Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

                     VASILIS MIGUEL

                     ΑΚΟΡΕΣΤΗ ΔΙΨΑ


Ηταν λεπτο, μακρυ σαν νημα και σχεδον αορατο στο ανθρωπινο ματι. Τεντωθηκε οσο περισσοτερο μπορουσε και καταφερε να γαντζωθει στην ακρη του υφασματος. Τωρα τα πραγματα γινονταν πολυ πιο ευκολα. Απαρατηρητο, κρυφτηκε σε μια πτυχη του ρουχου και κουρνιασε υπομονετικα. Διψαγε σε βαθμο απιστευτο και χιλιες φορες του ερχοταν να χυμηξει και ν' αρχισει να πινει για να ξεδιψασει. Χιλιες φορες ομως κατι το σταματαγε την τελευταια στιγμη, κατι που δεν ηξερε καν τι ηταν αφου οχι μονο νοημοσυνη δεν διεθετε, ουτε καν στοιχειωδη, πρωτογονη σκεψη. Ολο του το ειναι ηταν μια αεναη συνεχης προσπαθεια να ξεδιψασει την ακορεστη διψα που το βασανιζε, το μονο πραγμα που το ενδιεφερε ηταν να νοιωσει την ηδονικη γευση του υγρου. Περιμενε μεχρι να ελθει η καταλληλη στιγμη.
Ειχε περασει καμποση ωρα μεσα σε απολυτο σχεδον σκοταδι και το σημειο που ειχε γαντζωθει ηταν ακινητο, πραγμα που σημαινε πως μπορουσε πια να κινηθει.
Η αισθηση πως η ατελειωτη προσμονη εφτανε στο τελος και επιτελους θα επινε το εκανε σχεδον ν' ανατριχιασει. Πλησιασε προσεκτικα την πηγη υγρασιας και ορμησε.
                    ==============================
Ο Μιλτον Σαικς ειχε κανει την τυχη του και το ηξερε. Σαφως και τα πραγματα δεν ηταν ετσι απο την αρχη μα βαθια μεσα του πιστευε πως ειχε κανει την σωστη επιλογη και τελικα δικαιωθηκε. Οταν ειχε περιμαζεψει τον Μοργκαν Μπαουμαν κυριολεκτικα απο τον δρομο δεν περιμενε ποτε πως θα ειχε αυτην τη καταληξη. Πολλοι ηταν αυτοι που του ειχαν πει πως εκανε λαθος να παρει στην δουλεψη του εναν περιπλανωμενο αλητη, πως δεν ηξερε απο που κραταει η σκουφια του, τι μερος του λογου ηταν κι αλλα τετοια που ειχαν μια βαση λογικης.
Ομως ο Σαικς πηγε κοντρα στην λογικη και δικαιωθηκε. Ο Μπαουμαν ειχε αποδειχτει δουλευταρας, προθυμος και προπαντων ακεραιος χαρακτηρας. Εναμιση χρονο δουλευε στην αφεντια του και δεν ειχε να του προσαψει τιποτα. Οχι πως το truck stop που ειχε εβριθε ποτε απο δουλεια αλλα απο τοτε που ειχε προσλαβει τον Μοργκαν το μερος πηγαινε καλυτερα.
Ο Μιλτον Σαικς αναψε ενα τσιγαρο κι εγειρε πισω στην κουνιστη πολυθρονα του. Τιποτα, ο Μοργκαν Μπαουμαν ηταν η καλυτερη επενδυση που ειχε κανει ποτε. 
                         ===========================
Αν χρωστουσε κατι ο Μοργκαν Μπαουμαν στον ιδιοκτητη του truck stop αυτο ηταν ευγνωμοσυνη. Ριψοκινδυνεψε αποφασιζοντας να προσλαβει εναν τελειως αγνωστο στη δουλεψη του, προσφεροντας του φαγητο, στεγη και ικανοποιητικο μισθο. Βεβαια σταδιακα, διαπιστωνοντας πως μπορουσε να στηριχτει πανω του, φροντισε να τον φορτωσει και μ' ενα σωρο αλλα καθηκοντα απαλλασοντας τον εαυτο του μα ο Μοργκαν δεν ενοχληθηκε.
Δεν σκοπευε ετσι κι αλλιως να περασει ολη του τη ζωη σ' ενα ξεχασμενο μερος καπου στην νοτια Ντακοτα.
Θα μαζευε οσα χρηματα χρειαζοταν και μετα θα εφευγε για το Αλμπουκερκι οπου θα συνεταιριζονταν μ' εναν μακρινο του ξαδελφο σε μια μαντρα αυτοκινητων. Λιγους μηνες υπομονη επρεπε ακομα να κανει και να δεχεται αδιαμαρτυρητα τις ιδιοτροπιες του Μιλτον.
Ιδιοτροπιες σαν κι εκεινη πριν δυο μερες που εξ' αιτιας μιας εντονης λαμψης κοντα στο βουνο τον ειχε στειλει να κοιταξει μην οι νεαροι που μαζευονταν και χαριεντιζονταν εκει ειχαν βαλει παλι καποια φωτια οπως ειχε γινει παλιοτερα.
                      ===============================
Μπορουσε να ειχε παει και μονος του μα τωρα πια δυσκολα αποχωριζοταν την κουνιστη του καρεκλα. Εφ' οσον ο Μοργκαν εκανε ολα οσα ειχαν σχεση με το κομματι του βενζιναδικου μπορουσε να κανει και δυο πραγματα επιπλεον. Παλι καλα που δεν τον ειχε μπλεξει στην λειτουργια του εστιατοριου μα ηδη ο Μοργκαν ενοιωθε πως εκανε πολλα περισσοτερα απ'οτι του αναλογουσαν.
Το μονο που ειχε βρει ηταν ενας μικρος κρατηρας διαμετρου τριων περιπου μετρων και πεντε βαθους. Ουτε φωτιες ουτε τιποτα. Θα ηταν αυτοι οι νεαροι που συνηθιζαν να κανουν καθε ανοησια που τους κατεβαινε. Στο βαθος του κρατηρα φαινοταν ενα μεταλλικο αντικειμενο σφηνωμενο μα οσο κι αν το εψαξε ο Μοργκαν δεν βρηκε κατι. Ας εβρισκε τι ειχαν πεταξει μεσα οι νεαροι ο σεριφης που κι αυτος τεμπελιαζε ολη μερα. Ενημερωσε τον Μιλτον κι επαψε ν' ασχολειται.
Ο στοχος ηταν ενας, να μαζεψει οσο το δυνατον περισσοτερα χρηματα και να φυγει απο εκεινη την ποντικοτρυπα μολις ηταν ετοιμος. Δεν ειχε το περιθωριο να γυρισει την πλατη σε τιποτα.
Εβαζε βενζινη, αλλαζε λαδια, φουσκωνε ελαστικα, εκανε ακομα και μικροεπισκευες προσπαθωντας ν' αυξησει το κομποδεμα του. Λιγοι μηνες ειχαν μεινει ακομα.  
                  ==============================
Ο Ντιν Φορμπετ ηταν ο πρωτος που εκανε παραπονα. Του ειχε ζητησει επιμονα να ελεγξει την σταθμη του λαδιου στο φορτηγακι του και να συμπληρωσει αν χρειαζοταν.
Παραλιγο να καψει τον κινητηρα του οταν λιγα χιλιομετρα μετα ειδε αποτομα λευκο καπνο να ξεπηδαει απο το καπω και το αυτοκινητο ν' ακινητοποιειται μεσα σε μουγκρητα. Μια ματια που εριξε ηταν αρκετη για να καταλαβει τι συνεβαινε. Δεν υπηρχε σταγονα λαδι, το καρτερ ηταν θεοστεγνο. Οχι μονο ο Μοργκαν δεν ειχε προσθεσει λαδια αλλα με καποιον περιεργο τροπο ειχε αδειασει και τα ηδη υπαρχοντα. Οσο κι αν εξυνε το κεφαλι του ο Μοργκαν δεν μπορουσε να βρει καμμια δικαιολογια. Ηταν ανεξηγητο. Θυμοταν ξεκαθαρα πως ειχε προσθεσει λαδια μα το αδειο ντεποζιτο ηταν αδιαψευστος μαρτυρας. Ζητησε ενα τσουβαλι συγγνωμες και μπροστα στα ματια του Ντιν ξαναγεμισε το αυτοκινητο με λαδια. Ειχε χασει το συγκεκριμενο πουρμπουαρ αλλα ηλπιζε πως θα ηταν και το τελευταιο. Διαψευστηκε πανηγυρικα αφου τα γεγονοτα που ακολουθησαν οχι μονο πουρμπουαρ δεν απεφεραν αλλα βρεθηκε μια ανασα απο το να χασει την δουλεια του.
                       ===============================
Τα παραπονα πολλαπλασιαστηκαν σαν επιδημικη ασθενεια που εξαπλωνεται γοργα και γεωμετρικα. Τωρα στις διαμαρτυριες για λαδια ειχαν προστεθει κι αυτα με τα υγρα μπαταριας.
Πλεον οι ιδιοκτητες των αυτοκινητων που περναγαν απο το βενζιναδικο επεστρεφαν μ' αγριες διαθεσεις, τοσο απεναντι στο προσωπο του Μοργκαν οσο κι απεναντι στον Μιλτον.
Με τα καρτερ και τις μπαταριες τους πιο ξερα κι απο την ερημο της Νεβαδα που πασχιζει με καθε τροπο να καταπιει το Βεγκας, ηταν απολυτα διακαιολογημενοι να ωρυονται και να κανουν φασαρια. Το μονο θετικο στην ολη κατασταση ηταν πως πια το φαινομενο δεν μπορουσε ν' αποδοθει αποκλειστικα στην τεμπελια η την ασχετοσυνη του Μοργκαν. Κατι αλλο συνεβαινε μα κανεις τους δεν ειχε την παραμικρη υποψια.
Η παρουσια του σεριφη, που αρχικα ειχε κριθει ασκοπη, θεωρηθηκε ακρως απαραιτητη οταν κατοπιν εντολης του Μιλτον ο Μοργκαν εκανε εναν ελεγχο στ' αποθεματικα των μπιτονιων των λαδιων και των μπαταριων. Ηταν ολα μεν σφραγισμενα μα εντελως αδεια και στραγγισμενα.
                     =============================
Η ερευνα, οπως ηταν αναμενομενο, δεν απεδωσε τιποτα. Οσες φορες να εβγαλε και να ξαναβαλε το καπελο του ο σεριφης καμμια απαντηση δεν εμφανιστηκε εξ' ουρανου. Ο Μιλτον ουρλιαζε για δολιοφθορα, για εξωτερικο σαμποταζ αγνωστων που ζηλευαν την προκοπη και την ανθηση της επιχειρησης του και μ' αυτον τον τροπο προσπαθουσαν να του βγαλουν κακη φημη, ο Μοργκαν ψελλιζε για ελαττωματικες παρτιδες απο τους προμηθευτες, το υπολοιπο προσωπικο μιλουσε για φαντασματα και μεταφυσικα φαινομενα. Οπως και να ειχε ολοι οι πελατες πια ηταν απολυτα επιφυλακτικοι φοβουμενοι τα χειροτερα, που δυστυχως δεν αργησαν να κανουν την εμφανιση τους με πρωτο και καλυτερο τον Γουες Ζαντλος που επεστρεψε στο βενζιναδικο με αγριες διαθεσεις λιγες μονο ωρες μετα που ειχε παει για να φουλαρει το αμαξι του βενζινη. Το μονο που καταλαβαν οι υπευθυνοι αναμεσα στις βρισιες και τα ουρλιαχτα του ηταν πως το αμαξι του τον αφησε στη μεση του δρομου μετα απο συνεχεις, απανωτες διακοπες.
Ενας γρηγορος, εμπεριστατωμενος ελεγχος απεδειξε πως το αμαξι ηταν γεματο καθαρο νερο. 
                       ==============================
Φυσικα αυτο ηταν μονο η αρχη. Οι πελατες πληρωναν τον Μιλτον για βενζινη και ο Μοργκαν τους γεμιζε τα ρεζερβουαρ με ολοφρεσκο νερακι. Οι απειλες για μηνυσεις και καταγγελιες επεφταν βροχη, τα πραγματα ειχαν εκτραχυνθει και φυγει πια απο καθε ελεγχο.
Και οι δυο πλευρες πια ζητουσαν την προστασια του σεριφη, η καθε μια για τους δικους της λογους. Απο την αλλη, απαντες περιμεναν απο τον εκπροσωπο του νομου να βρει τη λυση στην σπαζοκεφαλια μα ηταν ξεκαθαρο πως η υποθεση ηταν περαν των δυνατοτητων του μεσηλικα αστυνομου. Η ιδεα που ειχε, να ελεγχθουν τ' αποθεματικα των καυσιμων για να διαπιστωθει κατα ποσο ηταν νοθευμενα η οχι ηταν σωστη μα αντι να λυσει το προβλημα απλα το επετεινε.
Εκατονταδες γαλονια νερου περιμεναν να διοχετευτουν σε ανυποψιαστα αυτοκινητα, πραγμα που αμεσως ακυρωσε τις οποιες κατηγοριες ειχαν δεχτει ο Μιλτον με τον Μοργκαν, μα ταυτοχρονα ανεβασε τον πηχυ της επιλυσης του ζητηματος σε πολυ ψηλα επιπεδα.
Καποιος εκανε σιγουρα δολιοφθορα αλλα το πως, το γιατι η το ποιος ηταν παρεμεναν αγνωστα.
                              =============================
Αν ηταν κατι αλλο, οτιδηποτε στη θεση του θα ειχε σκασει απο τα τοσα υγρα που ειχε απορροφησει. Οχι αυτο. Λατρευε καθε ειδους υγρο, αρκει να ειχε εντονη οσμη και μπορουσε να πινει αχορταγα απιστευτες ποσοτητες. Αυτο ηταν εξ' αλλου που το κραταγε στη ζωη εδω κι εκατομμυρια χρονια που περιπλανιοταν στο συμπαν, ψαχνοντας τον ενα πλανητη μετα τον αλλο αναζητωντας καθε τι που θα ικανοποιουσε την διψα του.
Ειχε ξεκινησει δοκιμαζοντας τα λαδια και αφου τα εξαντλησε ολα μετα ειχε προχωρησει στα υγρα μπαταριας. Αυτα ειχαν κρατησει λιγοτερο κι ετσι στραφηκε σε αλλη πηγη ενεργειας.
Η εντονη μυρωδια της βενζινης και του πετρελαιου το τραβηξε αμεσως μα η δυσκολια στην κινηση του πηρε καμποσο χρονο μεχρι να φτασει στις δεξαμενες. Ολα τ' αλλα μετα ηταν ευκολα. Απορροφησε την γευση ολη αφηνοντας πισω το μονο υγρο που του ηταν παντελως αδιαφορο και αυτα τα μυστηρια πλασματα ονομαζαν νερο. Αυτο του ηταν αχρηστο, εξ' αλλου ειχε τοσα αλλα ευγεστα υγρα να πιει που στο νερο δεν εδωσε καμμια σημασια.
Συντομα ομως αντιληφθηκε πως δεν ειχε κατι αλλο, νεο για να πιει. Ενα ατυχημα ομως θα τα αλλαζε ολα, τοσο δραματικα που κανεις δεν μπορουσε να φανταστει. 
                          ============================
Ο Μοργκαν προσπαθουσε ν' αλλαξει ενα λαστιχο οταν μια αδεξια, αποτομη κινηση του στοιχισε εναν τραυματισμο στο δαχτυλο. Επλυνε το ματωμενο δαχτυλο με αντισηπτικο, το καθαρισε καλα και το τυλιξε με μια γαζα για να μην μολυνθει. Ολα τα ειχε, αυτο του χρειαζοταν.
Ηταν εξαντλημενος οταν πηγε το βραδυ στο δωματιο του να ξαπλωσει. Ειχαν συμβει τοσα πολλα το τελευταιο διαστημα που ενοιωθε εναν πονοκεφαλο να του τρυπαει το μυαλο. Το δαχτυλο του τον πονουσε ακομα και ειχε ματωσει ξανα μα ενοιωθε πως δεν ειχε κουραγιο να σηκωθει για να το πλυνει και ν' αλλαξει γαζα. Εκλεισε τα ματια του προσπαθωντας να λυσει το αινιγμα των τελευταιων ημερων και αποκοιμηθηκε σχεδον αμεσως.
Αντικειμενικα, ακομη κι αν δεν ειχε κοιμηθει αμεσως, παλι δεν θα καταλαβαινε το μικρο, λεπτο νημα που ξεκινουσε την αργη πορεια του απο το μανικι του πουκαμισου του προς το δαχτυλο του. Ενα μικρο, στενομακρο νημα που με κινησεις σκουληκιου οδευε απαρεγκλιτα προς μια καινουργια πηγη υγρου, ενος υγρου που η υπεροχη μυρωδια του το τραβουσε σαν μαγνητης κι ανυπομονουσε να δοκιμασει την γευση του.  


  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου