Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


                          ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28


Ειχαν ηδη καλυψει τη μιση διαδρομη χωρις να συμβει τιποτα απολυτως. Ο ξενος με τον Ορατιο εναλλασονταν συνεχως στην κορυφη της ομαδας, εχοντας σαν πρωτο μελημα την ασφαλη μετακινηση τους μεσα απο εκεινες τις αγνωστες περιοχες. Η Λαελια, παντα τριγυρισμενη απο τους φρουρους του πατερα της, ειχε μονο ν' ανησυχει για την αφορητη ζεστη που επικρατουσε κατα την διαρκεια της μερας και το δριμυ ψυχος που εμφανιζοταν αμεσως μετα την δυση του ηλιου. Ηταν ελαχιστος ο κοσμος που ειχαν συναντησει μεχρι στιγμης. Ενα μικρο καραβανι εμπορων μεταξιου που ειχαν τελικο σκοπο την Σελευκεια, μια ομαδα προσκυνητων που αναζητουσαν καποιο ναο οχι πολυ μακρια απο την Αντιοχεια, καποιοι νομαδες που τους παρακολουθουσαν απο μακρια προσπαθωντας ν' αντιληφθουν τις προθεσεις τους. Αυτοι ηταν ολοι κι ολοι οσοι ειχαν συναντησει μεχρι στιγμης, κατι που δεν ενοχλουσε τον ξενο ουτε τον Ορατιο. Με το μεγαλυτερο μερος της διαδρομης να ειναι ηδη πισω τους, πλεον αυτο που τριγυρναγε στο μυαλο τους ηταν ο τροπος με τον οποιο θα χειριζονταν το ζητημα του προφητη μολις εφταναν στη Γαλιλαια.Ολα αυτα μεχρι τη στιγμη που ειδαν τα ορνια. 
                                               ==========================
Για την ακριβεια ο ξενος ηταν ο πρωτος που τα ειδε. Βλεποντας τον ο Ορατιος να εχει καρφωσει το βλεμμα του στ' ανατολικα σταθηκε διπλα του και τα προσεξε κι αυτος.
-'Βλεπεις' ? εκανε ο ξενος δειχνοντας με το δαχτυλο του. 'Το καταλαβαινεις απο το τροπο που πετανε' συμπληρωσε.
-'Ναι, εχεις δικιο' απαντησε ο πρωην εκατονταρχος. 'Ειναι ομως καπως μακρια κι εκτος της πορειας μας' προσθεσε. -'Πιστευεις πως ειναι καλη ιδεα να λοξοδρομησουμε' ?
-'Οχι ολοι' εκανε ο ξενος ενω ταυτοχρονα εστρεφε το αλογο του προς τ' ανατολικα. 'Θα παω να κοιταξω να δω τι ακριβως συμβαινει. Εσεις θα συνεχισετε κανονικα τον δρομο σας. Οσο γρηγορα και να πατε θα σας προλαβω. Απλα' συνεχισε πιανοντας το χερι του Ορατιου 'θελω να προσεξεις οσο το δυνατον περισσοτερο'.
-'Μην ανησυχεις' εκανε ο τελευταιος. 'Πηγαινε και δες. Τ' αλλα ειναι δικη μου δουλεια'.
Διχως αλλη κουβεντα ο ξενος καλπασε αποτομα προς το μερος που πετουσαν τα ορνια την στιγμη που η Λαελια πλησιαζε τον Ορατιο. Ειχε ηδη απομακρυνθει αρκετα οταν ο Ορατιος ολοκληρωνε την εξηγηση του στην κοπελα.
                                               =======================
Αυτο που του ειχε προξενησει εντυπωση ηταν ο τροπος που πεταγαν. Αυτο το εκαναν συνηθως οταν υπηρχε ακομα καποιος ζωντανος, πραγμα που δεν τους επετρεπε να βρεθουν με την ανεση τους στο εδαφος για να ξεκινησουν το μακαβριο γευμα τους. Οποιος ομως και να ηταν αυτος που φαινομενικα ζουσε ακομα πρεπει να ειχε εξαντλησει τις αντοχες του γιατι τωρα πια τα ορνια περναγαν περισσοτερο χρονο στη γη παρα στον αερα.
Αν ο δρομος ηταν σε λιγο καλυτερη κατασταση θα ειχε φτασει πολυ πιο γρηγορα. Μα το χειροτερο που θα μπορουσε να συμβει ηταν να τραυματιστει η κουτσαθει το αλογο του σε κεινο το κακοτραχαλο εδαφος. Οταν εφτασε ειχαν περασει ηδη καμποσες ωρες.
Σταθηκε στην κορυφη ενος λοφισκου κοιτωντας κατω σε μια μικρη κοιλαδα. Εβλεπε μικρα πλινθοκτιστα σπιτακια μα καμια κινηση. Τα ορνια πετουσαν ακριβως πανω απο τα σπιτια, καποια δε απ' αυτα ειχαν προσγειωθει για τα καλα σε καποια αποσταση απο τον οικισμο.
Προχωρησε με την δεουσα προσοχη μην ξεροντας τι θα μπορουσε να συναντησει. Η παρουσια του αναστατωσε τα πουλια που αποτραβηχτηκαν διακριτικα λιγο πιο περα περιμενοντας να δουν τι ακριβως θα εκανε ο ανεπιθυμητος επισκεπτης. 
                                         =============================
Το ακεφαλο πτωμα ενος αντρα ηταν το πρωτο πραγμα που συναντησε καθως μπηκε στον μικρο 
οικισμο. Εχοντας ολες τις αισθησεις του σε επιφυλακη προχωρησε προσεκτικα. Αν οι νεκροι ηταν σε θεση να του δημιουργησουν προβλημα τοτε θα βρισκοταν σε δυσκολη πραγματικα θεση.
Το μικρο χωριουδακι δεν θ' αριθμουσε πανω απο σαραντα κατοικους. Καπου τοσους τους μετραγε και τωρα μα ζωντανο δεν εβλεπε κανενα. Αντρες, γυναικες, παιδια κοιτονταν νεκροι πανω στο χωμα, διασκορπισμενοι σε διαφορα σημεια αναμεσα στα σπιτια μα δεν εβλεπε ποιος ηταν αυτος που ακομα ζουσε και ειχε τραβηξει το βλεμμα του.
Υπηρχε μια ησυχια που αγκαλιαζε το χωριουδακι, μια ησυχια που την αναστατωναν μονο τα φτερουγισματα των ορνεων που τωρα φαινονταν φανερα ενοχλημενα απο την παρουσια του.
Συνεχισε να ψαχνει ενω η ζεστη που επικρατουσε σε συνδυασμο με την απνοια που διαφεντευε την περιοχη εκαναν την οσμη του θανατου ακομα πιο εντονη στα ρουθουνια του.
Εκεινη τη στιγμη ακριβως βρηκε αυτο που εψαχνε. Πλησιασε με προσοχη, παρατηρωντας τριγυρω του εξονυχιστικα για τον φοβο καποιας πιθανης παγιδας.
                                            ========================
Το κοριτσακι ηταν ξαπλωμενο ανασκελα, ακινητο, διπλα ακριβως σ'ενα βραχο. Μονο οταν πλησιασε κοντα ειδε το στερνο του που εξακολουθουσε ν' ανεβοκατεβαινει, εστω κι ελαχιστα.
Γονατισε διπλα του αφου σιγουρευτηκε πως η περιοχη τριγυρω ηταν ασφαλης. Εσφιξε τα δοντια βλεποντας το τραυμα. Το βρωμικο, τριμμενο, φανελενιο ρουχο της ειχε αποκτησει ενα σκουρο καφε χρωμα στο υψος του στηθους, το χρωμα που γεννιεται απο την προσμιξη της λασπης και του αιματος. Απορουσε πως ζουσε ακομα μετα απο τετοιο συντριπτικο χτυπημα. Το ξιφος που την ειχε χτυπησει ειχε δημιουργησει μια πληγη που οχι μονο δεν υπηρχε περιπτωση ποτε να κλεισει αλλα συνεχιζε να μουσκευει το ρουχο της με αιμα.
Ενοιωσε την παρουσια του κι ενστικτωδως προσπαθησε να φυλαχτει μα ηταν αδυνατο. Σηκωσε απαλα το κεφαλακι της και το αποθεσε στο γονατο του ενω με το αριστερο του χερι τραβουσε προς τα πισω τα μαλλια της. Η διαστικτη βρωμια πανω της δεν του επετρεπε να υπολογισει ασφαλως την ηλικια της μα δεν θα ηταν παραπανω απο οκτω χρονων. Αναπνεε ακομα, με δυσκολια ηταν η αληθεια, μα ανεπνεε ακομα.
Τρια ορνια που παρακολουθουσαν διακριτικα απομακρυνθηκαν, αντιλαμβανομενα πως ειχαν αλλαξει οι δεδομενες ισορροπιες.   
