Κυριακή 18 Απριλίου 2021

                                    DIMITRIOS DIMOPOULOS 







   Ο ΧΡΟΝΟΣ ΑΔΕΙΑΖΕ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΑ ΑΡΓΑ







Πεταχτηκε εντρομος επανω και η πρωτη του ενστικτωδης κινηση ηταν να ψηλαφησει ολα τα μελη του σωματος του. Ανακουφισμενος που η ψηλαφιση απεδειχθη ικανοποιητικη εστρεψε το βλεμμα του τριγυρω προσπαθωντας να καταλαβει που βρισκοταν. Ηταν ξαπλωμενος πανω σε μια πυκνη, μαλακη και ζεστη αμμο και ισως αυτος να ηταν κι ο λογος που δεν ειχε παθει κατι σοβαρο. Σηκωθηκε ορθιος και αφησε το βλεμμα του να πλανηθει τριγυρω. Οπου και να εφτανε η ματια του το μονο που εβλεπε ηταν μια ερημη, επιπεδη επιφανεια καλυμμενη εντελως απο εκεινη την αμμο. Το χρυσαφενιο, κιτρινο χρωμα της στραφταλιζε κατω απο το αγνωστο φως ενος αορατου ηλιου η οποιας αλλης πηγης φωτος υπηρχε κι αυτος δεν μπορουσε να εντοπισει.
Τοτε ξαφνικα καταλαβε πως ηταν εντελως γυμνος. Απορησε που δεν το ειχε αντιληφθει νωριτερα, προφανως ο εγκεφαλος του δεν το ειχε θεσει σαν πρωτη προτεραιοτητα αποριας δινοντας μεγαλυτερη βαρυτητα στα υπολοιπα. Στα συν πως ηταν αρτιμελης χωρις κανενα προβλημα. Στα μειον οτι δεν ηξερε που βρισκοταν. Ανεσυρε απο την μνημη του τα τελευταια γεγονοτα.
                          =============================
Ηταν μια περιπολια ρουτινας οπως και τοσες αλλες στο δυτικο τεταρτημοριο ευθυνης του στο συμπλεγμα Κρεβεντζ. Ηταν λιγο πριν επιστρεψει στην βαση της Γαλαξιακης Διαχειρισης & Εποπτειας οταν η ακρη του ματιου του επιασε μια στιγμιαια αντανακλαση φωτος που του επεφερε μια μικρη προσκαιρη τυφλωση. Δεν υπηρχε ηλιος σ' εκεινο το σημειο και ακομα πιο περιεργα δεν υπηρχε καμια πηγη φωτος που να δικαιολογουσε εκεινη την αντανακλαση. 
Ηλεγξε τα οργανα του πιλοτηριου στο αστροσκαφος μα δεν ειχαν να του προσφερουν καμια επιπλεον εξηγηση για κεινο το στιγμιαιο γεγονος. Ηταν ετοιμος ν' αποδωσει στον εαυτο του φαντασιοπληξιες απο την κουραση οταν το γεγονος επαναληφθηκε. Κατι συνεβαινε εδω και η σχεδον νωχελικη κι αδιαφορη περιεργεια του ξυπνησε αποτομα. Ειχε αφαιρεθει στο να παρακολουθει τα οργανα του πιλοτηριου κι αυτο παραλιγο να του στοιχιζε.
Το αντικειμενο εμφανιστηκε μπροστα του απο το πουθενα και μονο η σκληρη κι επιπονη εκπαιδευση του τον εσωσε απο την βεβαιη προσκρουση.
                      ============================
Ηταν αδυνατον να καταλαβει μεγεθος, εμβαδον η οτιδηποτε αλλο απο το σημειο που ηταν. Για τα οργανα του ηταν απολυτως μονος του εκει, στο αχανες, σκοτεινο συμπαν, ομως αυτος εβλεπε ξεκαθαρα το γιγαντιαιο αντικειμενο που υπηρχε μπροστα του. Εκανε το λαθος να πλησιασει.
Η συγκρουση με κατι αορατο ηταν τοσο σφοδρη που εκσφενδονιστηκε στην αλλη μερια του αστροπλοιου, χτυπησε στο τοιχωμα και λιποθυμησε. Η επομενη φορα που ανοιξε τα ματια του τον βρηκε γυμνο, πανω σ' αυτην την περιεργη αμμο, ολομοναχο. Πουθενα δεν υπηρχε ιχνος η εστω καποιο συντριμμι απο το σκαφος του. Τωρα η περειεργεια του αναμιχθηκε μ' εναν εσωτερικο, λιλιπουτειο φοβο και το αποτελεσμα ηταν κατι ξενο προς την ιδιοσυγκρασια του. Η θερμοκρασια ηταν σε απολυτα φυσιολογικα επιπεδα, ο αερας που ανεπνεε κανονικος και δεν εμοιαζε να απειλειται απο κατι. Αυτα ηταν τα ενθαρρυντικα σημεια, ομως ηξερε πως επρεπε ν' ασχοληθει και με τα υπολοιπα, τ' ανεξηγητα. Τα ματια του ειχαν προσαρμοστει πια κι αυτο ηταν που τον βοηθησε να διακρινει σε μια αποσταση ενα μικρο, μαυρο σημαδι.
                     =================================
Ηταν το μονο που εσπαγε την ατελειωτη εκεινη μονοτονια του κιτρινου που δεσποζε παντου. Δεν μπορουσε να υπολογισει ποσο χρονο του πηρε, ομως ειχε την αισθηση πως εφτασε στη μαυρη κουκιδα σχετικα γρηγορα. Αλλο τοσο γρηγορα οπισθοχωρησε. Δεν ειχε δει ποτε ξανα κατι τετοιο και εξαφνα ο λιλιπουτειος φοβος μεγαλωσε αποτομα. Κοιταξε απο μια αποσταση ασφαλειας.
Το μαυρο αυτο σημαδι εμοιαζε με μια χοανη μεσα στην οποια επεφτε ασταματητα, σε σταθερες ποσοτητες η παραδοξη εκεινη αμμος. Ηταν αδυνατον να καταλαβει που πηγαινε, ομως την εβλεπε να χανεται μεσα σ' εκεινη την χοανη που υπολογισε πως ειχε διαμετρο κατι λιγοτερο απο δυο μετρα. Αδειαζε η αμμος ? Που ? Γιατι ? Απο ποιον ? Που ηταν ? Τι συνεβαινε ?
Οι αποριες του εκαναν ουρα μεσα στο κεφαλι του πασχιζοντας η καθε μια να παρει καλυτερη θεση προτεραιοτητας κι ελλειψει απαντησεων μαζευονταν ολο και πιο πολλες. Απομακρυνθηκε απο την χοανη, αρχικα περπατωντας και μετα τρεχοντας ψαχνονας μια διεξοδο απο εκει.
Το χτυπημα στο κεφαλι ηταν τοσο δυνατο κι απροσμενο που επεσε σχεδον λιποθυμος στην αμμο.
                         ===========================
Χρησιμοποιησε τα χερια του για να καταλαβει που χτυπησε. Δεν μπορουσε να δει αλλα η ιχνηλατηση του αποκαλυψε πως επροκειτο για μια λεια, στιλπνη επιφανεια που καλλιστα θα μπορουσε να ειναι γυαλι, τζαμι η κατι παραπλησιο. Αυτο που του προξενησε εντυπωση ηταν οι κολλημενοι κοκκοι της αμμου πανω στο αορατο εκεινο υλικο. Εμοιαζαν να αιωρουνται ετσι απλα στο κενο κι αυτο που προσθεσε ακομα μια απορια. Με οδηγο τα χερια του αρχισε να βαδιζει εμπρος απο το αγνωστο εμποδιο ψαχνοντας ν' ανακαλυψει ενα ανοιγμα. Περασαν ωρες μεχρι να το παρει αποφαση. Ανοιγμα δεν υπηρχε, οι κοκκοι εξακολουθουσαν να υπαρχουν αιωρουμενοι σε μια ευθεια γραμμη μα τωρα μια διαφορετικη αισθηση τον ανησυχησε ακομα περισσοτερο.
Ειχε την εντυπωση πως περπατουσε κυκλικα. Σαν το αορατο εμποδιο που χτυπησε το κεφαλι του να ειχε κυκλικο σχημα πραγμα που σημαινε πως ηταν εγκλωβισμενος καπου χωρις τροπο διαφυγης με μονο αλλο γεγονος την αμμο που εξακολουθουσε να χανεται μεσα σ' εκεινη τη χοανη.
Εκατσε λιγο κατω προσπαθωντας να βαλει σε μια σειρα τις σκεψεις του.
                   ================================
Γρηγορα διαπιστωσε πως δεν ειχε νοημα. Αυτο που ειχε νοημα ηταν αυτο που διαπιστωσε εντελως τυχαια. Πρωτον, η ευθεια των κοκκων της αμμου εμοιαζε να εχει κατεβει αρκετα προς το εδαφος αλλα και η ποσοτητα της αμμου λιγοστευε οσο περνουσε η ωρα. Οταν πρωτοξυπνησε το υψος της ηταν σχεδον στην αρχη του μηρου του, τωρα ηταν στο γονατο και συνεχιζε να κατεβαινει. Που ειχε μπλεξει ? Και πως θα ξεμπλεκε απο κει ? Η επομενη παρατηρηση του τον εκανε πραγματικα να τρομαξει, αυτο εμοιαζε να ειναι το σημαντικοτερο προβλημα του.
Τοσην ωρα τα ποδια του πατουσαν πανω στην αμμο διχως κανενα προβλημα. Με την σταδιακη απορροφηση της αμμου απο την χοανη καποια στιγμη πατησε στο οποιο εδαφος υπηρχε κατω απο την αμμο. Ο πονος ηταν τοσο αβασταχτος που ουρλιαξε ενω δακρυα γεμισαν τα ματια του.
Τι ηταν αυτο που καλυπτε η αμμος ? Γιατι του προξενησε τοσο πονο ? Εκανε μια δευτερη δοκιμη.
Οχι, ηταν αδυνατον ν' αντεξει τον πονο, μονο πατωντας πανω στην αμμο δεν αντιμετωπιζε προβλημα. Η μονη λυση που εβλεπε ηταν να ξαπλωσει και παλι πανω στην αμμο κι αυτο εκανε.
                        =============================
Η κουραση, η ταλαιπωρια, ολα οσα συνεβαιναν τον κατεβαλλαν και δεν πηρε χαμπαρι ποτε αποκοιμηθηκε. Ξυπνησε αποτομα απο εκεινον τον φρικτο πονο. Κοιταξε γυρω του και ενας πανικος που καραδοκουσε υπομονετικα τον τυλιξε στα κιτρινισμενα, γαμψα νυχια του.
Προσπαθωντας να μην αφησει την αμμο να τον παρασυρει σ' εκεινη την σκοτεινη χοανη ειχε ακουμπησει και παλι το ποδι του στο γυμνο εδαφος που του προξενουσε τον πονο. Καταλαβε πως αν χανοταν ολη η αμμος κι αυτος ηταν ακομα εκει θα πεθαινε απο αγνωστους, ατελειωτους πονους. Ειχε μονο μια επιλογη ν' ακολουθησει κι ας μην ηξερε τι θα συνεβαινε.
Αφεθηκε ξαπλωμενος στην χρυσαφενια αμμο να τον παρασυρει ομοκεντρα καθως η μικρη ποσοτητα που ειχε απομενει οδευε σταθερα στην μαυρη χοανη. Πηρε μια βαθια ανασα την ωρα που επεφτε στην χοανη κι εσφιξε τα δοντια. Η πτωση κρατησε λιγα λεπτα κι εξαφνα βρεθηκε στο ιδιο ακριβως αρχικο τοπιο που πρωτοξυπνησε. Η ιδια επιφανεια, η ιδια κιτρινη αμμος. Ακριβως απο πανω του εστεκε η χοανη απο την οποια ειχε πεσει. Τι εφιαλτης ηταν αυτος ? 
                          ============================
Πεινουσε, διψουσε, δυσκολευοταν πια να σκεφτει καθαρα, ενοιωθε τις δυναμεις του να τον εγκαταλειπουν. Αντεχε ακομα χαρη στην εκπαιδευση του μα σιγουρα οχι για πολυ. Καποιες σπιθες λογικης βρηκαν διαδρομο κι εφτασαν μεχρι το ταλαιπωρημενο μυαλο του. Οτι και να ηταν αυτο που ειχε βρεθει προφανως κατακρατουσε μονο οργανικη υλη. Γι αυτο το λογο και το σκαφος του δεν ειχε περασει το αορατο εμποδιο που στολιζαν οι κοκκοι της αμμου. Γι αυτο δεν ειχε ρουχα, τιποτα μη οργανικο δεν μπορουσε να περασει εκεινο το αδιορατο εμποδιο. Το χειροτερο ηταν πως εμοιαζε να εχει ζωη απο μονο του. Αυτο πρεπει να εξαναγκαζε την αμμο να πεφτει απο την χοανη για λογους αγνωστους σ' αυτον, αυτο τον κρατουσε φυλακισμενο εκει παλι γι' αγνωστους λογους. Το γιατι τα τοιχωματα δεν του προξενουσαν τον ιδιο πονο οπως το εδαφος κι ας ηταν απ' το ιδιο υλικο δεν μπορουσε να το εξηγησει μα φοβοταν πια πως θα το μαθαινε. Περισσοτερο αισθανθηκε παρα το αντιληφθηκε πως μια αναστροφη βρισκοταν σ' εξελιξη. Πριν προλαβει να σκεφτει καποιον τροπο να το αντιμετωπισει βρισκοταν ηδη σχεδον πανω απο την χοανη που ειχε πεσει.
                    =============================
Ο σμηναγος Ματς Αλμκβιστ πεθανε φριχτα χωρις να το καταλαβει αφου η μοναδικη προστασια του οργανισμου του απεναντι στους ανελεητους πονους που σαρωσαν το κορμι του ηταν να τον κανει να χασει τις αισθησεις του. Πεφτοντας παλι απο την χοανη στο αρχικο σημειο πανω στο γυμνο εδαφος δεν εζησε ποτε την σταδιακη, αργη μα σταθερη αποσυνθεση του σωματος του.
Οση ωρα το αψυχο σωμα του διαλυοταν κυριολεκτικα η αμμος που ακολουθουσε μεσα απο την χοανη τον καλυπτε και οι εφιαλτικοι κοκκοι της ενσωματωναν τ' απομειναρια του. Σαρκα, κοκκαλα, αιμα, ιστοι, τα παντα απορροφηθηκαν απο εκεινη την αμμο που ενα μεγαλο τμημα των κοκκων της αυξησαν κατα πολυ το μεγεθος τους. Ουτε ειδε ποτε την διασπαση αυτων των κοκκων σε εκατομμυρια αλλους κανονικου μεγεθους αυξανοντας ετσι το εμβαδον που καλυπτε η αμμος σημαντικα. Συντομα τιποτα πια δεν υπηρχε, κανενα σημαδι η αποδειξη πως καποτε εκει ειχε βρεθει εγκλωβισμενος ενας σμηναγος της Γαλαξιακης Διαχειρισης & Εποπτειας.
Ολα ειχαν τελειωσει ετσι απλα, διχως καν εναν ψιθυρο η ενα ξεχασμενο συναισθημα.
                      ============================
Δεν ηταν η πεινα η καποια αλλη αισθηση που οδηγουσε την τεραστια 'κλεψυδρα' ν' απορροφα οργανισμους και να τους ενσωματωνει. Δεν σκεφτοταν, δεν υπολογιζε, δεν σχεδιαζε. Ετσι ηταν απο την φυση της, μια φυση που ουδεποτε την απασχολησε να εξετασει το πως και το γιατι. 
Αορατη στα παντα, περιπλανιοταν στο αχανες συμπαν διχως επιθετικους σκοπους η προγραμματισμενες κινησεις, απλα υπαρχοντας. Δεν γνωριζε απο που προερχοταν, ποιος ηταν ο σκοπος της, δεν ειχε παρελθον, παρον η μελλον να την απασχολησουν. Διχως συνειδηση, διχως τυψεις, διχως δευτερη σκεψη αφου τιποτα π' ολα αυτα δεν υπηρχαν στα συστατικα της.
Ακομα και τωρα που στο βαθος ενα σμηνος αστροσκαφων αναζητησης και διασωσης πλησιαζαν γοργα προς το μερος της δεν ειχε την παραμικρη σημασια γι αυτην. Δεν χαιροταν, δεν προσδοκουσε, δεν επιδιωκε. Αυτη θα εξακολουθουσε να υπαρχει με τον ιδιο τροπο που τα επερχομενα σκαφη που αδυνατουσαν να εντοπισουν την παρουσια τους θα εξακολουθουσαν την πορεια τους, μια πορεια που αγνοουσαν πως ηταν η τελευταια τους.
















                                                                  ΤΕΛΟΣ 

 


     


 



 




 


 


Κυριακή 11 Απριλίου 2021

                                                      VASILIS MIKELIS









                                                   ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΟΡΙΩΝ









-'Λοιπον ? Τι θα γραψεις τελικα στο πορισμα' ?
Ο συνομιλητης του τον κοιταξε για λιγο, κατεβασε μονορουφι το ποτηρι με το Slane ιρλανδεζικο ουισκι και πεταξε τα γυαλια του πανω στο τραπεζι που βρισκονταν ενα ματσο χαρτια.
-'Εσυ τι νομιζεις πως θα γραψω ? Οτι ακριβως συναντησα ? Αν κανω κατι τετοιο ειναι σαν να χαιρετω την αδεια μου. Ποιος θα με πιστεψει ? Θα μου κολλησουν και μια ταμπελα 'ο παρανοικος της χρονιας', θα με κλεισουν καπου και θα εξαφανισουν το κλειδι' απαντησε προβληματισμενος.
-'Αρα θα εφευρεις κατι, θα το κουκουλωσεις κι ουτε γατα ουτε ζημια' ειπε παλι ο πρωτος.
-'Δεν βλεπω τι αλλο μπορει να γινει' ειπε ο δευτερος ενω ξαναγεμιζε το ποτηρι του με το χρυσαφενιο υγρο. 'Εξ' αλλου' προσθεσε 'αυτον τον κακομοιρη δεν νομιζω πως τον νοιαζει πια'.
Μια αμηχανη σιωπη εκανε την εμφανιση της καταλαμβανοντας τις τεσσερις γωνιες του δωματιου.
-'Ποτε θα το παραδωσεις' ? επεμεινε ο αρχικος ομιλητης.
-'Αυριο το απογευμα' απαντησε ο αλλος ενω εξαφανιζε κι αυτο το ποτηρι με μια ανασα.
                        ===============================
Ο Μικ Ελλις σκουπισε τον ιδρωτα του απο το μετωπο του δινοντας ετσι την ευκαρια σε φρεσκο υλικο ν' αντικαταστησει το προηγουμενο. Ηξερε για τις κλιματολογικες συνθηκες που θ' αντιμετωπιζε, δεν ειχε κανει ολη αυτην την αποσταση στα τυφλα αλλα ηταν εντελως διαφορετικο πραγμα απλα να γνωριζεις κατι κι αλλο να το βιωνεις. Αν επρεπε να πιστεψει οτι η καλη ημερα απο το πρωι φαινεται το δικο του μεγαλο πρωι δεν ειχε ξεκινησει και τοσο ευοιωνα.
Οι μισες του αποσκευες ειχαν χαθει στο αεροδρομιο της Καλκουτας, ειχε ξοδεψει δυο μερες σε ξενοδοχειο του αεροδρομιου μεχρι να βρεθουν ξανα, πραγμα που τον υποχρεωσε να χασει την μια απο τις δυο εβδομαδιαιες πτησεις για το Πορτ Μπλαιρ και να περιμενει εκεινη της επομενης. Το οτι προσγειωθηκε το αεροσκαφος η καλυτερα η ιπταμενη σακαρακα που μετεφερε εκεινον κι αλλους 16 επιβατες στο παραθαλασσιο Πορτ Μπλαιρ μονο ευτυχημα μπορει να χαρακτηριστει αφου σε ολη την διαδρομη το σκαφος φλερταρε επικινδυνα με κατακορυφη πτωση.
Το προαισθημα του πως και στο Πορτ Μπλαιρ η κακοδαιμονια θα συνεχιζοταν επαληθευτηκε.
                        ==============================
Ο Κουλχακουρ Ντζιεμπινταναρ, ο ανθρωπος που θα συναντουσε, προσπαθουσε να του εξηγησει με καθε τροπο πως δεν ηταν δικο του σφαλμα που δεν μπορουσε να τον παει στον προορισμο που ειχαν συμφωνησει. Οταν ειχαν μιλησει στο τηλεφωνο ηταν απολυτως ξεκαθαρος.
-'Μια φορα καθε 7 μερες τους παω οτι μου εχουν ζητησει, τ' αφηνω στην παραλια και φευγω. Σπανια θα συναντηθω μαζι τους, ακομα πιο σπανια θα μιλησουμε. Καποιος αγνωστος φροντιζει να βαζει τα χρηματα που κοστιζουν οτι τους παω την επομενη στο λογαριασμο μου κι αυτο ειναι ολο. Τους ειπα πως καποιος διασημος φυσιοδιφης θελει να τους δει απο κοντα, να μιλησει μαζι τους και συμφωνησαν με μεγαλη δυσκολια κατω απο τους ορους που σου ανεφερα. Καμια συσκευη καταγραφης, οπτικου η ηχητικου υλικου, καμια συσκευη επικοινωνιας, ουτε καν χαρτι και μολυβι. Ετσι απλα, οπως εισαι, μονο με τα ρουχα σου, τιποτα αλλο. Εγω θα ερθω να σε παρω σε μια βδομαδα και μετα φυγαμε και δεν ξαναεπιστρεφουμε. Καταλαβες' ?
Ο Κουλχακουρ Ντζιεμπινταναρ ειχε απολυτο δικιο, το φταιξιμο βαρυνε τον Μικ μονο.
                  ==================================
Ολη εκεινη η καθυστερηση τον ειχε φερει πισω. Τωρα επρεπε να περιμενει πεντε μερες ακομα μεχρι να ερχοταν η ωρα που ο Κουλχακουρ θα πηγαινε παλι. Πεντε μερες σ' ενα αθλιο ψαροχωρι, στην χειροτερη εποχη του χρονου με την απιστευτη ζεστη και υγρασια, σ' ενα υπο διαλυση ξενοδοχειο της κακιας ωρας και με τα λιγοστα μπαρ να βρωμανε ψαριλα ασχετα με το ποτο που παραγγελνες. Σκετος εφιαλτης αλλα δεν ειχε αλλη επιλογη. Πρακτικα αυτες τις πεντε μερες επρεπε να τις περασει μονος αφου ο Κουλχακουρ δεν ηθελε, για δικους του λογους, να τους βλεπουν μαζι. Δεν καταλαβαινε αλλα το ειχε αποδεχτει. Ηταν τιμιος και ειλικρινης, αυτοι που του τον ειχαν συστησει ηξεραν τι μερος του λογου ηταν. Ακριβος σαν κοσμηματοπωλειο στο Παρισι αλλα ανθρωπος που κραταγε τον λογο του. Ηταν η ατελειωτη αναμονη που του εσπαγε τα νευρα και προσπαθουσε να την απαλυνει πινοντας το ενα  West Cork μετα το αλλο. Σαμπως τι αλλο υπηρχε για να κανει ? Και ο χρονος εμοιαζε να σερνεται απελπιστικα νωθρα.
Εκεινο το πρωι που σηκωθηκε αντεληφθη πως η αναμονη ειχε λαβει τελος.
                      ================================
Ηταν λες και η δικαιοδοσια της κακοδαιμονιας σταματουσε στα ορια της νησου Σεντινελ. Τα παντα αλλαξαν προς το ευνοικοτερο απο την στιγμη που το σκαφος του Κουλχακουρ εριξε αγκυρα στα ρηχα. Περιμενε λιγη ωρα μεχρι που ο οδηγος του επεστρεψε στο πλοιαριο του. Ολα ειχαν κανονιστει. Ενας ιθαγενης θα τον περιμενε στην στερια, ο ιδιος θ' αποχωρουσε και θα επεστρεφε να τον παρει σε 7 μερες. Ενα μικρο κυμα ενθουσιασμου παφλασε μεσα του. Η τυχη του εμοιαζε να εχει αλλαξει, τωρα ηταν η καταλληλοτερη στιγμη να την εκμεταλλευτει.
Ο ιθαγενης που τον περιμενε τον παρατηρησε για λιγο εξονυχιστικα, προφανως σιγουρευτηκε πως ολα ηταν ενταξει και διχως να βγαλει μιλια του εκανε νοημα να τον ακολουθησει.
Η ιδια ακριβως αντιμετωπιση υπηρξε και απο τους υπολοιπους οταν εφθασαν σ' ενα υποτυπωδη καταυλισμο. Τον οδηγησαν σε μια ψαθινη καλυβα οπου πεντε ιθαγενεις τον περιμεναν καθισμενοι οκλαδον. Τωρα ολα εξαρτιοταν απο τον τροπο που θα χειριζοταν το θεμα.
Ξεκινησε να μιλαει ευελπιστωντας πως θα καταλαβαιναν την γλωσσα του. 
                ================================
Βρισκοταν μονος σε μια απο τις καλυβες και η αληθεια ηταν πως καθοταν σε αναμμενα καρβουνα. Τους ειχε μιλησει σχεδον ενα τεταρτο συνεχως και η μονη τους αντιδραση οταν τελειωσε ηταν να τον πανε συνοδεια δυο ιθαγενων σ' εκεινη την καλυβα χωρις να βγαλουν ψιθυρο. Ειχαν περασει καμποσες ωρες οταν οι ιδιοι δυο συνοδοι ηρθαν, τον πηραν και τον οδηγησαν ξανα στην αρχικη καλυβα. Και παλι οι πεντε που τον ειχαν υποδεχτει βρισκονταν εκει. Ο ενας ζεσταινε σε μια φωτια το μισο μιας καρυδας που περιειχε ενα αγνωστο σ' αυτον υγρο. Οταν ζεσταθηκε αρκετα πηρε ενα κιτρινοπρασινο φυτο, απεσπασε δυο κοκκους απο τα φυλλα του και τους εριξε μεσα στην καρυδα. Εκανε νοημα στον Μικ, δυο κοκκους μονο, οχι περισσοτερο και μονο εισπνοες. Η καρυδα ξεκινησε τον κυκλο της και σε λιγη ωρα εφτασε και στον Μικ. Εισεπνευσε οπως και οι αλλοι.
Τα πρωτα δυο λεπτα ενοιωσε μια σχετικη ευεξια μα τιποτα περισσοτερο. Μετα ξαφνικα, σαν μια εσωτερικη αορατη μηχανη κινησης να μπηκε σε λειτουργια, οι παρενεργειες της εισπνοης εγιναν εμφανεις. Ο Μικ δεν ηταν προετοιμασμενος για κατι τετοιο.
                      =============================== 
Στην αρχη ενοιωσε ενα ελαφρυ γαργαλητο στο κεφαλι που ομως δεν ηταν διολου ενοχλητικο. Αμεσως μετα ενοιωσε λες και ο εγκεφαλος του τεντωνοταν σαν να προσπαθουσε να ξεμουδιασει. Πριν συνειδητοποιησει τι συνεβαινε ολα εξελιχθηκαν ταχυτατα. Ενοιωσε σαν να ειχαν ενεργοποιηθει αγνωστα, νεκρα τμηματα του μυαλου του που το καθενα χαραζε και μια διαφορετικη πορεια. Μια πανδαισια απο εναλλασομενα, εντονα χρωματα αρχισε να δεσποζει στην εσωτερικη του ενοραση κι αισθανθηκε σαν να κολυμπουσε σε μια ζελατινωδη θαλασσα που διεσχιζε με σχετικη ευκολια. Νεες σκεψεις εκαναν την εμφανιση τους αλλα δεν μπορουσε να προσδιορισει ουτε την πηγη τους ουτε ενοιωθε πως ειχε ελεγχο πανω τους. Ενας χαμηλοτονος βομβος, σαν μουσικο χαλι στην πανσπερμια των χρωματων που τον πλημμυριζαν εμφανιστηκε απο το πουθενα και σταδιακα δυναμωνε. Τιποτα απ' ολα αυτα δεν τον εκαναν να δυσφορει, απλα μαζευονταν πολλα που δεν μπορουσε να διαχειριστει. Πανω που αρχιζε να το συνηθιζει τα πραγματα πηραν απροβλεπτη κι ανεξελεγκτη πορεια. 
                       =============================
Ηταν σιγουρος πως ο εγκεφαλος του ειχε διογκωθει προσπαθωντας ν' αφομοιωσει αυτες τις αγνωστες και νεες εμπειριες. Πραγματα που ποτε πριν δεν ειχαν απαντησεις, σκεψεις που απορουσε γιατι δεν ειχαν ενσκηψει μεχρι τοτε παλευαν να χωρεσουν μεσα στο μυαλο του κι αυτο με την σειρα του προσπαθουσε να διευρυνει το αορατο εμβαδον του για να τα χωρεσει. Ηταν αληθεια λοιπον, οι σποροι του Cumulus Cerebrum, του φυτου που φυτρωνε μονο εκει σ' αυτο το νησι, ενεργοποιουσε τμηματα του φλοιου του εγκεφαλου που εμοιαζαν ανενεργα ανοιγοντας νεους διαδρομους σε μια συγκεκριμενη διαδρομη που το ανθρωπινο μυαλο ακολουθουσε χιλιαδες χρονια τωρα. Οι πληροφοριες που ειχε ηταν σωστες, το ταξιδι που ειχε κανει ειχε αντικρυσμα, η ανθρωποτητα βρισκοταν στο κατωφλι της επομενης νοητικης εξελιξης που θα την αλλαζε για παντα. Αρκει το Cumulus Cerebrum να εφτανε στα χερια ολου του κοσμου μεσω εκεινου.
Ηταν ενστικτωδης η κινηση που εκανε να παρει την καρυδα και να ρουφηξει απληστα ολο το περιεχομενο. Χαμογελασε νοιωθοντας ετοιμος για νεους, συναρπαστικους οριζοντες.
                          =============================== 
Ο Κουλχακουρ δεν εκανε καμια ερωτηση. Μετεφερε το αψυχο σωμα του Μικ στο σκαφος του σαν να μην ειχε συμβει τιποτα και το παρεδωσε στο λιμεναρχειο του Πορτ Μπλαιρ. Τους εξηγησε που το βρηκε και οι τοπικες αρχες, σαν να ηταν κατι το απολυτα φυσιολογικο, διενεργησαν για να μεταφερθει ο νεκρος στην Καλκουτα. Εκει ο Μικ βρεθηκε στο κρατικο νεκροτομειο για να διεξαχθουν οι απαραιτητες εξετασεις. Ο αρμοδιος ιατροδικαστης βρεθηκε μπροστα σε κατι πρωτογνωρο κι αναγκαστηκε να επαναλαβει τις εξετασεις ξανα και ξανα για να σιγουρευτει.
Διχως εμφανη σημαδια που να υποδεικνυαν απο τι ειχε πεθανει ο φυσιοδιφης, την προσοχη του τραβηξε μια ανεπαισθητη κιτρινη λαμψη που εμοιαζε να στολιζει την περιοχη γυρω απο τους κροταφους. Ανοιγοντας το κεφαλι του Μικ εμεινε εμβροντητος.
Ολο το εσωτερικο μερος του κεφαλιου ηταν παντελως αδειο, σαν να μην ειχε υπαρξει ποτε τιποτα εκει. Μονο εκεινη η ανεπαισθητη λαμψη υπηρχε κι εμοιαζε εγκλωβισμενη μεσα του.
                        ==============================
Ο γιατρος αναψε τσιγαρο κι εβαλε κι αλλο απο το Slane. Ο συναδελφος του ειχε φυγει αφηνοντας τον μονο του με τις σκεψεις του. Μονο το ουισκι κατορθωνε να σταματαει, εστω και για λιγο, το τρεμουλιασμα των χεριων του. Αναλογιστηκε τι ειχε δει και ηπιε κι αλλο. Δεν τα ειχε πει ολα στον συναδελφο του, δεν μπορουσε να του τα πει ολα. Ουτε ο ιδιος δεν το πιστευε μα οσο η σκηνη ερχοταν και παλι στην σκεψη του ενα ριγος αποκοσμου τρομου κι ανειπωτης φρικης τον πλημμυριζε. Οχι, ηξερε καλα τι ειχε δει, δεν ηταν τρελος, επιστημονας ηταν. Η σκηνη επεστρεψε ξανα και βαθια μεσα του ηξερε πως θα τον στοιχειωνε για την υπολοιπη ζωη του.
Θα ορκιζοταν σε οτι του ζητουσαν πως οταν εσκυψε για να δει απο κοντα αυτην την παραδοξη κιτρινη λαμψη πως η τελευταια συγκεντρωθηκε σ' ενα σημειο του εσωτερικου μερους του κεφαλιου του Μικ και τον κοιταξε με μια απιστευτη μοχθηρια, μια ανυπερβλητη κακια που τον παγωσε ολοκληρο. Μετα απλα εξαφανιστηκε. Μα ο γιατρος ειχε δει, ηξερε πως εκεινη η λαμψη ηταν ζωντανη κι απεπνεε το πλεον συμπαγες μισος που μπορουσε ποτε να φανταστει.













                                                                       ΤΕΛΟΣ







Κυριακή 4 Απριλίου 2021

                                                         PETER COYNE






                                                      PIECE BY PIECE






He'd kill for a smoke and a Bushmills whiskey shot but deep inside he knew it was out of the question. He felt that the last elements of reason left were about to evaporate but surprisingly it didn't made him feel worry. Reason was the last resort trying to understand what was going on but it had been hours ago since his final effort to solve the mystery that was surrounding him. Whatever was happening had no explanation or logic and he was too tired to keep trying. He looked around once more. Under any other circumstances this could be an ideal, magnificent landscape. But he wasn't on a picnic or just taking a stroll for fun and joy, he was in an unknown place with no memory of how he got there. In fact, he couldn't remember anything. Who he was, who left him there, what he was supposed to do. Blank, total blank. A distant sound draw his attention. At the same time, a dark, strange shadow appeared in the horizon and that made his skin crawl. That wasn't good, no good at all. He realised that the shadow was moving towards him and was getting bigger. A sneaky, inside growing fear said 'hi' and smiled sardonically.                                 =========================                                                  

He opened his eyes trying to realise where he was. He had no recollection of the place, he was damn sure he'd never been there before. He was in the middle of a pasture, covered in grass and flowers so high that reached it's knee. It must have been spring, the blossomed flowers, the mixed gorgeous smells, the light blow of a cool air, everything attested that the era was spring. But where was he ? He looked around trying to find a clue. He noticed that he couldn't see any land beyond a point laying approximately 200 meters away. Strange it was, he had to check. He walked the distance and suddenly halted. He was standing on the edge of a cliff, there was a vast chaos below, a chaos that his gaze couldn't see the end of it. It took him a few minutes to realise something dreadful. He was standing on a piece of land surrounded by absolute void. He freaked out. What was that ? How could this happen ? Where this piece of land was based on ? More unanswered questions added to the already existing ones. The fear that was methodically taking him over gained ground, grew more, eliminating his stock of reason. 

                           ==========================  

That stock was the one that helped him noticing another strange thing. Although he was supposed to be in a field there was an absolute lack of life besides himself. There should be bees and butterflies flirting with the flowers, birds flying over, small animals running on the ground. Nothing. He was the only living creature there and this was somehow terryfing. It was more a huntch rather something he noticed that made him turn back. He felt the cold, slippery sweat in his palms and tried to wipe it out using his shirt. He'd sworn that there was no land south east, he had walked the direction and had found himself to the edge of the cliff. Now, inexplicably, there was more land added to the once frightening blank. He rushed south east and at the same time he felt his heart beating faster beyond any control. He paused once more. This extra piece of land was also surrounded by the same, mysterious void. His brain wanted to work properly but he found out that it was malfunctioning, unable to focus on what he wanted. Instead of getting answers he had to deal with more bizzare happenings. And then things just got worse. 

                            ==========================

He felt like a hammer was hitting hin steadily, rhythmically and repeatedly. The first sound ever since he found himself in this unexplained place should be a sign of hope and encouragement but allas !, it just made things more complicated and worrying. It was a sound coming from above his head and instinctively he looked up. He had never seen a bird like that before, no bells ringing, but he was under the impression that this was not an ordinary bird. It looked like those birds he was watching in documentaries about dinosaurs but he had no recollection of a name. But what was happening to that bird was far more scary. When it reached the end of the land it wasn't flowing over the abyss but like it was hitting an invisible obstacle turned back and kept flowing. He watched it over and over again trying to fly but even the bird looked trapped and limited to the land. No other life form existed, it was just him and the strange bird. He asked himself what else could go wrong and somehow, an unknown, superior power answered his question. This was weird, totally weird and it was getting weirder as the minutes passed. 

                        ======================

Soundlessly, magically, another small part of land was added to the existed ones. He knew he had more space to move since he started but it didn't seem to do any good to him. He rushed to the edge trying to figure out if the chaos was still there but stopped all of a sudden. Two things draw his attention, one in the air and the other one on the ground. The strange bird in the air now was able to fly to the new piece of land always halted when reachin the edge and two unknown but odd creatures were looking at him suprised. Their body was skaly, like a crocodile, 70 centimetres high, standing on their two back feet with membranes under to what looked like to be arms, biny yellow eyes and short, sharp teeth decorating the mouth. He lost a heartbeat at the sight, suddenly the oxygen wasn't enough and paused unable to take his eyes of the creatures. This was madness, pure, refined madness. What the hell was going on ? Where was he ? Why ? Again, the river of questions flooded, got wild and threatened to drown his remaining logic. His mind was crying out for a way out, he screamed without any order from his suffering brain.

                      ==============================

He had no sense of time. There was a constant light all over the landscape but it was never getting brighter or fainted. Like him, time seemed to be trapped in this place with no ability to change a single detail. That was the monent he wondered if he was being in a nightmare, so vivid and real that felt like reality. He blinked his eyes, pinched himself a couple of times but that didn't change anything. He was still there, to a multiplying land with a bird flying over him and two unbelievable creatures gazing at him. He collapsed. He was on his knees, holding his head with his hands trying to keep his senses together. By the time he got up he already knew what had happen before even turning his head behind. It didn't matter how many new pieces of land were added, it had no use for him at all. A low voice informed him in whispers that he was hungry but he ignore it. He did the same with the thirst, despite it's significance, his priorities were quite different. New elements appeared on the land. Trees, bushes, something like a forest far away, a part of a river that had no beginning or end. At that point he realised it but he didn't bother anymore.

                         ==============================

Trapped in an unreal world he knew that there was nothing he could do but wait. Wait for nothing or wait for something had no meaning anymore. His entire existence was shouting that this would end badly but he cared no more. He needed something to lean on but there was nothing. Around him the landscape was changing faster but he paid no attention. He was just standing there, a souless puppet, a body with zero response to everything. It was the trembling of the ground that brought him back for a while. The ground kept trembling, now it was more intense and feeling it coming closer. The last sparkle in his mind led him to look in the west. The sound of the trembling earth became louder and somehow he knew it was connected to that big, dark shadow that was moving fast towards him. Whatever it was he'd welcome it. No, it wasn't for good definitely but deep in his soul he knew that this unknown torture would end with it. The monstrous beast stopped fifty meters from him looking surprised. It hesitated for a split second. Performing a giant leap it covered the distance and fell upon him.

                        ===============================

I.T.C ( Imagination Come True ) was the most successful company of its kind. Estabished one year after the Fegthrados attacked and conquered Earth, I.T.C specialised in toys suitable for everyone of this intergalactic race. Fegthrados soon realised that the palnet was a goldmine if it was treated right and that's exactly what they did. Slaving the human race was the smartest thing to do saving the planet from total destruction. Their advanced technology allowed them to make Earth an alive planet for anyone except humans. Due to that technology, species exctincted were brought back to life, pollution stopped and the oceans were no more giant trashcans. With most of the humans dead and the rest captured and used as meaningless slaves the balance was regained. The new habitants, Fegthrados, were ruthless but fair. They kept the few little goods they found and combined with their ideas Earth was enjoying glory days. I.T.C was one of the companies that paid to obtain humans scheduled to be used in the company's clever and marvellous toys. Liam Brady didn't know it but he had cost a small fortune to I.T.C. to buy.

                     =============================

The philosphophy of I.T.C. was simple but smart. Toys had the same effect to Fegthrados as in the culture of Earthlings or any other intelligent form of lives they had experienced in their space trips. And what made I.T.C.'s toys unique was the combination of simplicity with high technology. They started by taking extra high resolution pictures of anything that could be useful and interesting. Thanks to their technology they were bringing the picture in life. Then it was the shrinking. Depending on the desirable size the living picture was shrinked to the wanted level. Now, they had to enrich this picture by adding what the designing department of the company chose. When everything was completed it meant it was time for the cutting. Using tools beyond any imagination they cut the picture in pieces and that was it. Despite the cutting, the pieces remained alive and so was all the elements the picture contained. Theoretically, the next and last stage should be the most difficult. But Fegthrados' technology knew no limits, so even this stage was so easy to handle that even a kid could perform it. 

                           ===========================

Planting life in the picture's pieces was achieved using the 'shrinking' technique. Animals, birds, humans, anything that was required was shrinked and put into the pieces. That was what happened to Liam Brady. He was skrinked and put into a puzzle about dinosaurs for kids and not only. The owner of the game assembled the puzzle until it was completed. What would happen to the 'planted' figures was irrelevant. It seemed that anyone bying a puzzle like that was the proud owner of an alive, tiny landscape. Liam Brady didn't know that but even if he knew nothing would ever change. His fate was written in the stars, some damn black and unfriendly stars. He was human, expendable and there were some millions sharing the same deadly fate. Although the thoughts of someone facing death are at least interesting, for Liam Brady thought was a luxury. It would be quite unorthodox for someone to believe that Liam's last thought was to close his eyes and smile ironically. No, you don't act like this in a situation like that, especially when the jaws of a T-Rex have started to detach your head from the rest of your body.


 

 





                                                               THE END