Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

                 ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23


Ειχαν φτασει ακριβως εξω απο τον προθαλαμο, σημειο περαν του οποιου μονο υψηλοι αξιωματουχοι, πραιτωριανοι η συγκλητικοι μπορουσαν να συνεχισουν και ο φρουρος ευγενικα τους ζητησε να περιμενουν μεχρι να τους αναγγειλει. Τυπικο ηταν το θεμα αλλα ο Τιβεριος Ιουλιος Καισαρας Αυγουστος δεν αφηνε ποτε κατι στην τυχη, κατι που τον ειχε βοηθησει ν' αποφυγει ασχημες καταστασεις ολα αυτα τα χρονια της διακυβερνησης του. 
Ο χωρος ηταν τεραστιος μα απλα και λιτα διακοσμημενος. Το πατωμα ηταν στρωμενο με ελληνικο μαρμαρο ενω τους γυμνους τοιχους στολιζαν περιοδικα ογκωδη αγαλματα Θεων. Αυτο που ηταν εντυπωσιακο ηταν η εκπληκτικη ακουστικη του, πραγμα που σημαινε πως σ' ενα τοσο αδειο χωρο ο ηχος ταξιδευε γρηγορα και καθαρα παντου με αποτελεσμα ολες οι συνομιλιες των παρευρισκομενων να γινονται χαμηλοφωνα. Και την δεδομενη εκεινη στιγμη υπηρχε αρκετος κοσμος, σε μικρα πηγαδακια, πολλοι εκ των οποιων παραλληλα με την ψιθυριστη, κρυφη συζητηση που εκαναν ειχαν στραμμενα τα βλεμματα τους και στους δυο αντρες που περιμεναν υπομονετικα την επιστροφη του φρουρου.
                                                -------------------------------
Καποιοι πλησιασαν τον Ορατιο Φλαβιο Βρουτο, ανταλλασοντας μαζι του χειραψιες ενω με την σειρα του ο βετερανος εκατονταρχος χαιρετησε καποιους αλλους. Κανεις δεν αποπειραθηκε να μιλησει, ουτε καν να χαιρετησει τον ξενο. Οι περισσοτεροι απο δαυτους ακομα δεν ειχαν χωνεψει πως καποιος μη Ρωμαιος, ενας αγνωστος, ειχε κατορθωσει ν' αποκτησει την ευνοια του Καισαρα σε τετοιο σημειο που να εχει αναρριχηθει στην ιεραρχια πολυ περισσοτερο απο τους ιδιους. Μα και ο ιδιος ο ξενος απεφευγε τις επαφες μαζι τους. Ηξερε οτι τον θεωρουσαν ξενο σωμα μα δεν τον ενοιαζε. 'Μικροι ανθρωποι με φτηνη κακια' ειχε πει καποτε στον Ορατιο σχολιαζοντας τους, κανοντας τον τελευταιο να ξεσπασει σε τρανταχτα γελια.
-'Βλεπεις πουθενα τον Λευκιο' ? τον ρωτησε αφου ειχε απεγκλωβιστει απο τις κοινωνικες και διπλωματικες επαφες του.
-'Οχι' απαντησε ο ξενος. 'Αλλα οπου βρισκονται κουφαρια να εισαι σιγουρος πως η υαινα, ακομα κι αν δεν φαινεται, καπου κοντα ειναι'.
-'Δεν εχω καμια ορεξη να τον δω, αληθεια σου λεω' ειπε ο Ορατιος μ' ενα στιφο χαμογελο.
-'Δεν νομιζω πως θα το αποφυγεις' ανταπαντησε ο ξενος και βηματισε προς τον φρουρο που ερχοταν προς το μερος τους. Τους εκανε νοημα να περασουν. 
                                         -------------------------------
Λιγα λεπτα χρειαστηκαν για ν' αποδειχθει πως ο ξενος ειχε δικιο. Στην αιθουσα συσκεψεων, εκτος του Λευκιου Αιλιου Σηιανου και του Καισαρα ηταν ακομα ο Αυρηλιος Διοκλητιανος, ο παλαιοτερος και πλεον σεβασμιος αναμεσα στους Συγκλητικους. Οι δυο αντρες ανταπεδωσαν το νευμα χαιρετισμου του Συγκλητικου, ο Ορατιος υποκλιθηκε ελαφρα στον Τιβεριο, ο ξενος παρεμεινε αμετακινητος ενω αμοιβαια ηταν η αδιαφορια που επικρατησε σε σχεση με τον Λευκιο. Ο Τιβεριος τους ζητησε να καθησουν και ξεκινησε να μιλαει.
-'Πριν μερικες μερες εφτασε ενα γραμμα απο τον Πουμπλιο Λεντουλο, τον διοικητη της επαρχιας της Ιουδαιας' ειπε ενω ταυτοχρονα εδινε το γραμμα στον ξενο που αρχισε να το περιεργαζεται. -'Σ' αυτο το γραμμα κανει αναφορα για καποιον που χρησιμοποιει την περιοχη εκει για να παριστανει τον προφητη και.....'
-'Δεν ειναι η πρωτη φορα που συμβαινει κατι τετοιο' τον διεκοψε ακομψα ο Αυρηλιος.
-'Το θεμα ειναι οτι αυτος ο προφητης υποστηριζει πως ειναι βασιλιας' ολοκληρωσε ο Τιβεριος. 
                                         -------------------------------
-'Μ'αυτο ειναι γελοιο, ειναι.....'
Ηταν η σειρα του Τιβεριου να τον διακοψει.
-'Η ουσια ειναι πως στην γενικη περιγραφη που παρουσιαζει ο Λευκιος ο ανθρωπος αυτος ειναι κατι το πρωτοεμφανιζομενο και κατα συνεπεια απαιτει ειδικο χειρισμο. Τι καταλαβες απο το γραμμα' ? ρωτησε τον ξενο που φαινοταν να το περιεργαζεται.
Ο τελευταιος ειχε μεινει ακινητος, σφιγγοντας το γραμμα στα χερια του δινοντας την αισθηση πως το περιεχομενο του ηταν παντελως αδιαφορο. Οντως ετσι ηταν.
Σαν να ειχε ξυπνησει απο ενα ληθαργο δεκαδων ετων ο κυβος του Γιοντοκ ειχε επανελθει. Η απλη επαφη με το χαρτι ειχε λειτουργησει σαν καταλυτης για την αφυπνιση του. Ενα αδιορατο κυμα αγνωστης ενεργειας ξεκινουσε απο το χαρτι, μεταφεροταν στον κυβο και απλωνοταν με την ταχυτητα επιδημικης ασθενειας στο καθε κυτταρο του ξενου. Σκεψεις, συναισθηματα, εικονες και ηχοι ξεχασμενοι απο καιρο αποτομα ειχαν αναβιωσει καθως η ενεργεια καταλαμβανε και το τελευταιο μοριο του σωματος του. Ολα ξαφνικα ειχαν γινει ξεκαθαρα. Ενοιωθε σαν μολις να ειχε βγει στο απλετο φως του ηλιου μετα απο χρονια εγκλεισμου σ' ενα κατασκοτεινο δωματιο. 