                                               ======================
Με το δεξι του χερι φυλακισε το δικο της αριστερο. Ετρεμε. Ενοιωσε να του σφιγγει τα δαχτυλα σαν να ηταν το τελευταιο πραγμα που θα την κρατουσε στη ζωη. Τα ματια της ξαναβρηκαν ζωη κι ανοιξαν διστακτικα μετα την αισθηση γαληνης και ζεστασιας που της ειχε προσδωσει το χερι του. Ηταν μαυρα και μεγαλα, με τις κορες αεικινητες να μετακινουνται ταχυτατα αριστερα και δεξια ενω μια τεραστια απορια ηταν ζωγραφισμενη πανω τους.
Τα μαλλια της, μακρια, βρωμικα και ξανθα, στο χρωμα του καλοκαιρινου σιταριου, κολλουσαν στις ακρες, εκει που το αιμα ειχε πια πηξει αλλαζοντας τους οχι μονο το χρωμα μα και μεταβαλλοντας τα σε μπερδεμενες, σκληρες τουφες. Στην ακρη του στοματος της το αιμα δεν προλαβαινε να ξεραθει αφου συνεχως, σχεδον σε καθε τριτη ανασα, νεο, ζεστο και κατακοκκινο κυλουσε ασταματητα. Το σκουπισε με το μανικι του ρουχου του.
Ενοιωσε να τον κυριευει η απελπισια. Το εβλεπε μπροστα του, το κοριτσακι δεν ειχε ζωη. Οτι και να ηταν αυτο που το ειχε κρατησει τοση ωρα στη ζωη δεν θα μπορουσε να το κανει για πολυ ακομα. Αυτο που δεν αντεχε ομως ηταν η αισθηση πως και το κοριτσακι ηξερε ακριβως τα ιδια πραγματα μ' αυτον.
                                   ============================
Ανοιξε το φλασκι με το νερο του και εριξε καμποσο στο δεξι του χερι. Σκουπισε οσο πιο απαλα μπορουσε το προσωπακι της. Με την βρωμια και το αιμα να ξεπλενεται σχεδον φωτισε.
Ειδε τα χειλη της να κουνιουνται ανεπαισθητα. Καταλαβε. Ανασηκωσε λιγο το κεφαλακι της και κολλησε το στομιο απο το φλασκι στα χειλη της. Ηπιε αχορταγα πριν προλαβει να την σταματησει. Αυτο ειχε σαν αποτελέσμα να πνιγει, να βηξει εντονα κι ενα νεο κυμα αιματος ξεπροβαλλε απο το  στομα της πλημμυριζοντας το φλασκι πριν προλαβει να το τραβηξει.
Ηταν το τελευταιο που τον ενδιεφερε. Αφησε το φλασκι διπλα του κι εστρεψε παλι την προσοχη του στο κοριτσακι. Ενοιωσε να του σφιγγει το χερι με απροσμενη δυναμη. Η απογνωση τον επιασε απο τον λαιμο κοβοντας του καθε δυνατοτητα ανασας. Προσπαθουσε να σκεφτει πως θα μπορουσε ν' αντιστρεψει την κατασταση και του ηταν αδυνατο. Ο κυβος, παντα καλα κρυμμενος στον κορφο του, ηταν σαν να μην υπηρχε. Οπου και να κοιτουσε μονο μια λυση εβλεπε και αυτο του ειχε ξερανει το σαλιο στο στομα. Για μερικα δευτερολεπτα τα ματια του θολωσαν και πιστεψε πως ηταν απο την οργη για την ανημπορια του. Καταλαβε πως ειχε κανει λαθος οταν ενοιωσε τα μαγουλα του υγρα.
                                          =======================
Το σφιξιμο στο χερι του εγινε πιο εντονο, σαν να του ζητουσε να την κοιταξει στα ματια. Το εκανε και παγωσε. Ηξερε πολυ καλα τι επρεπε να γινει μα αυτο που διαβασε στα ματια της τον ισοπεδωσε. Της χαιδεψε το κεφαλι ξανα και κατι σαν χαμογελο σχηματιστηκε στα ξεραμενα χειλη της. Τα βλεφαρα της ανεβοκατεβηκαν αργα καμποσες φορες. Μια ικεσια, ενα παραπονο, ζωγραφιστηκαν πανω στα ματια της καθως εξακολουθουσε να τον κοιταει.
Κουνησε καταφατικα το κεφαλι του και ειδε μια στιγμιαια λαμψη να περναει μεσα απο το βλεμμα της ενω παραλληλα το σφιξιμο στο χερι του χαλαρωσε. 
Διχως να τον καταλαβει, το ενα απο τα δυο στιλεττα ηταν στο δεξι του χερι. Το εσφιγγε τοσο που ενοιωθε τις αρθρωσεις του να πονουν. Την κοιταξε παλι. Με καποιο ανομολογητο τροπο ηξερε πως του ελεγε 'ευχαριστω' κι ας μην ειχε βγαλει ουτε ψιθυρο. Εκλεισε τα ματια της.
Ακουμπησε την παγωμενη κοφτερη λεπιδα στον λευκο, ματωμενο λαιμο της. Διστασε για μερικα κλασματα του δευτερολεπτου. Μετα πιεσε την λεπιδα κατα μηκος του λαιμου της.
Ενοιωσε το σφιξιμο στο χερι του να χαλαρωνει εντελως. 
                                                =======================
Ακουμπησε το αψυχο κορμακι της κατω και σηκωθηκε με δυσκολια. Ηταν η στιγμη ακριβως που τα ορνια, αντιλαμβανομενα το τι ειχε ακριβως συμβει, ενοιωθαν ετοιμα ν' αναλαβουν δραση αρκει να ξεκουμπιζοταν ο απροσκλητος επισκεπτης. Αντ' αυτου, τρομαξαν τοσο πολυ με την αποκοσμο, σχεδον μη ανθρωπινο ουρλιαχτο του ξενου που ενστικτωδως πεταξαν μακρια.
Ενοιωσε πως ειχε ξεσπασει και το χρειαζοταν. Ενα παραλογο κυμα μισους, μια αρρωστημενη μανια εκδικησης ειχε γεννηθει αποτομα μεσα του, γιγαντωνοταν καθε στιγμη που περνουσε ενω πραξεις φριχτες κι ανομολογητες λαμβαναν χωρα μεσα στη σκεψη του.
Οποιοι ειχαν προβει σ' αυτο το εγκλημα επρεπε ν' αρχισουν ν' ανησυχουν. Τιποτα δεν τον ενδιεφερε πια, τιποτα δεν ειχε νοημα πλεον. Το μονο που ηθελε, το μονο που εβλεπε μπροστα του ηταν η εκδικηση. Δεν τον ενοιαζε ποσο χρονο θα επαιρνε η τι τιμημα ενδεχομενως να ειχε αυτο που σκεφτοταν να κανει. Αδιαφορουσε. Ηξερε μονο πως αυτοι που ειχαν δολοφονησει το κοριτσακι και τους υπολοιπους κατοικους του χωριου θα ειχαν την ιδια μοιρα.
Χαμογελασε αχνα σκεπτομενος οτι θα μπορουσε η μοιρα τους να ειναι ακομα χειροτερη.
                                              =======================
Εθαψε μονο το κοριτσακι. Δεν ηταν θεμα χρονου η αδιαφοριας για τους αλλους αλλα αυτος ηταν ο κυκλος της ζωης. Οι νεκροι χωρικοι ηταν πηγη ζωης γι αυτα τα ορνια. Δεν ευθυνονταν αυτα για την μοιρα που τους ειχε επιβληθει, απλα ικανοποιουσαν το ενστικτο  επιβιωσης τους.
Ομως δεν θ' ακουμπουσαν ποτε το κοριτσακι. Ουτε τα ορνια ουτε τα τσακαλια που τα βραδια αναζητουσαν κι αυτα την τροφη τους θα μπορουσαν ποτε να ξεθαψουν το κορμι της.
Εριξε μια γρηγορη ματια στα ιχνη των φονιαδων και διαπιστωσε πως ειχαν τραβηξει κι αλλο προς τα μεσα, προς την ενδοχωρα στ' ανατολικα. Ας ηταν ετσι λοιπον.
Ανεβηκε στο αλογο του ετοιμος γι αναχωρηση οταν σταματησε αποτομα. Του φανηκε πως η ακρη του ματιου του ειχε πιασει καποια κινηση. Εστριψε το κεφαλι του αριστερα και δεξια μα δεν υπηρχε τιποτα. Προφανως το μυαλο του του επαιζε παιχνιδια.
Παρ' ολα αυτα, ηταν ετοιμος να ορκιστει σε καθε Θεο η διαμονα αν του το ζητουσαν πως φευγαλεα ειχε δει καποιον διπλα ακριβως στο σημειο που ειχε θαψει το κοριτσακι. 
Καποιον που ηταν ιδιος ο γερος απο την ερημο Ινζεμ.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου