MARIANNA FRIGGA
ΕΝΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
-'Σε μιση ωριτσα θα ειναι ετοιμο' ειπε η ιδιοκτητρια. 'Θελετε να περιμενετε η....'
-'Θα παω μια βολτα και θα επιστρεψω' ηρθε κοφτα η απαντηση.
Δεν ειχε κατι αλλο να κανει. Ειχε ξεμπερδεψει απ' ολες τις δουλειες της κι αυτη η επιδιορθωση ηταν το τελευταιο πραγμα που την κρατουσε μακρια απο το σπιτι της.
Βγηκε απο το κοσμηματοπωλειο κι αρχισε να χαζευει βιτρινες για να περασει την ωρα της. Δεν θ' αγοραζε κατι, απλα θα εριχνε μια ματια. Αυτο μεχρι τη στιγμη που ξαφνικα εμεινε αγαλμα μπροστα στην προθηκη ενος καταστηματος. Αυτη ηταν ! Οπως ακριβως την ηθελε. Το τελειο σχεδιο, χρωμα, υφασμα και μεγεθος. Και σε μια τιμη πραγματικα απιστευτη. Χαμογελασε πλατια μα το χαμογελο της παγωσε βλεποντας ενα ασπλαχνο κι ακαρδο χερι να την παιρνει απο την προθηκη. Πανικοβληθηκε. Τι ειχε γινει μολις τωρα ? Που την πηγαιναν ?
Ορμησε μεσα στο μαγαζι ενω ενα κακο προαισθημα απλωνε μαυρες φτερουγες πανω της. Αυτο που συνεβαινε μεσα ηταν περα απο μια απλη ατυχια. Καταστροφη σκετη.
===============================
Η γυναικα που για χαρη της η βιτρινα ειχε γινει πιο φτωχη δεν χρειαστηκε πολυ να το σκεφτει. Εβγαλε τα χρηματα να πληρωσει διχως να εχει αντιληφθει ακριβως πισω της την Τζενιφερ Παλμα που ειχε κιτρινισει απο το κακο της. Η πληροφορια που ειχε μολις λαβει απο την πωλητρια οτι ηταν το τελευταιο κομματι την ειχε τσακισει. Θα το ανεχοταν αυτο ? Θ' ανεχοταν να την αφησει να φυγει στα χερια αυτης της αντιπαθητικης αγνωστης ? Αποφασισε να παιξει το πιο δυνατο της χαρτι. Δυστυχως η αναισθησια της αλλης στην υπερογκη χρηματικη προσφορα που ειχε μολις λαβει, κι εξακολουθουσε να μεγαλωνει, ηταν μοναδικη. Οχι, δεν την πουλαγε για κανενα χρηματικο ποσο, την ηθελε. Η Τζενιφερ ειχε ακουμπησει πια τα ορια της απελπισιας και μολις τα διαβαινε. Ισως αυτο να ηταν και η μοναδικη δικαιολογια για την απονενοημενη πραξη στην οποια προεβη. Ουτε και η ιδια πιστευε τι ειχε μολις τωρα κανει. Καλυτερα απο επαγγελματιας, διχως να την καταλαβει κανεις, απο τις πωλητριες μεχρι το θυμα της, ειχε μολις καταδικασει αδικα καποιον για ν' αποκτησει το προιον του ποθου της.
==============================
Ο αντρας ασφαλειας κινητοποιηθηκε αμεσα μολις ενεργοποιηθηκε το αντικλεπτικο συστημα του καταστηματος κι αφου εψαξε την γυναικα βρηκε το αντικειμενο που η Τζενιφερ ειχε πετυχημενα τοποθετησει στην τσαντα της εν αγνοια της. Οσο και να διαμαρτυρηθηκε δεν αλλαξε κατι. Σε λιγοτερο απο δεκα λεπτα ενα περιπολικο ειχε σταματησει απ' εξω και οι αστυνομικοι αφου ενημερωθηκαν για το τι ειχε συμβει οδηγησαν την γυναικα προς το υπηρεσιακο αυτοκινητο. Μεσα στον πανζουρλισμο, τις φωνες και τον πανικο αυτο που εποφθαλμιουσε η Τζενιφερ ξεμεινε στο καταστημα. Μετα απο μια γρηγορη συννενοηση με την ιδιοκτητρια αφησε ενα συμβολικο ποσο και επιτελους την πηρε στα χερια της. Ελαμπε ολοκληρη, δεν το πιστευε ακομα. Κοιταξε την υπεροχη τσαντα που μολις ειχε αποκτησει και η καρδια της φτερουγισε. Ανοιξε αυτην που ειχε ηδη και ξεφορτωθηκε με μιας το περιεχομενο της στο καινουργιο της αποκτημα βαζοντας την παλια σε μια σακουλα και βγηκε απο το μαγαζι.
Ηταν ακριβως η στιγμη που η αλλη γυναικα ετοιμαζοταν να μπει στο περιπολικο.
=============================
Με καποιο τροπο απελευθερωσε το ενα της χερι και αρπαξε την νεα τσαντα της Τζενιφερ. Πριν την τραβηξουν πισω οι αστυνομικοι προλαβε να ψιθυρισει μερικα λογια σε μια ακαταληπτη γλωσσα ενω παραλληλα την κοιτουσε με λυπη. Ναι, λυπη ηταν αυτο που διεκρινε στα ματια της η Τζενιφερ, οχι οργη, θυμο η μισος μα λυπη. Απομακρυνθηκε οσο πιο γρηγορα μπορουσε ενω για πρωτη φορα αναρωτηθηκε τι ακριβως ειχε κανει. Για ονομα του Θεου, μολις ειχε ενοχοποιησει καποια γιατι προλαβε ν' αγορασει την ιδανικη τσαντα και μετα ειχε αρνηθει να της την πουλησει ακομα και στην τριπλασια τιμη. Οχι, δεν ηταν ετσι η Τζενιφερ. Μπορει να ηταν οτιδηποτε αλλο μα οχι αυτο. Παρηγορησε τον εαυτο της λεγοντας του πως δεν ηταν δα και κατι το τρομερο. Θα την πηγαιναν στο τμημα, θα την κρατουσαν λιγο και μετα θα την αφηναν. Ενταξει, ακομα στην πολιτεια δεν ειχε περασει νομος για θανατικη ποινη για μικροκλοπες.
Αναρωτηθηκε για μια στιγμη τι να της ειχε πει και θυμηθηκε την ιδιοκτητρια του μαγαζιου που της ειχε αναφερει πως ηταν καπου απο Αιτη, Τζαμαικα, τελος παντως απο καποιο απο εκεινα τα μερη.
==============================
Μπηκε στο κοσμηματοπωλειο φουριοζα. Ειχε περασει σχεδον μια ωρα, λογικα το κολιε που ειχε παει για φτιαξιμο θα επρεπε να ηταν ετοιμο. Ηταν. Εδωσε την πιστωτικη της καρτα για να πληρωσει και απορησε οταν την πληροφορησαν πως ηταν ακυρη. Εδωσε μια αλλη αλλα και αυτη δεν ηταν εγκυρη. Προσπαθωντας να προλαβει το συνοφρυωμενο υφος που ειχε αρχισει να σχηματιζεται στο προσωπο της πωλητριας εβγαλε ενα χαρτονομισμα, το αφησε στον παγκο, ψελλισε ενα 'κρατηστε τα ρεστα', πηρε το κολιε και βγηκε γρηγορα απο το καταστημα.
Δεν ειχε κανει δεκα μετρα οταν ακουσε την πωλητρια που ειχε βγει εξω κραδαινοντας το χαρτονομισμα της να της φωναζει κατι αλλα δεν εκοψε ταχυτητα. Τι ηταν παλι αυτο ?
Τι ειχε συμβει με τις καρτες της ? Σταματησε σε αποσταση ασφαλειας και τις εβγαλε απο το πορτοφολι της και τις εξετασε. Μια χαρα ηταν, εληγαν σε δυο χρονια και δεν χρωστουσε απολυτως τιποτα. Καποιο προβλημα θα ειχε το μηχανημα τους στα σιγουρα.
Ειδε μπροστα της ενα αυτοματο μηχανημα αναληψης μετρητων και αποφασισε να τραβηξει μετρητα.
==============================
Μετρητα δεν τραβηξε, το αντιθετο μαλιστα. Το μηχανημα της παρακρατησε τρεις καρτες σαν ακυρες κι αυτο την φουντωσε. Την επομενη θα πηγαινε στην τραπεζα και θα γινοταν χαμος.
Τωρα το μονο που ηθελε ηταν να παει σπιτι της. Σταματησε ενα ταξι και μπηκε μεσα.
Η μερα ειχε ξεκινησει μια χαρα μα δεν εξελισσοταν πια το ιδιο. Ουτε καν καταλαβε ποτε εφτασαν. Πληρωσε κι εκανε να κατεβει οταν ακουσε τον ταξιτζη αγριεμενο να της λεει πως το χαρτονομισμα ηταν πλαστο. Δεν πιστευε στ' αυτια της αλλα δεν ειχε ορεξη να ξεκινησει διενεξη. Μετρησε τα κερματα που ειχε καπου καταχωνιασμενα και βγηκε ενω ο ταξιτζης την κοιτουσε περιεργα. Μα τι συνεβαινε σημερα ? Πως ειχε βρεθει με πλαστο χαρτονομισμα ? Τι απιστευτες συμπτωσεις την τριγυριζαν ?
Εβγαλε τα κλειδια της για ν' ανοιξει την εξωπορτα και καταφερε να σπασει το κλειδι μεσα. Ευτυχως ο θυρωρος του κτιριου ηταν εκει και αφου χτυπησε το τζαμι ηρθε και της ανοιξε. Του εξηγησε τι ειχε γινει και αυτος την καθησυχασε. Τον παρακαλεσε να ερθει μαζι της μεχρι το διαμερισμα της και ν' ανοιξει την πορτα της με τα δικα του κλειδια. Ο θυρωρος απορησε μα δεν εφερε αντιρρηση. Μπηκε μεσα νοιωθωντας ερειπιο. Παρ' ολα αυτα βρηκε το κουραγιο να δοκιμασει το κλειδι της στην πορτα απο μεσα. Τι εκπληξη ! Ουτε καν εμπαινε στην υποδοχη.
=======================
Εφαγε κατι προχειρο και βαδισε ολοταχως για ενα καυτο μπανιο. Το χρειαζοταν οσο τιποτα αυτη τη στιγμη για να ξεκουραστει και να χαλαρωσει. Ηταν κι εκεινο το βραδινο γκαλα στο οποιο επρεπε να παραστει προς τιμην ενος νεου, ανερχομενου συγγραφεα. Δεν ειχε καμια ορεξη, αυτη ηταν η αληθεια, αλλα θα υπηρχε αρκετος κοσμος εκει που επρεπε να δει και να την δουν. Ειχε ηδη παρει κι ενα αντιτυπο του βιβλιου διχως καν να κανει τον κοπο να το διαβασει. Απλα θα ζητουσε μια αφιερωση μ' ενα χαμογελο πλατυ και με αφθονη κολακεια.
Βγηκε απο το μπανιο σχεδον μια ωρα μετα και αφου τυλιχτηκε σε μια μεταξωτη ρομπα απλωθηκε στον δερματινο καναπε της. Ειδε με την ακρη του ματιου της το φωτακι στο κινητο της ν' αναβοσβηνει. Ειχε μηνυμα. Το πηρε βιαστικα ελπιζοντας να ειναι απο τον Ντον. Ανοιξε την συσκευη και διαβασε το μηνυμα. Ναι, απο τον Ντον ηταν, τον αρραβωνιαστικο της.
Δαγκωσε ελαφρα τα χειλια της οσο διαβαζε ενω με το αλλο χερι εφτιαχνε τα ακομη νοτισμενα απο το νερο μαλλια της. Της αρεσε αυτο που διαβαζε.
===========================
Το μηνυμα, ακρως ερωτικο, αγγιζοντας ακομα και το προστυχο, της επεξηγουσε τι θα εκαναν το ιδιο βραδυ που θα βρισκονταν και ποσο πολυ ηθελε να επαναλαβουν ολα οσα ειχαν συμβει αναμεσα τους το προηγουμενο βραδυ. Η διεγερση, που αυξανοταν σταδιακα οσο διαβαζε το μηνυμα εξαφανιστηκε εν ριπη οφθαλμου. Μα τι ελεγε ? Δεν θα βρισκονταν σημερα, αυτη ειχε να παει στην εκδηλωση και ο Ντον θα εμενε σπιτι. Πριν καταλαβει τι εννοουσε, το μυαλο της επεξεργαστηκε την φραση 'χθες το βραδυ'. Δεν ειχαν βρεθει το προηγουμενο βραδυ με τον Ντον, ειχε καποιο επιχειρησιακο ραντεβου, ετσι της ειχε πει.
Το κινητο συναντησε την επιφανεια του τοιχου με δυναμη και ηττηθηκε κατα κρατος.
Ο αθλιος, ο ελεεινος, το καθαρμα ! Την απατουσε λοιπον και ειχε προδοθει απο το μηνυμα που της εστειλε κατα λαθος. Αυτη η τελευταια λεξη σφηνωθηκε στο μυαλο της. Μα τι γινοταν σημερα ? Υπηρχε καποια λογικη σε ολα αυτα ? Επρεπε ν' αρχισει να ετοιμαζεται μα πλεον δεν ειχε καμια ορεξη για τιποτα. Ολα πηγαιναν απο το κακο στο χειροτερο.
=============================
Αν υπηρχαν δυο λεξεις να περιγραψουν την ατμοσφαιρα στην εκδηλωση αυτες δεν θα μπορουσαν να ηταν αλλες απο πληξη κι αδιαφορια. Περιπλανηθηκε αναμεσα σε αχρωμους ανθρωπους, ηπιε μερικα ποτα για να νοιωσει καλυτερα και καποια στιγμη πηγε στην τουαλετα να εξετασει το μακιγιαζ της. Ενοιωσε ανακουφισμενη διαπιστωνοντας πρωτον πως ηταν μονη και δευτερον το μεικ απ της ηταν μια χαρα. Εβγαλε απο την τσαντα της το αρωμα της και ψεκασε ενα μικρο συννεφο πανω της. Ο οξυς πονος και η αποτομη κινηση που εκανε προσπαθωντας να το διωξει απο την επιδερμιδα της την εκαναν να στραβοπατησει και να βρεθει στο πατωμα με την τσαντα της ν' ανοιγει και το περιεχομενο της να σκορπιζει στα λευκα πλακακια. Βριζοντας την τυχη της εφτασε μπουσουλωντας μεχρι την τσαντα κι αρχισε να ξαναβαζει τα πραγματα της μεσα. Το μονο που ειχε μεινει απ' εξω ηταν το βιβλιο του συγγραφεα. Ειχε ανοιξει σχεδον στη μεση και το ματι της επεσε σε μια τυχαια φραση. 'Wolves don't lose sleep over the opinion of sheep'. Ανατριχιασε και μετα ακουσε τα γρυλλισματα.
==============================
Κολλησε σε μια γωνια μην πιστευοντας αυτο που αντικριζε. Δεν ηταν πια μονη της. Η παρεα της ηταν πεντε μεγαλοι, γκριζοι λυκοι που γρυλλιζαν μεν αλλα δεν εκαναν καποια απειλητικη κινηση απεναντι της, σαν κατι να περιμεναν να συμβει. Ως δια μαγειας τα καταλαβε ολα.
Η Τζενιφερ Παλμα χαμογελασε πικρα αναλογιζομενη οσα ειχαν συμβει. Το μονο που δεν γνωριζε ηταν τι ισχυρα μαγια ειχε κανει εκεινη η γυναικα που αφορουσαν τ' αντικειμενα που ειχε βαλει σ' εκεινη την καταραμενη τσαντα, την τσαντα που θα ευθυνοταν για το τελος της.
Οι πιστωτικες, τα χαρτονομισματα, τα κλειδια, το κινητο, το αρωμα που ειχε μεταβληθει σε τοξινη, το βιβλιο. Αν ηταν αυτη η δικαια τιμωρια της γι αυτο που ειχε κανει, τοτε θα την αποδεχοταν με μια παραδοξη γαληνη που ενοιωθε να την πλημμυριζει.
Σαν να διαβασαν τις σκεψεις της οι λυκοι αρχισαν να βαδιζουν αργα προς το μερος της ενω το τριχωμα τους ειχε ανασηκωθει κι ετρεμε κατω απο το φως. Η Τζενιφερ εκλεισε τα ματια της.
Ορμησαν ολοι μαζι.
ΕΝΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
-'Σε μιση ωριτσα θα ειναι ετοιμο' ειπε η ιδιοκτητρια. 'Θελετε να περιμενετε η....'
-'Θα παω μια βολτα και θα επιστρεψω' ηρθε κοφτα η απαντηση.
Δεν ειχε κατι αλλο να κανει. Ειχε ξεμπερδεψει απ' ολες τις δουλειες της κι αυτη η επιδιορθωση ηταν το τελευταιο πραγμα που την κρατουσε μακρια απο το σπιτι της.
Βγηκε απο το κοσμηματοπωλειο κι αρχισε να χαζευει βιτρινες για να περασει την ωρα της. Δεν θ' αγοραζε κατι, απλα θα εριχνε μια ματια. Αυτο μεχρι τη στιγμη που ξαφνικα εμεινε αγαλμα μπροστα στην προθηκη ενος καταστηματος. Αυτη ηταν ! Οπως ακριβως την ηθελε. Το τελειο σχεδιο, χρωμα, υφασμα και μεγεθος. Και σε μια τιμη πραγματικα απιστευτη. Χαμογελασε πλατια μα το χαμογελο της παγωσε βλεποντας ενα ασπλαχνο κι ακαρδο χερι να την παιρνει απο την προθηκη. Πανικοβληθηκε. Τι ειχε γινει μολις τωρα ? Που την πηγαιναν ?
Ορμησε μεσα στο μαγαζι ενω ενα κακο προαισθημα απλωνε μαυρες φτερουγες πανω της. Αυτο που συνεβαινε μεσα ηταν περα απο μια απλη ατυχια. Καταστροφη σκετη.
===============================
Η γυναικα που για χαρη της η βιτρινα ειχε γινει πιο φτωχη δεν χρειαστηκε πολυ να το σκεφτει. Εβγαλε τα χρηματα να πληρωσει διχως να εχει αντιληφθει ακριβως πισω της την Τζενιφερ Παλμα που ειχε κιτρινισει απο το κακο της. Η πληροφορια που ειχε μολις λαβει απο την πωλητρια οτι ηταν το τελευταιο κομματι την ειχε τσακισει. Θα το ανεχοταν αυτο ? Θ' ανεχοταν να την αφησει να φυγει στα χερια αυτης της αντιπαθητικης αγνωστης ? Αποφασισε να παιξει το πιο δυνατο της χαρτι. Δυστυχως η αναισθησια της αλλης στην υπερογκη χρηματικη προσφορα που ειχε μολις λαβει, κι εξακολουθουσε να μεγαλωνει, ηταν μοναδικη. Οχι, δεν την πουλαγε για κανενα χρηματικο ποσο, την ηθελε. Η Τζενιφερ ειχε ακουμπησει πια τα ορια της απελπισιας και μολις τα διαβαινε. Ισως αυτο να ηταν και η μοναδικη δικαιολογια για την απονενοημενη πραξη στην οποια προεβη. Ουτε και η ιδια πιστευε τι ειχε μολις τωρα κανει. Καλυτερα απο επαγγελματιας, διχως να την καταλαβει κανεις, απο τις πωλητριες μεχρι το θυμα της, ειχε μολις καταδικασει αδικα καποιον για ν' αποκτησει το προιον του ποθου της.
==============================
Ο αντρας ασφαλειας κινητοποιηθηκε αμεσα μολις ενεργοποιηθηκε το αντικλεπτικο συστημα του καταστηματος κι αφου εψαξε την γυναικα βρηκε το αντικειμενο που η Τζενιφερ ειχε πετυχημενα τοποθετησει στην τσαντα της εν αγνοια της. Οσο και να διαμαρτυρηθηκε δεν αλλαξε κατι. Σε λιγοτερο απο δεκα λεπτα ενα περιπολικο ειχε σταματησει απ' εξω και οι αστυνομικοι αφου ενημερωθηκαν για το τι ειχε συμβει οδηγησαν την γυναικα προς το υπηρεσιακο αυτοκινητο. Μεσα στον πανζουρλισμο, τις φωνες και τον πανικο αυτο που εποφθαλμιουσε η Τζενιφερ ξεμεινε στο καταστημα. Μετα απο μια γρηγορη συννενοηση με την ιδιοκτητρια αφησε ενα συμβολικο ποσο και επιτελους την πηρε στα χερια της. Ελαμπε ολοκληρη, δεν το πιστευε ακομα. Κοιταξε την υπεροχη τσαντα που μολις ειχε αποκτησει και η καρδια της φτερουγισε. Ανοιξε αυτην που ειχε ηδη και ξεφορτωθηκε με μιας το περιεχομενο της στο καινουργιο της αποκτημα βαζοντας την παλια σε μια σακουλα και βγηκε απο το μαγαζι.
Ηταν ακριβως η στιγμη που η αλλη γυναικα ετοιμαζοταν να μπει στο περιπολικο.
=============================
Με καποιο τροπο απελευθερωσε το ενα της χερι και αρπαξε την νεα τσαντα της Τζενιφερ. Πριν την τραβηξουν πισω οι αστυνομικοι προλαβε να ψιθυρισει μερικα λογια σε μια ακαταληπτη γλωσσα ενω παραλληλα την κοιτουσε με λυπη. Ναι, λυπη ηταν αυτο που διεκρινε στα ματια της η Τζενιφερ, οχι οργη, θυμο η μισος μα λυπη. Απομακρυνθηκε οσο πιο γρηγορα μπορουσε ενω για πρωτη φορα αναρωτηθηκε τι ακριβως ειχε κανει. Για ονομα του Θεου, μολις ειχε ενοχοποιησει καποια γιατι προλαβε ν' αγορασει την ιδανικη τσαντα και μετα ειχε αρνηθει να της την πουλησει ακομα και στην τριπλασια τιμη. Οχι, δεν ηταν ετσι η Τζενιφερ. Μπορει να ηταν οτιδηποτε αλλο μα οχι αυτο. Παρηγορησε τον εαυτο της λεγοντας του πως δεν ηταν δα και κατι το τρομερο. Θα την πηγαιναν στο τμημα, θα την κρατουσαν λιγο και μετα θα την αφηναν. Ενταξει, ακομα στην πολιτεια δεν ειχε περασει νομος για θανατικη ποινη για μικροκλοπες.
Αναρωτηθηκε για μια στιγμη τι να της ειχε πει και θυμηθηκε την ιδιοκτητρια του μαγαζιου που της ειχε αναφερει πως ηταν καπου απο Αιτη, Τζαμαικα, τελος παντως απο καποιο απο εκεινα τα μερη.
==============================
Μπηκε στο κοσμηματοπωλειο φουριοζα. Ειχε περασει σχεδον μια ωρα, λογικα το κολιε που ειχε παει για φτιαξιμο θα επρεπε να ηταν ετοιμο. Ηταν. Εδωσε την πιστωτικη της καρτα για να πληρωσει και απορησε οταν την πληροφορησαν πως ηταν ακυρη. Εδωσε μια αλλη αλλα και αυτη δεν ηταν εγκυρη. Προσπαθωντας να προλαβει το συνοφρυωμενο υφος που ειχε αρχισει να σχηματιζεται στο προσωπο της πωλητριας εβγαλε ενα χαρτονομισμα, το αφησε στον παγκο, ψελλισε ενα 'κρατηστε τα ρεστα', πηρε το κολιε και βγηκε γρηγορα απο το καταστημα.
Δεν ειχε κανει δεκα μετρα οταν ακουσε την πωλητρια που ειχε βγει εξω κραδαινοντας το χαρτονομισμα της να της φωναζει κατι αλλα δεν εκοψε ταχυτητα. Τι ηταν παλι αυτο ?
Τι ειχε συμβει με τις καρτες της ? Σταματησε σε αποσταση ασφαλειας και τις εβγαλε απο το πορτοφολι της και τις εξετασε. Μια χαρα ηταν, εληγαν σε δυο χρονια και δεν χρωστουσε απολυτως τιποτα. Καποιο προβλημα θα ειχε το μηχανημα τους στα σιγουρα.
Ειδε μπροστα της ενα αυτοματο μηχανημα αναληψης μετρητων και αποφασισε να τραβηξει μετρητα.
==============================
Μετρητα δεν τραβηξε, το αντιθετο μαλιστα. Το μηχανημα της παρακρατησε τρεις καρτες σαν ακυρες κι αυτο την φουντωσε. Την επομενη θα πηγαινε στην τραπεζα και θα γινοταν χαμος.
Τωρα το μονο που ηθελε ηταν να παει σπιτι της. Σταματησε ενα ταξι και μπηκε μεσα.
Η μερα ειχε ξεκινησει μια χαρα μα δεν εξελισσοταν πια το ιδιο. Ουτε καν καταλαβε ποτε εφτασαν. Πληρωσε κι εκανε να κατεβει οταν ακουσε τον ταξιτζη αγριεμενο να της λεει πως το χαρτονομισμα ηταν πλαστο. Δεν πιστευε στ' αυτια της αλλα δεν ειχε ορεξη να ξεκινησει διενεξη. Μετρησε τα κερματα που ειχε καπου καταχωνιασμενα και βγηκε ενω ο ταξιτζης την κοιτουσε περιεργα. Μα τι συνεβαινε σημερα ? Πως ειχε βρεθει με πλαστο χαρτονομισμα ? Τι απιστευτες συμπτωσεις την τριγυριζαν ?
Εβγαλε τα κλειδια της για ν' ανοιξει την εξωπορτα και καταφερε να σπασει το κλειδι μεσα. Ευτυχως ο θυρωρος του κτιριου ηταν εκει και αφου χτυπησε το τζαμι ηρθε και της ανοιξε. Του εξηγησε τι ειχε γινει και αυτος την καθησυχασε. Τον παρακαλεσε να ερθει μαζι της μεχρι το διαμερισμα της και ν' ανοιξει την πορτα της με τα δικα του κλειδια. Ο θυρωρος απορησε μα δεν εφερε αντιρρηση. Μπηκε μεσα νοιωθωντας ερειπιο. Παρ' ολα αυτα βρηκε το κουραγιο να δοκιμασει το κλειδι της στην πορτα απο μεσα. Τι εκπληξη ! Ουτε καν εμπαινε στην υποδοχη.
=======================
Εφαγε κατι προχειρο και βαδισε ολοταχως για ενα καυτο μπανιο. Το χρειαζοταν οσο τιποτα αυτη τη στιγμη για να ξεκουραστει και να χαλαρωσει. Ηταν κι εκεινο το βραδινο γκαλα στο οποιο επρεπε να παραστει προς τιμην ενος νεου, ανερχομενου συγγραφεα. Δεν ειχε καμια ορεξη, αυτη ηταν η αληθεια, αλλα θα υπηρχε αρκετος κοσμος εκει που επρεπε να δει και να την δουν. Ειχε ηδη παρει κι ενα αντιτυπο του βιβλιου διχως καν να κανει τον κοπο να το διαβασει. Απλα θα ζητουσε μια αφιερωση μ' ενα χαμογελο πλατυ και με αφθονη κολακεια.
Βγηκε απο το μπανιο σχεδον μια ωρα μετα και αφου τυλιχτηκε σε μια μεταξωτη ρομπα απλωθηκε στον δερματινο καναπε της. Ειδε με την ακρη του ματιου της το φωτακι στο κινητο της ν' αναβοσβηνει. Ειχε μηνυμα. Το πηρε βιαστικα ελπιζοντας να ειναι απο τον Ντον. Ανοιξε την συσκευη και διαβασε το μηνυμα. Ναι, απο τον Ντον ηταν, τον αρραβωνιαστικο της.
Δαγκωσε ελαφρα τα χειλια της οσο διαβαζε ενω με το αλλο χερι εφτιαχνε τα ακομη νοτισμενα απο το νερο μαλλια της. Της αρεσε αυτο που διαβαζε.
===========================
Το μηνυμα, ακρως ερωτικο, αγγιζοντας ακομα και το προστυχο, της επεξηγουσε τι θα εκαναν το ιδιο βραδυ που θα βρισκονταν και ποσο πολυ ηθελε να επαναλαβουν ολα οσα ειχαν συμβει αναμεσα τους το προηγουμενο βραδυ. Η διεγερση, που αυξανοταν σταδιακα οσο διαβαζε το μηνυμα εξαφανιστηκε εν ριπη οφθαλμου. Μα τι ελεγε ? Δεν θα βρισκονταν σημερα, αυτη ειχε να παει στην εκδηλωση και ο Ντον θα εμενε σπιτι. Πριν καταλαβει τι εννοουσε, το μυαλο της επεξεργαστηκε την φραση 'χθες το βραδυ'. Δεν ειχαν βρεθει το προηγουμενο βραδυ με τον Ντον, ειχε καποιο επιχειρησιακο ραντεβου, ετσι της ειχε πει.
Το κινητο συναντησε την επιφανεια του τοιχου με δυναμη και ηττηθηκε κατα κρατος.
Ο αθλιος, ο ελεεινος, το καθαρμα ! Την απατουσε λοιπον και ειχε προδοθει απο το μηνυμα που της εστειλε κατα λαθος. Αυτη η τελευταια λεξη σφηνωθηκε στο μυαλο της. Μα τι γινοταν σημερα ? Υπηρχε καποια λογικη σε ολα αυτα ? Επρεπε ν' αρχισει να ετοιμαζεται μα πλεον δεν ειχε καμια ορεξη για τιποτα. Ολα πηγαιναν απο το κακο στο χειροτερο.
=============================
Αν υπηρχαν δυο λεξεις να περιγραψουν την ατμοσφαιρα στην εκδηλωση αυτες δεν θα μπορουσαν να ηταν αλλες απο πληξη κι αδιαφορια. Περιπλανηθηκε αναμεσα σε αχρωμους ανθρωπους, ηπιε μερικα ποτα για να νοιωσει καλυτερα και καποια στιγμη πηγε στην τουαλετα να εξετασει το μακιγιαζ της. Ενοιωσε ανακουφισμενη διαπιστωνοντας πρωτον πως ηταν μονη και δευτερον το μεικ απ της ηταν μια χαρα. Εβγαλε απο την τσαντα της το αρωμα της και ψεκασε ενα μικρο συννεφο πανω της. Ο οξυς πονος και η αποτομη κινηση που εκανε προσπαθωντας να το διωξει απο την επιδερμιδα της την εκαναν να στραβοπατησει και να βρεθει στο πατωμα με την τσαντα της ν' ανοιγει και το περιεχομενο της να σκορπιζει στα λευκα πλακακια. Βριζοντας την τυχη της εφτασε μπουσουλωντας μεχρι την τσαντα κι αρχισε να ξαναβαζει τα πραγματα της μεσα. Το μονο που ειχε μεινει απ' εξω ηταν το βιβλιο του συγγραφεα. Ειχε ανοιξει σχεδον στη μεση και το ματι της επεσε σε μια τυχαια φραση. 'Wolves don't lose sleep over the opinion of sheep'. Ανατριχιασε και μετα ακουσε τα γρυλλισματα.
==============================
Κολλησε σε μια γωνια μην πιστευοντας αυτο που αντικριζε. Δεν ηταν πια μονη της. Η παρεα της ηταν πεντε μεγαλοι, γκριζοι λυκοι που γρυλλιζαν μεν αλλα δεν εκαναν καποια απειλητικη κινηση απεναντι της, σαν κατι να περιμεναν να συμβει. Ως δια μαγειας τα καταλαβε ολα.
Η Τζενιφερ Παλμα χαμογελασε πικρα αναλογιζομενη οσα ειχαν συμβει. Το μονο που δεν γνωριζε ηταν τι ισχυρα μαγια ειχε κανει εκεινη η γυναικα που αφορουσαν τ' αντικειμενα που ειχε βαλει σ' εκεινη την καταραμενη τσαντα, την τσαντα που θα ευθυνοταν για το τελος της.
Οι πιστωτικες, τα χαρτονομισματα, τα κλειδια, το κινητο, το αρωμα που ειχε μεταβληθει σε τοξινη, το βιβλιο. Αν ηταν αυτη η δικαια τιμωρια της γι αυτο που ειχε κανει, τοτε θα την αποδεχοταν με μια παραδοξη γαληνη που ενοιωθε να την πλημμυριζει.
Σαν να διαβασαν τις σκεψεις της οι λυκοι αρχισαν να βαδιζουν αργα προς το μερος της ενω το τριχωμα τους ειχε ανασηκωθει κι ετρεμε κατω απο το φως. Η Τζενιφερ εκλεισε τα ματια της.
Ορμησαν ολοι μαζι.