ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Το χτυπημα, καλοζυγισμενο και δυνατο, τον σηκωσε κυριολεκτικα στον αερα πριν προλαβει ν' αντιδρασει. Η συντομη πτηση διακοπηκε δευτερολεπτα μετα καθως προσεκρουσε στον ογκωδη βραχο πισω του. Σωριαστηκε στο εδαφος, ενα βημα μακρια απο το να λιποθυμησει.
Ενοιωθε εναν απιστευτο πονο σ' ολη τη δεξια πλευρα του, ενας πονος που εμοιαζε με ζωντανη φωτια και σε καθε ανασα που επαιρνε ειχε την εντυπωση οτι καποιος του εμπηγε ενα μαχαιρι.
Η καρδια του χτυπουσε σαν τρελλη πασχιζοντας να διανειμει το οξυγονο που με δυσκολια πια εισεπνεε σ' ολο το πονεμενο κορμι του. Το στομα του ειχε γεμισει απο ενα ζεστο, γλυκο, πηχτο υγρο που γρηγορα ειδε να ποτιζει και να κοκκινιζει το εδαφος κατω του.
Στηριζοταν με δυσκολια στο αριστερο του χερι ενω ενοιωθε το δεξι του σχεδον παραλυμενο. Ειχε απωλεσει το ξιφος του, πιθανοτατα κατα την ωρα την προσκρουσης του πανω στο βραχο αλλα λιγη σημασια ειχε. Τα ματια του, θολα απ' τον πονο, προσπαθησαν να εντοπισουν τον υπαιτιο για την κατασταση στην οποια βρισκοταν και το καταφεραν.
---------------------------------------------
Το πλασμα που στεκοταν ασαλευτο εικοσι μετρα μακρια του ηταν προιον αρρωστημενης φαντασιας και διαταραγμενου νου το διχως αλλο. Ειχε κορμι δρακου, σαν κι εκεινων που δεσποζαν στα παραμυθια αλλων εποχων, με την κοιλια καλυμμενη με σκληρες, λευκες φολιδες ενω το περιβλημα της πλατης του θυμιζε εκεινο των μαυρων κανθαρων που ζουσαν στις πορτοκαλοκιτρινες αμμους της Αιγυπτου. Η ουρα του ηταν μια πραγματικη παραδοξολογια. Σχεδον οσο και το μηκος του κορμιου, ενα διολου ευκαταφρονητο μεγεθος, μα δεν σερνοταν στο εδαφος παρα βρισκοταν υπερυψωμενη και θυμιζε τις ουρες των σκιουρων που ζουσαν στα δαση της Μαυριτανιας. Στεκοταν ορθιο, στηριζομενο σε δυο κοντα, παχια, τριδακτυλα ποδια ενω στο υψος του στηθους υπηρχαν δυο ακομα ποδια, τριδακτυλα κι αυτα μα αρκετα μεγαλυτερα.
Ομως αυτο που ηταν πραγματικα εφιαλτικο ηταν το κεφαλι. Οχι τοσο το μηκος η το σχημα που σου φερνε στο μυαλο κροκοδειλο του Βραχμαπουτρα, ουτε τα τεραστια κιτρινισμενα δοντια που στολιζαν το στομα του, ουτε ακομα κι αυτη η αποκρουστικη κοκκινη διχαλωτη γλωσσα.
Ηταν τα ματια του αυτα που του προξενουσαν ενα πρωτογνωρο φοβο καθως τα κοιταζε.
------------------------------------------
Για την ακριβεια δεν υπηρχαν ματια. Στη θεση τους βρισκοταν ενα μαυρο κενο, τοσο εντονο και σκοτεινο που ενοιωθες οτι ηταν κομματι απο την ψυχη του πιο ανιερου δαιμονα. Εκει που θα επρεπε να βρισκονται οι κορες ξεκαθαρα διεκρινε κανεις ενα συμπλεγμα απο αστρα σε διαρκη κινηση. Οσο πιο πολυ τα κοιταζε τοσο ενοιωθε σαν να τον τραβαγαν μεσα στο χαοτικο μαυρο κενο που επεπλεαν. Τραβηξε με δυσκολια το βλεμμα του απο πανω τους και δοκιμασε να σηκωθει. Σωριαστηκε παλι κατω ενω τα ποδια του αρνιοταν πεισματικα να υπακουσουν.
Το πλασμα εξακολουθουσε να παραμενει ακινητο παρακολουθωντας ολες του τις κινησεις. Κοιταξε ολογυρα για το ξιφος του και το ειδε λιγα μετρα πιο κει. Συρθηκε στην κυριολεξια και το εσφιξε τοσο δυνατα στο χερι σαν να κρεμοταν η ιδια του η ζωη απ' αυτο.
Με την βοηθεια της λεπιδας κατορθωσε να σηκωθει. Ο πονος παρεμενε παντα εκει για να του θυμιζει τι ειχε συμβει την τελευταια φορα που ειχε ορμησει απερισκεπτα πανω στο πλασμα.
Τωρα θα δοκιμαζε να επιτεθει διαφορετικα.
----------------------------------
Δεν αλλαξε κατι. Για την ακριβεια υπηρξαν μικρες διαφοροποιησεις. Καινουριος πονος, πιο εντονος και οξυς απο τον ηδη υπαρχοντα, αλλο σημειο που κειτοταν ξανα στο εδαφος, λιγο περισσοτερο κουρελιασμα στα ρουχα του που τωρα πια κρεμονταν σε λουριδες πανω του.
Το χτυπημα που επιχειρησε ηταν επιπεδου μαθητευομενου μοναχου σε ναο των Σαολιν απεναντι στον δασκαλο με τις φυσικες συνεπειες. Συν τοις αλλοις, οι ανοιχτες πληγες απ' οπου συνεχιζοταν απροσκοπτα η απωλεια αιματος ειχαν πολλαπλασιαστει. Κι αυτη τη φορα δεν ηταν η ουρα που τον ειχε χτυπησει οπως στην αρχη μα το ενα απο τα δυο μπροστινα ποδια.
Επιπλεον ειχε ν' αντιπαλεψει το συνοθυλευμα σκεψεων που λυμαινονταν το μυαλο του. Ενω καταλαβαινε πως πρωτη του προτεραιοτητα ηταν να βρει τροπο ν' αντιμετωπισει το πλασμα, η απορια και η εκπληξη για το πως ειχε βρεθει εκει που ηταν και για ποιο λογο παλευε για την ζωη του εμπαιναν σφηνα, θολωνοντας ακομα περισσοτερο το λογικο του.
Αληθεια, ποιο ηταν αυτο το μερος ? Πως ειχε βρεθει εκει ? Γιατι ?
--------------------------------
Ενοιωθε τη ζωη σιγα σιγα να τον εγκαταλειπει. Ειχε αρχισει ν' αποδεχεται το ματαιο και μοιραιο οταν εκανε ακομα μια αποπειρα να ζητησει βοηθεια. Μεχρι στιγμης ειχε αποτυχει. Με τις τελευταιες του δυναμεις δοκιμασε ξανα. Το δεξι του χερι αγγιξε τον κυβο που βρισκοταν ακομα στον κορφο του αλλα ηξερε ηδη οτι ηταν ματαιο. Δεν διεφερε σε τιποτα απο τα γουστοζικα μικροπραγματα που πουλουσαν κατα κορο οι πραγματευταδες απο την Βαγδατη μεχρι την Βαβυλωνα. Αν περιμενε απο τον κυβο οποιοδηποτε ειδος βοηθειας θα επρεπε να το ξεχασει. Η αξια του δεν ηταν μεγαλυτερη απ' αυτην μιας κοινης πετρας.
Το απαλο χαδι στα μαλλια του τον εκανε σχεδον ν' αναπηδησει. Σηκωσε το κεφαλι του και μαρμαρωσε. Η Αιναρ στεκοταν απο πανω του, μ' ενα γλυκο χαμογελο και του χαιδευε απαλα το κεφαλι. Δοκιμασε να μιλησει μα δεν βγηκε φωνη απο μεσα του. Η κοπελα εσκυψε και ζητησε τα χειλη του. Βυθιστηκε στο φιλι της, με τις αισθησεις και τις σκεψεις του κυριολεκτικα κομματιασμενες. Δεν καταλαβαινε τιποτα, το μονο που ενοιωθε ηταν η γευση απο τα χειλη της Αιναρ στα δικα του.
-----------------------------------
Η παρατεταμενη διαρκεια του φιλιου και η αναγκη γι ανασα τον εκαναν να δοκιμασει ν' αποτραβηχτει απαλα στην αρχη, αποτομα μετα καθως διαπιστωνε οτι η κοπελα δεν τον αφηνε. Η ελλειψη οξυγονου γιγαντωνε, αυτο που στην αρχη ηταν οτι πιο ομορφο ειχε ζησει εκεινες τις στιγμες αρχισε να γινεται καταδικαστικο για την ιδια του τη ζωη. Τα μηλιγγια του κοντευαν να σπασουν, τα πνευμονια του ηταν ετοιμα να εκραγουν. Με μια αποτομη κινηση, κινηση επιβιωσης, την εσπρωξε μακρια και ο ιδιος κυλησε πισω ρουφωντας απληστα αερα. Οταν επανηλθε στραφηκε προς την Αιναρ. Δεν την ειδε πουθενα. Ουτε και το πλασμα.
Αυτο που στεκοταν απεναντι του ηταν μια ακομα εκπληξη. Συρθηκε προς τα πισω και ακουμπησε στο βραχο. Εκεινη τη στιγμη ηταν το μοναδικο πραγμα που του φαινοταν πραγματικο, το μονο αντικειμενο που ειχε μια λογικη εξηγηση. Γιατι αυτο που αντικριζε μονο λογικη εξηγηση δεν ειχε. Ηταν ενας αντρας, τουλαχιστον η κοψια του σε αντρα παρεπεμπε. Ολα επανω του φαινοταν φυσιολογικα εκτος απο το προσωπο του. Δεν υπηρχε προσωπο, μονο το απειρο του συμπαντος. Ηταν σαν να κοιταζε μια ξαστερη νυχτα τον ουρανο διχως αστερια.
Ο αντρας σιγοτραγουδουσε.
----------------------------------
Ειχε μεινει αναυδος και τον παρακολουθουσε. Ηξερε πως τιποτα απ' ολα αυτα δεν ηταν αληθεια. Αν εκλεινε τα ματια του τωρα και τα ξανανοιγε ηταν σιγουρος πως θ' αντικρυζε κατι αλλο. Το εκανε. Ο μυστηριωδης αντρας ηταν ακομα εκει και συνεχιζε να σιγοτραγουδαει. Τον ειδε να κανει κινηση προς το μερος του και μαζευτηκε. Ο φοβος, κατι το αγνωστο μεχρι τοτε γι αυτον, ξεπροβαλλε ξανα δειλα διεκδικωντας το μεριδιο του. Ο αντρας σταματησε το κελαδιστο του μουρμουρισμα και εστρεψε το απροσωπο κεφαλι του προς την μερια του.
-'Θελεις να σου πω ενα μυστικο' ? ρωτησε. Δεν περιμενε να παρει απαντηση και συνεχισε.
-'Δεν ειναι κατι που το κανω συχνα, ξερεις, για την ακριβεια πολυ σπανια και μονο σε ειδικες περιπτωσεις. Και συ εισαι ειδικη περιπτωση'.
Ειδε την απορια να εκφραζεται με μια γκριματσα και εξακολουθησε το μονολογο του.
-'Ειναι αυτο το πραγματακι που εχεις φυλαγμενο στον κορφο σου που σε κανει ειδικη περιπτωση. Λοιπον, θελεις να σου πω ενα μυστικο' ?
----------------------------------
-'Αναρωτηθηκες ποτε τι θα συνεβαινε αν δεν υπηρχαν......αυτα' ? ρωτησε, παλι διχως να περιμενει απαντηση, ενω ταυτοχρονα με το δεξι του χερι σαρωνε τον ουρανο απο πανω του. Ξαφνικα ειχε γινει σκοταδι και το μονο που φωτιζε πια ηταν το τρεμουλιασμα χιλιαδων αστεριων που στολιζαν εκεινο το μαυρο θολο. Αποτομα, λες και καποιο υπερφυσικο ον ειχε φυσηξει δυνατα προς το μερος των αστεριων εκεινα εσβησαν αποτομα επιτρεποντας στο μαυρο της νυχτας να επικρατησει ολοκληρωτικα.
-'Νοιωθεις την αλλαγη' ? ρωτησε σχεδον περιπαικτικα ο απροσωπος αντρας.
Χρειαστηκαν λιγα δευτερολεπτα μεχρι να την συνειδητοποιησει. Αυτο που ενοιωσε ηταν αδυνατον να περιγραφει με λεξεις και να το αποδωσει οπως το βιωσε.
Σαν μια αυλη, κακοβουλη και μοχθηρη οντοτητα, χωρις αρχη μεση η τελος, το σκοταδι χυμηξε πανω του περιβαλλοντας τον απο την κορφη μεχρι τα νυχια. Αισθανθηκε μια αδιανοητη παγωμαρα να τον τυλιγει που του μουδιασε στη στιγμη καθε σκεψη η τροπο αντιδρασης.
Κανεις νους, ανθρωπου η θεου, δεν θα ηταν ποτε προετοιμασμενος γι αυτο που επακολουθησε.
----------------------------------
Το σκοταδι μπηκε μεσα του, φτανοντας στα πιο μυχια σημεια της ιδιας της υποστασης του. Ενοιωσε ενα παγωμενο νυχι να ξυνει την επιφανεια της ψυχης του, σαν να προσπαθουσε να την απογυμνωσει απο το περιβλημα της μοναδικης ιδιοτητας της. Το αισθανθηκε ν' ασελγει με μια πρωτογνωρη κακια πανω της, αλλοιωνοντας, διαστρεφοντας και μετασχηματιζοντας την σε κατι τελειως ξενο προς αυτον. Οταν πια ειχε γινει ενα με το σκοταδι που τον ειχε κυριευσει, την ενοιωσε να τον εγκαταλειπει ακολουθωντας τον εισβολεα που αποτραβιοταν εχοντας αποκτησει αυτο που ηθελε. Δεν υπηρχε τροπος αντιδρασης, το μονο που μπορουσε να κανει ηταν να παρακολουθει, ανημπορος θεατης τον θανατο του. Ειχε απογυμνωθει απο καθε σκεψη, καθε συναισθημα, οτιδηποτε καποτε προσδιοριζε το σχεδον αψυχο σωμα του.
Καποιος μυς στο προσωπο του, λειτουργωντας εντελως ανακλαστικα, διεταξε αθελητα το στομα του ν' ανοιξει μα δεν ειχε την ικανοτητα πια ν' αντιληφθει αν αυτο ηταν μια προσπαθεια να ουρλιαξει η ηταν απλα η διοδος που ειχε ετοιμαστει για την αναχωρηση της ψυχης του.
-------------------------------------
Το στομα του ηταν ακομα ανοιχτο μα ουτε ψιθυρος δεν ειχε βγει απ' αυτο. Ανακαθισε, τρεμοντας ολοκληρος, στο κρεβατι προσπαθωντας να καταλαβει που βρισκοταν ενω μικρα, παγωμενα ρυακια ιδρωτα ετρεχαν ασταματητα στο γυμνο κορμι του. Εκρυψε για λιγο το κεφαλι αναμεσα στα ποδια του προσπαθωντας ν' ανακτησει την ανασα του. Κοιταξε στα δεξια του το καλλιγραμμο σωμα της κοκκινομαλλας που κοιμοταν διπλα του γαληνια και σηκωθηκε τρεκλιζοντας προσπαθωντας να μην της διαταραξει τον υπνο.
Ενοιωθε το κορμι του διαλυμενο και καθε βημα του φαινοταν αθλος για να το κανει. Ακολουθωντας το αχνο φως των αστεριων που τρυπωνε αυθαδικα στο σκοτεινο δωματιο καταφερε να φτασει μεχρι τον εξωστη. Ακουμπησε με τα χερια του πανω του ριχνοντας ολο το βαρος του κορμιου του εκει και προσπαθησε ν' ανασυνταξει τις δυναμεις του.
Γεμισε κατ' επαναληψη τα πνευμονια του με τον πρωινο, καθαρο, δροσερο αερα και ενοιωσε, αργα μα σταθερα, να επανερχεται. Σηκωσε το κεφαλι και ατενισε την θεα απο κατω του.
Λιγο πριν ξημερωσει η Ρωμη κοιμοταν ακομα σαν ερωμενη στην αγκαλια του αγαπημενου της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Το χτυπημα, καλοζυγισμενο και δυνατο, τον σηκωσε κυριολεκτικα στον αερα πριν προλαβει ν' αντιδρασει. Η συντομη πτηση διακοπηκε δευτερολεπτα μετα καθως προσεκρουσε στον ογκωδη βραχο πισω του. Σωριαστηκε στο εδαφος, ενα βημα μακρια απο το να λιποθυμησει.
Ενοιωθε εναν απιστευτο πονο σ' ολη τη δεξια πλευρα του, ενας πονος που εμοιαζε με ζωντανη φωτια και σε καθε ανασα που επαιρνε ειχε την εντυπωση οτι καποιος του εμπηγε ενα μαχαιρι.
Η καρδια του χτυπουσε σαν τρελλη πασχιζοντας να διανειμει το οξυγονο που με δυσκολια πια εισεπνεε σ' ολο το πονεμενο κορμι του. Το στομα του ειχε γεμισει απο ενα ζεστο, γλυκο, πηχτο υγρο που γρηγορα ειδε να ποτιζει και να κοκκινιζει το εδαφος κατω του.
Στηριζοταν με δυσκολια στο αριστερο του χερι ενω ενοιωθε το δεξι του σχεδον παραλυμενο. Ειχε απωλεσει το ξιφος του, πιθανοτατα κατα την ωρα την προσκρουσης του πανω στο βραχο αλλα λιγη σημασια ειχε. Τα ματια του, θολα απ' τον πονο, προσπαθησαν να εντοπισουν τον υπαιτιο για την κατασταση στην οποια βρισκοταν και το καταφεραν.
---------------------------------------------
Το πλασμα που στεκοταν ασαλευτο εικοσι μετρα μακρια του ηταν προιον αρρωστημενης φαντασιας και διαταραγμενου νου το διχως αλλο. Ειχε κορμι δρακου, σαν κι εκεινων που δεσποζαν στα παραμυθια αλλων εποχων, με την κοιλια καλυμμενη με σκληρες, λευκες φολιδες ενω το περιβλημα της πλατης του θυμιζε εκεινο των μαυρων κανθαρων που ζουσαν στις πορτοκαλοκιτρινες αμμους της Αιγυπτου. Η ουρα του ηταν μια πραγματικη παραδοξολογια. Σχεδον οσο και το μηκος του κορμιου, ενα διολου ευκαταφρονητο μεγεθος, μα δεν σερνοταν στο εδαφος παρα βρισκοταν υπερυψωμενη και θυμιζε τις ουρες των σκιουρων που ζουσαν στα δαση της Μαυριτανιας. Στεκοταν ορθιο, στηριζομενο σε δυο κοντα, παχια, τριδακτυλα ποδια ενω στο υψος του στηθους υπηρχαν δυο ακομα ποδια, τριδακτυλα κι αυτα μα αρκετα μεγαλυτερα.
Ομως αυτο που ηταν πραγματικα εφιαλτικο ηταν το κεφαλι. Οχι τοσο το μηκος η το σχημα που σου φερνε στο μυαλο κροκοδειλο του Βραχμαπουτρα, ουτε τα τεραστια κιτρινισμενα δοντια που στολιζαν το στομα του, ουτε ακομα κι αυτη η αποκρουστικη κοκκινη διχαλωτη γλωσσα.
Ηταν τα ματια του αυτα που του προξενουσαν ενα πρωτογνωρο φοβο καθως τα κοιταζε.
------------------------------------------
Για την ακριβεια δεν υπηρχαν ματια. Στη θεση τους βρισκοταν ενα μαυρο κενο, τοσο εντονο και σκοτεινο που ενοιωθες οτι ηταν κομματι απο την ψυχη του πιο ανιερου δαιμονα. Εκει που θα επρεπε να βρισκονται οι κορες ξεκαθαρα διεκρινε κανεις ενα συμπλεγμα απο αστρα σε διαρκη κινηση. Οσο πιο πολυ τα κοιταζε τοσο ενοιωθε σαν να τον τραβαγαν μεσα στο χαοτικο μαυρο κενο που επεπλεαν. Τραβηξε με δυσκολια το βλεμμα του απο πανω τους και δοκιμασε να σηκωθει. Σωριαστηκε παλι κατω ενω τα ποδια του αρνιοταν πεισματικα να υπακουσουν.
Το πλασμα εξακολουθουσε να παραμενει ακινητο παρακολουθωντας ολες του τις κινησεις. Κοιταξε ολογυρα για το ξιφος του και το ειδε λιγα μετρα πιο κει. Συρθηκε στην κυριολεξια και το εσφιξε τοσο δυνατα στο χερι σαν να κρεμοταν η ιδια του η ζωη απ' αυτο.
Με την βοηθεια της λεπιδας κατορθωσε να σηκωθει. Ο πονος παρεμενε παντα εκει για να του θυμιζει τι ειχε συμβει την τελευταια φορα που ειχε ορμησει απερισκεπτα πανω στο πλασμα.
Τωρα θα δοκιμαζε να επιτεθει διαφορετικα.
----------------------------------
Δεν αλλαξε κατι. Για την ακριβεια υπηρξαν μικρες διαφοροποιησεις. Καινουριος πονος, πιο εντονος και οξυς απο τον ηδη υπαρχοντα, αλλο σημειο που κειτοταν ξανα στο εδαφος, λιγο περισσοτερο κουρελιασμα στα ρουχα του που τωρα πια κρεμονταν σε λουριδες πανω του.
Το χτυπημα που επιχειρησε ηταν επιπεδου μαθητευομενου μοναχου σε ναο των Σαολιν απεναντι στον δασκαλο με τις φυσικες συνεπειες. Συν τοις αλλοις, οι ανοιχτες πληγες απ' οπου συνεχιζοταν απροσκοπτα η απωλεια αιματος ειχαν πολλαπλασιαστει. Κι αυτη τη φορα δεν ηταν η ουρα που τον ειχε χτυπησει οπως στην αρχη μα το ενα απο τα δυο μπροστινα ποδια.
Επιπλεον ειχε ν' αντιπαλεψει το συνοθυλευμα σκεψεων που λυμαινονταν το μυαλο του. Ενω καταλαβαινε πως πρωτη του προτεραιοτητα ηταν να βρει τροπο ν' αντιμετωπισει το πλασμα, η απορια και η εκπληξη για το πως ειχε βρεθει εκει που ηταν και για ποιο λογο παλευε για την ζωη του εμπαιναν σφηνα, θολωνοντας ακομα περισσοτερο το λογικο του.
Αληθεια, ποιο ηταν αυτο το μερος ? Πως ειχε βρεθει εκει ? Γιατι ?
--------------------------------
Ενοιωθε τη ζωη σιγα σιγα να τον εγκαταλειπει. Ειχε αρχισει ν' αποδεχεται το ματαιο και μοιραιο οταν εκανε ακομα μια αποπειρα να ζητησει βοηθεια. Μεχρι στιγμης ειχε αποτυχει. Με τις τελευταιες του δυναμεις δοκιμασε ξανα. Το δεξι του χερι αγγιξε τον κυβο που βρισκοταν ακομα στον κορφο του αλλα ηξερε ηδη οτι ηταν ματαιο. Δεν διεφερε σε τιποτα απο τα γουστοζικα μικροπραγματα που πουλουσαν κατα κορο οι πραγματευταδες απο την Βαγδατη μεχρι την Βαβυλωνα. Αν περιμενε απο τον κυβο οποιοδηποτε ειδος βοηθειας θα επρεπε να το ξεχασει. Η αξια του δεν ηταν μεγαλυτερη απ' αυτην μιας κοινης πετρας.
Το απαλο χαδι στα μαλλια του τον εκανε σχεδον ν' αναπηδησει. Σηκωσε το κεφαλι του και μαρμαρωσε. Η Αιναρ στεκοταν απο πανω του, μ' ενα γλυκο χαμογελο και του χαιδευε απαλα το κεφαλι. Δοκιμασε να μιλησει μα δεν βγηκε φωνη απο μεσα του. Η κοπελα εσκυψε και ζητησε τα χειλη του. Βυθιστηκε στο φιλι της, με τις αισθησεις και τις σκεψεις του κυριολεκτικα κομματιασμενες. Δεν καταλαβαινε τιποτα, το μονο που ενοιωθε ηταν η γευση απο τα χειλη της Αιναρ στα δικα του.
-----------------------------------
Η παρατεταμενη διαρκεια του φιλιου και η αναγκη γι ανασα τον εκαναν να δοκιμασει ν' αποτραβηχτει απαλα στην αρχη, αποτομα μετα καθως διαπιστωνε οτι η κοπελα δεν τον αφηνε. Η ελλειψη οξυγονου γιγαντωνε, αυτο που στην αρχη ηταν οτι πιο ομορφο ειχε ζησει εκεινες τις στιγμες αρχισε να γινεται καταδικαστικο για την ιδια του τη ζωη. Τα μηλιγγια του κοντευαν να σπασουν, τα πνευμονια του ηταν ετοιμα να εκραγουν. Με μια αποτομη κινηση, κινηση επιβιωσης, την εσπρωξε μακρια και ο ιδιος κυλησε πισω ρουφωντας απληστα αερα. Οταν επανηλθε στραφηκε προς την Αιναρ. Δεν την ειδε πουθενα. Ουτε και το πλασμα.
Αυτο που στεκοταν απεναντι του ηταν μια ακομα εκπληξη. Συρθηκε προς τα πισω και ακουμπησε στο βραχο. Εκεινη τη στιγμη ηταν το μοναδικο πραγμα που του φαινοταν πραγματικο, το μονο αντικειμενο που ειχε μια λογικη εξηγηση. Γιατι αυτο που αντικριζε μονο λογικη εξηγηση δεν ειχε. Ηταν ενας αντρας, τουλαχιστον η κοψια του σε αντρα παρεπεμπε. Ολα επανω του φαινοταν φυσιολογικα εκτος απο το προσωπο του. Δεν υπηρχε προσωπο, μονο το απειρο του συμπαντος. Ηταν σαν να κοιταζε μια ξαστερη νυχτα τον ουρανο διχως αστερια.
Ο αντρας σιγοτραγουδουσε.
----------------------------------
Ειχε μεινει αναυδος και τον παρακολουθουσε. Ηξερε πως τιποτα απ' ολα αυτα δεν ηταν αληθεια. Αν εκλεινε τα ματια του τωρα και τα ξανανοιγε ηταν σιγουρος πως θ' αντικρυζε κατι αλλο. Το εκανε. Ο μυστηριωδης αντρας ηταν ακομα εκει και συνεχιζε να σιγοτραγουδαει. Τον ειδε να κανει κινηση προς το μερος του και μαζευτηκε. Ο φοβος, κατι το αγνωστο μεχρι τοτε γι αυτον, ξεπροβαλλε ξανα δειλα διεκδικωντας το μεριδιο του. Ο αντρας σταματησε το κελαδιστο του μουρμουρισμα και εστρεψε το απροσωπο κεφαλι του προς την μερια του.
-'Θελεις να σου πω ενα μυστικο' ? ρωτησε. Δεν περιμενε να παρει απαντηση και συνεχισε.
-'Δεν ειναι κατι που το κανω συχνα, ξερεις, για την ακριβεια πολυ σπανια και μονο σε ειδικες περιπτωσεις. Και συ εισαι ειδικη περιπτωση'.
Ειδε την απορια να εκφραζεται με μια γκριματσα και εξακολουθησε το μονολογο του.
-'Ειναι αυτο το πραγματακι που εχεις φυλαγμενο στον κορφο σου που σε κανει ειδικη περιπτωση. Λοιπον, θελεις να σου πω ενα μυστικο' ?
----------------------------------
-'Αναρωτηθηκες ποτε τι θα συνεβαινε αν δεν υπηρχαν......αυτα' ? ρωτησε, παλι διχως να περιμενει απαντηση, ενω ταυτοχρονα με το δεξι του χερι σαρωνε τον ουρανο απο πανω του. Ξαφνικα ειχε γινει σκοταδι και το μονο που φωτιζε πια ηταν το τρεμουλιασμα χιλιαδων αστεριων που στολιζαν εκεινο το μαυρο θολο. Αποτομα, λες και καποιο υπερφυσικο ον ειχε φυσηξει δυνατα προς το μερος των αστεριων εκεινα εσβησαν αποτομα επιτρεποντας στο μαυρο της νυχτας να επικρατησει ολοκληρωτικα.
-'Νοιωθεις την αλλαγη' ? ρωτησε σχεδον περιπαικτικα ο απροσωπος αντρας.
Χρειαστηκαν λιγα δευτερολεπτα μεχρι να την συνειδητοποιησει. Αυτο που ενοιωσε ηταν αδυνατον να περιγραφει με λεξεις και να το αποδωσει οπως το βιωσε.
Σαν μια αυλη, κακοβουλη και μοχθηρη οντοτητα, χωρις αρχη μεση η τελος, το σκοταδι χυμηξε πανω του περιβαλλοντας τον απο την κορφη μεχρι τα νυχια. Αισθανθηκε μια αδιανοητη παγωμαρα να τον τυλιγει που του μουδιασε στη στιγμη καθε σκεψη η τροπο αντιδρασης.
Κανεις νους, ανθρωπου η θεου, δεν θα ηταν ποτε προετοιμασμενος γι αυτο που επακολουθησε.
----------------------------------
Το σκοταδι μπηκε μεσα του, φτανοντας στα πιο μυχια σημεια της ιδιας της υποστασης του. Ενοιωσε ενα παγωμενο νυχι να ξυνει την επιφανεια της ψυχης του, σαν να προσπαθουσε να την απογυμνωσει απο το περιβλημα της μοναδικης ιδιοτητας της. Το αισθανθηκε ν' ασελγει με μια πρωτογνωρη κακια πανω της, αλλοιωνοντας, διαστρεφοντας και μετασχηματιζοντας την σε κατι τελειως ξενο προς αυτον. Οταν πια ειχε γινει ενα με το σκοταδι που τον ειχε κυριευσει, την ενοιωσε να τον εγκαταλειπει ακολουθωντας τον εισβολεα που αποτραβιοταν εχοντας αποκτησει αυτο που ηθελε. Δεν υπηρχε τροπος αντιδρασης, το μονο που μπορουσε να κανει ηταν να παρακολουθει, ανημπορος θεατης τον θανατο του. Ειχε απογυμνωθει απο καθε σκεψη, καθε συναισθημα, οτιδηποτε καποτε προσδιοριζε το σχεδον αψυχο σωμα του.
Καποιος μυς στο προσωπο του, λειτουργωντας εντελως ανακλαστικα, διεταξε αθελητα το στομα του ν' ανοιξει μα δεν ειχε την ικανοτητα πια ν' αντιληφθει αν αυτο ηταν μια προσπαθεια να ουρλιαξει η ηταν απλα η διοδος που ειχε ετοιμαστει για την αναχωρηση της ψυχης του.
-------------------------------------
Το στομα του ηταν ακομα ανοιχτο μα ουτε ψιθυρος δεν ειχε βγει απ' αυτο. Ανακαθισε, τρεμοντας ολοκληρος, στο κρεβατι προσπαθωντας να καταλαβει που βρισκοταν ενω μικρα, παγωμενα ρυακια ιδρωτα ετρεχαν ασταματητα στο γυμνο κορμι του. Εκρυψε για λιγο το κεφαλι αναμεσα στα ποδια του προσπαθωντας ν' ανακτησει την ανασα του. Κοιταξε στα δεξια του το καλλιγραμμο σωμα της κοκκινομαλλας που κοιμοταν διπλα του γαληνια και σηκωθηκε τρεκλιζοντας προσπαθωντας να μην της διαταραξει τον υπνο.
Ενοιωθε το κορμι του διαλυμενο και καθε βημα του φαινοταν αθλος για να το κανει. Ακολουθωντας το αχνο φως των αστεριων που τρυπωνε αυθαδικα στο σκοτεινο δωματιο καταφερε να φτασει μεχρι τον εξωστη. Ακουμπησε με τα χερια του πανω του ριχνοντας ολο το βαρος του κορμιου του εκει και προσπαθησε ν' ανασυνταξει τις δυναμεις του.
Γεμισε κατ' επαναληψη τα πνευμονια του με τον πρωινο, καθαρο, δροσερο αερα και ενοιωσε, αργα μα σταθερα, να επανερχεται. Σηκωσε το κεφαλι και ατενισε την θεα απο κατω του.
Λιγο πριν ξημερωσει η Ρωμη κοιμοταν ακομα σαν ερωμενη στην αγκαλια του αγαπημενου της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου