Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

             ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΕΦΕΡΝΑΝ ΤΑ ΔΩΡΑ










Εγειρε πισω στον φθαρμενο καναπε, αναψε τσιγαρο και κοιταξε λοξα το μπουκαλι με το ουισκι που ηταν ακουμπισμενο μπροστα του, πανω στο στραπατσαρισμενο τραπεζακι. Προς στιγμην του περασε απο το μυαλο να σηκωθει να ψαξει για ποτηρι μα γρηγορα εγκατελειψε την ιδεα. Ηπιε κατευθειαν απο το μπουκαλι αφηνοντας το χρυσαφενιο ιρλανδεζικο ουισκι να κυλησει στο λαρυγγι του φερνοντας του μια γλυκια καψα παντου. Αναψε την τηλεοραση μηχανικα.
Δεν εψαχνε για κατι συγκεκριμενο, ηξερε εκ των προτερων τι θα εβλεπε σ' οποιο καναλι και να επελεγε. Η απορια του ειχε να κανει απλα με την σιγουρια του πως αυτην την χρονια ολα θα ηταν ακομα πιο εντονα οπως συνεβαινε καθε προηγουμενη φορα και δικαιωθηκε αμεσα.
Οι εικονες πανομοιοτυπες παντου, το σκηνικο το ιδιο. Χαρουμενοι ανθρωποι οπου και να κοιτουσες, βυθισμενοι μεσα σε τεραστια χαμογελα σαν να τα ειχε καποιος συρραψει στα προσωπα τους, δεντρα στολισμενα, δωρα μεσα σε πολυχρωμες συσκευασιες, Αγιοβασιληδες λουσμενοι στα φωτα, χιονια και τραγουδια που αρμοζαν στην περισταση.
              ================================
Λογικα εμοιαζαν ολα αυτα. Παραμονες Χριστουγεννων ηταν, οι συγκεκριμενες εικονες ειχαν την μεγαλυτερη δυναμικη τους τετοιες μερες, ομως η αισθηση πως καθε χρονια η υπερβολη εβρισκε ευφορο εδαφος για ν' αναπτυχθει ηταν πιο εντονη απο ποτε. Τα δεντρα καταντουσαν καρικατουρες και λυγιζαν απο το βαρος των ατελειωτων στολιδιων, τα δωρα ντυμενα στις πλεον αντιαισθητικες και ματαιοδοξες συσκευασιες, ψευτικα χιονια που ματαια προσπαθουσαν να υποκαταστησουν τα πραγματικα, συνεχη, μονοτονα και θλιβερα εκτελεσμενα τραγουδια απο αψυχες και διεκπεραιωτικες φιγουρες και στο μεσον ολων αυτων μια υπερχειλιση ευτυχιας απο παροξυσμενους ανθρωπους που η αγωνια τους ν' αποδειξουν πως ζουσαν την απολυτη ευμαρεια ηταν εκδηλη στα λες κι απο πλαστελινη καμωμενα προσωπα τους.
Εκλεισε την συσκευη και ξαναφερε το μπουκαλι στα χειλη του. Εριξε μια ματια σ' ενα ξεχαρβαλωμενο ρολοι που μολις και μετα βιας παρεμενε γαντζωμενο στον βρωμικο τοιχο. Ειχε λιγο χρονο ακομα μεχρι να ξεκινησει μα επρεπε να σιγουρευτει πως ολα ηταν ετοιμα. 
                 =================================
Βγηκε εξω απο την καλυβα και προχωρησε προς τους κουρεληδες που φορτωναν ακομα τα πραγματα στο ελκηθρο. Σε λιγο θα τελειωναν, δεν ειχαν απομεινει πολλα ακομα για φορτωμα.
Οι λυκοι που πανω τους ηταν ζωσμενο το ελκηθρο τον ειδαν που τους πλησιασε και χαμηλωσαν το βλεμμα. Κανεις τους δεν παρουσιαζε σημαδια εξαψης, απλα ολοι περιμεναν υπομονετικα.
Ο κουρελης που εμοιαζε να ηγειται των υπολοιπων τον πλησιασε και τον ενημερωσε πως οτι ειχε να γινει απο την δικη τους πλευρα ειχε ολοκληρωθει. Αναψε τσιγαρο και τον χτυπησε απαλα στο μπρατσο. Απο το σημειο αυτο και μετα αναλαμβανε αυτος. 
Μπηκε και παλι μεσα στην καλυβα για να ντυθει. Οχι πολλα πραγματα, ενα ζευγαρι λιωμενες μποτες, ενα παντελονι με τις ραφες του στο οριο, ενα μπουφαν που ειχε σιγουρα ζησει καλυτερες μερες. Βγηκε εξω λιγα λεπτα αργοτερα και βαδισε προς το ελκηθρο. Χαιδεψε το κεφαλι του επικεφαλης λυκου κι ανεβηκε επανω. Ενα ελαφρυ τραβηγμα στα γκεμια ηταν αρκετο για τους λυκους για να καταλαβουν πως ειχε ερθει η ωρα. Πεταξε το τσιγαρο του, εριξε μια τελευταια ματια τριγυρω και μετα απο λιγο βρισκοταν στον ουρανο.
                       =============================
Ειχε μονο εκεινη τη νυχτα μπροστα του για να ολοκληρωσει το εργο του μα δεν αγχωνοταν. Δεν ηταν η πρωτη φορα που το εκανε αυτο, σιγουρα δεν θα ηταν και η τελευταια. Στις αρχες ειχε παντα τον φοβο πως δεν θα προλαβαινε, καποιον θα ξεχνουσε, καποιον θ' αφηνε απ' εξω. Μα τωρα πια ηταν μια ρουτινα γι αυτον, ηξερε ακριβως τον τροπο με τον οποιο επρεπε να κινηθει και δεν ανησυχουσε καθολου. Για το υψος που πετουσε παραδοξως η θερμοκρασια ηταν αρκετα ανεκτη. Παρ' ολα αυτα δεν ηταν λιγες οι φορες που το χερι του αναζητησε μηχανικα το μπουκαλι που ειχε παρει μαζι του σε μια προσπαθεια ν' αναχαιτισει τις παγωμενες ριπες του αερα.
Ειδε στο βαθος μια μυρμηγκια απο φωτα που τρεμοπαιζαν και με τις απαραιτητες ενεργειες εδωσε στους λυκους να καταλαβουν πως επρεπε να χαμηλωσουν σταδιακα αφου μπροστα του βρισκοταν ο πρωτος νυχτερινος του προορισμος. Μ' εναν τελειο συγχρονισμο το ελκηθρο προσγειωθηκε σ' ενα σκοτεινο, απομερο σοκακι γεματο σκουπιδια που ο αερας στροβιλιζε συνεχως επιτεινοντας την ηδη υπαρχουσα βρωμα. Διχως να γινει αντιληπτος απο κανεναν χωθηκε πισω απο μια σκουριασμενη, σιδερενια πορτα.
                ==================================
Θα επρεπε να νοιωθει τουλαχιστον ικανοποιημενος η εστω καπως παραπλησια αφου ειχε πετυχει στο εργο του, μα η αληθεια ηταν πως αδιαφορουσε εντελως. Δεν ειχε δα πραγματοποιησει και καποιον σπουδαιο αθλο. Μια τραπουλα ειχε αφησει στις αντρικες τουαλετες μιας παρανομης λεσχης για να την βρει αυτος που την ειχε ζητησει για δωρο. Μια τραπουλα που θα τον βοηθουσε να κερδισει εκεινο το βραδυ τα χρηματα που ειχε απολυτη αναγκη και χρωσταγε σε μια τοπικη συμμορια κρατωντας σαν αντιτιμο την ιδια του την ζωη. Ο χαρτοπαικτης δεν τον ειδε ποτε, ειδε ομως την αφημενη τραπουλα πανω στον βρωμικο νιπτηρα και την αρπαξε με λαχταρα επιστρεφοντας πισω στο τραπεζι με την σιγουρια πως αυτη θα του εφερνε την τυχη που ζητουσε. Αν ετσι θα συνεβαιναν τα πραγματα ηταν κατι που δεν το ηξερε, ουτε τον αφορουσε. Ειχε πολλη δουλεια ακομα μπροστα του, πολλα δωρα να μοιρασει ακομα.
Η επομενη του σταση ηταν κατω απο μια ερημικη, υπο κατασκευη γεφυρα που στο μονο πραγμα που εμοιαζε χρησιμη ηταν να υποκαθιστα το σπιτι μιας ομαδας αστεγων.
                       =============================
Σχεδον δεν διεκρινε τον ανθρωπο κατω απο τα τοσα σκουπιδια που τον σκεπαζαν για να τον προφυλαξουν απο το κρυο. Ρακενδυτος, αποχαυνωμενος απο το κρυο και τις στερησεις ουτε καν τον αντιληφθηκε οταν τον πλησιασε. Εσκυψε απο πανω του κι εβγαλε κατι απο την τσεπη του.
Ανοιξε το χερι του αστεγου και του το εβαλε μεσα. Μετα σηκωθηκε, σταθηκε για λιγο απο πανω του να τον παρατηρει, αναψε τσιγαρο κι επεστρεψε στο ελκηθρο. Σκεφτηκε τι θα συνεβαινε το πρωι που ο αστεγος θα ξυπνουσε. Παιρνοντας αυτην την τοσο καθαρη δοση ναρκωτικων που του ειχε αφησει ηταν κατι παραπανω απο βεβαιο πως θα εσβηνε μεσα σε λιγα λεπτα δεδομενης και της αθλιας καταστασης στην οποια βρισκοταν. Αυτο ομως ειχε ζητησει, εναν τροπο ν' απαλλαγει πια απο την μιζερια, το βασανο και την αθλια εκεινη ζωη μεσα απο τον μοναδικο τροπο που ηξερε αλλα πλεον, ελλειψει χρηματων, δεν μπορουσε πια να εχει. Ενοιωσε σαν να ειχε σπρωξει το κουφαρι ενος εγκαταλελειμμενου πλοιου σε καποια ακτη, πισω, μεσα στο νερο οπου θα εβρισκε την γαληνη και την αναπαυση που επιζητουσε κι ανταμειψε τον εαυτο του με μια γενναια γουλια απο το ιρλανδεζικο που κουβαλουσε μαζι του.
                           ===========================
Στην αρχη φοβηθηκε πως μεσα σ' εναν τοσο μικρο χωρο, οπως εκεινο το παμπαλαιο τροχοσπιτο, θα γινοταν αντιληπτος απο τον ιδιοκτητη του μα οταν μπηκε μεσα προσεκτικα κουβαλωντας το φορτιο του αντιληφθηκε πως δεν υπηρχε τετοια πιθανοτητα. Ηταν σχεδον λιποθυμος πανω στον καναπε μπροστα σε μια μικρη ασπρομαυρη τηλεοραση. Εριξε μια ματια τριγυρω. Ολος ο χωρος ηταν σπαρμενος απο αδεια μπουκαλια ριγμενα ατακτως παντου. Σταθηκε για λιγο μπροστα σε μια πλακετα γεματη πολεμικα μεταλλια και μερικες σκωροφαγωμενες φωτογραφιες. Αλλος ενας αλκοολικος, αναπηρος, πρωην στρατιωτης, αλλη μια ζωη που ξεθωριαζε γοργα μεχρι που τιποτα δεν θ' απεμενε πια να την θυμιζει.
Αφησε το κιβωτιο με τα Bushmills ακριβως διπλα του. Θα ηταν το πρωτο πραγμα που θα εβλεπε το πρωι οταν ξυπνουσε, πιθανως και το τελευταιο αφου πλεον το συκωτι του βρισκοταν σε οριακη κατασταση. Βγηκε απο το τροχοσπιτο και αναψε τσιγαρο. Οι λυκοι με το ελκηθρο, λιγο πιο περα, περιμεναν υπομονετικα τις εντολες του. Σηκωσε ψηλα το βλεμμα και τα ματια του συναντησαν το πηχτο, αδιαπεραστο σκοταδι.
                       ===========================
Καπου στο βαθος το πεπλο της νυχτας εμοιαζε να χανει την πρωτη μαχη με το επερχομενο φως της μερας μα εκει που βρισκοταν αυτος το σκοταδι ηταν ακομα κυριαρχος. Ειχε τελειωσει. Ειχε παραδωσει οτι του ειχε ζητηθει και τωρα ηταν ετοιμος για την επιστροφη, διχως τυμπανουκρουσιες, διχως βεγγαλικα και πυροτεχνηματα. Ενοιωσε διαχυτη περισσοτερο παρα ακουσε την ικεσια και σταματησε για να σιγουρευτει. Οταν η ικεσια επαναληφθηκε δεν ειχε λογο πια ν' αμφιβαλλει. Προς στιγμην διχαστηκε, παρεμεινε μετεωρος μερικα δευτερολεπτα μεχρι τελικα να δωσει εντολη στους λυκους ν' ακολουθησουν μια συγκεκριμενη κατευθυνση.
Λογω του προχωρημενου της ωρας η γεφυρα εκεινη την στιγμη ηταν ερημη, ετσι δεν δυσκολευτηκε ν' αφησει το ελκηθρο σ' ενα σκοτεινο σημειο και να ξεκινησει να βαδιζει με τα ποδια. Την ειδε να στεκεται λιγο πιο κατω, σχεδον στην ακρη της γεφυρας. Ηταν ενα κοριτσι οχι πανω απο τα εικοσι, που με το ενα χερι κρατιοταν απο μια σιδεροβεργα ενω το αλλο προσπαθουσε να τιθασευσει τα μαλλια της που ανακατωνε ο δυνατος αερας. Τον ειδε να την πλησιαζει μα δεν φοβηθηκε.
                     ===============================
-'Τσιγαρο' ? ειπε κι ετεινε ενα τσαλακωμενο πακετο προς το μερος της.
-'Οχι, ευχαριστω, δεν καπνιζω' αποκριθηκε η κοπελα ενω τον περιεργαζοταν.
-'Την καλυτερη δουλεια κανεις' απαντησε ενω ταυτοχρονα εβγαζε ενα και το αναβε για τον εαυτο του. 'Μια συνηθεια ειναι το διαβολεμενο, μην νομιζεις'.
-'Τι κανεις τετοια ωρα εδω ? Ποιος εισαι' ? ρωτησε η κοπελα.
Ετοιμαζοταν να της πει την αληθεια, πως ειχε ακουσει την επιθυμια της, μα αλλαξε γνωμη.
-'Κατι για το κρυο τοτε' ? ρωτησε ενω εμφανισε απο το πουθενα το μπουκαλι με το ουισκι. 
Η κοπελα τον ευχαριστησε, πηρε το μπουκαλι, ηπιε μια γουλια κι εβηξε αμεσως μετα ενω τα ματια της υγρανθηκαν. Της πηρε λιγα δευτερολεπτα να ξαναβρει τον ρυθμο της.
-'Δυνατο' ειπε. 'Δυνατο αλλα καλο'.
-'Δεν βαριεσαι' απαντησε. 'Ολα τα συνηθιζεις στο τελος'.
-'Οχι ολα' ειπε η κοπελα με μια θλιψη στη φωνη.
                       ===========================
-'Εισαι σιγουρη γι αυτο που σκεφτεσαι' ? ρωτησε.
-'Μα πως..' ψελλισε η κοπελα 'θελω να πω'...
-'Εσυ δεν ζητησες παρεα' ? απαντησε. 'Εγω ειμαι η παρεα λοιπον'.
Η κοπελα τον κοιταξε εντονα σαν να ηθελε να σιγουρευτει πως μιλουσε σοβαρα.
-'Ναι' ειπε στο τελος 'ειμαι σιγουρη. Θα μου κανεις παρεα' ?
-'Γι αυτο βρισκομαι εδω' της απαντησε.
Απλωσε το χερι του αναζητωντας το δικο της. Ηταν παγωμενο μα το εσφιξε δυνατα μεσα στο δικο του και μαζι με την θερμη της προσφερε κι ανελπιστο κουραγιο. Την κοιταξε στα ματια και η κοπελα του ανταπεδωσε το βλεμμα. Βαδισαν μαζι μπροστα και βουτηξαν στο κενο. Για τον ιδιο δεν σημαινε τιποτα αυτο, δεν μπορουσε να πεθανει ετσι κι αλλιως.
Ηταν μια παρακληση της τελευταιας στιγμης, κατι που δεν υπηρχε εξαρχης στο προγραμμα. Ηξερε πως μπορουσε να το αποφυγει αν ηθελε αλλα δεν ηταν σαν κι εκεινον τον αλλο, το χοντρο με τα γενια και την γελοια κοκκινη στολη που λειτουργουσε μονιμα εκ του ασφαλους και φροντιζε να ειναι παντα καλοδεχουμενος κι αξιαγαπητος.
Οχι, μπορει να εκαναν την ιδια δουλεια μα δεν ειχε καμια σχεση μαζι του.





                                                    ΤΕΛΟΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου