Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

  ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25


Δυο μερες τωρα προσπαθουσε να παει ενα βημα πιο περα απο την φραση 'Πρεπει να παω για μια υποθεση ρουτινας, κατα παρακληση του Τιβεριου, στην Ιουδαια' και ηταν αδυνατον.
Σε παρομοιες προηγουμενες περιπτωσεις η φραση αυτη ηταν υπεραρκετη για την Πρισιλλα που η μονη παρατηρηση που συνηθως εκανε ηταν 'Να προσεχεις'. Οχι αυτη τη φορα.
Καταλαβαινε πως περιμενε να της πει και τα υπολοιπα, κι ας μην γνωριζε αν και ποια ενδεχομενως μπορει να ηταν αυτα. Ομως το εβλεπε καθαρα στα ματια, στις κινησεις της, ακομα και σε ψηγματα της συμπεριφορας της, πως ηταν διατεθειμενη να περιμενει υπομονετικα ποτε θα της αποκαλυπτε την συνεχεια αυτης της φρασης γιατι το ενοιωθε πως υπηρχε κατι ακομα.
Ισως ηταν γυναικεια προαισθηση, ισως κατι στις δικες του κινησεις τον προδιδε πως τα πραγματα ηταν τελειως διαφορετικα στην συγκεκριμενη κατασταση, οτι και να ηταν ομως εξακολουθουσε δυο μερες τωρα να μην μπορει ν' αρθρωσει ουτε μια κουβεντα περισσοτερη.
Και ηξερε πως δεν θα τον ρωταγε, απλα περιμενε ποτε θα της μιλουσε.   
                                               ------------------------------
Οι εφιαλτες ειχαν σταματησει απο την στιγμη που ειχε παρει την αποφαση για την αποστολη στην Ιουδαια. Ειχε καταλαβει πως ηταν αμεσα συνδεδεμενοι με τον κυβο, πως αυτο το μοναδικο αντικειμενο που εκατονταδες χρονια τωρα ειχε στην κατοχη του ηταν υπευθυνο για οτι εβλεπε τις τελευταιες μερες. Ειχε ακομα σχεδον εξακριβωμενες υποψιες για το ποια ηταν τα παραδοξα πλασματα που κοσμουσαν αυτους τους εφιαλτες μα δεν ηταν αυτο προτεραιοτητα του πλεον. Οπως και να ειχε εξακολουθουσε να μην απολαμβανει τον υπνο του. Ενοιωθε διπλα του την Πρισιλλα να κανει αγωνα να κοιμηθει και να τα καταφερνει παντα, αφου το αγχος, η αγωνια και η περισση ψυχολογικη φορτιση την λυγιζαν στο τελος, εκει κοντα στα τελειωματα της νυχτας ενω εκεινος, μαθημενος να προσποιειται, της χαιδευε απαλα τα μαλλια και μετα εβρισκε παλι καταφυγιο στον εξωστη παλευοντας με τις σκεψεις του. Τοσο απορροφημενος που κανενα απο τα δυο βραδυα δεν αντεληφθη την Βελεντα, που αγωνιωντας για την υγεια του, εξακολουθουσε να τον παρακολουθει μεχρι το πρωτο πρωινο φως.
                                                 ----------------------------------
Η λυτρωση ηρθε αναπαντεχα το τριτο βραδυ με την μορφη του Ορατιου. Ειχε χασει τον ξενο δυο ολοκληρες μερες και αποφασισε να τον επισκεφθει σπιτι του να δει τι συνεβαινε.
Το πρωτο προσωπο που επεσε πανω του, περνωντας το κατωφλι της επαυλης, ηταν η πιστη υπηρετρια. 
-'Καλησπερα Βελεντα. Μονη σου εισαι' ? ρωτησε ενω παραλληλα κοιταζε αριστερα και δεξια,
-'Εδω ειναι και οι δυο αρχοντα μου' απαντησε. 'Στασου να τους φωναξω'.
Εκανε να κινηθει προς το εσωτερικο, μετανοιωσε και γυρισε προς τον Ορατιο.
-'Κατι δεν παει καλα αρχοντα μου' ειπε με σκυμμενο κεφαλι. 
-'Τι θελεις να πεις' ? απορησε ο Ορατιος.
-'Απο τοτε που ο αφεντης ανακοινωσε πως φευγει κατι εχει αλλαξει. Το νοιωθω στην ατμοσφαιρα, το καταλαβαινω. Δεν ειναι οπως ηταν παλια. Μην τον αφησεις να φυγει κυριε μου, δεν εχω καλο προαισθημα'.
-'Μα τι λες τωρα' ? εκανε ο Ορατιος. 'Ουτε η πρωτη φορα ειναι που ο αφεντης σου φευγει γι αποστολη ουτε η τελευταια. Στο μυαλο σου ειναι ολα, τα φανταζεσαι καημενη Βελεντα. Πηγαινε τωρα φωναξε τους και κοιτα να ηρεμησεις'.
Η υπηρετρια υπακουσε διχως αλλη κουβεντα, ομως βαθια μεσα της ηξερε πως ειχε δικιο.
                                             ------------------------------------
Δεν αργησε να καταλαβει πως δεν ηταν ολα στην φαντασια της σκλαβας. Οντως υπηρχε κατι περιεργο στην ατμοσφαιρα, μα η παρουσια του το εκανε ακομα πιο αοριστο κι αδιευκρινιστο. Απορησε με την επιμονη του ξενου να βγουν εξω. Συνηθως αυτος ηταν που τον παρακαλουσε ωρες ολοκληρες για μια βραδινη εξοδο και τις περισσοτερες φορες εισεπραττε μερικα μεγαλοπρεπεστατα 'οχι'. Σημερα ομως ηταν αλλιως. Μια ωρα αργοτερα βρισκονταν καβαλα στ' αλογα τους με κατευθυνση την Ρωμη. Προσεξε ακομα και τον τροπο που ιππευε το αλογο. Ενω συνηθως ακολουθουσε ενα χλιαρο καλπασμο, εξαναγκαζοντας τον Ορατιο ν' ακολουθει υποχρεωτικα παθητικα, τωρα ζοριζε το αλογο λες και ειχε βαλθει να κανει την διαδρομη πιο γρηγορα απο ποτε.
Εφτασαν εξω απο τον προορισμο τους, παρεδωσαν τ' αλογα τους σ' εναν αμουστακο νεαρο ιπποκομο και μπηκαν μεσα.
Η 'Απολαυση' ηταν ενα τριωροφο κτισμα πολλαπλων επιλογων και ιδιοτητων. Στον κατω οροφο, επωνυμοι και σπουδαιοι Ρωμαιοι απολαμβαναν το βραδυ τους σχηματιζοντας μικρες παρεες γυρω απο μεγαλα τραπεζια συζητωντας το καθε τι σ' ενα ειδικα διαμορφωμενο χωρο η βυθιζονταν σε πισινες γεματες ιαματικα νερα οπου, συνοδεια ενος ποτηριου κρασιου, χαλαρωναν απο την ενταση της ημερας. Ο πρωτος οροφος ηταν ενας τεραστιος χωρος, γεματος ανακλιντρα, οπου σκλαβες, ποικιλλης ρατσας, σερβιραν εξωτικα εδεσματα η πλουσιοπαροχα δειπνα σε υψηλοβαθμους αξιωματουχους. Τελος, στον τριτο οροφο, γηραλεοι συγκλητικοι και μονοκοματοι, αγροικοι στρατιωτικοι γλενταγαν τα καλλη νεαρων κοριτσιων και αγοριων, παραδομενοι σε νυχτες βουτηγμενες στην ηδονη και την ακρατη ακολασια. 
                                                 ---------------------------------
Ενα ακομα στοιχειο που απεδεικνυε το ποση ισχυ διεθετε στη Ρωμη τοτε ο ξενος, ηταν και το γεγονος οτι υπηρχε μια πισινα αποκλειστικα γι' αυτον στην 'Απολαυση'. Εκει, σ' αυτην την πισινα, μ' εναν αμφορεα γεματο κρασι και δυο ποτηρια, μπηκαν οι δυο αντρες.
-'Εχω μια χαρη να σου ζητησω' ειπε ο Ορατιος προσπαθωντας να ξεκινησει μια ανωδυνη, αναλαφρη κουβεντα. 'Ειχα μια κουβεντα τις προαλλες με την Ιουλια, ξερεις, και μου ζητησε να μεσολαβησω σε περιπτωση που ο.....'
-'....Δρουσος ηθελε να ερθει μαζι μου να μην δεχτω' ολοκληρωσε την φραση ο ξενος.
-'Μα πως γινεται να ξερεις τι ηθελα να πω' ? εκανε γελωντας ο Ορατιος.
-'Μην ανησυχεις' εκανε ο ξενος διχως να δωσει καποια ερμηνεια στην απορια του Ορατιου. -'Εχω ηδη μιλησει μαζι του και τον επεισα πως θα ηταν λαθος να ερθει μαζι μου. Η Ιουλια μπορει να κοιμαται ησυχη' συνεχισε.
-'Θα σε πειραζε να το εκμεταλλευομουνα αυτο......'
-'.....Σαν προσωπικη επιτυχια' ? συμπληρωσε ο ξενος. -'Οχι, καθολου'.
-'Μα τους Θεους, αμφιβαλλω αν εχει υπαρξει ποτε καποιος αλλος σαν κι εσενα' ειπε.
-'Ενας σιγουρα πριν απο μενα' απαντησε ο ξενος συνοφρυωμενος.
                                           ---------------------------------
-'Ενταξει' εκανε ο Ορατιος προσπαθωντας να αιφνιδιασει τον ξενο μπαινοντας στην καρδια της συζητησης. -'Τι συμβαινει με την Πρισιλλα ? Γιατι, μη μου πεις ψεμματα, κατι συμβαινει'.
-'Ειναι απλα αναστατωμενη που φευγω, αυτο ειναι' απαντησε οσο πιο πειστικα μπορουσε.
-'Σας ξερω πολυ καιρο τωρα για να δεχτω οτι μονο αυτο ειναι. Και στο παρελθον εχεις φυγει και για μεγαλο χρονικο διαστημα, ομως δεν ......'
Σταματησε αποτομα βλεποντας το βλεμμα του ξενου να σαρωνει την αιθουσα. Ακολουθησε την ματια του μα δεν ειδε κατι το αξιοπεριεργο.
-'Τι ειναι' ? ρωτησε χαμηλοφωνα. 
-'Δεν ξερω αν το προσεξες αλλα μειναμε μονοι. Ολοι οι αλλοι εχουν φυγει'.
Ο Ορατιος πιστοποιησε του λογου το αληθες με μια γρηγορη ματια. Κοιταξε τον ξενο σαν να περιμενε να δωσει μια λυση.
-'Τα ρουχα και τα οπλα μας ειναι στους φοριαμους' ειπε ο τελευταιος. 'Καλυτερα να παμε να τα παρουμε. Κατι δεν μου αρεσει καθολου εδω'.
Βγηκαν οσο πιο γρηγορα μπορουσαν και δοκιμασαν να πανε προς την εξοδο οταν ενας μεγαλοσωμος, ογκωδης αντρας εμφανιστηκε εκει.
Ο Ορατιος γυρισε και τον κοιταξε. -'Τσιρακι του Λευκιου Αιλιου' ειπε στον ξενο.
                                             -----------------------------
Λιγα δευτερολεπτα μετα, επτα συνολικα ακομα αντρες ειχαν μπει μεσα. Ο ξενος αναγνωρισε ενα - δυο Σκυθες, ισως και δυο Παρθους, για τους αλλους δεν ειχε σαφη εικονα. Το πιο εντυπωσιακο ηταν πως ολοι τους ηταν σκλαβοι, παρ' ολα αυτα με καποιο τροπο ειχαν μπει σε κτιριο που η εισοδος επιτρεποταν αυστηρα μονο σε Ρωμαιους πολιτες. 
Αυτο ομως ηταν το λιγοτερο που τον απασχολουσε εκεινη την στιγμη. Επτα οπλισμενοι σαν αστακοι αντρες εστεκαν αναμεσα σ' αυτους και τον οπλισμο τους και απ' οτι φαινοταν οι προθεσεις τους δεν ηταν και οι καλυτερες.
Ο τελευταιος που μπηκε ηταν ενας γιγαντοσωμος μαυρος που εμοιαζε να ειναι αρχηγος τους. Στο δεξι του χερι κρατουσε τα ρουχα τους ενω στο αριστερο τα οπλα τους. Περπατησε αργα προς το μερος τους και τα πεταξε μπροστα στα ποδια τους διχως να πει κουβεντα. Τους επετρεψαν να ντυθουν και τοτε ο ξενος απευθυνθηκε στον αρχηγο τους.
-'Αμφιβαλλω αν ευγενης θα εκανε ποτε μια τετοια κινηση, ποσο μαλλον σκλαβος. Οσον μας αφορα, αν φυγετε τωρα δεν θα δοθει καμια συνεχεια. Δεν ειναι κατι που το κανω συχνα, αλλα εχετε την ευχερεια να γλυτωσετε την ζωη σας'.
-'Κανεις απο μας δεν ειναι ζωντανος' του απαντησε ο μεγαλοσωμος αντρας.
                                           ----------------------------------
-'Δεν εχεις ζωη οταν εισαι σκλαβος' συνεχισε. -'Κανεις δεν νοιαζεται για σενα, εισαι χειροτερα κι απο ζωο. Κι οταν ξερεις οτι αυτο δεν προκειται ν' αλλαξει ποτε, αρπαζεις οποια ευκαιρια σου δοθει, οσο επικινδυνη και να ειναι. Βλεπεις, αν σας σκοτωσουμε αποψε ολα θ' αλλαξουν για μας. Τα κεφαλια σας ειναι το κλειδι για εναν καινουριο κοσμο κι επειδη τετοιες ευκαιριες ερχονται μονο μια φορα στη ζωη θα το εκμεταλλευτουμε. Ακομα κι ετσι ομως, πριν καταντησουμε σκλαβοι ημασταν ανθρωποι με αρχες και τις κραταμε ακομα και τωρα. Δεν σκοτωσαμε ποτε κανεναν ανημπορο η αμαχο, μονο πολεμιστες πανω στην μαχη  οταν κινδυνευε η ζωη μας. Γι αυτο, ασχετα αν το τελικο αποτελεσμα ειναι προδεδικασμενο, τουλαχιστον θα πεθανετε υπερασπιζομενοι τους εαυτους σας'.
-'Απο τα λογια σου καταλαβαινει καποιος οτι πραγματι καποτε ησουνα ελευθερος. Σεβομαι το δικαιωμα σου να διεκδικησεις την ελευθερια σου, εστω κι ετσι. Να ξερεις ομως πως ακομα κι αν πετυχετε, δεν θα σας αφησουν ζωντανους σαν μαρτυρες'.
-'Αυτο ειναι κατι που θα μας απασχολησει μετα' απαντησε ξερα ο αντρας.
-'Τοτε ας γινει αυτο που θελετε. Οσο κι αν με λυπει, για καποιους το πεπρωμενο εχει γραφτει σε πολυ σκοτεινα μονοπατια'.
                                                   ---------------------------------------
Ειχαν βγει ο καθενας απο τις φαρδιες πλευρες της πισινας και πριν προλαβουν να κινηθουν ειχαν εγκλωβιστει απο τρεις αντρες εκαστος με μονη διεξοδο το νερο πισω τους.
Ο εμπιστος του Λευκιου ειχε εξαφανιστει. Πιο γρηγορα απο το ανοιγοκλεισμα του ματιου, ο ξενος λυγισε τα ποδια του και μ' ενα επιτοπιο αλμα πηδηξε προς τα πισω, διεσχισε με μια πληρη περιστροφη του σωματος την πισινα απο κατω του και προσγειωθηκε στην μερια του Ορατιου. Αφησε το σωμα του να κυλησει μπροστα και βρεθηκε μπροστα σ' εναν απ' τους αντρες που ειχαν εγκλωβισει τον συμπολεμιστη του.
Το ξιφος του καρφωθηκε ακριβως αναμεσα στην ενωση του λαιμου με το σωμα του θυματος δημιουργωντας εναν περηφανο κοκκινο πιδακα αιματος που εφτασε μεχρι την πισινα. 
Διχως να σταματησει να κυλαει βρεθηκε αποτομα ορθιος με τα στιλεττα στα χερια του. Τιναξε το αριστερο του χερι με δυναμη μπηγοντας το κοφτερο μεταλλο κατω απο το αυτι του δευτερου αντρα που επεσε αποσβολωμενος στο πατωμα. Διχως ν' ασχοληθει με τον τριτο, προχωρησε μπροστα για ν' αντιμετωπισει τους αλλους τρεις που ειχε αφησει συξυλους στη μερια του μετα το θεαματικο κολπο που μολις ειχε εφαρμοσει.
Απεκρουσε ενα δυνατο μα ακινδυνο χτυπημα, εσκυψε για ν' αποφυγει την πλαγια επιθεση του δευτερου και με μια αστραπιαια κινηση περασε μπροστα απο το κορμι του τριτου με το λεπιδι του να οργωνει το στηθος του απο την μια μερια στην αλλη.  
                                                   ----------------------------------
Εριξε μια ματια στον Ορατιο την στιγμη ακριβως που μ' ενα συντριπτικο χτυπημα διαιρουσε το κεφαλι του τριτου αντρα που ειχε αφησει πισω. Βαδισε προς τον αρχηγο που παρακολουθουσε διχως να εχει επεμβει αφηνοντας τους αλλους δυο στη φροντιδα του μαινομενου Ορατιου.
Σταθηκαν για λιγο ο ενας απεναντι στον αλλο προσπαθωντας ο καθενας απο την μερια του να ψυχολογησει τον αντιπαλο του. Ο σκλαβος πεταξε αποτομα ενα διχτυ που κρατουσε στο ενα χερι προσπαθωντας να τον παγιδευσει αλλα απετυχε. Τοτε επιτεθηκε με το ξιφος του.
Ο ξενος απεκρουσε ευκολα και ανταπεδωσε. Ο σκλαβος βρεθηκε στα γονατα απο την δυναμη του χτυπηματος. Δοκιμασε να σηκωθει και να επιτεθει μα ηταν πολυ αργος.
Ο ξενος, με μια ευελικτη κινηση περασε απο κατω του και του καρφωσε το στιλεττο στην πλατη στο υψος της καρδιας. Ο σκλαβος σωριαστηκε κατω. 
Ο ξενος εσκυψε απο πανω του την ωρα που κατεφθανε ο Ορατιος εχοντας αφησει νεκρους στο πατωμα τους αλλους δυο. 
-'Ποιος το οργανωσε αυτο' ? ρωτησε.
-'Μην αφησεις να μας φανε τα ορνια' ειπε ο ετοιμοθανατος πιανοντας του το χερι, ενω το αιμα κυλαγε απο την ακρη του στοματος του βαφοντας το πατωμα.
-'Το υποσχομαι' απαντησε ο ξενος.
Μια λαμψη γαληνης και ανακουφισης περασε απο τα ματια του ετοιμοθανατου.
-'Ο Λευκιος Αιλιος Σηιανος' προφερε τις τελευταιες του λεξεις ο σκλαβος πριν κλεισει για παντα τα ματια του. 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου