Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


                          ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28


Ειχαν ηδη καλυψει τη μιση διαδρομη χωρις να συμβει τιποτα απολυτως. Ο ξενος με τον Ορατιο εναλλασονταν συνεχως στην κορυφη της ομαδας, εχοντας σαν πρωτο μελημα την ασφαλη μετακινηση τους μεσα απο εκεινες τις αγνωστες περιοχες. Η Λαελια, παντα τριγυρισμενη απο τους φρουρους του πατερα της, ειχε μονο ν' ανησυχει για την αφορητη ζεστη που επικρατουσε κατα την διαρκεια της μερας και το δριμυ ψυχος που εμφανιζοταν αμεσως μετα την δυση του ηλιου. Ηταν ελαχιστος ο κοσμος που ειχαν συναντησει μεχρι στιγμης. Ενα μικρο καραβανι εμπορων μεταξιου που ειχαν τελικο σκοπο την Σελευκεια, μια ομαδα προσκυνητων που αναζητουσαν καποιο ναο οχι πολυ μακρια απο την Αντιοχεια, καποιοι νομαδες που τους παρακολουθουσαν απο μακρια προσπαθωντας ν' αντιληφθουν τις προθεσεις τους. Αυτοι ηταν ολοι κι ολοι οσοι ειχαν συναντησει μεχρι στιγμης, κατι που δεν ενοχλουσε τον ξενο ουτε τον Ορατιο. Με το μεγαλυτερο μερος της διαδρομης να ειναι ηδη πισω τους, πλεον αυτο που τριγυρναγε στο μυαλο τους ηταν ο τροπος με τον οποιο θα χειριζονταν το ζητημα του προφητη μολις εφταναν στη Γαλιλαια.Ολα αυτα μεχρι τη στιγμη που ειδαν τα ορνια. 
                                               ==========================
Για την ακριβεια ο ξενος ηταν ο πρωτος που τα ειδε. Βλεποντας τον ο Ορατιος να εχει καρφωσει το βλεμμα του στ' ανατολικα σταθηκε διπλα του και τα προσεξε κι αυτος.
-'Βλεπεις' ? εκανε ο ξενος δειχνοντας με το δαχτυλο του. 'Το καταλαβαινεις απο το τροπο που πετανε' συμπληρωσε.
-'Ναι, εχεις δικιο' απαντησε ο πρωην εκατονταρχος. 'Ειναι ομως καπως μακρια κι εκτος της πορειας μας' προσθεσε. -'Πιστευεις πως ειναι καλη ιδεα να λοξοδρομησουμε' ?
-'Οχι ολοι' εκανε ο ξενος ενω ταυτοχρονα εστρεφε το αλογο του προς τ' ανατολικα. 'Θα παω να κοιταξω να δω τι ακριβως συμβαινει. Εσεις θα συνεχισετε κανονικα τον δρομο σας. Οσο γρηγορα και να πατε θα σας προλαβω. Απλα' συνεχισε πιανοντας το χερι του Ορατιου 'θελω να προσεξεις οσο το δυνατον περισσοτερο'.
-'Μην ανησυχεις' εκανε ο τελευταιος. 'Πηγαινε και δες. Τ' αλλα ειναι δικη μου δουλεια'.
Διχως αλλη κουβεντα ο ξενος καλπασε αποτομα προς το μερος που πετουσαν τα ορνια την στιγμη που η Λαελια πλησιαζε τον Ορατιο. Ειχε ηδη απομακρυνθει αρκετα οταν ο Ορατιος ολοκληρωνε την εξηγηση του στην κοπελα.
                                               =======================
Αυτο που του ειχε προξενησει εντυπωση ηταν ο τροπος που πεταγαν. Αυτο το εκαναν συνηθως οταν υπηρχε ακομα καποιος ζωντανος, πραγμα που δεν τους επετρεπε να βρεθουν με την ανεση τους στο εδαφος για να ξεκινησουν το μακαβριο γευμα τους. Οποιος ομως και να ηταν αυτος που φαινομενικα ζουσε ακομα πρεπει να ειχε εξαντλησει τις αντοχες του γιατι τωρα πια τα ορνια περναγαν περισσοτερο χρονο στη γη παρα στον αερα.
Αν ο δρομος ηταν σε λιγο καλυτερη κατασταση θα ειχε φτασει πολυ πιο γρηγορα. Μα το χειροτερο που θα μπορουσε να συμβει ηταν να τραυματιστει η κουτσαθει το αλογο του σε κεινο το κακοτραχαλο εδαφος. Οταν εφτασε ειχαν περασει ηδη καμποσες ωρες.
Σταθηκε στην κορυφη ενος λοφισκου κοιτωντας κατω σε μια μικρη κοιλαδα. Εβλεπε μικρα πλινθοκτιστα σπιτακια μα καμια κινηση. Τα ορνια πετουσαν ακριβως πανω απο τα σπιτια, καποια δε απ' αυτα ειχαν προσγειωθει για τα καλα σε καποια αποσταση απο τον οικισμο.
Προχωρησε με την δεουσα προσοχη μην ξεροντας τι θα μπορουσε να συναντησει. Η παρουσια του αναστατωσε τα πουλια που αποτραβηχτηκαν διακριτικα λιγο πιο περα περιμενοντας να δουν τι ακριβως θα εκανε ο ανεπιθυμητος επισκεπτης. 
                                         =============================
Το ακεφαλο πτωμα ενος αντρα ηταν το πρωτο πραγμα που συναντησε καθως μπηκε στον μικρο 
οικισμο. Εχοντας ολες τις αισθησεις του σε επιφυλακη προχωρησε προσεκτικα. Αν οι νεκροι ηταν σε θεση να του δημιουργησουν προβλημα τοτε θα βρισκοταν σε δυσκολη πραγματικα θεση.
Το μικρο χωριουδακι δεν θ' αριθμουσε πανω απο σαραντα κατοικους. Καπου τοσους τους μετραγε και τωρα μα ζωντανο δεν εβλεπε κανενα. Αντρες, γυναικες, παιδια κοιτονταν νεκροι πανω στο χωμα, διασκορπισμενοι σε διαφορα σημεια αναμεσα στα σπιτια μα δεν εβλεπε ποιος ηταν αυτος που ακομα ζουσε και ειχε τραβηξει το βλεμμα του.
Υπηρχε μια ησυχια που αγκαλιαζε το χωριουδακι, μια ησυχια που την αναστατωναν μονο τα φτερουγισματα των ορνεων που τωρα φαινονταν φανερα ενοχλημενα απο την παρουσια του.
Συνεχισε να ψαχνει ενω η ζεστη που επικρατουσε σε συνδυασμο με την απνοια που διαφεντευε την περιοχη εκαναν την οσμη του θανατου ακομα πιο εντονη στα ρουθουνια του.
Εκεινη τη στιγμη ακριβως βρηκε αυτο που εψαχνε. Πλησιασε με προσοχη, παρατηρωντας τριγυρω του εξονυχιστικα για τον φοβο καποιας πιθανης παγιδας.
                                            ========================
Το κοριτσακι ηταν ξαπλωμενο ανασκελα, ακινητο, διπλα ακριβως σ'ενα βραχο. Μονο οταν πλησιασε κοντα ειδε το στερνο του που εξακολουθουσε ν' ανεβοκατεβαινει, εστω κι ελαχιστα.
Γονατισε διπλα του αφου σιγουρευτηκε πως η περιοχη τριγυρω ηταν ασφαλης. Εσφιξε τα δοντια βλεποντας το τραυμα. Το βρωμικο, τριμμενο, φανελενιο ρουχο της ειχε αποκτησει ενα σκουρο καφε χρωμα στο υψος του στηθους, το χρωμα που γεννιεται απο την προσμιξη της λασπης και του αιματος. Απορουσε πως ζουσε ακομα μετα απο τετοιο συντριπτικο χτυπημα. Το ξιφος που την ειχε χτυπησει ειχε δημιουργησει μια πληγη που οχι μονο δεν υπηρχε περιπτωση ποτε να κλεισει αλλα συνεχιζε να μουσκευει το ρουχο της με αιμα.
Ενοιωσε την παρουσια του κι ενστικτωδως προσπαθησε να φυλαχτει μα ηταν αδυνατο. Σηκωσε απαλα το κεφαλακι της και το αποθεσε στο γονατο του ενω με το αριστερο του χερι τραβουσε προς τα πισω τα μαλλια της. Η διαστικτη βρωμια πανω της δεν του επετρεπε να υπολογισει ασφαλως την ηλικια της μα δεν θα ηταν παραπανω απο οκτω χρονων. Αναπνεε ακομα, με δυσκολια ηταν η αληθεια, μα ανεπνεε ακομα.
Τρια ορνια που παρακολουθουσαν διακριτικα απομακρυνθηκαν, αντιλαμβανομενα πως ειχαν αλλαξει οι δεδομενες ισορροπιες.   
                                               ======================
Με το δεξι του χερι φυλακισε το δικο της αριστερο. Ετρεμε. Ενοιωσε να του σφιγγει τα δαχτυλα σαν να ηταν το τελευταιο πραγμα που θα την κρατουσε στη ζωη. Τα ματια της ξαναβρηκαν ζωη κι ανοιξαν διστακτικα μετα την αισθηση γαληνης και ζεστασιας που της ειχε προσδωσει το χερι του. Ηταν μαυρα και μεγαλα, με τις κορες αεικινητες να μετακινουνται ταχυτατα αριστερα και δεξια ενω μια τεραστια απορια ηταν ζωγραφισμενη πανω τους.
Τα μαλλια της, μακρια, βρωμικα και ξανθα, στο χρωμα του καλοκαιρινου σιταριου, κολλουσαν στις ακρες, εκει που το αιμα ειχε πια πηξει αλλαζοντας τους οχι μονο το χρωμα μα και μεταβαλλοντας τα σε μπερδεμενες, σκληρες τουφες. Στην ακρη του στοματος της το αιμα δεν προλαβαινε να ξεραθει αφου συνεχως, σχεδον σε καθε τριτη ανασα, νεο, ζεστο και κατακοκκινο κυλουσε ασταματητα. Το σκουπισε με το μανικι του ρουχου του.
Ενοιωσε να τον κυριευει η απελπισια. Το εβλεπε μπροστα του, το κοριτσακι δεν ειχε ζωη. Οτι και να ηταν αυτο που το ειχε κρατησει τοση ωρα στη ζωη δεν θα μπορουσε να το κανει για πολυ ακομα. Αυτο που δεν αντεχε ομως ηταν η αισθηση πως και το κοριτσακι ηξερε ακριβως τα ιδια πραγματα μ' αυτον.
                                   ============================
Ανοιξε το φλασκι με το νερο του και εριξε καμποσο στο δεξι του χερι. Σκουπισε οσο πιο απαλα μπορουσε το προσωπακι της. Με την βρωμια και το αιμα να ξεπλενεται σχεδον φωτισε.
Ειδε τα χειλη της να κουνιουνται ανεπαισθητα. Καταλαβε. Ανασηκωσε λιγο το κεφαλακι της και κολλησε το στομιο απο το φλασκι στα χειλη της. Ηπιε αχορταγα πριν προλαβει να την σταματησει. Αυτο ειχε σαν αποτελέσμα να πνιγει, να βηξει εντονα κι ενα νεο κυμα αιματος ξεπροβαλλε απο το  στομα της πλημμυριζοντας το φλασκι πριν προλαβει να το τραβηξει.
Ηταν το τελευταιο που τον ενδιεφερε. Αφησε το φλασκι διπλα του κι εστρεψε παλι την προσοχη του στο κοριτσακι. Ενοιωσε να του σφιγγει το χερι με απροσμενη δυναμη. Η απογνωση τον επιασε απο τον λαιμο κοβοντας του καθε δυνατοτητα ανασας. Προσπαθουσε να σκεφτει πως θα μπορουσε ν' αντιστρεψει την κατασταση και του ηταν αδυνατο. Ο κυβος, παντα καλα κρυμμενος στον κορφο του, ηταν σαν να μην υπηρχε. Οπου και να κοιτουσε μονο μια λυση εβλεπε και αυτο του ειχε ξερανει το σαλιο στο στομα. Για μερικα δευτερολεπτα τα ματια του θολωσαν και πιστεψε πως ηταν απο την οργη για την ανημπορια του. Καταλαβε πως ειχε κανει λαθος οταν ενοιωσε τα μαγουλα του υγρα.
                                          =======================
Το σφιξιμο στο χερι του εγινε πιο εντονο, σαν να του ζητουσε να την κοιταξει στα ματια. Το εκανε και παγωσε. Ηξερε πολυ καλα τι επρεπε να γινει μα αυτο που διαβασε στα ματια της τον ισοπεδωσε. Της χαιδεψε το κεφαλι ξανα και κατι σαν χαμογελο σχηματιστηκε στα ξεραμενα χειλη της. Τα βλεφαρα της ανεβοκατεβηκαν αργα καμποσες φορες. Μια ικεσια, ενα παραπονο, ζωγραφιστηκαν πανω στα ματια της καθως εξακολουθουσε να τον κοιταει.
Κουνησε καταφατικα το κεφαλι του και ειδε μια στιγμιαια λαμψη να περναει μεσα απο το βλεμμα της ενω παραλληλα το σφιξιμο στο χερι του χαλαρωσε. 
Διχως να τον καταλαβει, το ενα απο τα δυο στιλεττα ηταν στο δεξι του χερι. Το εσφιγγε τοσο που ενοιωθε τις αρθρωσεις του να πονουν. Την κοιταξε παλι. Με καποιο ανομολογητο τροπο ηξερε πως του ελεγε 'ευχαριστω' κι ας μην ειχε βγαλει ουτε ψιθυρο. Εκλεισε τα ματια της.
Ακουμπησε την παγωμενη κοφτερη λεπιδα στον λευκο, ματωμενο λαιμο της. Διστασε για μερικα κλασματα του δευτερολεπτου. Μετα πιεσε την λεπιδα κατα μηκος του λαιμου της.
Ενοιωσε το σφιξιμο στο χερι του να χαλαρωνει εντελως. 
                                                =======================
Ακουμπησε το αψυχο κορμακι της κατω και σηκωθηκε με δυσκολια. Ηταν η στιγμη ακριβως που τα ορνια, αντιλαμβανομενα το τι ειχε ακριβως συμβει, ενοιωθαν ετοιμα ν' αναλαβουν δραση αρκει να ξεκουμπιζοταν ο απροσκλητος επισκεπτης. Αντ' αυτου, τρομαξαν τοσο πολυ με την αποκοσμο, σχεδον μη ανθρωπινο ουρλιαχτο του ξενου που ενστικτωδως πεταξαν μακρια.
Ενοιωσε πως ειχε ξεσπασει και το χρειαζοταν. Ενα παραλογο κυμα μισους, μια αρρωστημενη μανια εκδικησης ειχε γεννηθει αποτομα μεσα του, γιγαντωνοταν καθε στιγμη που περνουσε ενω πραξεις φριχτες κι ανομολογητες λαμβαναν χωρα μεσα στη σκεψη του.
Οποιοι ειχαν προβει σ' αυτο το εγκλημα επρεπε ν' αρχισουν ν' ανησυχουν. Τιποτα δεν τον ενδιεφερε πια, τιποτα δεν ειχε νοημα πλεον. Το μονο που ηθελε, το μονο που εβλεπε μπροστα του ηταν η εκδικηση. Δεν τον ενοιαζε ποσο χρονο θα επαιρνε η τι τιμημα ενδεχομενως να ειχε αυτο που σκεφτοταν να κανει. Αδιαφορουσε. Ηξερε μονο πως αυτοι που ειχαν δολοφονησει το κοριτσακι και τους υπολοιπους κατοικους του χωριου θα ειχαν την ιδια μοιρα.
Χαμογελασε αχνα σκεπτομενος οτι θα μπορουσε η μοιρα τους να ειναι ακομα χειροτερη.
                                              =======================
Εθαψε μονο το κοριτσακι. Δεν ηταν θεμα χρονου η αδιαφοριας για τους αλλους αλλα αυτος ηταν ο κυκλος της ζωης. Οι νεκροι χωρικοι ηταν πηγη ζωης γι αυτα τα ορνια. Δεν ευθυνονταν αυτα για την μοιρα που τους ειχε επιβληθει, απλα ικανοποιουσαν το ενστικτο  επιβιωσης τους.
Ομως δεν θ' ακουμπουσαν ποτε το κοριτσακι. Ουτε τα ορνια ουτε τα τσακαλια που τα βραδια αναζητουσαν κι αυτα την τροφη τους θα μπορουσαν ποτε να ξεθαψουν το κορμι της.
Εριξε μια γρηγορη ματια στα ιχνη των φονιαδων και διαπιστωσε πως ειχαν τραβηξει κι αλλο προς τα μεσα, προς την ενδοχωρα στ' ανατολικα. Ας ηταν ετσι λοιπον.
Ανεβηκε στο αλογο του ετοιμος γι αναχωρηση οταν σταματησε αποτομα. Του φανηκε πως η ακρη του ματιου του ειχε πιασει καποια κινηση. Εστριψε το κεφαλι του αριστερα και δεξια μα δεν υπηρχε τιποτα. Προφανως το μυαλο του του επαιζε παιχνιδια.
Παρ' ολα αυτα, ηταν ετοιμος να ορκιστει σε καθε Θεο η διαμονα αν του το ζητουσαν πως φευγαλεα ειχε δει καποιον διπλα ακριβως στο σημειο που ειχε θαψει το κοριτσακι. 
Καποιον που ηταν ιδιος ο γερος απο την ερημο Ινζεμ.





Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

   ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


                        ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27


Το ταξιδι μεχρι τη Σελευκεια δεν παρουσιασε απολυτως κανενα προβλημα. Ολα τα θεματα οταν αποβιβαστηκαν τα χειριστηκε ο ξενος για τον οποιο ειχαν ενημερωθει οτι θα ερχοταν και οι εντολες ηταν να του παρειχαν καθε δυνατη βοηθεια. Δεν υπηρχε καποια αναφορα για το δευτερο ατομο που ηταν μαζι του , μα κανενας δεν θα τολμουσε ποτε ν' ανακρινει ενα απεσταλμενο του Καισαρα για το ποιος μπορει να ηταν.
Ο δρομος μεχρι την Αντιοχεια ηταν κατι λιγοτερο απο μιαμιση μερα αποσταση και τους δοθηκαν συμβουλες να προσεχουν στο δρομο, συμβουλες που ο καυτος ανεμος που επνεε στην περιοχη φροντισε να εξαφανισει. Τους εδωσαν αλογα για την διαδρομη και καμποσα εφοδια.
Δεν ειχαν συχνα επισκεψεις απο ανθρωπους τοσο κοντα στον αυτοκρατορα, καταλαβαιναν πως καποιος σοβαρος λογος υπηρχε που οι δυο αυτοι αντρες βρισκονταν εκει μα κανεις δεν ηταν διατεθειμενος να ρωτησει. Εξ' αλλου, οι φημες ελεγαν πως δεν θα παρεμεναν στην Αντιοχεια μα θα κινουσαν αμεσως μετα για την Ιουδαια. Οπως και να ειχε, ηταν κατι που δεν τους αφορουσε και ολοι το προτιμουσαν ετσι. Ο μαυροφορεμενος ξενος ειχε κατι που τους ανατριχιαζε και ολοι ενοιωθαν καλυτερα ξεροντας πως δεν ηταν ο αντικειμενικος του στοχος.
                                         ----------------------------------- 
Η διαδρομη για την Αντιοχεια ειχε χαραχθει εδω και δεκαδες χρονια απο βαρυφορτωμενες αμαξες, σκληρες οπλες αλογων και την ατσαλινη θεληση εμπορων και πραματευταδων.
Θεωρουνταν μια απο τις πιο ασφαλεις διαδρομες στην Μ. Ασια δεδομενου πως η κοντινη αποσταση αναμεσα στην Σελευκεια και την Αντιοχεια εδινε την δυνατοτητα και στις δυο ρωμαικες φρουρες να ειναι σ' εγρηγορση και παντα ετοιμοπολεμες.
Η τελευταια επιθεση σε καραβανι ειχε γινει πριν πολυ καιρο και οι επιδοξοι ληστες πληρωσαν με το αιμα τους την αποκοτια τους, αφου βρεθηκαν σε πολυ μικρο χρονικο διαστημα, εγκλωβισμενοι αναμεσα στις δυο φρουρες και τελικως σφαγιασθηκαν. 
Παρ' ολα αυτα, δεν ηταν λιγες οι φορες που εκδηλωνονταν επιθεσεις σε μεμονωμενους ταξιδιωτες η σε ολιγαριθμες ομαδες. Η τακτικη που ακολουθουσαν οι ληστες ηταν μια γρηγορη αφαιμαξη χρηματων και τιμαλφη και ατακτη φυγη για ν' αποφυγουν να εμπλακουν σε καταδιωξη με καποια απο τις δυο ρωμαικες φρουρες.
Περασαν τα τειχη της πολης διχως να τους ενοχλησει κανεις.
                                          -----------------------------------
Ο Λευκιος Ουιτελλιος χαμογελασε, κουνησε το κεφαλι του αργα και μιλησε.
-'Αν αυτος ειναι ο λογος που ο Καισαρας σας εβαλε να ταξιδεψετε μεχρι εδω, φοβαμαι πως αδικα θα χασετε τον χρονο σας'.
-'Εκτιμας πως δεν συντρεχει καν λογος ερευνας' ? ρωτησε ο Ορατιος ενω αφηνε το βλεμμα του να περιπλανιεται ολογυρα στην αιθουσα.
-'Δεν νομιζω πως θ' ακουσετε κατι διαφορετικο απ' οτι εχει πει ο καθενας που εχει υποστηριξει παραπλησια πραγματα' απαντησε ο Λευκιος, καταβαλλοντας ιδιαιτερη προσπαθεια να συνταξει με τετοιο τροπο τα λεγομενα του ουτως ωστε να μην προσβαλλει τους επισκεπτες.
Ο ξενος παρεμεινε καθισμενος στην καρεκλα του, βυθισμενος στις σκεψεις του, λιγη σημασια δινοντας στην στιχομυθια εκατερωθεν. Ο κυβος, καλα κρυμμενος στον κορφο του, εδινε σημεια ζωης κι αυτο ηταν το σημαντικοτερο. 
-'Εχεις αποψη ο ιδιος σχετικα με αυτο το ατομο ? Πως τον ειπαμε ? Ιησους' ? ειπε ο Ορατιος.
-'Οχι' ηρθε η ξερη απαντηση του Λευκιου. 'Οτι ξερω προερχεται αποκλειστικα απο πληροφοριες απο ανθρωπους μου που εχουν βρεθει εκει'.
-'Ισως μαθεις περισσοτερα τοτε με την επιστροφη μας απο κει' μιλησε για πρωτη φορα ο ξενος.
                                          -----------------------------------
-'Αν πρεπει να πατε μεχρι εκει θα σας δωσω συνοδεια για να εξασφαλιστει η σιγουρη μεταβαση σας' ειπε ο Λευκιος. 'Δεν ειναι και η ευκολοτερη διαδρομη στον κοσμο και πιστευω πως μια συνοδεια ειναι απαραιτητη' προσθεσε.
Ο Ορατιος κοιταξε τον ξενο προσπαθωντας να διαβασει κατω απο το ανεκφραστο υφος του τι σκεφτοταν μα ηταν αδυνατο.
-'Θα το σκεφτουμε και θα σ' ενημερωσουμε' ειπε προς τον Λευκιο αφηνοντας τον με ανοιχτο το στομα. 'Ισως να μην χρειαστει να ερθει καποιος μαζι μας' συνεχισε.
-'Δυο ατομα μονα τους μεχρι εκει' ? εκανε ο επαρχος. 'Μα ειναι καθαρη αυτοκτονια. Αν το μαθει ο αυτοκρατορας πως σας αφησα χωρις συνοδεια θα'......
-'Δεν εχεις να δωσεις λογαριασμο σε κανεναν' ειπε ο ξενος ενω σηκωθηκε αποτομα απο την καρεκλα του. 'Θα σταθμισουμε την κατασταση και θα δουμε. Προς το παρον χρειαζομαστε μονο λιγη ξεκουραση' προσθεσε με νοημα.
-'Αυτο ειναι κατι που μπορει να κανονιστει αμεσως' ειπε ο επαρχος χτυπωντας τα χερια του.
                                           --------------------------------------
Μια ωρα αργοτερα ο ξενος με τον Ορατιο κουβεντιαζαν χαμηλοφωνα σ' ενα τεραστιο ερημικο εξωστη αφου ειχαν σιγουρευτει πως ηταν μονοι τους.
-'Μπορεις να μου πεις τι εχεις στο μυαλο σου' ? ρωτησε ο Ορατιος.
-'Με οσο λιγοτερο κοσμο συναναστρεφεσαι τοσο το καλυτερο για σενα' απαντησε ο ξενος. 'Νομιζεις πως τα κατορθωματα σου στη Ρωμη θ' αργησουν να μαθευτουν ? Και μολις αντιληφθουν ποιος εισαι, θα τσακωνονται οπως τα αιμοδιψη ορνια πανω απο το κουφαρι για το ποιος θα σε προδωσει πιο γρηγορα για να παρει τα ευσημα. Θα παμε οι δυο μας, διχως να γνωστοποιηθει η παρουσια μας σε πολλους και θα δουμε τι ακριβως συμβαινει'.
Ηταν η πρωτη φορα που αν και η εξηγηση ηταν οφθαλμοφανεστατα σωστη κατι δεν αρεσε στον Ορατιο. Δεν μπορουσε ομως να μην συμφωνησει με τον ξενο.
-'Εχει γιορτη προς τιμην μας σημερα ο επαρχος' ειπε. 'Θα ερθεις' ?
-'Πηγαινε εσυ' απαντησε αδιαφορα ο ξενος. 'Βρες μια δικαιολογια για μενα. Αυριο το μεσημερι το αργοτερο πρεπει να εχουμε φυγει. Προσεξε μην μπλεξεις πουθενα' προσθεσε με νοημα κλεινοντας του πονηρα το ματι.
                                         -----------------------------------
Δεν εκλεισε ματι ολο το βραδυ. Σαν να ηταν μια ζωντανη υπαρξη, ο κυβος ειχε στοιχειωσει το δωματιο του. Δεν τον εβλεπε μεσα στο απολυτο σκοταδι που ο ιδιος ειχε επιλεξει να υπαρχει μα ενοιωθε την παρουσια του πιο ζωντανη απο ποτε. Ηταν σαν μια παρορμητικη δυναμη, σαν ενα αγριο ατι που απαιτουσε απελευθερωση απο τα γκεμια του για να ξεχυθει μπροστα. Τον ειχε φερει εκει και καταλαβαινε μεχρι το τελευταιο χιλιοστο του την διψα και την ανυπομονησια του για να βρεθει απεναντι στον σκοπο της αποστολης του. Προσπαθησε να υποψιαστει πως μπορει να ηταν αυτος που εκρυβε το δευτερο μερος του γριφου μα αντιληφθηκε γρηγορα το ματαιο της υποθεσης. Οποιος και να ηταν η μοιρα του ηταν τοσο συγκεκριμενη οσο και η διαδοχη ηλιου σεληνης και η κυριαρχια τους στο ουρανιο στερεωμα.
Το μονο που τον απασχολουσε ηταν ο Ορατιος. Δεν ηξερε πως θ' αντιδρουσε η τι θα εκανε οταν εφθαναν τα πραγματα στο κρισιμο εκεινο σημειο. Απλα ηλπιζε να διαχειριστει το ολο θεμα με σωφροσυνη γιατι δεν μπορουσε να υπαρξει καμια αλλοιωση στο σχεδιο του.
Το πρωινο φως του πιστοποιησε το γεγονος πως ο κυβος του Γιοντοκ ηταν ακομα εκει που τον ειχε αφησει οταν ειχε μπει το βραδυ στο δωματιο του. Επισης, ουτε ο κυβος ειχε κοιμηθει.
                                            ----------------------------------
Αναζητησε τον Ορατιο μα κανεις δεν φαινοταν να εχει ιδεα που βρισκοταν. Τα χαρακτηριστικα του προσωπου του σφιχτηκαν ενω αναρωτιοταν αν τελικα θα καταφερναν να φυγουν το μεσημερι. Ειδε απο μακρια τον Λευκιο Ουιτελλιο να τον πλησιαζει.
-'Αν ψαχνεις τον συνεργατη σου' ειπε ο επαρχος 'κανει ιππασια με την Λαελια Σεπτιμα. Την κορη μου' προσθεσε βλεποντας την απορια ζωγραφισμενη στο προσωπο του ξενου.
-'Η οποια θα ερθει μαζι σας μεχρι την Ιουδαια' συμπληρωσε κι απομακρυνθηκε μ' ενα σαρδονιο χαμογελο να στολιζει το προσωπο του καθως δεν ειχε αφησει τον ξενο να παρει ανασα απο τ' απανωτα χτυπηματα. Ο τελευταιος ειχε σταθει αμηχανα στη μεση του δρομου προσπαθωντας να καταλαβει τι ακριβως ειχε κανει ο Ορατιος. Αποτομα βαδισε προς τους σταβλους θελοντας να δει την κατασταση των αλογων. Χαιδεψε λιγο την μουσουδα του ζωντανου και το χτυπησε απαλα στο πλαι του λαιμου. Ειχε ξεκουραστει αρκετα, εβλεπε την ζωηραδα στο βλεμμα του και την ανυπομονησια του να τρεξει ελευθερο στις κινησεις της ουρας του.
Την στιγμη που εβγαινε απο την πορτα επεσε κυριολεκτικα πανω σε μια οπτασια.
                                            ---------------------------------
Ακομα και με τα ρουχα ιππασιας η Λαελια Σεπτιμα ηταν σαν τ' ομορφοτερο ροδο σ' εναν υπεροχο κηπο. Η σκοτεινη φιγουρα του ξενου την τρομαξε τοσο οσο χρειαστηκε ενστικτωδως για να παραμερισει δινοντας του την δυνατοτητα να βγει απο τους σταβλους. Τον ειδε να κατευθυνεται προς τον Ορατιο Φλαβιο Βρουτο και ενοιωσε την ενταση να πλανιεται στον αερα. Αυτην την ενταση πηγε να προλαβει μα διχως καν να κοιταξει πισω του ο ξενος με την αριστερη του παλαμη τεντωμενη προς τα πισω την εξαναγκασε να παραμεινει στη θεση της.
Ειδε τον Ορατιο να κατεβαινει απο το αλογο και παρατηρησε τους δυο αντρες ν' απομακρυνονται εξω απο την εμβελεια ακοης της. Εκανε μια κινηση να παει προς τα κει μα το μετανοιωσε αμεσα. Γυρισε με κατευθυνση προς το σπιτι του Λευκιου Ουιτελλιου. Ειχε σημαντικα πραγματα να κανει εν οψη ταξιδιου και δεν υπηρχε χρονος για ξοδεμα.
Βαθια μεσα της ηλπιζε να μην ειχε δημιουργηθει καποιο προβλημα αν και επιασε τον εαυτο της να διακειται σχεδον αρνητικα απεναντι στην μαυροφορεμενη εκεινη μορφη. Ο Ορατιος απο την αλλη ηταν τοσο ευθυμος και προσχαρος που ηταν σιγουρη πως το ταξιδι μαζι του θα μπορουσε να ειναι μια ενδιαφερουσα και συναρπαστικη περιπετεια.
                                          -------------------------------
Οι εξηγησεις του Ορατιου ηταν περαν του δεοντος επαρκεις. Σταδιακα ο εκνευρισμος του ξενου εξανεμιστηκε, σαν την πρωινη υγρασια που τολμα να σηκωσει τα ματια και να κοιταξει το εκτυφλωτικο φως της ημερας. Η προσθηκη της κορης του επαρχου ηταν μια προσωπικη χαρη προς τον ιδιο, δεδομενου πως ηθελε να στειλει την κορη του στην Γαλιλαια εδω και μερες μα το ειχε αναβαλλει γνωριζοντας πως οι ανθρωποι του Καισαρα που θα ερχονταν θα μπορουσαν να την παρουν μαζι τους. Μια μικρη φρουρα θα τους συνοδευε μεχρι τον τελικο τους σκοπο και στην εντονη αντιδραση του ξενου για το θεμα της συνοδειας ο Ορατιος του εξηγησε πως θα ηταν ακομα πιο περιεργο να αρνηθουν την προσφορα και στο τελος να τα καταφερναν οι δυο τους, εκει που μεγαλυτερες και πιο ετοιμοπολεμες ομαδες ειχαν αποτυχει οικτρα.
Σε δυο ωρες ηταν ετοιμοι γι αναχωρηση. Εκτος απο τον Ορατιο, τον ξενο και την Λαελια μια ομαδα πεντε φρουρων θα ερχονταν μαζι τους. Ο Λευκιος ειχε δωσει σαφεις εντολες πως αρχηγος και υπευθυνος ηταν ο ειδικος απεσταλμενος του αυτοκρατορα και πως ολοι υπακουαν στις προσταγες του. Τους συνοδεψε μεχρι λιγο εξω απο τα τειχη και μετα επεστρεψε πισω.
                                            -----------------------------------
Αφησε ν' απομακρυνθουν λιγο και μετα πλησιασε την κοπελα. Της εκανε νοημα να κοψει βημα και ν' αφησει τους υπολοιπους να προπορευτουν. Οταν η αποσταση τους ηταν τετοια που τους επετρεπε να μιλησουν διχως ν' ακουστουν σταματησε το αλογο του μπροστα της.
-'Δεν μ' απασχολει ποια εισαι ουτε με ποιον τροπο βρεθηκες μαζι μας σ' αυτο το ταξιδι' της ειπε.
'Θελω να ξερεις πως το τελευταιο πραγμα που εχω στο μυαλο μου ειναι το πως θα πρεπει να προσεχω κι εσενα επιπροσθετως ολων των υπολοιπων. Μεινε κοντα στους φρουρους σου, αυτοι θα μενουν κοντα σε μας κι ελπιζω να φτασουμε διχως περαιτερω προβληματα στο σκοπο μας.
Μην κανεις το λαθος να μας καθυστερησεις' προσθεσε και το προσωπο του σκοτεινιασε τοσο αποτομα που θυμισε αγριεμενη θαλασσα που μολις ειχει σκεπασει στην υγρη αγκαλια της τα υποψηφια θυματα της. 'Δεν σταματαμε για κανεναν' ολοκληρωσε και απομακρυνθηκε.
Ο ηλιος ειχε φτασει ηδη στο κεντρο του ουρανου σκορπωντας απλοχερα θερμη στην γη κατω του μα η Λαελια Σεπτιμα κρυωνε τοσο πολυ που ασυναισθητα ετριψε τους ωμους της με το ελευθερο απο γκεμια χερι της.  








Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

                   STELLA HERETI


ΤΙ ΑΛΛΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ ΕΙΠΑΜΕ ΟΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ?


Εσκυψε προσεκτικα και κοιταξε κατω στην αβυσσο. Τα ματια του προσπαθησαν να διαπερασουν το πυκνο σκοταδι μα ηταν αδυνατον. Ενοιωσε να ζαλιζεται κι εκανε ενα βημα πισω ενω για πρωτη φορα η αμφιβολια εκανε θριαμβευτικα την εμφανιση της.
Το βημα πισω τον γλυτωσε απο το χτυπημα. Το αντικειμενο περασε διπλα απο το κεφαλι του, χτυπησε στον τοιχο απεναντι του κι επεσε στο εδαφος. Ορμησε σαν τρελλος και το αρπαξε στα χερια του. Το λιγοστο φως της δαδας δεν του ελεγε ψεμματα. Του ηρθε να ουρλιαξει απο χαρα μα συγκρατηθηκε. Ηταν το μεγαλυτερο κομματι χρυσαφι που ειχε δει ποτε στη ζωη του. Για την  ακριβεια δεν ειχε δει σχεδον κανενα σ' αυτο το μεγεθος μα ειχε ενα προαισθημα πως απο δω και περα θα εβλεπε πολυ συχνοτερα. Πλησιασε το κομματι χαρτι με το οποιο ηταν τυλιγμενο το χρυσαφι στη δαδα και με την βοηθεια του φωτος διαβασε.
-'Παρα πολυ νοστιμο. Πληρωμη εγινε. Τι αλλες γευσεις ειπαμε οτι εχουμε' ?
Το χαμογελο στο προσωπο του επισκιασε κι αυτο το χτικιαρικο, αναιμικο φως της δαδας. Το μονο που χρειαζοταν απο δω και περα ηταν απλα να προσεχει.
                                             -----------------------------------
Ηξερε πως ηταν μερος της δουλειας της μα αυτο δεν σημαινε πως της αρεσε κιολας. Αντικειμενικα, ολα εξαρτωνταν απο το μερος. Και δυστυχως στην πλειοψηφια τους αυτα τα μερη ηταν συνηθως ξεχασμενα απο Θεο κι ανθρωπους, σε αγονες, ερημες περιοχες, μακρια απο τον πολιτισμο, οποιον πολιτισμο τελος παντων μπορουσαν να εχουν αυτες οι λησμονημενες κωμοπολεις. Συν ολα τ' αλλα, λες κι ηταν μια σατανικη συμπτωση για να της τεντωνουν τα νευρα ακομα περισσοτερο, οι κατοικοι αυτων των κωμοπολεων ηταν φτιαγμενοι θαρρεις απο την ιδια κοψια, βγαλμενοι λες απο το ιδιο καλουπι.
Καθε τι ξενο, καινουριο, που δεν ταιριαζε στη σταθερη και αναλλοιωτη δομη τη πολης αντιμετωπιζοταν με σκεπτικισμο, δυσπιστια ενιοτε κι εχθροτητα, συγκαλυμμενη μεν μα τοσο εμφανης που μονο στην πινακιδα καλωσορισματος δεν ηταν αναρτημενη.
 Μια τετοια κωμοπολη ηταν ο προορισμος της. Ειχε στριψει λαθος και ειχε χαθει ηδη δυο τρεις φορες και οσο καθυστερουσε να φτασει τοσο μεγαλωνε ο εκνευρισμος της.
Την στιγμη που η απογοητευση την κυριευε πια ολη, ειδε την πινακιδα με τ' ονομα της πολης αμεσως μετα την δεξια στροφη που πηρε με τ' αμαξι της. 
                                            -------------------------------------
Δεν αργησε να τακτοποιηθει στο ξενοδοχειο, αν κι ο αργοστροφος υπαλληλος χρειαστηκε περισσοτερο χρονο απο το κανονικο για να βρει την κρατηση της. Μονο αφου αναφερθηκε τ' ονομα του δημαρχου τα πραγματα μπηκαν σε μια γρηγορη ροη. 
Ρωτησε που ηταν το γραφειο του δημαρχου κι ενοιωσε πως πηρε οδηγιες για τουριστικα αξιοθεατα στο Τοκυο. Δεν υπηρχε λογος να παρει το αμαξι της μαζι, το δημαρχιακο μεγαρο ηταν πολυ κοντα στο ξενοδοχειο, ετσι αποφασισε να περπατησει δινοντας λαβη στους εκεινη την ωρα περαστικους κατοικους να σταματησουν και να σχολιασουν απροκαλυπτα.
Δεν μπορουσε φυσικα ν' ακουσει τι ελεγαν μα δεν χρειαζοταν. Κεφαλια στραμμενα προς αυτην, χερια να δειχνουν προς το μερος της αδιακριτα, τι αλλο χρειαζοταν για να καταλαβει πως η πολη ειχε βρει για τις επομενες μερες θεμα συζητησης ?
Ακομα και ο κλητηρας την ρωτησε επανειλημμενα τ' ονομα της πανω απο δυο φορες, κοιτωντας την απο την κορυφη εως τα νυχια, μεχρι να της πιστοποιησει πως ο δημαρχος ηταν στο γραφειο του και την περιμενε. Ελπιζοντας πως ο μεγαλος ογκος προβληματων ειχε πια περασει μπηκε στο γραφειο του δημαρχου.
                                          -------------------------------
-'Καταλαβαινεις πως το παλιο χρυσορυχειο δεν εξυπηρετει εδω και παρα πολλα χρονια την πολη μας σε κατι' ειπε ο δημαρχος αναβοντας ενα πουρο βρωμοκοπωντας το γραφειο του. 'Ετσι κι αλλιως δεν παει κανενας πια εκει, εκτος απο νεαρους που νομιζουν πως δοκιμαζουν το ποσο αφοβοι ειναι η ζευγαρακια που...καταλαβαινεις' ειπε κομπιαζοντας.
-'Φυσικα' απαντησε 'και καταλαβαινω. Αμα δοκιμασεις να πας σε ξενοδοχειο θα εχει βρει δουλεια η πολη για τον επομενο μηνα' προσθεσε ειρωνικα. Το χρυσορυχειο τελικα φαινεται να διευκολυνει τις ζωες καποιων εδω'.
-'Θα σε συμβουλευα ν' αποφευγες καποιο τετοιο σχολιο μπροστα στον Μπρετ' ειπε ο δημαρχος.  
-'Α, ναι, ξεχασα τον Μπρετ' ειπε σαρκαστικα. 'Ο κ. Μπρετ, ο περηφανος ιδιοκτητης του θρυλικου αυτου χρυσορυχειου. Και που ειπαμε πως μπορω να τον συναντησω' ?
-'Για τωρα δεν εχω την παραμικρη ιδεα, μπορει να ειναι οπουδηποτε. Ομως σιγουρα μπορεις να τον βρεις το βραδυ στου Ματ για μια μπυρα. Παντα περναει μια βολτα απο του Ματ πριν παει σπιτι του. Εκει μπορεις να του μιλησεις για οτι θελεις'.
                                          ------------------------------------
Ηταν ο μονος που δεν στραφηκε να την κοιταξει οταν μπηκε στου Ματ. Ρωτησε ποιος ηταν ο Μπρετ και αφου της εδειξαν προχωρησε αποφασιστικα προς το μερος του κι εκατσε στην καρεκλα απεναντι του. Αυτο που περιμενε, ενα βλαχο με καρω πουκαμισο, φθαρμενο τζιν παντελονι, μποτες και ταμπακο στο στομα δεν ηταν αυτο που συναντησε.
Το ντυσιμο του ηταν απλο μα ωραιο, το χαμογελο του μολις του συστηθηκε πλατυ και καθαριο και η χειραψια του γερη και σταθερη. 
-'Επιθεωρητρια ορυχειων' εκανε μονολογωντας. 'Ακουγεται συναρπαστικη δουλεια'.
-'Δεν ειναι παντα δυστυχως' του απαντησε πινοντας μια γουλια απο την παγωμενη μπυρα που της ειχε παραγγειλει 'και τις πιο πολλες φορες ειναι μαλλον βαρετη και ανουσια'.
-'Ελπιζω να μην βρεις και το δικο μου ορυχειο βαρετο κι ανουσιο' ειπε κοιτωντας την βαθια στα ματια. Περιμενε να ενοχληθει απ' αυτο του το βλεμμα μα δεν εγινε κατι τετοιο.
-'Δεν μπορω να το ξερω αυτο' απαντησε. 'Αν εχει την προσωπικοτητα του ιδιοκτητη του αποκλειεται' ειπε χωρις να καταλαβει καν πως το ξεστομισε.
                                        -----------------------------------
Τι ηταν αυτο ? Πως της ξεφυγε ετσι ? Εβαλε τα γελια και σωριαστηκε στο κρεβατι της. Δεν της ειχε πει κατι για το σχολιο της αλλα γενικα το βραδυ ειχε κυλησει σε πολυ καλο κλιμα. Δεν την αφησε να πληρωσει τιποτα και εκανε οτι περνουσε απο το χερι του για να περασει καλα.
Γδυθηκε σταδιακα κατα την διαδρομη στο μπανιο του δωματιου και αφεθηκε στο ευεργετικο χαδι του καυτου νερου πανω της. Ακουμπησε το κεφαλι της στο πλακακι και χαμογελασε παλι. Η συντομη μα περιεκτικη κολασμενη σκεψη του να τον εβρισκε στα σεντονια της μολις εβγαινε απο το μπανιο αναψε το φυτιλι κι εξαφανιστηκε οσο αποτομα ειχε εμφανιστει.
Ξαπλωσε στο κρεβατι της κι αναψε ενα τσιγαρο ενω μ' ενα αυστηρο βλεμμα επιθεωρουσε το περιγραμμα του κορμιου της. Ειχε παραμελησει τελευταια τον εαυτο της μα αυτο δεν ειχε καποιο σοβαρο αντικτυπο μεχρι στιγμης. Κοιταξε το καντραν του ψηφιακου ρολογιου διπλα στο κομοδινο. Ηταν αργα και το πρωι θα συναντιοταν με τον Μπρετ στο παλιο χρυσορυχειο. 
Αφησε περιθωριο ενος λεπτου κανοντας απολυτη ησυχια για ν' ακουσει τυχον χτυπημα στην πορτα του δωματιου της. Μετα εσβησε το φως κι αποκοιμηθηκε. 
                                              -----------------------------------------
Αν η καλη μερα απο το πρωι φαινεται τουτη εδω θα ηταν δυσκολη σιγουρα. Χαθηκε δυο φορες μεχρι να φτασει στο ορυχειο και η αποτομη μπορα που ξεσπασε δεν βοηθησε καθολου την κατασταση. Τα πρωτευουσιανικα, πανακριβα παπουτσια της οχι μονο δεν την ξελασπωσαν αλλα αποδειχθηκαν παντελως ακαταλληλα για την περισταση. Αν δεν ηταν ο Μπρετ να βοηθησει η μερα της απλα θα πηγαινε χαμενη. Αφου προχωρησαν μεχρι εκει που μπορουσαν σταματησαν μπροστα στο καινουριο χασμα που ειχε κανει την εμφανιση του εδω και δυο βδομαδες. Αυτος ηταν και ο λογος που βρισκοταν εκει. Ο μικρος τοπικος σεισμος ειχε αποκαλυψει μια φυσικη συνεχεια στο χρυσορυχειο, μια συνεχεια που μεταφραζοταν σ' ενα τεραστιο χασμα που κανεις δεν μπορουσε ουτε καν να υποψιαστει το βαθος του. Εκεινη επρεπε να κανει τις εκτιμησεις της, να ενημερωσει τον νομιμο ιδιοκτητη, στην συγκεκριμενη περιπτωση τον Μπρετ, για το τι θα επρεπε να γινει, να συνταξει τα χαρτια με τα καινουρια δεδομενα και να τα στειλει στο Τμημα Ερευνας Ανενεργων Ορυχειων. Ολα αυτα θα επρεπε να περιμενουν λιγο μιας και το αμαξι της αρνιοταν πεισματικα να παρει μπροστα.
                                             ------------------------------------
Ευτυχως το τζιπ του Μπρετ δεν αντιμετωπιζε τετοιες δυσκολιες. Δεχτηκε μετα χαρας την προσκληση του να φανε μαζι σπιτι του. Ετσι θα μπορουσαν να κουβεντιασουν και το θεμα του ορυχειου, δεδομενου πως δεν γνωριζε τι ακριβως ειχε ο Μπρετ στο μυαλο του.
Βρεθηκαν να κανουν σεξ σε καθε σημειο του σπιτιου, σε καθε πιθανη κι αναρμοστη σταση. Το τρεμουλο στα ποδια της εξακολουθουσε να υπαρχει μα ηξερε πως τουλαχιστον δεν ηταν απ' την πεινα αφου ο Μπρετ ειχε μαγειρεψει πολλα και υπεροχα πραγματα για χαρη της.
Η πολυποθητη συζητηση ξεκινησε με πολλα σκαμπανεβασματα και αφθονες διακοπες καθως χωμενη μεσα στην αγκαλια του δυσκολευονταν και οι δυο να ολοκληρωσουν μια τοσο βαρετη κουβεντα. Λιγο πριν βρεθουν παλι στο σταδιο της επαναληψης κι εμπεδωσης μ' ενα αχαλινωτο σεξ θυμοταν πως του ειχε πει οτι για να ειναι κατοχυρωμενος θα επρεπε να κλεισει την εισοδο μεχρι να ξεκιναγε η εξερευνηση του καινουριου τμηματος για να ειναι σιγουρος πως δεν θα συνεβαινε καποιο ατυχημα που θα χρεωνοταν στον ιδιο.
Ορκιστηκε στην προσκοπικη του τιμη πως θα εκανε οτι του ελεγε.
                                             -----------------------------------
Το τελευταιο πραγμα που χρειαζοταν ηταν αυτη η ηλιθια, υπεροπτρια πρωτευουσιανα. Το λαθος βεβαια ηταν του δημαρχου που τσακιστηκε να ενημερωσει το ΤΕΑΟ για το θεμα με το ορυχειο του. Απο κει και περα δεν μπορουσε να το κρατησει μυστικο αφου ενα ζευγαρακι που ειχε βρεθει εκει για ευνοητους λογους ειχε ειδοποιησει τους παντες πως ενα νεο τμημα ειχε εμφανιστει στο ορυχειο. Και τωρα ηταν αναγκασμενος να πηγαινει με τα νερα αυτης της ανοητης που πιστευε πως ενα κομψο ρουχο κι ενα καινουριο αυτοκινητο μπορουσε να της εξαγορασει ακομα και την παρατεταμενη της αποχη απο το σεξ.
Το ζητημα βεβαια ηταν να μην παρει κανεις χαμπαρι τι ακριβως ειχε συμβει γιατι αν συνεβαινε κατι τετοιο θα ηταν η απολυτη καταστροφη. Ετσι κι αλλιως ηταν τοσο απιστευτο που και ο ιδιος ακομα δεν το ειχε χωνεψει. Μονο αφου το γεγονος ειχε επαναληφθει καμποσες φορες ειχε πια πειστει πως οτι ζουσε ηταν αληθεια. Και ειχε ενα προαισθημα πως η επιθεωρητρια θα τον βοηθουσε πολυ περισσοτερο απ' οτι φανταζοταν κι η ιδια.
                                               ----------------------------------
Η πρωτη φυσικη, αντανακλαστικη κινηση που ειχε κανει μολις ειχε διαπιστωσει την υπαρξη του τεραστιου κενου στο ορυχειο του ηταν να κλωτσησει μια πετρα κατω για να διαπιστωσει το βαθος του. Ειχε γυρισει να φυγει, μην ακουγοντας κατι, οταν η πετρα περασε πανω απο το κεφαλι του και προσγειωθηκε στα ποδια του. Το χαρτι με το οποιο ηταν τυλιγμενη εγραφε.
-'Γευση απαισια. Πληρωμη δεν εσωκλειεται. Τι αλλες γευσεις ειπαμε οτι εχουμε' ?
Μολις υποχωρησε η αρχικη σαστισμαρα εβγαλε ενα κομματι σοκολατα απο την τσεπη του και το πεταξε. Δευτερολεπτα μετα, ενα κομματι χρυσαφι στο μεγεθος νυχιου, τυλιγμενο μ' ενα χαρτι, εμαφανιστηκε απο το μαυρο χαος. Η φραση στο χαρτι ελεγε.
-'Πολυ νοστιμο. Πληρωμη εγινε. Τι αλλες γευσεις ειπαμε οτι εχουμε' ?
Δεν τον ενδιεφερε να μαθει τι ηταν αυτο που ειχε ξεκινησει να ταιζει. Το μονο που τον ενοιαζε ηταν πως τον πληρωνε με ατοφιο χρυσαφι. Οσο πιο νοστιμο κατι, τοσο μεγαλυτερο και το χρυσαφι που του εστελνε. Ετσι, ενω κρατουσε σφιχτα στην αγκαλια του την επιθεωρητρια και την φιλουσε, διαπιστωσε πως δεν ειχε κανενα ενδοιασμο ως προς το τι θα εκανε.
Με το αριστερο του χερι απαλα περασμενο στη μεση της της εδειξε κατι κι αυτη εσκυψε ελαφρα για να δει. Υστερα την εσπρωξε με δυναμη. 



                                                     ΤΕΛΟΣ