του βουνου Ακμανου, σε μια στενη πεδιαδα, σαφως διευκολυνε τον Αλεξανδρο και εν μερει αχρηστευε ενα μεγαλο τμημα του δικου του στρατευματος. Διπλα του ο Αμυντας αδημονουσε ενω περισσοτερο απο μια φορες ο ξενος ειχε διακρινει στα ματια του τη σκια της αμφιβολιας σχετικα με την εκβαση της μαχης. Κι αυτο του ηταν αδιαφορο.
-----------------------------
Αν ο Αλεξανδρος δεν αποφασιζε να κανει εκεινος την πρωτη κινηση ισως να νυχτωνε διχως να εχει πεσει ουτε ενα βελος εκατερωθεν. Ομως, σιγουρος και αποφασιστικος ο Μακεδονας στρατηλατης, ειχε δωσει το συνθημα και οι αντρες του περναγαν τον Πιναρο προσπαθωντας ν' απωθησουν τους Περσες. Το πρωτο τμημα που αντεδρασε σωστα, ευρισκομενο σε κατασταση απολυτης ετοιμοτητας ηταν οι αντρες του ξενου και του Αμυντα. Με μπροσταρηδες τους δυο επικεφαλης, οι Ελληνες μισθοφοροι με την σειρα τους ηταν οι πρωτοι που διεσχιζαν αντιστροφα το ποταμι. Οι αγωνιωδεις προσπαθειες των αλογων να διατηρησουν την ισοροπια τους στον πετρωδη βυθο του ποταμου σε συνδυασμο με το βαρος που κουβαλαγαν, τα εξαναγκαζαν σε συνεχεις μετακινησεις με αποτελεσμα τα νερα του Πιναρου να εχουν σχηματισει μια λεπτη, διαφανη υδατινη κουρτινα μπροστα στα ματια των αναβατων στερωντας τους μια ικανοποιητικη ορατοτητα. Αυτο ομως δεν ισχυε για ολους.
-----------------------------
Ηταν τελικα πολυ πιο ευκολο ν' ανοιξει δρομο αναμεσα στους πολεμιστες του Αλεξανδρου απ' οτι αρχικα φανταζοταν. Με το σπαθι του στο δεξι χερι και το στιλετο στο αριστερο σαρωνε αδιακριτως οτι υπηρχε μπροστα του. Οι ιππεις των Μακεδονων ειχαν μεγαλα βασανα για το πως θα παρεμεναν στην σελλα τους, ετσι οι πρωτοι που εχασαν εν ριπη οφθαλμου τα κεφαλια τους βρισκονταν ηδη να επιπλεουν στα νερα του ποταμου που αποκτουσαν ταχιστα ενα κατακκοκινο χρωμα. Διπλα του ο Αμυντας, εκμεταλλευομενος την μανια και την οργη του ξενου, εσπρωχνε ολο και περισσοτερο τους αντρες του μπροστα, με τους τελευταιους να εχουν αναθαρρησει και να εχουν αυξησει την εμπιστοσυνη στις δυναμεις τους.
Οι τρεις τελευταιοι Μακεδονες που αποτελουσαν το εσχατο εμποδιο για την εξοδο τους στην οχθη του ποταμου, προσθεσαν το αιμα τους στο ξιφος του ξενου και τα κουφαρια τους στα νερα του Πιναρου. Ηταν οι πρωτοι απο τον Περσικο στρατο που εβγαιναν απεναντι και οι μοναδικοι που ειχαν αναγκασει τους αντιπαλους σε οπισθοχωρηση.
-------------------------------
Ολα εγιναν μεσα σε δευτερολεπτα. Εκει που η προελαση συνεχιζοταν απροσκοπτα, ο Αμυντας ειδε ξαφνικα τον ξενο να στρεφεται προς τα δεξια του και εκμεταλλευομενος την προωθηση των στρατιωτων του Αλεξανδρου να κινειται σε μεγαλυτερο ευρος χωρου. Δεν ηταν αυτο το σχεδιο. Τι στο ονομα των Θεων εκανε ? Χρειαστηκε χρονο για να μπορεσει ο εγκεφαλος του να επεξεργαστει αυτο που εβλεπαν τα ματια του. Αυτη η σαστισμαρα και αβεβαιοτητα κοστισε.
Οι αντρες του, θεωρωντας οτι ο ξενος τους εγκατελειψε, διστασαν να προχωρησουν δινοντας το δικαιωμα στους Μακεδονες να κανουν την δικη τους αντεπιθεση. Τωρα ο Αμυντας, μονος επικεφαλης πια, εδινε μαχη για να κρατησει οτι με πολλη ανεση και ακοπα ειχαν κερδισει λεπτα πριν. Μια γρηγορη ματια αριστερα και δεξια του τον τροφοδοτησε με πολυ απογοητευτικες πληροφοριες. Ηταν το μονο σωμα που ακομα βρισκοταν στην απεναντι οχθη, το μετωπο στις πτερυγες του Δαρειου ειχε διασπαστει και τα πρωτα σημαδια υποχωρησης ηταν πια εμφανη. Επρεπε να παρει γρηγορα μια αποφαση.
-----------------------------------
Βρηκε το κενο που περιμενε και αρπαξε την ευκαιρια. Εστριψε αποτομα δεξια αδιαφορωντας πληρως για την τυχη του Αμυντα και των υπολοιπων. Ειχε δει στο βαθος αυτο που μαλλον εψαχνε, εναν αναβατη με την περικεφαλαια που φορουσαν οι υπασπιστες και σωματοφυλακες του Αλεξανδρου. Και αν θυμοταν καλα απο το σχεδιο που ειχε αναλυσει ο νεαρος βασιλιας αυτος επρεπε να ειναι ο ανθρωπος που ζητουσε. Ειχε ομως ακομα εμποδια να περασει. Η σκονη, ο ιδρωτας και το αιμα που ειχαν συσσωρευτει στο χερι του δημιουργουσαν ενα καινουριο, πηχτο, ανοιχτοχρωμο υλικο που του εδινε την εντυπωση οτι ηταν το μεσο για να μπορει ακομα να κραταει το σπαθι του στα χερια του. Συνεχισε με μανια να παιρνει αδιακριτως κεφαλια, ν' ακρωτηριαζει με μοναδικη μαεστρια, να πολτοποιει σαρκα και κοκκαλα μπηγοντας το ξιφος του σε θωρακες και πλευρα.
Ενοιωσε ενα τσουξιμο ψηλα στον αριστερο ωμο μα αδιαφορησε. Τιμωρησε τον αναιδη που τολμησε να του προξενησει το τραυμα χωριζοντας του το κεφαλι στα δυο μ' ενα συντριπτικο χτυπημα και συνεχισε ακαθεκτος. Ενας στρατιωτης τον χωριζε τωρα απο τον στοχο του. Τον γκρεμισε απο το αλογο του αφηνοντας τον να πεθανει στο εδαφος εχοντας μια τεραστια τρυπα ακριβως στο στερνο. Η καρδια του χτυπουσε τρελλα καθως ειδε τον αντιπαλο του να του επιτιθεται και να σταματαει αποτομα.
-----------------------------
Ο Πτολεμαιος του Σελευκου εβγαλε την περικεφαλαια του, τον κοιταξε περιφρονητικα και μιλησε με φωνη ποτισμενη στον θυμο και την οργη.
-'Εσυ ! Επρεπε να το περιμενω οτι δεν ησουνα τιποτα περισσοτερο απο ενας τυχοδιωκτης τελικα. Αλλα ποτε δεν ειναι αργα για να φροντισω να εχεις το τελος που σου αρμοζει'.
Ο ξενος παρεμεινε ακινητος πανω στο αλογο του και αμιλητος. Δεν ειχε νοημα να πει κατι, δεν ειχε χρονο να εξηγησει τιποτα. Αυτο που ηταν να γινει θα γινοταν.
Απεφυγε ευκολα το χτυπημα του Πτολεμαιου και ανταπεδωσε. Λιγο η εξαψη, λιγο το αγχος, λιγο η υπερβολικη σιγουρια και το χτυπημα δεν ηταν το αναμενομενο. Παιρνοντας θαρρος ο Πτολεμαιος εκανε το μοιραιο λαθος. Ηρθε πιο κοντα στον αντιπαλο του μικραινοντας την αποσταση ασφαλειας. Εγειρε μπροστα με το σπαθι προτεταμενο προσπαθωντας να τον χτυπησει καταστηθα. Ομως ο ξενος γλυστρησε στην πλατη του αλογου, περασε με μια ταχυδακτυλουργικη κινηση κατω απο το λαιμο του ζωου κι ανεβαινοντας ξανα απο την αλλη μερια χρησιμοποιωντας σαν λαβη την χαιτη του βρεθηκε σχεδον πισω και πλαγια απο τον ακαλυπτο πια στοχο του. Το σπαθι του χτυπησε τον Πτολεμαιο λιγο κατω απο το πηγουνι και με την δυναμη που ειχε του αποκολλησε το κεφαλι πετωντας το αρκετα μετρα πιο κατω. Το ακεφαλο σωμα παρεμεινε για λιγο στην πλατη του αλογου μην εχοντας συνειδητοποιησει ακομα τι ειχε συμβει. Μετα εγειρε μπροστα κι επεσε στο εδαφος.
-----------------------
Ο χρονος σταματησε. Μαζι του σταματησε και η μαχη σαν καποιος να ειχε ακινητοποιησει τα παντα. Ο ιδιος ομως συνεχιζε να υπαρχει και να κινειται αναμεσα στον μαρμαρωμενο περιγυρο του. Ενα εκτυφλωτικο ασπρο φως ξεπηδησε απο τον κυβο που ειχε στον κορφο του και καλυψε τα παντα. Ηταν τοσο εντονο που ακομα και ο ξενος εκλεισε τα ματια. Οταν τα ανοιξε περασαν απο μπροστα του με αστραπιαια ταχυτητα τα προσωπα του πατερα του, των αδελφων του, του Φεχαρ, της Αιναρ και αλλα που δεν μπορουσε καθαρα να διακρινει. Ξαφνικα το φως φανηκε να συγκεντρωνεται σε μια δεσμη και να εισχωρει στο κεφαλι του. Ουρλιαξε απο τον πονο νοιωθωντας τον εγκεφαλο του να διογκωνεται απιστευτα και με την σειρα του να πιεζει απιστευτα το κρανιο του. Ενοιωσε πως θα χασει τις αισθησεις του οταν εξαφνα ο πονος σταματησε. Του πηρε μερικα δευτερολεπτα να συνελθει. Διπλα του ακομα τα παντα ηταν ακινητοποιημενα. Περιεργες διεργασιες συνεβαιναν μεσα στο μυαλο του μα ενοιωθε τοσο καταβεβλημενος που αδυνατουσε να καταλαβει τι. Οσο ξαφνικα ειχαν παγωσει ολα τοσο ξαφνικα επανηλθαν.
----------------------------
Η μαχη ειχε τελειωσει γι αυτον, δεν υπηρχε κατι αλλο να κανει. Εστριψε το αλογο του με κατευθυνση τον Ακμανο οταν ενστικτωδως περισσοτερο παρα εχοντας αντιληφθει κατι απεφυγε ενα τρομακτικο χτυπημα. Γυρισε. Δεν μπορουσε να δει κατω απο την περικεφαλαια αλλα δεν χρειαζοταν. Ηξερε. Τα ξιφη τους διασταυρωθηκαν με τετοια μανια που επεσαν και οι δυο απο τα αλογα τους. Η μαχη θα συνεχιζοταν στο εδαφος. Οσο καλος ξιφομαχος και να ηταν ο αντιπαλος του δεν ειχε την βοηθεια του κυβου. Και αυτο ηταν κατι που ειχε γειρει την εκβαση της μονομαχιας απο την αρχη. Στο δευτερο πληγμα που του καταφερε ο ξενος τον αφοπλισε. Με μια γρηγορη κινηση χρησιμοποιωντας το αριστερο του χερι του εβγαλε την περικεφαλαια ενω ταυτοχρονα με το δεξι εφερνε το σπαθι του εκατοστα απο το λαιμο του αντιπαλου. Κοιταχτηκαν για λιγο, ο ενας ετοιμος να επιφερει το μοιραιο και ο αλλος ετοιμος να το δεχτει. Ο ξενος τον εσπρωξε με δυναμη ριχνοντας τον στο μουσκεμενο με αιμα χωμα. Γυρισε την πλατη του και ανεβηκε παλι στο αλογο του. Εκανε να φυγει, αλλαξε γνωμη την τελευταια στιγμη και μιλησε.
------------------------
-'Δεν θα καταλαβαινες ακομα και να σου εξηγουσα' ειπε. 'Μα μην αφηνεις την οργη σου να σε οδηγει σε μονοπατια δυσβατα γιατι δεν θα κερδισεις τιποτα ετσι. Ο καθενας μας ειναι ευλογημενος η καταραμενος ν' ακολουθησει την μοιρα του. Οπως εσυ δεν φτιαχνεις την δικη σου ετσι και γω πρεπει να κανω πραγματα που δεν επιλεγω. Καταλαβαινω τον θυμο σου μα δεν τον δεχομαι. Θα συναντησεις εκει που θα φτασεις' ειπε δειχνοντας με το χερι του ανατολικα 'καταστασεις που δεν ξερεις που θα σε βγαλουν και ισως κανεις πραγματα που για τους αλλους θα ειναι ανεξηγητα. Ομως εσυ θα ξερεις και αυτο ειναι αρκετο. Μαθε' συμπληρωσε 'πως εγω θα ξανακουσω για σενα, εσυ ομως δεν θ' ακουσεις ποτε πια τιποτα για μενα'.
Σηκωσε το χερι του σ' ενα υποτυπωδες νευμα αποχαιρετισμου, εστριψε αποτομα το αλογο του και χαθηκε στο βαθος. Ο Αλεξανδρος εμεινε λιγο ακομα κατω προσπαθωντας να βγαλει νοημα απ' οσα του ειχε πει ο ξενος παρακολουθωντας τον καθως απομακρυνοταν. Μα θα ειχε καιρο γι αυτο. Ετουτη τη στιγμη αυτο που επρεπε να κανει ηταν να κερδισει μια μαχη.
-----------------------------
Οταν εφτασε στο πρωτο υψωμα του Ακμανου που μπορουσε να βλεπει κατω η μαχη ειχε σχεδον τελειωσει. Οι Περσες ειχαν τραπει σε φυγη και οι Μακεδονες ειχαν πετυχει μια σπουδαια νικη. Εμεινε λιγο να παρακολουθει το κοκκινο φιδι που ειχε μετατραπει ο Πιναρος οταν ενοιωσε απο πανω του την υπαρξη των δυο μεγαλων, μαυρων δερματινων φτερουγων. Κοιταξε αποτομα διπλα του και ειδε μεσα σε μια αχνη ομιχλη την Λυμφαια να σπαραζει απο το κλαμα πανω απο το αψυχο κορμι του Πτολεμαιου ξεστομιζοντας υβρεις και καταρες για τον φονια του.
Σηκωσε το βλεμμα του πιο ψηλα και ειδε την μορφη του γερου, ακινητη και αμιλητη. Οταν επεστρεψε την ματια του στην Λυμφαια η εικονα ειχε εξαφανιστει. Ηταν μονος του αν εξαιρουσε κανεις την φιγουρα του γερου που κι αυτη δυσκολευοταν να καταλαβει αν ηταν αληθινη η οχι. Ομως λιγο τον ενοιαζε κατι τετοιο.
-'Αυτο ειναι ? Αυτο ειναι λοιπον ? Για να φτιαξω την δικη μου μοιρα ποσες αλλες πρεπει να καταστρεψω ? Ποσες φορες θα πρεπει να το ζησω αυτο ?' ειπε ενω ταυτοχρονα εδειχνε με το χερι του το πεδιο της μαχης. --'Αυτο με περιμενει λοιπον ?' συνεχισε ενω το βλεμμα του περιπλανηθηκε στον τοπο της συγκρουσης για λιγο σαν να ειχε την δυνατοτητα απο κει που ηταν να διακρινει προσωπα.
Κοιταξε παλι προς την μερια του γερου. Δεν υπηρχε κανενας πια εκει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Η μερα αντιπροσωπευε αυτο ακριβως που θα ειχε καποιος στο μυαλο του αναφερομενος στο πρωτο δεκαπενθημερο του τελευταιου μηνα του φθινοπωρου. Ειχε βρεξει τις δυο προηγουμενες μερες αρκετα εντονα με αποτελεσμα το εδαφος να ειναι βαρυ μιας και το χωμα δεν ειχε μπορεσει ν' απορροφησει ολο τον υδατινο ογκο που ειχε δεχτει στην αγκαλια του. Η δυνατη βροχοπτωση ειχε επισης σαν αποτελεσμα ν' αυξησει και τον ογκο των νερων του ποταμου Πιναρου αλλα αυτο ηταν κατι που εκεινη την χρονικη στιγμη δεν ενδιεφερε κανενα.
Ηταν ηδη μεσημερι, στιγμες μονο πριν την εναρξη της μαχης. Στον ουρανο, βιαστικα και ανυπομονα μαυρα συννεφα, συνωστιζονταν και τσακωνονταν μεταξυ τους για το ποιο θα εχει την καλυτερη θεα της επερχομενης μαχης, καλυπτοντας συνεχως ενα ηλιο που το αναιμικο του φως ισα που εφτανε για να δωσει μια ικανοποιητικη ορατοτητα στους δυο στρατους, που εδω και καποιες ωρες βρισκονταν ο ενας απεναντι στον αλλο, διχως ομως κανεις να φαινεται οτι θα ηταν διατεθειμενος να κανει το πρωτο βημα.
----------------------------
Ο ξενος στεκοταν στο μεσο της παραταξης του στρατου του Δαρειου, μαζι με τον Αμυντα, επικεφαλης οι δυο τους 30000 βαρια οπλισμενων Ελληνων μισθοφορων. Ηταν ουσιαστικα και το μοναδικο κομματι απο την αχανη στρατια του Δαρειου που εμοιαζαν να εχουν μια συνοχη και μια προσανατολισμενη κατευθυνση μαχης. Ομως τα ματια του ξενου ηταν εστιασμενα απο την αρχη στην δεξια πτερυγα του Αλεξανδρου, εκει που ηξερε οτι βρισκοταν ο αντικειμενικος του στοχος. Του ηταν αδιαφορο το πως θα εξελισσοταν η μαχη, ομως γνωριζε πως η αλαζονεια του Περση ηγεμονα και η επιμονη του να παραταξει τον στρατο του αναμεσα στον κολπο της Ισσου και του βουνου Ακμανου, σε μια στενη πεδιαδα, σαφως διευκολυνε τον Αλεξανδρο και εν μερει αχρηστευε ενα μεγαλο τμημα του δικου του στρατευματος. Διπλα του ο Αμυντας αδημονουσε ενω περισσοτερο απο μια φορες ο ξενος ειχε διακρινει στα ματια του τη σκια της αμφιβολιας σχετικα με την εκβαση της μαχης. Κι αυτο του ηταν αδιαφορο.
-----------------------------
Αν ο Αλεξανδρος δεν αποφασιζε να κανει εκεινος την πρωτη κινηση ισως να νυχτωνε διχως να εχει πεσει ουτε ενα βελος εκατερωθεν. Ομως, σιγουρος και αποφασιστικος ο Μακεδονας στρατηλατης, ειχε δωσει το συνθημα και οι αντρες του περναγαν τον Πιναρο προσπαθωντας ν' απωθησουν τους Περσες. Το πρωτο τμημα που αντεδρασε σωστα, ευρισκομενο σε κατασταση απολυτης ετοιμοτητας ηταν οι αντρες του ξενου και του Αμυντα. Με μπροσταρηδες τους δυο επικεφαλης, οι Ελληνες μισθοφοροι με την σειρα τους ηταν οι πρωτοι που διεσχιζαν αντιστροφα το ποταμι. Οι αγωνιωδεις προσπαθειες των αλογων να διατηρησουν την ισοροπια τους στον πετρωδη βυθο του ποταμου σε συνδυασμο με το βαρος που κουβαλαγαν, τα εξαναγκαζαν σε συνεχεις μετακινησεις με αποτελεσμα τα νερα του Πιναρου να εχουν σχηματισει μια λεπτη, διαφανη υδατινη κουρτινα μπροστα στα ματια των αναβατων στερωντας τους μια ικανοποιητικη ορατοτητα. Αυτο ομως δεν ισχυε για ολους.
-----------------------------
Ηταν τελικα πολυ πιο ευκολο ν' ανοιξει δρομο αναμεσα στους πολεμιστες του Αλεξανδρου απ' οτι αρχικα φανταζοταν. Με το σπαθι του στο δεξι χερι και το στιλετο στο αριστερο σαρωνε αδιακριτως οτι υπηρχε μπροστα του. Οι ιππεις των Μακεδονων ειχαν μεγαλα βασανα για το πως θα παρεμεναν στην σελλα τους, ετσι οι πρωτοι που εχασαν εν ριπη οφθαλμου τα κεφαλια τους βρισκονταν ηδη να επιπλεουν στα νερα του ποταμου που αποκτουσαν ταχιστα ενα κατακκοκινο χρωμα. Διπλα του ο Αμυντας, εκμεταλλευομενος την μανια και την οργη του ξενου, εσπρωχνε ολο και περισσοτερο τους αντρες του μπροστα, με τους τελευταιους να εχουν αναθαρρησει και να εχουν αυξησει την εμπιστοσυνη στις δυναμεις τους.
Οι τρεις τελευταιοι Μακεδονες που αποτελουσαν το εσχατο εμποδιο για την εξοδο τους στην οχθη του ποταμου, προσθεσαν το αιμα τους στο ξιφος του ξενου και τα κουφαρια τους στα νερα του Πιναρου. Ηταν οι πρωτοι απο τον Περσικο στρατο που εβγαιναν απεναντι και οι μοναδικοι που ειχαν αναγκασει τους αντιπαλους σε οπισθοχωρηση.
-------------------------------
Ολα εγιναν μεσα σε δευτερολεπτα. Εκει που η προελαση συνεχιζοταν απροσκοπτα, ο Αμυντας ειδε ξαφνικα τον ξενο να στρεφεται προς τα δεξια του και εκμεταλλευομενος την προωθηση των στρατιωτων του Αλεξανδρου να κινειται σε μεγαλυτερο ευρος χωρου. Δεν ηταν αυτο το σχεδιο. Τι στο ονομα των Θεων εκανε ? Χρειαστηκε χρονο για να μπορεσει ο εγκεφαλος του να επεξεργαστει αυτο που εβλεπαν τα ματια του. Αυτη η σαστισμαρα και αβεβαιοτητα κοστισε.
Οι αντρες του, θεωρωντας οτι ο ξενος τους εγκατελειψε, διστασαν να προχωρησουν δινοντας το δικαιωμα στους Μακεδονες να κανουν την δικη τους αντεπιθεση. Τωρα ο Αμυντας, μονος επικεφαλης πια, εδινε μαχη για να κρατησει οτι με πολλη ανεση και ακοπα ειχαν κερδισει λεπτα πριν. Μια γρηγορη ματια αριστερα και δεξια του τον τροφοδοτησε με πολυ απογοητευτικες πληροφοριες. Ηταν το μονο σωμα που ακομα βρισκοταν στην απεναντι οχθη, το μετωπο στις πτερυγες του Δαρειου ειχε διασπαστει και τα πρωτα σημαδια υποχωρησης ηταν πια εμφανη. Επρεπε να παρει γρηγορα μια αποφαση.
-----------------------------------
Βρηκε το κενο που περιμενε και αρπαξε την ευκαιρια. Εστριψε αποτομα δεξια αδιαφορωντας πληρως για την τυχη του Αμυντα και των υπολοιπων. Ειχε δει στο βαθος αυτο που μαλλον εψαχνε, εναν αναβατη με την περικεφαλαια που φορουσαν οι υπασπιστες και σωματοφυλακες του Αλεξανδρου. Και αν θυμοταν καλα απο το σχεδιο που ειχε αναλυσει ο νεαρος βασιλιας αυτος επρεπε να ειναι ο ανθρωπος που ζητουσε. Ειχε ομως ακομα εμποδια να περασει. Η σκονη, ο ιδρωτας και το αιμα που ειχαν συσσωρευτει στο χερι του δημιουργουσαν ενα καινουριο, πηχτο, ανοιχτοχρωμο υλικο που του εδινε την εντυπωση οτι ηταν το μεσο για να μπορει ακομα να κραταει το σπαθι του στα χερια του. Συνεχισε με μανια να παιρνει αδιακριτως κεφαλια, ν' ακρωτηριαζει με μοναδικη μαεστρια, να πολτοποιει σαρκα και κοκκαλα μπηγοντας το ξιφος του σε θωρακες και πλευρα.
Ενοιωσε ενα τσουξιμο ψηλα στον αριστερο ωμο μα αδιαφορησε. Τιμωρησε τον αναιδη που τολμησε να του προξενησει το τραυμα χωριζοντας του το κεφαλι στα δυο μ' ενα συντριπτικο χτυπημα και συνεχισε ακαθεκτος. Ενας στρατιωτης τον χωριζε τωρα απο τον στοχο του. Τον γκρεμισε απο το αλογο του αφηνοντας τον να πεθανει στο εδαφος εχοντας μια τεραστια τρυπα ακριβως στο στερνο. Η καρδια του χτυπουσε τρελλα καθως ειδε τον αντιπαλο του να του επιτιθεται και να σταματαει αποτομα.
-----------------------------
Ο Πτολεμαιος του Σελευκου εβγαλε την περικεφαλαια του, τον κοιταξε περιφρονητικα και μιλησε με φωνη ποτισμενη στον θυμο και την οργη.
-'Εσυ ! Επρεπε να το περιμενω οτι δεν ησουνα τιποτα περισσοτερο απο ενας τυχοδιωκτης τελικα. Αλλα ποτε δεν ειναι αργα για να φροντισω να εχεις το τελος που σου αρμοζει'.
Ο ξενος παρεμεινε ακινητος πανω στο αλογο του και αμιλητος. Δεν ειχε νοημα να πει κατι, δεν ειχε χρονο να εξηγησει τιποτα. Αυτο που ηταν να γινει θα γινοταν.
Απεφυγε ευκολα το χτυπημα του Πτολεμαιου και ανταπεδωσε. Λιγο η εξαψη, λιγο το αγχος, λιγο η υπερβολικη σιγουρια και το χτυπημα δεν ηταν το αναμενομενο. Παιρνοντας θαρρος ο Πτολεμαιος εκανε το μοιραιο λαθος. Ηρθε πιο κοντα στον αντιπαλο του μικραινοντας την αποσταση ασφαλειας. Εγειρε μπροστα με το σπαθι προτεταμενο προσπαθωντας να τον χτυπησει καταστηθα. Ομως ο ξενος γλυστρησε στην πλατη του αλογου, περασε με μια ταχυδακτυλουργικη κινηση κατω απο το λαιμο του ζωου κι ανεβαινοντας ξανα απο την αλλη μερια χρησιμοποιωντας σαν λαβη την χαιτη του βρεθηκε σχεδον πισω και πλαγια απο τον ακαλυπτο πια στοχο του. Το σπαθι του χτυπησε τον Πτολεμαιο λιγο κατω απο το πηγουνι και με την δυναμη που ειχε του αποκολλησε το κεφαλι πετωντας το αρκετα μετρα πιο κατω. Το ακεφαλο σωμα παρεμεινε για λιγο στην πλατη του αλογου μην εχοντας συνειδητοποιησει ακομα τι ειχε συμβει. Μετα εγειρε μπροστα κι επεσε στο εδαφος.
-----------------------
Ο χρονος σταματησε. Μαζι του σταματησε και η μαχη σαν καποιος να ειχε ακινητοποιησει τα παντα. Ο ιδιος ομως συνεχιζε να υπαρχει και να κινειται αναμεσα στον μαρμαρωμενο περιγυρο του. Ενα εκτυφλωτικο ασπρο φως ξεπηδησε απο τον κυβο που ειχε στον κορφο του και καλυψε τα παντα. Ηταν τοσο εντονο που ακομα και ο ξενος εκλεισε τα ματια. Οταν τα ανοιξε περασαν απο μπροστα του με αστραπιαια ταχυτητα τα προσωπα του πατερα του, των αδελφων του, του Φεχαρ, της Αιναρ και αλλα που δεν μπορουσε καθαρα να διακρινει. Ξαφνικα το φως φανηκε να συγκεντρωνεται σε μια δεσμη και να εισχωρει στο κεφαλι του. Ουρλιαξε απο τον πονο νοιωθωντας τον εγκεφαλο του να διογκωνεται απιστευτα και με την σειρα του να πιεζει απιστευτα το κρανιο του. Ενοιωσε πως θα χασει τις αισθησεις του οταν εξαφνα ο πονος σταματησε. Του πηρε μερικα δευτερολεπτα να συνελθει. Διπλα του ακομα τα παντα ηταν ακινητοποιημενα. Περιεργες διεργασιες συνεβαιναν μεσα στο μυαλο του μα ενοιωθε τοσο καταβεβλημενος που αδυνατουσε να καταλαβει τι. Οσο ξαφνικα ειχαν παγωσει ολα τοσο ξαφνικα επανηλθαν.
----------------------------
Η μαχη ειχε τελειωσει γι αυτον, δεν υπηρχε κατι αλλο να κανει. Εστριψε το αλογο του με κατευθυνση τον Ακμανο οταν ενστικτωδως περισσοτερο παρα εχοντας αντιληφθει κατι απεφυγε ενα τρομακτικο χτυπημα. Γυρισε. Δεν μπορουσε να δει κατω απο την περικεφαλαια αλλα δεν χρειαζοταν. Ηξερε. Τα ξιφη τους διασταυρωθηκαν με τετοια μανια που επεσαν και οι δυο απο τα αλογα τους. Η μαχη θα συνεχιζοταν στο εδαφος. Οσο καλος ξιφομαχος και να ηταν ο αντιπαλος του δεν ειχε την βοηθεια του κυβου. Και αυτο ηταν κατι που ειχε γειρει την εκβαση της μονομαχιας απο την αρχη. Στο δευτερο πληγμα που του καταφερε ο ξενος τον αφοπλισε. Με μια γρηγορη κινηση χρησιμοποιωντας το αριστερο του χερι του εβγαλε την περικεφαλαια ενω ταυτοχρονα με το δεξι εφερνε το σπαθι του εκατοστα απο το λαιμο του αντιπαλου. Κοιταχτηκαν για λιγο, ο ενας ετοιμος να επιφερει το μοιραιο και ο αλλος ετοιμος να το δεχτει. Ο ξενος τον εσπρωξε με δυναμη ριχνοντας τον στο μουσκεμενο με αιμα χωμα. Γυρισε την πλατη του και ανεβηκε παλι στο αλογο του. Εκανε να φυγει, αλλαξε γνωμη την τελευταια στιγμη και μιλησε.
------------------------
-'Δεν θα καταλαβαινες ακομα και να σου εξηγουσα' ειπε. 'Μα μην αφηνεις την οργη σου να σε οδηγει σε μονοπατια δυσβατα γιατι δεν θα κερδισεις τιποτα ετσι. Ο καθενας μας ειναι ευλογημενος η καταραμενος ν' ακολουθησει την μοιρα του. Οπως εσυ δεν φτιαχνεις την δικη σου ετσι και γω πρεπει να κανω πραγματα που δεν επιλεγω. Καταλαβαινω τον θυμο σου μα δεν τον δεχομαι. Θα συναντησεις εκει που θα φτασεις' ειπε δειχνοντας με το χερι του ανατολικα 'καταστασεις που δεν ξερεις που θα σε βγαλουν και ισως κανεις πραγματα που για τους αλλους θα ειναι ανεξηγητα. Ομως εσυ θα ξερεις και αυτο ειναι αρκετο. Μαθε' συμπληρωσε 'πως εγω θα ξανακουσω για σενα, εσυ ομως δεν θ' ακουσεις ποτε πια τιποτα για μενα'.
Σηκωσε το χερι του σ' ενα υποτυπωδες νευμα αποχαιρετισμου, εστριψε αποτομα το αλογο του και χαθηκε στο βαθος. Ο Αλεξανδρος εμεινε λιγο ακομα κατω προσπαθωντας να βγαλει νοημα απ' οσα του ειχε πει ο ξενος παρακολουθωντας τον καθως απομακρυνοταν. Μα θα ειχε καιρο γι αυτο. Ετουτη τη στιγμη αυτο που επρεπε να κανει ηταν να κερδισει μια μαχη.
-----------------------------
Οταν εφτασε στο πρωτο υψωμα του Ακμανου που μπορουσε να βλεπει κατω η μαχη ειχε σχεδον τελειωσει. Οι Περσες ειχαν τραπει σε φυγη και οι Μακεδονες ειχαν πετυχει μια σπουδαια νικη. Εμεινε λιγο να παρακολουθει το κοκκινο φιδι που ειχε μετατραπει ο Πιναρος οταν ενοιωσε απο πανω του την υπαρξη των δυο μεγαλων, μαυρων δερματινων φτερουγων. Κοιταξε αποτομα διπλα του και ειδε μεσα σε μια αχνη ομιχλη την Λυμφαια να σπαραζει απο το κλαμα πανω απο το αψυχο κορμι του Πτολεμαιου ξεστομιζοντας υβρεις και καταρες για τον φονια του.
Σηκωσε το βλεμμα του πιο ψηλα και ειδε την μορφη του γερου, ακινητη και αμιλητη. Οταν επεστρεψε την ματια του στην Λυμφαια η εικονα ειχε εξαφανιστει. Ηταν μονος του αν εξαιρουσε κανεις την φιγουρα του γερου που κι αυτη δυσκολευοταν να καταλαβει αν ηταν αληθινη η οχι. Ομως λιγο τον ενοιαζε κατι τετοιο.
-'Αυτο ειναι ? Αυτο ειναι λοιπον ? Για να φτιαξω την δικη μου μοιρα ποσες αλλες πρεπει να καταστρεψω ? Ποσες φορες θα πρεπει να το ζησω αυτο ?' ειπε ενω ταυτοχρονα εδειχνε με το χερι του το πεδιο της μαχης. --'Αυτο με περιμενει λοιπον ?' συνεχισε ενω το βλεμμα του περιπλανηθηκε στον τοπο της συγκρουσης για λιγο σαν να ειχε την δυνατοτητα απο κει που ηταν να διακρινει προσωπα.
Κοιταξε παλι προς την μερια του γερου. Δεν υπηρχε κανενας πια εκει.