                                           ----------------------------
-'Δεν ειναι κατι που πρεπει ν' αγνοησουμε' εκανε. 'Πιστευω πως πρεπει να εχουμε αποψη οι ιδιοι για το τι συμβαινει'.
-'Αυτο πιστευω και γω' εκανε ο Τιβεριος με μια λαμψη να παιρνει σαρκα και οστα στα ματια του. 'Μπορει να μην ειναι και τιποτα αλλα καλυτερα να ειμαστε σιγουροι'.
-'Δεν νομιζω πως συντρεχει πραγματικος λογος για κατι τετοιο' ειπε ο Λευκιος που ηταν ο τελευταιος που ειχε διαβασει το γραμμα. 'Αλλοιμονο αν η αυτοκρατορια ασχολιοταν με ολους αυτους που κατα καιρους εμφανιζονται και παριστανουν τους προφητες. Θα επρεπε συνεχεια να τρεχουμε στα τεσσερα σημεια του οριζοντα'.
-'Εχω την αισθηση πως αυτη η περιπτωση δεν εμπιπτει στον γενικο κανονα' ειπε ο ξενος κοφτα. 'Επιμενω πως πρεπει να εξετασουμε την περιπτωση οι ιδιοι'.
'Κι αυτο το καταλαβες απο το γραμμα' ? εκανε ειρωνικα ο Λευκιος. 
-'Ορατιε, η γνωμη σου' ? ειπε ο Τιβεριος κανοντας ταυτοχρονα μια χειρονομια που σημαινε πως απαιτουσε να σταματησει η διαμαχη.
-'Η περιοχη αυτη ηταν παντα σε αναβρασμο' ειπε σοβαρα ο εκατονταρχος. 'Οντως κατα καιρους εμφανιζονται διαφοροι που αυτοανακηρυσσονται σε προφητες, βασιλιαδες η αυτοκρατορες. Οσο αφελες και να ειναι αυτο παντα βρισκονται καποιοι που τους ακολουθουν. Εστω γι αυτο μονο, πιστευω πως αξιζει τον κοπο να ριξουμε μια ματια'.
                                           ------------------------------
-'Εξακολουθω να πιστευω πως προκειται γι ασκοπο χασιμο χρονου' επεμεινε ο Λευκιος μα πλεον πιο ηπια, διαπιστωνοντας οτι ηταν η τρανταχτη μειοψηφια. Παρ' ολα αυτα δεν ηταν διατεθειμενος να κανει πισω υιοθετωντας την σταση των υπολοιπων. -'Αλλ' αυτο ειναι κατι που θα το κρινεις εσυ Τιβεριε' συμπληρωσε απευθυνομενος στον Καισαρα.
-'Αληθεια ειναι αυτο' εκανε ο αυτοκρατορας. 'Και ειμαι αποφασισμενος να ερευνησω το συγκεκριμενο θεμα θελοντας να προλαβω οιανδηποτε αναπαντεχη εξελιξη που θα μπορουσε να επιφερει αναστατωση στους κολπους της αυτοκρατοριας'.
Οι υπολοιποι τρεις βρισκονταν στο αρχικο σταδιο εκεινων των κινησεων που υποδηλωναν εναρξη αποχωρησης. Ο Τιβεριος τους αποδεσμευσε με μια απλη χειρονομια μα οταν ειδε τον ξενο ν' αποπειραται να τους ακολουθησει τον σταματησε μ' ενα ξερο 'Εσυ μεινε'.
Ηξερε απο πριν τι θα επακολουθουσε. Μονο για ενα λογο του ειχε ζητησει να μεινει πισω και τον λογο αυτον τον ηξερε. Οπως και να ειχε ομως, επρεπε να τον ακουσει.
Θα ηταν ισως απο τις ελαχιστες φορες που θα συμφωνουσε με τον Τιβεριο τοσο ευκολα και τοσο γρηγορα. Ηταν κατι που και ο ιδιος το ηθελε περισσοτερο απο τον αυτοκρατορα. Ο κυβος ειχε ξυπνησει και του εδειχνε το δρομο και δεν υπηρχε εναλλακτικη επιλογη.
                                            ------------------------------
-'Το ηξερα οτι σαν καλο σκυλακι θα συμφωνουσες με τον αφεντη σου' ειπε ειρωνικα ο Λευκιος στον Ορατιο μολις βγηκαν εξω, εχοντας τουλαχιστον την διακριτικοτητα να περιμενει ν' απομακρυνθει ο Αυρηλιος Διοκλητιανος. -'Ομολογω πως το αντιθετο θα μου προξενουσε καταπληξη, ομως τελικα δεν με διεψευσες'.
Ο Ορατιος τον κοιταξε με τον τροπο που καποιος αντικρυζει ενα αθλιο και μιαρο θεαμα. Ταλαντευτηκε λιγο αναμεσα στο να δωσει συνεχεια η απλως ν' απαξιωσει τα λεγομενα του αρχηγου των Πραιτωριανων και δευτερολεπτα μετα κατεληξε στο δευτερο.
Του χαμογελασε ειρωνικα περνωντας απο μπροστα του κανοντας μια θεατρινιστικη υποκλιση και βηματισε μακρια. Το χερι του Λευκιου τον αρπαξε απο το μπρατσο και τον σταματησε.
-'Εμεις οι δυο εχουμε ανοιχτους λογαριασμους, το ξερεις. Μολις ξεμπερδεψω μαζι σου θ' ασχοληθω και με τ' αφεντικο σου. Προσεχε Ορατιε, δεν εχεις καταλαβει με ποιον τα εχεις βαλει'.
Η λυση στην αμηχανη στιγμη δοθηκε εξαφνα απο μια γυναικεια φωνη που απευθυνοταν στον Ορατιο. Εκμεταλλευομενος την στιγμιαια αδρανεια του Λευκιου, ο Φλαβιος Βρουτος αποσπαστηκε αποτομα απο το πιασιμο και προχωρησε προς την γυναικα.
-'Αυτοκρατειρα Ιουλια, ποσο χαιρομαι που σας βλεπω'.
                                              ---------------------------------- 
-'Ορατιε, ελα λιγο μαζι μου, θελω να σου μιλησω για κατι' ειπε η γυναικα του Τιβεριου. Αυτος υπακουσε και την ακολουθησε σ' ενα απομονωμενο δωματιο.
-'Τι μπορω να κανω για σας' ? ρωτησε.
-'Υπαρχει κατι που πρεπει να κανεις για μενα' ειπε η γυναικα ενω ηταν ολοφανερο οτι η ταραχη που την διακατειχε ειχε περασει στα σφιγμενα χερια της και στον τονο της φωνης της.
-'Ξρω για το γραμμα που εχει ερθει απο την Ιουδαια' ξεκινησε 'οπως ξερω πως ο αντρας μου ειναι αποφασισμενος να το ερευνησει. Γνωριζω επισης ακομα πως αυτου του ειδους τις αποστολες τις αναθετει παντα στον φιλο σου' προσθεσε και τον κοιταξε αναμενοντας καποια αντιδραση. Ο Ορατιος παρεμεινε αταραχος στη θεση του.
'Κοιτα, εκτιμω ολα οσα εχει κανει για τον Δρουσο, το γιο μου, μεχρι στιγμης αλλα εδω χρειαζομαι την βοηθεια σου γιατι νομιζω οτι τα πραγματα ξεφευγουν απ' τον ελεγχο.
'-Τι ακριβως ζητας απο μενα' ? ρωτησε ο Ορατιος. -'Και τι σχεση εχει ο Δρουσος μ' ολα αυτα' ?
-'Εμαθα απο σιγουρη πηγη οτι ο Δρουσος θα ζητησει αδεια απο τον Τιβεριο ν' ακολουθησει στην αποστολη στην Ιουδαια. Και κατι τετοιο δεν θελω να συμβει'.
                                        -------------------------------
-'Πως σκεφτεσαι να το χειριστεις' ? ρωτησε ο Τιβεριος.
-'Νομιζω πως θα ξεκινησω απο τον Λευκιο Ουιτελλιο, τον επαρχο της Συριας' απαντησε ο ξενος. 'Σιγουρα θα εχει να μου δωσει πληροφοριες που θα μπορουσα να εκμεταλλευτω. Εξ' αλλου η Ιουδαια υποκειται ουσιαστικα σ' αυτον, οποτε σιγουρα θα εχει κανει καποια ερευνα. Μετα θα πρεπει να μιλησω με τον Τιβεριο Ποντιο Πιλατο για να μαθω τι ξερει και στο τελος, με οσες πληροφοριες θα εχω συλλεξει θα συναντηθω με τον Πουμπλιο Λεντουλο. Αναμφισβητητα θα πρεπει να δω και εγω ο ιδιος αυτον τον Ιησου για να εχω μια εμπεριστατωμενη αποψη για το ποιος ακριβως ειναι και τι πρεσβευει'.
Σταματησε περιμενοντας αντιδρασεις. Ο Τιβεριος εμεινε λιγο σκεπτικος και μετα κουνησε επανειλλημενα καταφατικα το κεφαλι του.
-'Θα κοιταξω ποτε φευγει καραβι για την Σελευκεια. Απο κει μετα ειναι λιγος ο δρομος μεχρι την Αντιοχεια, την εδρα του Λευκιου Ουιτελλιου' ειπε ο ξενος.
-'Θα πας μονος' ? ρωτησε ο Τιβεριος. -'Ισως θα επρεπε να....'
-'Δεν χρειαζεται να ερθει αλλος μαζι. Ειναι κατι που μπορω να καταφερω μονος μου'.
                                         ------------------------------
-'Αποκλειεται να τον αφησει ο Τιβεριος να παει στην Ιουδαια' ειπε ο Ορατιος. 'Δεν στελνεις παιδι να κανει την δουλεια αντρα' συνεχισε.
-'Αυτο λεω και γω. Ομως του εχει μπει στο μυαλο να παει.Πιστευει πως με οσα τον εχει διδαξει  ειναι ετοιμος για κατι τετοιο. Θελει ν' αποδειξει στον πατερα του και τον δασκαλο του για το τι ειναι ικανος να κανει. Γι αυτο σε χρειαζομαι Ορατιε' ειπε και γονατισε αποτομα μπροστα του. 'Μονο εσυ μπορεις να βοηθησεις'.
-'Μα πως' ? αναρωτηθηκε εκπληκτος ο αντρας.
-'Μιλα του' ειπε η Ιουλια. 'Πες του πως αν το ζητησει απο τον ιδιο να του το αρνηθει. Αν παλι του το ζητησει ο πατερας του να το αρνηθει και σ'αυτον. Ο Τιβεριος τον ακουει, τον εμπιστευεται. Αν του πει οτι δεν ειναι ετοιμος ακομα δεν θα δωσει ποτε αδεια στον Δρουσο να παει μαζι του. Μα πρεπει να του το ζητησεις εσυ. Μονο εσενα ακουει. Φοβαμαι για τον γιο μου Ορατιε, δεν αντεχω την σκεψη οτι θα ειναι τοσο μακρια μου σ' εναν αγνωστο τοπο'.
Ο Ορατιος βηματισε λιγο παραδομενος στις σκεψεις του.
-'Μην ανησυχεις' ειπε. 'Θα του μιλησω και ξερω πως θα με ακουσει. Μπορεις να εισαι ησυχη. Αφησε το πανω μου'.
Ενα δακρυ εκανε δειλα την εμφανιση του στην ακρη του ματιου της Ιουλιας.
-'Σ' ευχαριστω' ψιθυρισε. 'Δεν ξερεις τι σημαινει αυτο για μενα'. 





Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

                         ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22


Ο Ορατιος Φλαβιος Βρουτος κοντοσταθηκε στην εισοδο του σπιτιου. Δεν ηταν η πρωτη φορα που παταγε το ποδι του εκει μα παντοτε σταματουσε για ν' απολαυσει το θεαμα που απλωνοταν μπροστα στα ματια του. Το σπιτι στην πραγματικοτητα ηταν μια μικρη, κομψη επαυλη, κτισμενη σχεδον στο κεντρο ενος πραγματικα ονειρωδους κτηματος. Η διαδρομη μεσα στους φαντασμαγορικους κηπους του εκοβε την ανασα. Λουλουδια και φυτα εναλλασονταν με τετοια αρμονια που μονο ενας βαθυς γνωστης του αντικειμενου θα μπορουσε να πετυχει.
Αυτος ο γνωστης ηταν ο λογος που βρισκοταν εκει τοσο πρωι. Φαινοταν εξωφρενικο μα δεν ηξερε καν τ' ονομα του. Ισως σε καποια αλλη περιπτωση λιγη σημασια να ειχε αλλα ν' αγνοεις τ' ονομα του ανθρωπου που του χρωστας τη ζωη σου ακουγεται λιγο οξυμωρο. Ομως αυτη ηταν η πραγματικοτητα. Βαδιζε με την σιγουρια ανθρωπου που ηξερε προς τα που επρεπε να κατευθυνθει. Εστριψε αριστερα στο τελευταιο δρομακι πριν την εισοδο και φτανοντας στη γωνια εκανε δεξια. Ανεβηκε τα λιγα σκαλοπατια που βρηκε μπροστα του, εκανε μερικα βηματα στο πλατυ κεφαλοσκαλο και κατεβαινοντας τ' αντιστοιχα αριθμητικα σκαλια βρεθηκε μπροστα στο αιθριο με το συντριβανι. Ηταν εκει.  
                                          ----------------------------------
Η Πρισιλλα Βαλεριανα τεντωθηκε σαν τη γατα και τυλιξε κυλωντας στο κρεββατι τα απαλα σεντονια γυρω της. Εριξε μια ματια διπλα της αν και γνωριζε ηδη πως ηταν μονη της. Ανασηκωσε το κεφαλι της και ριχνοντας τα μακρια μαλλια της πισω φωναξε την υπηρετρια.
-'Βελεντα' ! 'Ειναι ετοιμο το μπανιο μου'?
'-Φυσικα κυρα μου' ηρθε απο καπου η απαντηση. -'Απο ωρα τωρα'.
Η Πρισιλλα σηκωθηκε και τεντωθηκε για μια τελευταια φορα. Περπατησε με μικρα βηματα προς την μπανιερα της ενω τα σεντονια γλιστρησαν απο πανω της και εμειναν ενας σωρος στο πατωμα. Μπηκε μεσα διχως τον παραμικρο δισταγμο και αφησε το υγρο στοιχειο ν' αγκαλιασει καθε σπιθαμη του σωματος της. Εκλεισε τα ματια, εγειρε πισω και η υποψια ενος χαμογελου εκανε την εμφανιση του στο προσωπο της καθως χαλαρωνε. Αρκετα λεπτα αργοτερα,οσο γρηγορα κι αποτομα μπηκε, αλλο τοσο εξαφνα πεταχτηκε εξω. Σκουπιστηκε επιμελως κι εριξε μια ματια στο σωμα της. Το αποτελεσμα πρεπει να την ικανοποιησε γιατι ενα μεγαλυτερο, πιο πλατυ χαμογελο σχηματιστηκε και παλι στα χειλη της. -'Βελεντα' φωναξε την υπηρετρια της, 'ελα λιγο εδω που σε θελω'. 
                                       -----------------------------
Ειχε αντιληφθει την παρουσια του Ορατιου εδω και αρκετη ωρα μα δεν το εδειξε. Παρεμεινε ορθιος με το βλεμμα καρφωμενο στο συντριβανι. Δεν ηταν η πρωτη φορα που ο Ορατιος ερχοταν σπιτι του πρωι γι αυτο και δεν απορουσε. Ο Ορατιος ! Τι περιπτωση κι αυτη ! Χρονια ολοκληρα εκατονταρχος στις λεγεωνες του Γερμανικου, τραυματιστηκε σοβαρα σε μια μαχη αναμεσα στον Ρηνο και τον Ελβα οταν ειχαν εκδηλωθει εκει ανταρσια στις συνοριακες λεγεωνες, στην προσπαθεια του να σωσει τη ζωη του Γερμανικου. Αυτο αυτοματα του εξασφαλισε προωρη αποχωρηση απο το στρατο, την ευνοια του Τιβεριου Ιουλιου Καισαρα Αυγουστου που συνοδευοταν απο ενα πλουσιο μηνιαιο εισοδημα δινοντας του την δυνατοτητα να μην χρειαζεται να εργαστει μα να περνα τον χρονο του πια διασκεδαζοντας και γλεντωντας. Εκτοτε ειχε μεταμορφωθει σ' εναν τελειως διαφορετικο ανθρωπο απο τον σκληρο στρατιωτικο που ηταν καποτε, οχι παντα ομως με θετικα αποτελεσματα.
Αναρωτηθηκε τι θ' ακουγε τοσο πρωι απο το στομα του μα ηξερε πως δεν μπορουσε να το αποφυγει. Σε λιγο θα το γνωριζε.
                                -----------------------------------
-'Βελεντα, νομιζω πως πρεπει να χασω καποια κιλα. Οχι οτι εχω παχυνει αλλα να...καταλαβαινεις' εκανε η Πρισιλλα.
-'Τι λες κυρα μου' ? ειπε χαμηλοφωνα η υπηρετρια. 'Εισαι μια χαρα, γιατι να χασεις κιλα' ? 
-'Νομιζεις' ? ρωτησε αυταρεσκα η κοπελα.
-'Ακου που σου λεω κυρα μου' επεμεινε η υπηρετρια. -'Πολλες θα ηθελαν να ειναι οπως εσυ'.
-'Ευχαριστω Βελεντα' ειπε η Πρισιλλα κι εκανε ν' απομακρυνθει.
-'Ο αφεντης ειναι καλα' ? πεταξε η υπηρετρια.  
-'Μια χαρα, γιατι' ? αντιγυρισε η κοπελα.
-'Να, τον βλεπω πολυ εξαντλημενο τωρα τελευταια, κουρασμενο κι ελεγα'.....
-'Δεν χρειαζεται να λες τιποτα' ειπε αυστηρα η κοπελα. Ο κυριος σου ειναι ενταξει'.
-'Οτι πεις κυρα μου, οτι πεις' εκανε ταπεινα η υπηρετρια. -'Να σου ετοιμασω πρωινο' ?
-'Οχι' απαντησε η γυναικα. 'Δεν θελω τιποτα αυτη τη στιγμη. Μπορεις να πηγαινεις'.
-'Στις διαταγες σου κυρα μου' ειπε η υπηρετρια κι αποχωρησε.
Η Πρισιλλα δαγκωσε το κατω χειλι της. Ακομα και η Βελεντα καταλαβαινε οτι κατι δεν πηγαινε καλα. Ομως αυτο δεν μπορουσε να συνεχιστει.
                                 --------------------------------
-'Το ηξερα οτι θα σε βρω εδω στο συντριβανι' ειπε ο Ορατιος.
-'Παντα εδω με βρισκεις τετοια ωρα, το ξερεις' αποκριθηκε ο ξενος.
-'Αληθεια ειναι αυτο. Προφανως βρισκεις κατι σ' αυτο που κανεις αλλος δεν φαινεται να συμμεριζεται'.
-'Θα μπορουσα να ελεγα και γω το ιδιο γι αυτην την εμμονη σου με τα στοιχηματα' ειπε ο ξενος. 'Και θυμασαι οτι παραλιγο να σου κοστισει ακριβα αυτο'.
-'Εχεις δικιο. Αν δεν ησουνα τοτε εσυ να πληρωσεις θα ειχα γινει τροφη για τα ψαρια του Τιβερη. Ξερεις δα οτι ο Λευκιος Αιλιος Σηιανος δεν αστειυεται'.
-'Ομως εξεκολουθεις να στοιχηματιζεις σε καθε ανοησια που μπορεις να σκεφτεις'.
Ο Ορατιος γελασε, μ' ενα πλατυ καθαρο γελιο.
-'Μα πως αλλιως να περασω τον χρονο μου. Μονο αυτο εχω'....εκανε μια μικρη παυση '...και τις γυναικες'.
-'Τα στοιχηματα τελικα μου μοιαζουν λιγοτερο επικινδυνα' ειπε ο ξενος μ' ενα χαμογελο.
-'Κι εμενα' απαντησε ο Ορατιος ' μα λατρευω τον κινδυνο'.
-'Μου φαινεται πως σε λατρευει κι αυτος' εκανε ο ξενος.
Οι δυο αντρες ξεσπασαν σ' ενα δυνατο γελιο, τοσο δυνατο που ακουστηκε μεχρι το σπιτι.
                                     -------------------------------
Η Πρισιλλα ακουσε τα γελια και καταλαβε πως ειχε ερθει ο Ορατιος. Εριξε κατι πανω της και αρχισε να βουρτσιζει τα μαλλια της ενω η σκεψη της περιπλανιοταν σε δαιδαλωδεις διαδρομους. Ηταν εδω και καποιες μερες που τον βασανιζαν αυτοι οι εφιαλτες. Δεν ειχε μιλησει ουτε τον ειχε αφησει να καταλαβει πως προσποιοταν την κοιμισμενη. Τον εβλεπε τα τελευταια βραδυα να πεταγεται μουσκεμα στον ιδρωτα απο το κρεβατι και να βγαινει στον εξωστη για να ξαναβρει τον εαυτο του. Τον παρακολουθουσε διακριτικα και τον εβλεπε που κατεβαινε στο συντριβανι να καθεται με τις ωρες, ακινητος, σαν τ' αγαλματα που στολιζαν τον διαδρομο του σπιτιου εκατερωθεν. Ενοιωθε ενα σφιξιμο καθε φορα που συνεβαινε αυτο και ενα προαισθημα, τοσο σκοτεινο μα και τοσο απιαστο σαν τον καπνο της φωτιας, την τυλιγε. Βαθια μεσα της ηξερε οτι δεν θα της εκανε κουβεντα, θα προσπαθουσε να το λυσει μονος του και ενας κομπος την επνιγε αντιλαμβανομενη οτι κατι τετοιο μπορει να ηταν η αρχη ενος ασχημου τελους.
Ηταν πολλα αυτα που δεν ηξερε γι αυτον, ποτε δεν τον ειχε ρωτησει. Το ιδιο θα εκανε και τωρα μολονοτι γνωριζε. Ο αντρας αυτος οριζε την μοιρα και την ζωη της κι αν μεχρι τωρα το εκανε με θετικα αποτελεσματα θα τον αφηνε ακομα κι αν το τελος ηταν αβεβαιο. 
                                    --------------------------------
Η Βελεντα συμμαζευε το δωματιο που η Πρισιλλα ειχε αφησει οπως παντα αναστατο καθε φορα που ξυπναγε. Δεν ειχε κανενα παραπονο απο τ' αφεντικα της, ισα - ισα που της συμπεριφερονταν αψογα. Για μια Ακουιτανη σκλαβα που ευκολα θα μπορουσε να εχει καταληξει σε καποιο οικο ανοχης στη Ρωμη η συγκεκριμενη τυχη ηταν οτι καλυτερο ειχε φανταστει. Ειχε μια ιδιαιτερη αδυναμια στον αφεντη της, οχι μονο γιατι την ειχε αυτος επιλεξει αναμεσα σε πολλες αλλες για να την παρει σπιτι του αλλα γιατι καταλαβαινε οτι καποιο βαρυ μυστικο κρυβοταν βαθια στα φυλλοκαρδια του και ηθελε οσο τιποτα στον κοσμο να μπορουσε να βοηθησει. Και η κυρια της ηταν μια χαρα γυναικα. Ηταν πραγματι ευνοια των Θεων να βρεθει σ' αυτο το σπιτι. Ενα σπιτι που ολα κυλουσαν ομαλα μεχρι που ο αφεντης ειχε αρχισει να βλεπει εκεινους τους εφιαλτες. Ναι, η Βελεντα ηξερε, ειχε δει μα γνωριζε πως δεν μπορουσε να κανει κατι. Προσευχοταν μονο στους δικους της Θεους να διορθωνονταν ολα και να γινονταν οπως πριν. Τελειωσε με το δωματιο και κοιταξε απο το μπαλκονι την Πρισιλλα που πηγαινε προς το συντριβανι.
                                   -------------------------------
-'Τι το τοσο σημαντικο λοιπον συμβαινει για να σε στειλει ο Τιβεριος τοσο πρωι να με βρεις' ?
-'Ημουνα σιγουρος οτι θα το καταλαβαινες. Δεν ξερω πως το κανεις, αλλα εδω σε παραδεχομαι. Ναι, σε θελει ο αγαπητος μας αυτοκρατορας. Οταν ολοι οι αλλοι αποτυγχανουν παντα σε σενα καταληγει'.
-'Για ν' αποτυχεις πρεπει να εχεις δοκιμασει. Κι αν δεν μ' απατα η μνημη μου εδω και καιρο το μονο πραγμα που προσπαθεις ειναι να βρεθεις αναμεσα στα ποδια καποιας μικρουλας'.
-'Προφανως ειναι το μονο πραγμα που ειμαι ακομα ικανος να επιτυχω' ειπε ο Ορατιος. -'Το μονο που ξερω'συμπληρωσε με την φωνη του να σοβαρευει αποτομα 'ειναι οτι εχει να κανει μ' ενα γραμμα που εχει ερθει απο τον διοικητη της Ιουδαιας'.
-'Θυμισε μου ποιον εχουμε διοικητη εκει'.
-'Αν δεν κανω λαθος τον Πουμπλιους Λεντουλους. Αλλα μπορει να κανω και λαθος'.
-'Μπορει. Και τι ακριβως λεει αυτο το γραμμα' ?
-'Αυτο θα το μαθουμε μαζι τωρα που θα παμε απο κει' ειπε ο Ορατιος. 'Προς το παρον θα πρεπει να ενημερωσεις την Πρισιλλα που μολις κατεφθασε'.
                                       --------------------------
-'Καλημερα Ορατιε' απηυθυνε τον λογο η κοπελα στον επισκεπτη. 'Θελεις να σου φερει κατι η Βελεντα η εισαι βιαστικος οπως παντα' ?
Ο παλιος εκατονταρχος εκανε μια κινηση σαν να ελεγε 'με καταλαβες' ενω η Πρισιλλα φιλαγε τον ξενο.
-'Μην μπαινεις στον κοπο, πρεπει να φυγουμε' της ειπε. -'Θα σε περιμενω εξω, μην αργησεις' συμπληρωσε στρεφομενος στον ξενο και αρχισε ν' απομακρυνεται.
-'Ελα μια μερα που δεν θα εισαι κυνηγημενος' του πεταξε η κοπελα 'απ' τον χρονο η καποιον ζηλιαρη συζυγο να φαμε'.
-'Μετα χαρας' αποκριθηκε ο Ορατιος διχως καν να γυρισει. 
Η Πρισιλλα κρεμαστηκε απο το λαιμο του ξενου και τον φιλησε τοσο εντονα που η συγκεκριμενη κινηση του προκαλεσε απορια.
-'Μεχρι τον Τιβεριο θα παω' της ειπε καθησυχαστικα ενω της χαιδευε τα μαλλια που λαμπυριζαν στο πρωινο φως. 'Μεχρι το μεσημερι θα ειμαι πισω'.
-'Το ξερω' αποκριθηκε η κοπελα παντα σφιχταγκαλιασμενη πανω του. -'Απλα μου λειπεις απο τωρα. Και τι μπορει να σε θελει ? Και γιατι παντα εσενα' ?
Ο ξενος την φιλησε απαλα και της χαμογελασε.
-'Λιγη υπομονη κανε, απ' αυτην που δεν εχεις' ειπε. -'Το μεσημερι θα ειμαι πισω'.
Την αφησε απαλα και απομακρυνθηκε πριν η Πρισιλλα προλαβει να πει κατι.
                                           -------------------------------
Η Πρισιλλα Βαλεριανα εκατσε στην ακρη του συντριβανιου και αφησε το χερι της μεσα να παιζει με το νερο αφηρημενα. Επρεπε να του μιλησει πριν τα πραγματα επαιρναν καποια τροπη που δεν θα μπορουσε πια να ελεγχθει. Η σκεψη οτι μπορει να μην την ηθελε πια της εφερε ενα ριγος και αθελα της μαζευτηκε. Παντα το φοβοταν αυτο, παντα φοβοταν οτι καποια μερα θα ξυπναγε και δεν θα τον εβλεπε ποτε ξανα. Νομιζε οτι ηταν προετοιμασμενη γι αυτο, οτι θα ειχε την δυναμη να το αντιπαλεψει. Ομως οσο αυτο το συναισθημα γιγαντωνε μεσα της τοσο συνειδητοποιουσε οτι αν συνεβαινε κατι τετοιο δεν ειχε τροπο αμυνας. Σηκωσε ψηλα το κεφαλι προς τον χρυσο δισκο που δεσποζε πια στον ουρανο. Στο βαθος ενα μικρο συννεφακι, αργα αλλα σταθερα φαινοταν να εχει πορεια προς την μεγαλη πυρινη σφαιρα. Τα ματια της δακρυσαν και τ' αποτραβηξε γρηγορα. Θα ορκιζοταν ομως πως εκεινο το συννεφακι στο βαθος, της εβγαλε στιγμιαια τη γλωσσα θελοντας να την κοροδεψει που πιστευε οτι παντα θα ηταν λιακαδα. 
Αναστεναξε, σηκωθηκε και με αργο βημα τραβηξε για το σπιτι.




Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

                             ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

                                ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21


Το χτυπημα, καλοζυγισμενο και δυνατο, τον σηκωσε κυριολεκτικα στον αερα πριν προλαβει ν' αντιδρασει. Η συντομη πτηση διακοπηκε δευτερολεπτα μετα καθως προσεκρουσε στον ογκωδη βραχο πισω του. Σωριαστηκε στο εδαφος, ενα βημα μακρια απο το να λιποθυμησει.
Ενοιωθε εναν απιστευτο πονο σ' ολη τη δεξια πλευρα του, ενας πονος που εμοιαζε με ζωντανη φωτια και σε καθε ανασα που επαιρνε ειχε την εντυπωση οτι καποιος του εμπηγε ενα μαχαιρι.
Η καρδια του χτυπουσε σαν τρελλη πασχιζοντας να διανειμει το οξυγονο που με δυσκολια πια εισεπνεε σ' ολο το πονεμενο κορμι του. Το στομα του ειχε γεμισει απο ενα ζεστο, γλυκο, πηχτο υγρο που γρηγορα ειδε να ποτιζει και να κοκκινιζει το εδαφος κατω του.
Στηριζοταν με δυσκολια στο αριστερο του χερι ενω ενοιωθε το δεξι του σχεδον παραλυμενο. Ειχε απωλεσει το ξιφος του, πιθανοτατα κατα την ωρα την προσκρουσης του πανω στο βραχο αλλα λιγη σημασια ειχε. Τα ματια του, θολα απ' τον πονο, προσπαθησαν να εντοπισουν τον υπαιτιο για την κατασταση στην οποια βρισκοταν και το καταφεραν.
                                          ---------------------------------------------
Το πλασμα που στεκοταν ασαλευτο εικοσι μετρα μακρια του ηταν προιον αρρωστημενης φαντασιας και διαταραγμενου νου το διχως αλλο. Ειχε κορμι δρακου, σαν κι εκεινων που δεσποζαν στα παραμυθια αλλων εποχων, με την κοιλια καλυμμενη με σκληρες, λευκες φολιδες ενω το περιβλημα της πλατης του θυμιζε εκεινο των μαυρων κανθαρων που ζουσαν στις πορτοκαλοκιτρινες αμμους της Αιγυπτου. Η ουρα του ηταν μια πραγματικη παραδοξολογια. Σχεδον οσο και το μηκος του κορμιου, ενα διολου ευκαταφρονητο μεγεθος, μα δεν σερνοταν στο εδαφος παρα βρισκοταν υπερυψωμενη και θυμιζε τις ουρες των σκιουρων που ζουσαν στα δαση της Μαυριτανιας. Στεκοταν ορθιο, στηριζομενο σε δυο κοντα, παχια, τριδακτυλα ποδια ενω στο υψος του στηθους υπηρχαν δυο ακομα ποδια, τριδακτυλα κι αυτα μα αρκετα μεγαλυτερα.
Ομως αυτο που ηταν πραγματικα εφιαλτικο ηταν το κεφαλι. Οχι τοσο το μηκος η το σχημα που σου φερνε στο μυαλο κροκοδειλο του Βραχμαπουτρα, ουτε τα τεραστια κιτρινισμενα δοντια που στολιζαν το στομα του, ουτε ακομα κι αυτη η αποκρουστικη κοκκινη διχαλωτη γλωσσα.
Ηταν τα ματια του αυτα που του προξενουσαν ενα πρωτογνωρο φοβο καθως τα κοιταζε.
                                           ------------------------------------------
Για την ακριβεια δεν υπηρχαν ματια. Στη θεση τους βρισκοταν ενα μαυρο κενο, τοσο εντονο και σκοτεινο που ενοιωθες οτι ηταν κομματι απο την ψυχη του πιο ανιερου δαιμονα. Εκει που θα επρεπε να βρισκονται οι κορες ξεκαθαρα διεκρινε κανεις ενα συμπλεγμα απο αστρα σε διαρκη κινηση. Οσο πιο πολυ τα κοιταζε τοσο ενοιωθε σαν να τον τραβαγαν μεσα στο χαοτικο μαυρο κενο που επεπλεαν. Τραβηξε με δυσκολια το βλεμμα του απο πανω τους και δοκιμασε να σηκωθει. Σωριαστηκε παλι κατω ενω τα ποδια του αρνιοταν πεισματικα να υπακουσουν.
Το πλασμα εξακολουθουσε να παραμενει ακινητο παρακολουθωντας ολες του τις κινησεις. Κοιταξε ολογυρα για το ξιφος του και το ειδε λιγα μετρα πιο κει. Συρθηκε στην κυριολεξια και το εσφιξε τοσο δυνατα στο χερι σαν να κρεμοταν η ιδια του η ζωη απ' αυτο.
Με την βοηθεια της λεπιδας κατορθωσε να σηκωθει. Ο πονος παρεμενε παντα εκει για να του θυμιζει τι ειχε συμβει την τελευταια φορα που ειχε ορμησει απερισκεπτα πανω στο πλασμα.
Τωρα θα δοκιμαζε να επιτεθει διαφορετικα.
                                              ----------------------------------
Δεν αλλαξε κατι. Για την ακριβεια υπηρξαν μικρες διαφοροποιησεις. Καινουριος πονος, πιο εντονος και οξυς απο τον ηδη υπαρχοντα, αλλο σημειο που κειτοταν ξανα στο εδαφος, λιγο περισσοτερο κουρελιασμα στα ρουχα του που τωρα πια κρεμονταν σε λουριδες πανω του.
Το χτυπημα που επιχειρησε ηταν επιπεδου μαθητευομενου μοναχου σε ναο των Σαολιν απεναντι στον δασκαλο με τις φυσικες συνεπειες. Συν τοις αλλοις, οι ανοιχτες πληγες απ' οπου συνεχιζοταν απροσκοπτα η απωλεια αιματος ειχαν πολλαπλασιαστει. Κι αυτη τη φορα δεν ηταν η ουρα που τον ειχε χτυπησει οπως στην αρχη μα το ενα απο τα δυο μπροστινα ποδια. 
Επιπλεον ειχε ν' αντιπαλεψει το συνοθυλευμα σκεψεων που λυμαινονταν το μυαλο του. Ενω καταλαβαινε πως πρωτη του προτεραιοτητα ηταν να βρει τροπο ν' αντιμετωπισει το πλασμα, η απορια και η εκπληξη για το πως ειχε βρεθει εκει που ηταν και για ποιο λογο παλευε για την ζωη του εμπαιναν σφηνα, θολωνοντας ακομα περισσοτερο το λογικο του.
Αληθεια, ποιο ηταν αυτο το μερος ? Πως ειχε βρεθει εκει ? Γιατι ?
                                               --------------------------------
Ενοιωθε τη ζωη σιγα σιγα να τον εγκαταλειπει. Ειχε αρχισει ν' αποδεχεται το ματαιο και μοιραιο οταν εκανε ακομα μια αποπειρα να ζητησει βοηθεια. Μεχρι στιγμης ειχε αποτυχει. Με τις τελευταιες του δυναμεις δοκιμασε ξανα. Το δεξι του χερι αγγιξε τον κυβο που βρισκοταν ακομα στον κορφο του αλλα ηξερε ηδη οτι ηταν ματαιο. Δεν διεφερε σε τιποτα απο τα γουστοζικα μικροπραγματα που πουλουσαν κατα κορο οι πραγματευταδες απο την Βαγδατη μεχρι την Βαβυλωνα. Αν περιμενε απο τον κυβο οποιοδηποτε ειδος βοηθειας θα επρεπε να το ξεχασει. Η αξια του δεν ηταν μεγαλυτερη απ' αυτην μιας κοινης πετρας. 
Το απαλο χαδι στα μαλλια του τον εκανε σχεδον ν' αναπηδησει. Σηκωσε το κεφαλι του και μαρμαρωσε. Η Αιναρ στεκοταν απο πανω του, μ' ενα γλυκο χαμογελο και του χαιδευε απαλα το κεφαλι. Δοκιμασε να μιλησει μα δεν βγηκε φωνη απο μεσα του. Η κοπελα εσκυψε και ζητησε τα χειλη του. Βυθιστηκε στο φιλι της, με τις αισθησεις και τις σκεψεις του κυριολεκτικα κομματιασμενες. Δεν καταλαβαινε τιποτα, το μονο που ενοιωθε ηταν η γευση απο τα χειλη της Αιναρ στα δικα του. 
                                            -----------------------------------
Η παρατεταμενη διαρκεια του φιλιου και η αναγκη γι ανασα τον εκαναν να δοκιμασει ν' αποτραβηχτει απαλα στην αρχη, αποτομα μετα καθως διαπιστωνε οτι η κοπελα δεν τον αφηνε. Η ελλειψη οξυγονου γιγαντωνε, αυτο που στην αρχη ηταν οτι πιο ομορφο ειχε ζησει εκεινες τις στιγμες αρχισε να γινεται καταδικαστικο για την ιδια του τη ζωη. Τα μηλιγγια του κοντευαν να σπασουν, τα πνευμονια του ηταν ετοιμα να εκραγουν. Με μια αποτομη κινηση, κινηση επιβιωσης, την εσπρωξε μακρια και ο ιδιος κυλησε πισω ρουφωντας απληστα αερα. Οταν επανηλθε στραφηκε προς την Αιναρ. Δεν την ειδε πουθενα. Ουτε και το πλασμα.
Αυτο που στεκοταν απεναντι του ηταν μια ακομα εκπληξη. Συρθηκε προς τα πισω και ακουμπησε στο βραχο. Εκεινη τη στιγμη ηταν το μοναδικο πραγμα που του φαινοταν πραγματικο, το μονο αντικειμενο που ειχε μια λογικη εξηγηση. Γιατι αυτο που αντικριζε μονο λογικη εξηγηση δεν ειχε. Ηταν ενας αντρας, τουλαχιστον η κοψια του σε αντρα παρεπεμπε. Ολα επανω του φαινοταν φυσιολογικα εκτος απο το προσωπο του. Δεν υπηρχε προσωπο, μονο το απειρο του συμπαντος. Ηταν σαν να κοιταζε μια ξαστερη νυχτα τον ουρανο διχως αστερια.
Ο αντρας σιγοτραγουδουσε.
                                           ----------------------------------
Ειχε μεινει αναυδος και τον παρακολουθουσε. Ηξερε πως τιποτα απ' ολα αυτα δεν ηταν αληθεια. Αν εκλεινε τα ματια του τωρα και τα ξανανοιγε ηταν σιγουρος πως θ' αντικρυζε κατι αλλο. Το εκανε. Ο μυστηριωδης αντρας ηταν ακομα εκει και συνεχιζε να σιγοτραγουδαει. Τον ειδε να κανει κινηση προς το μερος του και μαζευτηκε. Ο φοβος, κατι το αγνωστο μεχρι τοτε γι αυτον, ξεπροβαλλε ξανα δειλα διεκδικωντας το μεριδιο του. Ο αντρας σταματησε το κελαδιστο του μουρμουρισμα και εστρεψε το απροσωπο κεφαλι του προς την μερια του.
-'Θελεις να σου πω ενα μυστικο' ? ρωτησε. Δεν περιμενε να παρει απαντηση και συνεχισε.
-'Δεν ειναι κατι που το κανω συχνα, ξερεις, για την ακριβεια πολυ σπανια και μονο σε ειδικες περιπτωσεις. Και συ εισαι ειδικη περιπτωση'.
Ειδε την απορια να εκφραζεται με μια γκριματσα και εξακολουθησε το μονολογο του.
-'Ειναι αυτο το πραγματακι που εχεις φυλαγμενο στον κορφο σου που σε κανει ειδικη περιπτωση. Λοιπον, θελεις να σου πω ενα μυστικο' ?
                                             ----------------------------------
-'Αναρωτηθηκες ποτε τι θα συνεβαινε αν δεν υπηρχαν......αυτα' ? ρωτησε, παλι διχως να περιμενει απαντηση, ενω ταυτοχρονα με το δεξι του χερι σαρωνε τον ουρανο απο πανω του. Ξαφνικα ειχε γινει σκοταδι και το μονο που φωτιζε πια ηταν το τρεμουλιασμα χιλιαδων αστεριων που στολιζαν εκεινο το μαυρο θολο. Αποτομα, λες και καποιο υπερφυσικο ον ειχε φυσηξει δυνατα προς το μερος των αστεριων εκεινα εσβησαν αποτομα επιτρεποντας στο μαυρο της νυχτας να επικρατησει ολοκληρωτικα.
-'Νοιωθεις την αλλαγη' ? ρωτησε σχεδον περιπαικτικα ο απροσωπος αντρας.
Χρειαστηκαν λιγα δευτερολεπτα μεχρι να την συνειδητοποιησει. Αυτο που ενοιωσε ηταν αδυνατον να περιγραφει με λεξεις και να το αποδωσει οπως το βιωσε.
Σαν μια αυλη, κακοβουλη και μοχθηρη οντοτητα, χωρις αρχη μεση η τελος, το σκοταδι χυμηξε πανω του περιβαλλοντας τον απο την κορφη μεχρι τα νυχια. Αισθανθηκε μια αδιανοητη παγωμαρα να τον τυλιγει που του μουδιασε στη στιγμη καθε σκεψη η τροπο αντιδρασης. 
Κανεις νους, ανθρωπου η θεου, δεν θα ηταν ποτε προετοιμασμενος γι αυτο που επακολουθησε.
                                               ----------------------------------
Το σκοταδι μπηκε μεσα του, φτανοντας στα πιο μυχια σημεια της ιδιας της υποστασης του. Ενοιωσε ενα παγωμενο νυχι να ξυνει την επιφανεια της ψυχης του, σαν να προσπαθουσε να την απογυμνωσει απο το περιβλημα της μοναδικης ιδιοτητας της. Το αισθανθηκε ν' ασελγει με μια πρωτογνωρη κακια πανω της, αλλοιωνοντας, διαστρεφοντας και μετασχηματιζοντας την σε κατι τελειως ξενο προς αυτον. Οταν πια ειχε γινει ενα με το σκοταδι που τον ειχε κυριευσει, την ενοιωσε να τον εγκαταλειπει ακολουθωντας τον εισβολεα που αποτραβιοταν εχοντας αποκτησει αυτο που ηθελε. Δεν υπηρχε τροπος αντιδρασης, το μονο που μπορουσε να κανει ηταν να παρακολουθει, ανημπορος θεατης τον θανατο του. Ειχε απογυμνωθει απο καθε σκεψη, καθε συναισθημα, οτιδηποτε καποτε προσδιοριζε το σχεδον αψυχο σωμα του. 
Καποιος μυς στο προσωπο του, λειτουργωντας εντελως ανακλαστικα, διεταξε αθελητα το στομα του ν' ανοιξει μα δεν ειχε την ικανοτητα πια ν' αντιληφθει αν αυτο ηταν μια προσπαθεια να ουρλιαξει η ηταν απλα η διοδος που ειχε ετοιμαστει για την αναχωρηση της ψυχης του. 
                                             -------------------------------------
Το στομα του ηταν ακομα ανοιχτο μα ουτε ψιθυρος δεν ειχε βγει απ' αυτο. Ανακαθισε, τρεμοντας ολοκληρος, στο κρεβατι προσπαθωντας να καταλαβει που βρισκοταν ενω μικρα, παγωμενα ρυακια ιδρωτα ετρεχαν ασταματητα στο γυμνο κορμι του. Εκρυψε για λιγο το κεφαλι αναμεσα στα ποδια του προσπαθωντας ν' ανακτησει την ανασα του. Κοιταξε στα δεξια του το καλλιγραμμο σωμα της κοκκινομαλλας που κοιμοταν διπλα του γαληνια και σηκωθηκε τρεκλιζοντας προσπαθωντας να μην της διαταραξει τον υπνο.
Ενοιωθε το κορμι του διαλυμενο και καθε βημα του φαινοταν αθλος για να το κανει. Ακολουθωντας το αχνο φως των αστεριων που τρυπωνε αυθαδικα στο σκοτεινο δωματιο καταφερε να φτασει μεχρι τον εξωστη. Ακουμπησε με τα χερια του πανω του ριχνοντας ολο το βαρος του κορμιου του εκει και προσπαθησε ν' ανασυνταξει τις δυναμεις του. 
Γεμισε κατ' επαναληψη τα πνευμονια του με τον πρωινο, καθαρο, δροσερο αερα και ενοιωσε, αργα μα σταθερα, να επανερχεται. Σηκωσε το κεφαλι και ατενισε την θεα απο κατω του.
Λιγο πριν ξημερωσει η Ρωμη κοιμοταν ακομα σαν ερωμενη στην αγκαλια του αγαπημενου της.