ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Ο Ορατιος Φλαβιος Βρουτος κοντοσταθηκε στην εισοδο του σπιτιου. Δεν ηταν η πρωτη φορα που παταγε το ποδι του εκει μα παντοτε σταματουσε για ν' απολαυσει το θεαμα που απλωνοταν μπροστα στα ματια του. Το σπιτι στην πραγματικοτητα ηταν μια μικρη, κομψη επαυλη, κτισμενη σχεδον στο κεντρο ενος πραγματικα ονειρωδους κτηματος. Η διαδρομη μεσα στους φαντασμαγορικους κηπους του εκοβε την ανασα. Λουλουδια και φυτα εναλλασονταν με τετοια αρμονια που μονο ενας βαθυς γνωστης του αντικειμενου θα μπορουσε να πετυχει.
Αυτος ο γνωστης ηταν ο λογος που βρισκοταν εκει τοσο πρωι. Φαινοταν εξωφρενικο μα δεν ηξερε καν τ' ονομα του. Ισως σε καποια αλλη περιπτωση λιγη σημασια να ειχε αλλα ν' αγνοεις τ' ονομα του ανθρωπου που του χρωστας τη ζωη σου ακουγεται λιγο οξυμωρο. Ομως αυτη ηταν η πραγματικοτητα. Βαδιζε με την σιγουρια ανθρωπου που ηξερε προς τα που επρεπε να κατευθυνθει. Εστριψε αριστερα στο τελευταιο δρομακι πριν την εισοδο και φτανοντας στη γωνια εκανε δεξια. Ανεβηκε τα λιγα σκαλοπατια που βρηκε μπροστα του, εκανε μερικα βηματα στο πλατυ κεφαλοσκαλο και κατεβαινοντας τ' αντιστοιχα αριθμητικα σκαλια βρεθηκε μπροστα στο αιθριο με το συντριβανι. Ηταν εκει.
----------------------------------
Η Πρισιλλα Βαλεριανα τεντωθηκε σαν τη γατα και τυλιξε κυλωντας στο κρεββατι τα απαλα σεντονια γυρω της. Εριξε μια ματια διπλα της αν και γνωριζε ηδη πως ηταν μονη της. Ανασηκωσε το κεφαλι της και ριχνοντας τα μακρια μαλλια της πισω φωναξε την υπηρετρια.
-'Βελεντα' ! 'Ειναι ετοιμο το μπανιο μου'?
'-Φυσικα κυρα μου' ηρθε απο καπου η απαντηση. -'Απο ωρα τωρα'.
Η Πρισιλλα σηκωθηκε και τεντωθηκε για μια τελευταια φορα. Περπατησε με μικρα βηματα προς την μπανιερα της ενω τα σεντονια γλιστρησαν απο πανω της και εμειναν ενας σωρος στο πατωμα. Μπηκε μεσα διχως τον παραμικρο δισταγμο και αφησε το υγρο στοιχειο ν' αγκαλιασει καθε σπιθαμη του σωματος της. Εκλεισε τα ματια, εγειρε πισω και η υποψια ενος χαμογελου εκανε την εμφανιση του στο προσωπο της καθως χαλαρωνε. Αρκετα λεπτα αργοτερα,οσο γρηγορα κι αποτομα μπηκε, αλλο τοσο εξαφνα πεταχτηκε εξω. Σκουπιστηκε επιμελως κι εριξε μια ματια στο σωμα της. Το αποτελεσμα πρεπει να την ικανοποιησε γιατι ενα μεγαλυτερο, πιο πλατυ χαμογελο σχηματιστηκε και παλι στα χειλη της. -'Βελεντα' φωναξε την υπηρετρια της, 'ελα λιγο εδω που σε θελω'.
-----------------------------
Ειχε αντιληφθει την παρουσια του Ορατιου εδω και αρκετη ωρα μα δεν το εδειξε. Παρεμεινε ορθιος με το βλεμμα καρφωμενο στο συντριβανι. Δεν ηταν η πρωτη φορα που ο Ορατιος ερχοταν σπιτι του πρωι γι αυτο και δεν απορουσε. Ο Ορατιος ! Τι περιπτωση κι αυτη ! Χρονια ολοκληρα εκατονταρχος στις λεγεωνες του Γερμανικου, τραυματιστηκε σοβαρα σε μια μαχη αναμεσα στον Ρηνο και τον Ελβα οταν ειχαν εκδηλωθει εκει ανταρσια στις συνοριακες λεγεωνες, στην προσπαθεια του να σωσει τη ζωη του Γερμανικου. Αυτο αυτοματα του εξασφαλισε προωρη αποχωρηση απο το στρατο, την ευνοια του Τιβεριου Ιουλιου Καισαρα Αυγουστου που συνοδευοταν απο ενα πλουσιο μηνιαιο εισοδημα δινοντας του την δυνατοτητα να μην χρειαζεται να εργαστει μα να περνα τον χρονο του πια διασκεδαζοντας και γλεντωντας. Εκτοτε ειχε μεταμορφωθει σ' εναν τελειως διαφορετικο ανθρωπο απο τον σκληρο στρατιωτικο που ηταν καποτε, οχι παντα ομως με θετικα αποτελεσματα.
Αναρωτηθηκε τι θ' ακουγε τοσο πρωι απο το στομα του μα ηξερε πως δεν μπορουσε να το αποφυγει. Σε λιγο θα το γνωριζε.
-----------------------------------
-'Βελεντα, νομιζω πως πρεπει να χασω καποια κιλα. Οχι οτι εχω παχυνει αλλα να...καταλαβαινεις' εκανε η Πρισιλλα.
-'Τι λες κυρα μου' ? ειπε χαμηλοφωνα η υπηρετρια. 'Εισαι μια χαρα, γιατι να χασεις κιλα' ?
-'Νομιζεις' ? ρωτησε αυταρεσκα η κοπελα.
-'Ακου που σου λεω κυρα μου' επεμεινε η υπηρετρια. -'Πολλες θα ηθελαν να ειναι οπως εσυ'.
-'Ευχαριστω Βελεντα' ειπε η Πρισιλλα κι εκανε ν' απομακρυνθει.
-'Ο αφεντης ειναι καλα' ? πεταξε η υπηρετρια.
-'Μια χαρα, γιατι' ? αντιγυρισε η κοπελα.
-'Να, τον βλεπω πολυ εξαντλημενο τωρα τελευταια, κουρασμενο κι ελεγα'.....
-'Δεν χρειαζεται να λες τιποτα' ειπε αυστηρα η κοπελα. Ο κυριος σου ειναι ενταξει'.
-'Οτι πεις κυρα μου, οτι πεις' εκανε ταπεινα η υπηρετρια. -'Να σου ετοιμασω πρωινο' ?
-'Οχι' απαντησε η γυναικα. 'Δεν θελω τιποτα αυτη τη στιγμη. Μπορεις να πηγαινεις'.
-'Στις διαταγες σου κυρα μου' ειπε η υπηρετρια κι αποχωρησε.
Η Πρισιλλα δαγκωσε το κατω χειλι της. Ακομα και η Βελεντα καταλαβαινε οτι κατι δεν πηγαινε καλα. Ομως αυτο δεν μπορουσε να συνεχιστει.
--------------------------------
-'Το ηξερα οτι θα σε βρω εδω στο συντριβανι' ειπε ο Ορατιος.
-'Παντα εδω με βρισκεις τετοια ωρα, το ξερεις' αποκριθηκε ο ξενος.
-'Αληθεια ειναι αυτο. Προφανως βρισκεις κατι σ' αυτο που κανεις αλλος δεν φαινεται να συμμεριζεται'.
-'Θα μπορουσα να ελεγα και γω το ιδιο γι αυτην την εμμονη σου με τα στοιχηματα' ειπε ο ξενος. 'Και θυμασαι οτι παραλιγο να σου κοστισει ακριβα αυτο'.
-'Εχεις δικιο. Αν δεν ησουνα τοτε εσυ να πληρωσεις θα ειχα γινει τροφη για τα ψαρια του Τιβερη. Ξερεις δα οτι ο Λευκιος Αιλιος Σηιανος δεν αστειυεται'.
-'Ομως εξεκολουθεις να στοιχηματιζεις σε καθε ανοησια που μπορεις να σκεφτεις'.
Ο Ορατιος γελασε, μ' ενα πλατυ καθαρο γελιο.
-'Μα πως αλλιως να περασω τον χρονο μου. Μονο αυτο εχω'....εκανε μια μικρη παυση '...και τις γυναικες'.
-'Τα στοιχηματα τελικα μου μοιαζουν λιγοτερο επικινδυνα' ειπε ο ξενος μ' ενα χαμογελο.
-'Κι εμενα' απαντησε ο Ορατιος ' μα λατρευω τον κινδυνο'.
-'Μου φαινεται πως σε λατρευει κι αυτος' εκανε ο ξενος.
Οι δυο αντρες ξεσπασαν σ' ενα δυνατο γελιο, τοσο δυνατο που ακουστηκε μεχρι το σπιτι.
-------------------------------
Η Πρισιλλα ακουσε τα γελια και καταλαβε πως ειχε ερθει ο Ορατιος. Εριξε κατι πανω της και αρχισε να βουρτσιζει τα μαλλια της ενω η σκεψη της περιπλανιοταν σε δαιδαλωδεις διαδρομους. Ηταν εδω και καποιες μερες που τον βασανιζαν αυτοι οι εφιαλτες. Δεν ειχε μιλησει ουτε τον ειχε αφησει να καταλαβει πως προσποιοταν την κοιμισμενη. Τον εβλεπε τα τελευταια βραδυα να πεταγεται μουσκεμα στον ιδρωτα απο το κρεβατι και να βγαινει στον εξωστη για να ξαναβρει τον εαυτο του. Τον παρακολουθουσε διακριτικα και τον εβλεπε που κατεβαινε στο συντριβανι να καθεται με τις ωρες, ακινητος, σαν τ' αγαλματα που στολιζαν τον διαδρομο του σπιτιου εκατερωθεν. Ενοιωθε ενα σφιξιμο καθε φορα που συνεβαινε αυτο και ενα προαισθημα, τοσο σκοτεινο μα και τοσο απιαστο σαν τον καπνο της φωτιας, την τυλιγε. Βαθια μεσα της ηξερε οτι δεν θα της εκανε κουβεντα, θα προσπαθουσε να το λυσει μονος του και ενας κομπος την επνιγε αντιλαμβανομενη οτι κατι τετοιο μπορει να ηταν η αρχη ενος ασχημου τελους.
Ηταν πολλα αυτα που δεν ηξερε γι αυτον, ποτε δεν τον ειχε ρωτησει. Το ιδιο θα εκανε και τωρα μολονοτι γνωριζε. Ο αντρας αυτος οριζε την μοιρα και την ζωη της κι αν μεχρι τωρα το εκανε με θετικα αποτελεσματα θα τον αφηνε ακομα κι αν το τελος ηταν αβεβαιο.
--------------------------------
Η Βελεντα συμμαζευε το δωματιο που η Πρισιλλα ειχε αφησει οπως παντα αναστατο καθε φορα που ξυπναγε. Δεν ειχε κανενα παραπονο απο τ' αφεντικα της, ισα - ισα που της συμπεριφερονταν αψογα. Για μια Ακουιτανη σκλαβα που ευκολα θα μπορουσε να εχει καταληξει σε καποιο οικο ανοχης στη Ρωμη η συγκεκριμενη τυχη ηταν οτι καλυτερο ειχε φανταστει. Ειχε μια ιδιαιτερη αδυναμια στον αφεντη της, οχι μονο γιατι την ειχε αυτος επιλεξει αναμεσα σε πολλες αλλες για να την παρει σπιτι του αλλα γιατι καταλαβαινε οτι καποιο βαρυ μυστικο κρυβοταν βαθια στα φυλλοκαρδια του και ηθελε οσο τιποτα στον κοσμο να μπορουσε να βοηθησει. Και η κυρια της ηταν μια χαρα γυναικα. Ηταν πραγματι ευνοια των Θεων να βρεθει σ' αυτο το σπιτι. Ενα σπιτι που ολα κυλουσαν ομαλα μεχρι που ο αφεντης ειχε αρχισει να βλεπει εκεινους τους εφιαλτες. Ναι, η Βελεντα ηξερε, ειχε δει μα γνωριζε πως δεν μπορουσε να κανει κατι. Προσευχοταν μονο στους δικους της Θεους να διορθωνονταν ολα και να γινονταν οπως πριν. Τελειωσε με το δωματιο και κοιταξε απο το μπαλκονι την Πρισιλλα που πηγαινε προς το συντριβανι.
-------------------------------
-'Τι το τοσο σημαντικο λοιπον συμβαινει για να σε στειλει ο Τιβεριος τοσο πρωι να με βρεις' ?
-'Ημουνα σιγουρος οτι θα το καταλαβαινες. Δεν ξερω πως το κανεις, αλλα εδω σε παραδεχομαι. Ναι, σε θελει ο αγαπητος μας αυτοκρατορας. Οταν ολοι οι αλλοι αποτυγχανουν παντα σε σενα καταληγει'.
-'Για ν' αποτυχεις πρεπει να εχεις δοκιμασει. Κι αν δεν μ' απατα η μνημη μου εδω και καιρο το μονο πραγμα που προσπαθεις ειναι να βρεθεις αναμεσα στα ποδια καποιας μικρουλας'.
-'Προφανως ειναι το μονο πραγμα που ειμαι ακομα ικανος να επιτυχω' ειπε ο Ορατιος. -'Το μονο που ξερω'συμπληρωσε με την φωνη του να σοβαρευει αποτομα 'ειναι οτι εχει να κανει μ' ενα γραμμα που εχει ερθει απο τον διοικητη της Ιουδαιας'.
-'Θυμισε μου ποιον εχουμε διοικητη εκει'.
-'Αν δεν κανω λαθος τον Πουμπλιους Λεντουλους. Αλλα μπορει να κανω και λαθος'.
-'Μπορει. Και τι ακριβως λεει αυτο το γραμμα' ?
-'Αυτο θα το μαθουμε μαζι τωρα που θα παμε απο κει' ειπε ο Ορατιος. 'Προς το παρον θα πρεπει να ενημερωσεις την Πρισιλλα που μολις κατεφθασε'.
--------------------------
-'Καλημερα Ορατιε' απηυθυνε τον λογο η κοπελα στον επισκεπτη. 'Θελεις να σου φερει κατι η Βελεντα η εισαι βιαστικος οπως παντα' ?
Ο παλιος εκατονταρχος εκανε μια κινηση σαν να ελεγε 'με καταλαβες' ενω η Πρισιλλα φιλαγε τον ξενο.
-'Μην μπαινεις στον κοπο, πρεπει να φυγουμε' της ειπε. -'Θα σε περιμενω εξω, μην αργησεις' συμπληρωσε στρεφομενος στον ξενο και αρχισε ν' απομακρυνεται.
-'Ελα μια μερα που δεν θα εισαι κυνηγημενος' του πεταξε η κοπελα 'απ' τον χρονο η καποιον ζηλιαρη συζυγο να φαμε'.
-'Μετα χαρας' αποκριθηκε ο Ορατιος διχως καν να γυρισει.
Η Πρισιλλα κρεμαστηκε απο το λαιμο του ξενου και τον φιλησε τοσο εντονα που η συγκεκριμενη κινηση του προκαλεσε απορια.
-'Μεχρι τον Τιβεριο θα παω' της ειπε καθησυχαστικα ενω της χαιδευε τα μαλλια που λαμπυριζαν στο πρωινο φως. 'Μεχρι το μεσημερι θα ειμαι πισω'.
-'Το ξερω' αποκριθηκε η κοπελα παντα σφιχταγκαλιασμενη πανω του. -'Απλα μου λειπεις απο τωρα. Και τι μπορει να σε θελει ? Και γιατι παντα εσενα' ?
Ο ξενος την φιλησε απαλα και της χαμογελασε.
-'Λιγη υπομονη κανε, απ' αυτην που δεν εχεις' ειπε. -'Το μεσημερι θα ειμαι πισω'.
Την αφησε απαλα και απομακρυνθηκε πριν η Πρισιλλα προλαβει να πει κατι.
-------------------------------
Η Πρισιλλα Βαλεριανα εκατσε στην ακρη του συντριβανιου και αφησε το χερι της μεσα να παιζει με το νερο αφηρημενα. Επρεπε να του μιλησει πριν τα πραγματα επαιρναν καποια τροπη που δεν θα μπορουσε πια να ελεγχθει. Η σκεψη οτι μπορει να μην την ηθελε πια της εφερε ενα ριγος και αθελα της μαζευτηκε. Παντα το φοβοταν αυτο, παντα φοβοταν οτι καποια μερα θα ξυπναγε και δεν θα τον εβλεπε ποτε ξανα. Νομιζε οτι ηταν προετοιμασμενη γι αυτο, οτι θα ειχε την δυναμη να το αντιπαλεψει. Ομως οσο αυτο το συναισθημα γιγαντωνε μεσα της τοσο συνειδητοποιουσε οτι αν συνεβαινε κατι τετοιο δεν ειχε τροπο αμυνας. Σηκωσε ψηλα το κεφαλι προς τον χρυσο δισκο που δεσποζε πια στον ουρανο. Στο βαθος ενα μικρο συννεφακι, αργα αλλα σταθερα φαινοταν να εχει πορεια προς την μεγαλη πυρινη σφαιρα. Τα ματια της δακρυσαν και τ' αποτραβηξε γρηγορα. Θα ορκιζοταν ομως πως εκεινο το συννεφακι στο βαθος, της εβγαλε στιγμιαια τη γλωσσα θελοντας να την κοροδεψει που πιστευε οτι παντα θα ηταν λιακαδα.
Αναστεναξε, σηκωθηκε και με αργο βημα τραβηξε για το σπιτι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Ο Ορατιος Φλαβιος Βρουτος κοντοσταθηκε στην εισοδο του σπιτιου. Δεν ηταν η πρωτη φορα που παταγε το ποδι του εκει μα παντοτε σταματουσε για ν' απολαυσει το θεαμα που απλωνοταν μπροστα στα ματια του. Το σπιτι στην πραγματικοτητα ηταν μια μικρη, κομψη επαυλη, κτισμενη σχεδον στο κεντρο ενος πραγματικα ονειρωδους κτηματος. Η διαδρομη μεσα στους φαντασμαγορικους κηπους του εκοβε την ανασα. Λουλουδια και φυτα εναλλασονταν με τετοια αρμονια που μονο ενας βαθυς γνωστης του αντικειμενου θα μπορουσε να πετυχει.
Αυτος ο γνωστης ηταν ο λογος που βρισκοταν εκει τοσο πρωι. Φαινοταν εξωφρενικο μα δεν ηξερε καν τ' ονομα του. Ισως σε καποια αλλη περιπτωση λιγη σημασια να ειχε αλλα ν' αγνοεις τ' ονομα του ανθρωπου που του χρωστας τη ζωη σου ακουγεται λιγο οξυμωρο. Ομως αυτη ηταν η πραγματικοτητα. Βαδιζε με την σιγουρια ανθρωπου που ηξερε προς τα που επρεπε να κατευθυνθει. Εστριψε αριστερα στο τελευταιο δρομακι πριν την εισοδο και φτανοντας στη γωνια εκανε δεξια. Ανεβηκε τα λιγα σκαλοπατια που βρηκε μπροστα του, εκανε μερικα βηματα στο πλατυ κεφαλοσκαλο και κατεβαινοντας τ' αντιστοιχα αριθμητικα σκαλια βρεθηκε μπροστα στο αιθριο με το συντριβανι. Ηταν εκει.
----------------------------------
Η Πρισιλλα Βαλεριανα τεντωθηκε σαν τη γατα και τυλιξε κυλωντας στο κρεββατι τα απαλα σεντονια γυρω της. Εριξε μια ματια διπλα της αν και γνωριζε ηδη πως ηταν μονη της. Ανασηκωσε το κεφαλι της και ριχνοντας τα μακρια μαλλια της πισω φωναξε την υπηρετρια.
-'Βελεντα' ! 'Ειναι ετοιμο το μπανιο μου'?
'-Φυσικα κυρα μου' ηρθε απο καπου η απαντηση. -'Απο ωρα τωρα'.
Η Πρισιλλα σηκωθηκε και τεντωθηκε για μια τελευταια φορα. Περπατησε με μικρα βηματα προς την μπανιερα της ενω τα σεντονια γλιστρησαν απο πανω της και εμειναν ενας σωρος στο πατωμα. Μπηκε μεσα διχως τον παραμικρο δισταγμο και αφησε το υγρο στοιχειο ν' αγκαλιασει καθε σπιθαμη του σωματος της. Εκλεισε τα ματια, εγειρε πισω και η υποψια ενος χαμογελου εκανε την εμφανιση του στο προσωπο της καθως χαλαρωνε. Αρκετα λεπτα αργοτερα,οσο γρηγορα κι αποτομα μπηκε, αλλο τοσο εξαφνα πεταχτηκε εξω. Σκουπιστηκε επιμελως κι εριξε μια ματια στο σωμα της. Το αποτελεσμα πρεπει να την ικανοποιησε γιατι ενα μεγαλυτερο, πιο πλατυ χαμογελο σχηματιστηκε και παλι στα χειλη της. -'Βελεντα' φωναξε την υπηρετρια της, 'ελα λιγο εδω που σε θελω'.
-----------------------------
Ειχε αντιληφθει την παρουσια του Ορατιου εδω και αρκετη ωρα μα δεν το εδειξε. Παρεμεινε ορθιος με το βλεμμα καρφωμενο στο συντριβανι. Δεν ηταν η πρωτη φορα που ο Ορατιος ερχοταν σπιτι του πρωι γι αυτο και δεν απορουσε. Ο Ορατιος ! Τι περιπτωση κι αυτη ! Χρονια ολοκληρα εκατονταρχος στις λεγεωνες του Γερμανικου, τραυματιστηκε σοβαρα σε μια μαχη αναμεσα στον Ρηνο και τον Ελβα οταν ειχαν εκδηλωθει εκει ανταρσια στις συνοριακες λεγεωνες, στην προσπαθεια του να σωσει τη ζωη του Γερμανικου. Αυτο αυτοματα του εξασφαλισε προωρη αποχωρηση απο το στρατο, την ευνοια του Τιβεριου Ιουλιου Καισαρα Αυγουστου που συνοδευοταν απο ενα πλουσιο μηνιαιο εισοδημα δινοντας του την δυνατοτητα να μην χρειαζεται να εργαστει μα να περνα τον χρονο του πια διασκεδαζοντας και γλεντωντας. Εκτοτε ειχε μεταμορφωθει σ' εναν τελειως διαφορετικο ανθρωπο απο τον σκληρο στρατιωτικο που ηταν καποτε, οχι παντα ομως με θετικα αποτελεσματα.
Αναρωτηθηκε τι θ' ακουγε τοσο πρωι απο το στομα του μα ηξερε πως δεν μπορουσε να το αποφυγει. Σε λιγο θα το γνωριζε.
-----------------------------------
-'Βελεντα, νομιζω πως πρεπει να χασω καποια κιλα. Οχι οτι εχω παχυνει αλλα να...καταλαβαινεις' εκανε η Πρισιλλα.
-'Τι λες κυρα μου' ? ειπε χαμηλοφωνα η υπηρετρια. 'Εισαι μια χαρα, γιατι να χασεις κιλα' ?
-'Νομιζεις' ? ρωτησε αυταρεσκα η κοπελα.
-'Ακου που σου λεω κυρα μου' επεμεινε η υπηρετρια. -'Πολλες θα ηθελαν να ειναι οπως εσυ'.
-'Ευχαριστω Βελεντα' ειπε η Πρισιλλα κι εκανε ν' απομακρυνθει.
-'Ο αφεντης ειναι καλα' ? πεταξε η υπηρετρια.
-'Μια χαρα, γιατι' ? αντιγυρισε η κοπελα.
-'Να, τον βλεπω πολυ εξαντλημενο τωρα τελευταια, κουρασμενο κι ελεγα'.....
-'Δεν χρειαζεται να λες τιποτα' ειπε αυστηρα η κοπελα. Ο κυριος σου ειναι ενταξει'.
-'Οτι πεις κυρα μου, οτι πεις' εκανε ταπεινα η υπηρετρια. -'Να σου ετοιμασω πρωινο' ?
-'Οχι' απαντησε η γυναικα. 'Δεν θελω τιποτα αυτη τη στιγμη. Μπορεις να πηγαινεις'.
-'Στις διαταγες σου κυρα μου' ειπε η υπηρετρια κι αποχωρησε.
Η Πρισιλλα δαγκωσε το κατω χειλι της. Ακομα και η Βελεντα καταλαβαινε οτι κατι δεν πηγαινε καλα. Ομως αυτο δεν μπορουσε να συνεχιστει.
--------------------------------
-'Το ηξερα οτι θα σε βρω εδω στο συντριβανι' ειπε ο Ορατιος.
-'Παντα εδω με βρισκεις τετοια ωρα, το ξερεις' αποκριθηκε ο ξενος.
-'Αληθεια ειναι αυτο. Προφανως βρισκεις κατι σ' αυτο που κανεις αλλος δεν φαινεται να συμμεριζεται'.
-'Θα μπορουσα να ελεγα και γω το ιδιο γι αυτην την εμμονη σου με τα στοιχηματα' ειπε ο ξενος. 'Και θυμασαι οτι παραλιγο να σου κοστισει ακριβα αυτο'.
-'Εχεις δικιο. Αν δεν ησουνα τοτε εσυ να πληρωσεις θα ειχα γινει τροφη για τα ψαρια του Τιβερη. Ξερεις δα οτι ο Λευκιος Αιλιος Σηιανος δεν αστειυεται'.
-'Ομως εξεκολουθεις να στοιχηματιζεις σε καθε ανοησια που μπορεις να σκεφτεις'.
Ο Ορατιος γελασε, μ' ενα πλατυ καθαρο γελιο.
-'Μα πως αλλιως να περασω τον χρονο μου. Μονο αυτο εχω'....εκανε μια μικρη παυση '...και τις γυναικες'.
-'Τα στοιχηματα τελικα μου μοιαζουν λιγοτερο επικινδυνα' ειπε ο ξενος μ' ενα χαμογελο.
-'Κι εμενα' απαντησε ο Ορατιος ' μα λατρευω τον κινδυνο'.
-'Μου φαινεται πως σε λατρευει κι αυτος' εκανε ο ξενος.
Οι δυο αντρες ξεσπασαν σ' ενα δυνατο γελιο, τοσο δυνατο που ακουστηκε μεχρι το σπιτι.
-------------------------------
Η Πρισιλλα ακουσε τα γελια και καταλαβε πως ειχε ερθει ο Ορατιος. Εριξε κατι πανω της και αρχισε να βουρτσιζει τα μαλλια της ενω η σκεψη της περιπλανιοταν σε δαιδαλωδεις διαδρομους. Ηταν εδω και καποιες μερες που τον βασανιζαν αυτοι οι εφιαλτες. Δεν ειχε μιλησει ουτε τον ειχε αφησει να καταλαβει πως προσποιοταν την κοιμισμενη. Τον εβλεπε τα τελευταια βραδυα να πεταγεται μουσκεμα στον ιδρωτα απο το κρεβατι και να βγαινει στον εξωστη για να ξαναβρει τον εαυτο του. Τον παρακολουθουσε διακριτικα και τον εβλεπε που κατεβαινε στο συντριβανι να καθεται με τις ωρες, ακινητος, σαν τ' αγαλματα που στολιζαν τον διαδρομο του σπιτιου εκατερωθεν. Ενοιωθε ενα σφιξιμο καθε φορα που συνεβαινε αυτο και ενα προαισθημα, τοσο σκοτεινο μα και τοσο απιαστο σαν τον καπνο της φωτιας, την τυλιγε. Βαθια μεσα της ηξερε οτι δεν θα της εκανε κουβεντα, θα προσπαθουσε να το λυσει μονος του και ενας κομπος την επνιγε αντιλαμβανομενη οτι κατι τετοιο μπορει να ηταν η αρχη ενος ασχημου τελους.
Ηταν πολλα αυτα που δεν ηξερε γι αυτον, ποτε δεν τον ειχε ρωτησει. Το ιδιο θα εκανε και τωρα μολονοτι γνωριζε. Ο αντρας αυτος οριζε την μοιρα και την ζωη της κι αν μεχρι τωρα το εκανε με θετικα αποτελεσματα θα τον αφηνε ακομα κι αν το τελος ηταν αβεβαιο.
--------------------------------
Η Βελεντα συμμαζευε το δωματιο που η Πρισιλλα ειχε αφησει οπως παντα αναστατο καθε φορα που ξυπναγε. Δεν ειχε κανενα παραπονο απο τ' αφεντικα της, ισα - ισα που της συμπεριφερονταν αψογα. Για μια Ακουιτανη σκλαβα που ευκολα θα μπορουσε να εχει καταληξει σε καποιο οικο ανοχης στη Ρωμη η συγκεκριμενη τυχη ηταν οτι καλυτερο ειχε φανταστει. Ειχε μια ιδιαιτερη αδυναμια στον αφεντη της, οχι μονο γιατι την ειχε αυτος επιλεξει αναμεσα σε πολλες αλλες για να την παρει σπιτι του αλλα γιατι καταλαβαινε οτι καποιο βαρυ μυστικο κρυβοταν βαθια στα φυλλοκαρδια του και ηθελε οσο τιποτα στον κοσμο να μπορουσε να βοηθησει. Και η κυρια της ηταν μια χαρα γυναικα. Ηταν πραγματι ευνοια των Θεων να βρεθει σ' αυτο το σπιτι. Ενα σπιτι που ολα κυλουσαν ομαλα μεχρι που ο αφεντης ειχε αρχισει να βλεπει εκεινους τους εφιαλτες. Ναι, η Βελεντα ηξερε, ειχε δει μα γνωριζε πως δεν μπορουσε να κανει κατι. Προσευχοταν μονο στους δικους της Θεους να διορθωνονταν ολα και να γινονταν οπως πριν. Τελειωσε με το δωματιο και κοιταξε απο το μπαλκονι την Πρισιλλα που πηγαινε προς το συντριβανι.
-------------------------------
-'Τι το τοσο σημαντικο λοιπον συμβαινει για να σε στειλει ο Τιβεριος τοσο πρωι να με βρεις' ?
-'Ημουνα σιγουρος οτι θα το καταλαβαινες. Δεν ξερω πως το κανεις, αλλα εδω σε παραδεχομαι. Ναι, σε θελει ο αγαπητος μας αυτοκρατορας. Οταν ολοι οι αλλοι αποτυγχανουν παντα σε σενα καταληγει'.
-'Για ν' αποτυχεις πρεπει να εχεις δοκιμασει. Κι αν δεν μ' απατα η μνημη μου εδω και καιρο το μονο πραγμα που προσπαθεις ειναι να βρεθεις αναμεσα στα ποδια καποιας μικρουλας'.
-'Προφανως ειναι το μονο πραγμα που ειμαι ακομα ικανος να επιτυχω' ειπε ο Ορατιος. -'Το μονο που ξερω'συμπληρωσε με την φωνη του να σοβαρευει αποτομα 'ειναι οτι εχει να κανει μ' ενα γραμμα που εχει ερθει απο τον διοικητη της Ιουδαιας'.
-'Θυμισε μου ποιον εχουμε διοικητη εκει'.
-'Αν δεν κανω λαθος τον Πουμπλιους Λεντουλους. Αλλα μπορει να κανω και λαθος'.
-'Μπορει. Και τι ακριβως λεει αυτο το γραμμα' ?
-'Αυτο θα το μαθουμε μαζι τωρα που θα παμε απο κει' ειπε ο Ορατιος. 'Προς το παρον θα πρεπει να ενημερωσεις την Πρισιλλα που μολις κατεφθασε'.
--------------------------
-'Καλημερα Ορατιε' απηυθυνε τον λογο η κοπελα στον επισκεπτη. 'Θελεις να σου φερει κατι η Βελεντα η εισαι βιαστικος οπως παντα' ?
Ο παλιος εκατονταρχος εκανε μια κινηση σαν να ελεγε 'με καταλαβες' ενω η Πρισιλλα φιλαγε τον ξενο.
-'Μην μπαινεις στον κοπο, πρεπει να φυγουμε' της ειπε. -'Θα σε περιμενω εξω, μην αργησεις' συμπληρωσε στρεφομενος στον ξενο και αρχισε ν' απομακρυνεται.
-'Ελα μια μερα που δεν θα εισαι κυνηγημενος' του πεταξε η κοπελα 'απ' τον χρονο η καποιον ζηλιαρη συζυγο να φαμε'.
-'Μετα χαρας' αποκριθηκε ο Ορατιος διχως καν να γυρισει.
Η Πρισιλλα κρεμαστηκε απο το λαιμο του ξενου και τον φιλησε τοσο εντονα που η συγκεκριμενη κινηση του προκαλεσε απορια.
-'Μεχρι τον Τιβεριο θα παω' της ειπε καθησυχαστικα ενω της χαιδευε τα μαλλια που λαμπυριζαν στο πρωινο φως. 'Μεχρι το μεσημερι θα ειμαι πισω'.
-'Το ξερω' αποκριθηκε η κοπελα παντα σφιχταγκαλιασμενη πανω του. -'Απλα μου λειπεις απο τωρα. Και τι μπορει να σε θελει ? Και γιατι παντα εσενα' ?
Ο ξενος την φιλησε απαλα και της χαμογελασε.
-'Λιγη υπομονη κανε, απ' αυτην που δεν εχεις' ειπε. -'Το μεσημερι θα ειμαι πισω'.
Την αφησε απαλα και απομακρυνθηκε πριν η Πρισιλλα προλαβει να πει κατι.
-------------------------------
Η Πρισιλλα Βαλεριανα εκατσε στην ακρη του συντριβανιου και αφησε το χερι της μεσα να παιζει με το νερο αφηρημενα. Επρεπε να του μιλησει πριν τα πραγματα επαιρναν καποια τροπη που δεν θα μπορουσε πια να ελεγχθει. Η σκεψη οτι μπορει να μην την ηθελε πια της εφερε ενα ριγος και αθελα της μαζευτηκε. Παντα το φοβοταν αυτο, παντα φοβοταν οτι καποια μερα θα ξυπναγε και δεν θα τον εβλεπε ποτε ξανα. Νομιζε οτι ηταν προετοιμασμενη γι αυτο, οτι θα ειχε την δυναμη να το αντιπαλεψει. Ομως οσο αυτο το συναισθημα γιγαντωνε μεσα της τοσο συνειδητοποιουσε οτι αν συνεβαινε κατι τετοιο δεν ειχε τροπο αμυνας. Σηκωσε ψηλα το κεφαλι προς τον χρυσο δισκο που δεσποζε πια στον ουρανο. Στο βαθος ενα μικρο συννεφακι, αργα αλλα σταθερα φαινοταν να εχει πορεια προς την μεγαλη πυρινη σφαιρα. Τα ματια της δακρυσαν και τ' αποτραβηξε γρηγορα. Θα ορκιζοταν ομως πως εκεινο το συννεφακι στο βαθος, της εβγαλε στιγμιαια τη γλωσσα θελοντας να την κοροδεψει που πιστευε οτι παντα θα ηταν λιακαδα.
Αναστεναξε, σηκωθηκε και με αργο βημα τραβηξε για το σπιτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου