Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

                                      ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
                                                                                             




-'Τι ξερεις εσυ για ολα αυτα' ? ρωτησε ο ξενος μ' ενα τονο θυμου στη φωνη του. 'Προφανως τιποτα περισσοτερο απ' οτι εχει ακουστει απο χειλη μεθυσμενων που συνηθιζουν ν' αλλοιωνουν και να διηγουνται κατι που ακουσαν με τον δικο τους τροπο προς τερψη αυτων που τους ακουν. Γιατι αν ηξερες τι πραγματικα εχει συμβει τοτε θα γνωριζες οτι κανενας και τιποτα δεν μπορει να με βοηθησει. Αυτο λοιπον εισαι και συ γερο ?. Ενας ακομα ανοητος που καποια περιπαικτικη και αθλια μοιρα εφερε στον δρομο μου η καποιο πνευμα που θελει να διασκεδασει την ωρα του βασανιζοντας το θυμα του με το να ζωντανευει τους χειροτερους εφιαλτες του' ?.
                                           ---------------
Ο γερος δεν απαντησε αμεσως. Το βλεμμα του φαινοταν συγκεντρωμενο σε καποιο συγκεκριμενο σημειο της φωτιας που εκαιγε μπροστα του. Οταν εχασε το ενδιαφερον του για τον μικρο πυρινο κλοιο απαντησε με σταθερη φωνη.
-'Πραγματι πολλα εχουν ακουστει κι ακομα περισσοτερα εχουν γινει. Ισως υπαρχει και κατι που δεν ξερω μα θα ηθελα να το μαθω απο σενα τον ιδιο. Αυτο ομως δεν αλλαζει το γεγονος οτι ειτε ετσι ειτε αλλιως μπορω να σε βοηθησω. Εξ' αλλου γι αυτο και σ' επελεξα. 
Σηκωσε τα ματια του και τον κοιταξε επιμονα. -'Λοιπον' ? ρωτησε.
                                         -------------------                                         
Ο ξενος ηθελε να τον ρωτησει τι εννοουσε λεγοντας οτι τον ειχε επιλεξει μα αλλαξε γρηγορα γνωμη. Δεν ειχε παρει απαντησεις σε τιποτα απ' οτι ειχε ρωτησει, ηξερε οτι δεν θα του απαντουσε ουτε τωρα. Καποια αδιορατη αισθηση τον παρακινουσε να εξιστορησει σ' αυτην την παραδοξη φιγουρα ολα οσα ειχαν συμβει τοτε. Η γαληνια συμπεριφορα του Χαμπουμπ ειχε αρχισει να λειτουργει καθησυχαστικα πανω του ενω μια μικρη, αδυναμη φωνη μεσα του υποστηριζε οτι δεν κινδυνευε. Εξ' αλλου ειχε περασει πολυς καιρος απο τοτε που ειχε συζητησει τελευταια φορα τα θλιβερα εκεινα γεγονοτα και ενοιωθε οτι μπορουσε να τα μοιραστει με καποιον τελειως αγνωστο.
Ζητησε πισω το φλασκι με το κρασι κι ο γερος του το εδωσε. Κατεβασε μια σεβαστη ποσοτητα απο το υγρο, πηρε μια βαθια ανασα και ξεκινησε την αφηγηση.
                                           -----------------
-'Ειναι αληθεια οτι ειμαι ο πρωτοτοκος γιος του βασιλια Ναζιτ, κυριαρχου κι αφεντη του Καντιθ. Το Καντιθ δεν ειναι το μεγαλυτερο απο τα βασιλεια σε συγκριση με τα γειτονικα, ομως ειναι το ισχυροτερο. Ο πατερας μου παντοτε διοικουσε σοφα, δικαια και με συνεση με αποτελεσμα οι υπηκοοι του να ειναι παντα ικανοποιημενοι. Ολα ξεκινησαν με τα γενεθλια του βασιλια Ντζεντιμ, ηγεμονα του Κρελλ, ενα μερος δυο φεγγαρια δρομο με το αλογο απο το Καντιθ. Ο πατερας μου παντα ηθελε να τα εχει καλα με ολους, ετσι αποφασισε να στειλει μια ομαδα αξιωματουχων, φορτωμενους δωρα για τα γενεθλια του βασιλια. Επελεξε εμενα να ηγουμαι αυτης της ομαδας θελοντας να δωσει μια επισημοτητα στο γεγονος'.
                                           ------------------
-'Στο Κρελλ μας υποδεχτηκαν με ολες τις τιμες. Επειδη τα γενεθλια του βασιλια θα κρατουσαν τρεις μερες και τρεις νυχτες, μας εδωσαν δικα μας διαμερισματα για οσο θα βρισκομασταν εκει.
Δεν ηταν κατι που δεν ειχα ξανακανει. Θα μεναμε εκει, θα παιρναμε μερος σ' ολες τις εκδηλωσεις προς τιμην του βασιλια, θα διναμε τα δωρα που κουβαλουσαμε μαζι και μετα θ' αποχωρουσαμε. Αυτο ομως που δεν περιμενα και αλλαξε ολη τη ζωη μου απο τοτε ηταν οτι θα συναντουσα εκεινη'.
Εκανε μια μικρη παυση ενω αποτομα τα ματια του σκοτεινιασαν για δευτερολεπτα. Ο γερος δεν ειπε τιποτα. Τον αφησε να μαζεψει το κουραγιο του για να συνεχισει. Το κρασι βοηθησε κι αυτο με τον τροπο του και ο ξενος συνεχισε την εξιστορηση. 
                                              ---------------
-'Εχεις νοιωσει ποτε γερο' ειπε 'να μην μπορεις να ελεγξεις τους παλμους της καρδια σου? Ν' αδυνατεις να εμποδισεις την εμφανιση του ιδρωτα στις παλαμες σου? Ν' ανοιγεις το στομα σου   να πεις κατι και ν' ακους κατι αλλο απο τα ιδια σου τα χειλη ? Εχεις πιασει ποτε τα ματια σου να ειναι υποτελη μιας εικονας και να σου ειναι αδυνατον να τ' απαγκιστρωσεις απ' αυτην ? Σου εχει συμβει ποτε να ελκεσαι σαν υπνωτισμενος απο πλανα ματια φιδιου και το μονο που να μπορεις να κανεις ειναι το να βαδιζεις πειθηνια προς το μερος του ?
Αν οχι, τοτε δεν αγαπησες ποτε και δεν μπορεις να με καταλαβεις'.
Εκανε μια παυση κοιτωντας προς την μερια του γερου. Ο τελευταιος εκανε μια κινηση σαν να ηθελε να πει οτι καποτε ηταν κι αυτος νεος.
'Δεν εισαι ο μονος που ενοιωσε κατι τετοιο' απαντησε. -'Εχω βρεθει ακριβως σ' αυτην την κατασταση με την δικη σου και πιστεψε με' προσθεσε κοιτωντας τον εντονα 'το πληρωσα με το μεγαλυτερο τιμημα που μπορει να βαλει ο νους σου. Συνεχισε' του ειπε επαναφεροντας την κουβεντα στην αφηγηση του ξενου.  
                                        ----------------
-'Την ελεγαν Αιναρ' ειπε ο ξενος αποφευγοντας να σχολιασει τα λογια του γερου. 'Τα ματια της ηταν δυο καταπρασινες οασεις μεσα στην πιο καυτη κι ανυδρη ερημο, τα μαλλια της μαυρος εβενος με μπουκλες που σφιχταγκαλιαζονταν και με μια λαμψη στο φως του ηλιου που δυσκολα ανεχονταν ματια απροετοιμαστα, τα χειλη της μια απαλη φωτια που σ' εκαιγε μεχρι τα μυρια της ψυχης. Μοσχοβουσε το αρωμα φρεσκοκομμενου λουλουδιου πασπαλισμενου με την πρωινη δροσια μιας ανοιξιατικης μερας και το δερμα της ηταν τοσο απαλο που το καλυτερο βελουδο φανταζε σκληρο και αγριο μπροστα του. Απο την στιγμη που τα ματια μου περιπλανηθηκαν πανω της ηξερα οτι ημουν τρελλα ερωτευμενος μαζι της, σε βαθμο που δεν ειχα ξαναζησει ποτε. Ειχα ξεχασει ομως πως για εναν τετοιο παθιασμενο ερωτα που ενοιωθα το τιμημα που επρεπε να πληρωσω ηταν και το αναλογο'.
                                      -------------------
Σταματησε αλλη μια φορα αναζητωντας βοηθεια και παλι στο φλασκι. Ειχε αυτην την ιδιοτητα το κρασι, να λυνει την γλωσσα και να βοηθαει καποια δυσκολα πραγματα να κυλανε πιο ευκολα προς τα εξω. Μια λαμψη στολισε τα ματια του ξενου καθως συνεχισε.
-'Ηταν ο πιστος μου συντροφος Φεχαρ, που κατ' εντολη δικη μου φροντισε να μαθει ποια ηταν, που μου εφερε τα μαυρα νεα. Η Αιναρ ηταν η μοναχοκορη του βασιλια Ντζεντιμ και που ο πατερας της την ειχε ταξει σε καποιον αλλο. Βλεπεις το βασιλειο του Κρελλ δεν ηταν στην καλυτερη περιοδο του και ο βασιλιας εψαχνε συμμαχους για να διατηρησει και να δυναμωσει την εξουσια του. Ο γαμος της Αιναρ με καποιον ισχυρο ηταν η πιο εξασφαλισμενη μεθοδος για κατι τετοιο και η γυναικα που παραφορα ειχα αγαπησει μαθαινα οτι ηταν ταγμενη αλλου'.
                                       -----------------------
Πεταξε μερικα ξυλα απο το σωρο που ειχε διπλα του στην φωτια δυναμωνοντας την και χαιδεψε αφηρημενα για λιγο το οικοσημο που στολιζε το ξιφος του. Ο γερος δεν εκανε καμια κινηση να τον διακοψει, απλα τον παρακολουθουσε προσεκτικα.
-'Ηταν ομως τοσο δυνατο αυτο που ενοιωθα που μου ηταν αδυνατο να μην τ' ομολογησω στην Αιναρ. Κι οσο και να σου φανει παραξενο' ειπε σηκωνοντας το βλεμμα προς τον γερο 'αυτη η ονειρικη κι υπεροχη υπαρξη, που μονο η γονιμη και πλουσια φαντασια των θεων μπορουσε να πλασει, ειδε κατι πανω μου που την τραβηξε με το ιδιο γοργοφτερο παθος που ειχε κατακλυσει κι εμενα. Ομως επρεπε να βρεθει τροπος ν' απαλλαγει απο την δεσμευση του πατερα της για ενα γαμο που και η ιδια δεν επιθυμουσε'. 
                                      -----------------
-'Δυστυχως ακομα κι ο Φεχαρ, που το πολυμηχανο μυαλο του ειχε δωσει παμπολλες φορες λυσεις σε δυσκολα προβληματα και σε αβολες καταστασεις, δεν ειχε να προσφερει μια διεξοδο στον τοιχο που υψωνοταν αναμεσα σε μενα και την Αιναρ. Μαλιστα η συμβουλη του ηταν να ξεχασω οσο το δυνατον γρηγοροτερα οτι ενοιωθα, να ερθω στα συγκαλα μου γιατι αν επεμεινα θα εβαζα σε μπελαδες οχι μονο τον εαυτο μου και τον βασιλια πατερα μου αλλα κι ολοκληρο το βασιλειο του Καντιθ. Προσπαθησε να με πεισει με κουβεντες λογικης, υποστηριζοντας οτι η καρδια μου θα ξαναχτυπαγε για καποια αλλη διχως αυτα τα ανυπερβλητα εμποδια, οτι ο χρονος θ' απαλυνε και τελικα θα ξεθωριαζε τα αισθηματα μου για την Αιναρ αν δεν την ξαναβλεπα και πως επρεπε πανω απ' ολα να βαλω το καλο των υπολοιπων που εξαρτωνταν απο μενα.
Τρια ολοκληρα μερονυχτα ζουσα αναμεσα στο παθος μου για την Αιναρ και τις συμβουλες του Φεχαρ. Αυτος ηταν κι ο μονος που ενοιωσε ανακουφιση οταν εξαντληθηκε ο χρονος παραμονης μας στο Κρελλ και μην εχοντας σοβαρη και πειστικη δικαιολογια για περαιτερω παραμονη επρεπε να φυγουμε για το Καντιθ. Εφυγα με βαρια καρδια αλλα οχι προτου διαβεβαιωσω την Αιναρ οτι θα γυρναγα καποια στιγμη πισω για να την κανω δικη μου. Ηταν αδυνατον να μην υπηρχε τροπος να τα καταφερω, απλα χρειαζομουν λιγο χρονο για να βρω τον τροπο'.


                                 ------------------
-'Ηταν ο Φεχαρ που τελικα μετα απο πολλες μερες αδιεξοδης συζητησης μου προσφερε μια λυση, τοσο απλη που ηταν μπροστα στα ματια μου και δεν την εβλεπα. Ομως δεν ηταν ο Φεχαρ αυτος που επελεξε αυτο που τελικα κατεστρεψε τα παντα, αλλα εγω ο ιδιος τυφλωμενος απ' τον ερωτα που ενοιωθα' ειπε ο ξενος ενω η φωνη του βαρυνε αποτομα.
-'Λες για την υποσχεση που εδωσες'? ρωτησε ο γερος.
-'Ναι, αυτη την υποσχεση που με καιει ακομα και τωρα' προσθεσε ο ξενος.















Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

                            ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
                               
                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4


Απλωσε το δεξι του χερι με την παλαμη στραμμενη προς τον ουρανο δειχνοντας την φωτια, σημαδι πως συνηγορουσε στην εκκληση του γεροντα. Ο τελευταιος κουνησε συγκαταβατικα το κεφαλι του κι εκατσε σε μια πετρα απεναντι απο την φωτια, αφηνοντας διπλα του το ξυλινο ραβδι. Ακομα και με την βοηθεια της φωτιας δεν μπορεσε να διακρινει περισσοτερες λεπτομερειες απ' οσες ειχε ηδη καταγραψει. Οι ερωτησεις που ειχε στο μυαλο του μαχονταν μεταξυ τους για το ποια θα υπερισχυσει και θα κατορθωσει να εκστομιστει πρωτη. Αυτη που αφορουσε το τι εκανε ενας γερος μονος, νυχτα σ' εκεινο το μερος, επιβληθηκε των υπολοιπων κι ετοιμαστηκε να εκδηλωθει.
                                       -------------
-'Βρισκεσαι πολυ μακρια απ' τα μερη σου, πολεμιστη του Καντιθ', ειπε ο γερος, προλαβαινοντας τον παλι για δευτερη φορα. 'Η αληθεια ειναι οτι το τελευταιο πραγμα που περιμενα να συναντησω εδω θα ηταν καποιος απο κει'.
Αυτο πηγαινε πολυ. Ενοιωθε ηδη αβολα με οσα συνεβαιναν. Αυτος ο περιεργος γερος τον προλαβαινε σε οτι σκεφτοταν, τον ρωτουσε πρωτος ολα οσα ηθελε ο ιδιος να ρωτησει. Ομως δεν ενοιωθε φοβο απεναντι σε κατι που φαινοταν μαλλον αφυσικο.
Ξανακοιταξε το αλογο του. Εξακολουθουσε να παραμενει ησυχο, σημαδι πως δεν αντιλαμβανοταν την παρουσια της μορφης.
                                    ----------------
Συνειδητοποιησε εξαφνα πως τον ειχε αποκαλεσει 'πολεμιστη του Καντιθ'. Πως ηταν δυνατον ? Βρισκοταν παρα πολλα φεγγαρια μακρια απ' τον τοπο του, ηταν αδυνατον για καποιον να μπορει να μαντεψει το μερος απ' οπου ερχοταν.
-'Πως ξερεις απο που ειμαι' ? κατορθωσε τελικα να ρωτησει κρατωντας την φωνη του σταθερη με αρκετη δυσκολια. 
-'Εγω μενω εδω' συνεχισε ο γερος σαν να μην ειχε ακουσει καν την ερωτηση. 'Δεν ειμαι συνηθισμενος εδω και πολυ καιρο σε ανθρωπινη παρουσια στην Ινζεμ. Για την ακριβεια μαλιστα εχουν περασει πολλα χρονια απο την τελευταια'.
                                   ------------------
-'Σε ρωτησα πως ξερεις απο που ειμαι' επεμεινε ο ξενος με λιγο πιο εντονη φωνη αγνοωντας με την σειρα του την τοποθετηση του γερου.
Αυτος, χρησιμοποιωντας το ξυλινο ραβδι, του εδειξε το ξιφος που ηταν ακουμπισμενο διπλα του.
Οι αντανακλασεις απο τις γλωσσες της φωτιας εμοιαζαν σαν μισογυμνα κοριτσοπουλα διατρεχοντας ακαταστατα το γυμνο κορμι του ατσαλιου και παιζοντας με τα συμβολα που ηταν χαραγμενα πανω του.
'Αυτο δεν ειναι το οικοσημο του βασιλια Ναζιτ, αφεντη κι ηγεμονα του Καντιθ, ιδρυτη των Υψωμενων Τειχων και κατακτητη ολων των τοπων μεχρι τους Θαμπους Βαλτους' ? ειπε ο γερος και προσθεσε. 'Και συ δεν μπορει παρα να εισαι ο μεγαλυτερος απο τους γιους του, ο'......
                                          --------------
-'Πες μου τωρα ποιος εισαι, τι γυρευεις εδω και πως ξερεις ολα αυτα τα πραγματα' τον διεκοψε ο ξενος πηδωντας αποτομα πανω κι αρπαζοντας το σπαθι στο χερι του 'αλλιως σου ορκιζομαι στην Ζαρεντα οτι η αμμος αποψε θα ξεδιψασει με το αιμα σου'.
Ο γερος δεν κουνηθηκε ουτε εκατοστο απο την θεση του, απλα εκανε μια χειρονομια σαν να ηθελε ν' απολογηθει για ολες αυτες τις γνωσεις που ειχε.
-'Ειναι πραγματι εντυπωσιακο το σπαθι σου γιε του Ναζιτ και ειναι ελαχιστοι αυτοι που ηρθαν αντιμετωποι του και ζουν για το υπερηφανευτουν. Ομως, πιστεψε με, αυτη τη στιγμη σου ειναι εντελως αχρηστο. Εξ' αλλου, για ποιο λογο θα εκανες κακο σε καποιον που θελει να σε βοηθησει' ?
                                          ----------------
Ο ξενος ενοιωσε ξαφνικα αποκαμωμενος ενω το βαρος απο το ξιφος του του φανηκε τοσο πολυ που δυσκολευοταν πια να το κρατησει. Ηταν πια σιγουρος οτι αυτο που αντιμετωπιζε δεν ηταν ανθρωπος, με σαρκα και οστα, κατι που θα μπορουσε ν' αντιπαλεψει. Ολα οσα ελεγαν για την Αζιφ Μεντ στην Σουχαμ ηταν τελικα αληθεια. Υπηρχαν πνευματα, αλλοκοτα πλασματα, μονο που στην δικη του περιπτωση δεν εμφανιστηκαν με την πραγματικη τους μορφη η σαν ομορφες γυναικες οπως σε αλλους αλλα μεταμφιεσμενα σ' εναν ξερακιανο γερο μ' ενα ξυλινο ραβδι.
                                    ------------------
-'Οπως σου ειπα' συνεχισε ο γερος' δεν θελω το κακο σου. Απεναντιας θα διαπιστωσεις οτι πραγματι μπορω να σε βοηθησω σ' αυτο που σε βασανιζει. Ομως πριν απ' ολα θα ηθελα κατι να πιω, αν φυσικα σου περισσευει'.
Εχοντας παντελως αποπροσανατολιστει πια ο ξενος επιασε τον εαυτο του, πειθηνια, να υπακουει στις παρακλησεις του γερου.
Σηκωσε το φλασκι με το κρασι που ειχε διπλα του και του το πεταξε. Ο γερος το αρπαξε στον αερα και τιμησε δεοντως το περιεχομενο του. Σκουπισε το στομα του με το μανικι του χιτωνα του και το αφησε διπλα του στο εδαφος.
                                          --------------
-'Υπεροχο αλογο' ειπε ο γερος κοιτωντας προς το μερος του Χαμπουμπ. 'Μ' ενα τετοιο ατι πραγματικα καποιος μπορει να τα καταφερει και να διασχισει την Ινζεμ' συμπληρωσε.
-'Καθησε' ειπε στρεφομενος στον ξενο. 'Θα ειναι μια μεγαλη και κουραστικη νυχτα η αποψινη, δεν υπαρχει λογος να παραμεινεις ορθιος. Στο τελος της ομως θα διαπιστωσεις οτι πολλα μπορεις να κερδισεις'.
Ο ξενος υπακουσε απροθυμα. Τιποτα δεν ειχε παει οπως θα το ηθελε. Ηταν στο ελεος της Ινζεμ και δεσμιος ολων οσων ανιερων και αποτροπαιων φαινοταν να κρυβει στον κορφο της.
                                        ------------------
-'Τι θελεις απο μενα' ? ρωτησε ελπιζοντας αυτην την φορα να παρει μια απαντηση. Δικαιωθηκε.
-' Οπως σου ειπα να σε βοηθησω. Για μια υποσχεση κι εναν ερωτα δεν εχουν γινει αλλωστε ολα' ?
Ο ξενος τιναχτηκε σαν να τον ειχε τσιμπησει φιδι.






Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

                                         ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

                                                                    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Εσκυψε μπροστα και εριξε ακομα ενα κοματι ξυλο στη φωτια. Αυτος ο μικρος πυρινος κλοιος απεναντι του ηταν και το τελευταιο σημειο αντιστασης απεναντι στη απιστευτη παγωνια που επικρατουσε. Ειχε νυχτωσει μολις πριν δυο ωρες αλλα το κρυο ηταν ηδη τοσο τσουχτερο που αναρωτιοταν τι θα συνεβαινε αφου η ωρα θα ειχε προχωρησει. Ηταν τυλιγμενος στην βρωμικη καπα του προσπαθωντας ν' αφησει οσο το δυνατον λιγοτερα σημεια του σωματος του εκτεθειμενα στην χαμηλη θερμοκρασια που τον γυροφερνε ωρα τωρα προσπαθωντας να επικρατησει ολοκληρωτικα σ' αυτην την ανιση μαχη. Ειχε ταλαιπωρηθει αφανταστα να συγκεντρωσει μια ικανοποιητικη ποσοτητα ξυλων σ' εκεινη την στεγνη και πετρωδη γη, ομως τα ειχε καταφερει και τωρα απλα συντηρουσε το μοναδικο του οπλο απεναντι στο ψυχος.
                                          ----------------
Ειχε ξεκινησει να ψαχνει για καταλυμα καμποση ωρα πριν ο ηλιος παραχωρησει τη θεση του σταδιακα στο σκοταδι. Γρηγορα ειχε διαπιστωσει οτι δεν ηταν οτι πιο ευκολο. Δεν ηθελε ν' απομακρυνθει πολυ απο τον κεντρικο δρομο της Ινζεμ, οχι τοσο φοβουμενος τις δοξασιες που ειχε ακουσει κατα κορον στην Σουχαμ, οσο την περιπτωση ατυχηματος του Χαμπουμπ σ' ενα αγνωστο, ορεινο εδαφος και μαλιστα μεσα σε μια νυχτα τοσο πυκνη που θαρρουσε οτι αν απλωνε το χερι του θα την αγγιζε. Ετσι οταν εντοπισε μια μικρη σπηλια που ανετα χωρουσε εναν ανθρωπο στ' αριστερα του δρομου δεν διστασε καθολου. Η σπηλια λες κι ηταν ακριβως στα μετρα του Χαμπουμπ.
                                            ---------------
Πριν οδηγησει εκει το αλογο φροντισε να το τριψει καλα παντου με μια χουφτα φυλλα Μερθλ που ειχε προμηθευτει στην πολη. Μπορει να μην τρωγονταν, να μυριζαν απαισια αλλα μια απλη επαλειψη λειτουργουσε μονωτικα μην επιτρεποντας στο κρυο και την υγρασια να επηρεασουν τον χρηστη. Εχοντας εξασφαλισει το αλογο του απο τις πολικες θερμοκρασιες που επικρατουσαν, αυτος θα περναγε το βραδυ με συμμαχο τη φωτια που εξακολουθουσε να βγαζει γλωσσα και ν' αντιστεκεται στις λυσσαλεες επιθεσεις του αερα. Τοτε εκανε την πρωτη διαπιστωση.
                                            -----------------
Δεν φυσουσε καθολου. Στο μυαλο του αστραπιαια αναδυθηκε αυτο που ειχε ακουσει, αναμεσα στα τοσα αλλα, για την Ινζεμ. Δεν υπηρχε ποτε αερας, παρ' ολα αυτα η θερμοκρασια την νυχτα επεφτε τοσο πολυ που σου εδινε την αισθηση οτι η ιδια η αμμος ειχε βαλθει να ρουφηξει στα σωθικα της καθε ιχνος εναπομεινουσας θερμοκρασιας της ημερας. Χαμογελασε στιγμιαια διαπιστωνοντας οτι, αν μη τι αλλο, μια απο τις τοσες ιστοριες που ειχε ακουσει ηταν πραγματικοτητα. Το πως η το γιατι συνεβαινε αυτο σιγουρα θα ειχε μια εξηγηση αλλα εκεινη τη στιγμη ηταν το τελευταιο πραγμα που ειχε διαθεση να κανει.
                                               ----------------
Ηταν καθισμενος σταυροποδι, ακουμπωντας την πλατη του στο κοιλωμα ενος βραχου ακριβως πισω του, προσπαθωντας τουλαχιστον να μην την αφηνει εκτεθειμενη στο κρυο. Πρεπει να ειχε καμποση ωρα σ' αυτη τη σταση γιατι ενοιωσε στο αριστερο του ποδι τα πρωτα σημαδια μουδιασματος. Μετακινηθηκε οσο χρειαζοταν αναζητωντας και παλι μια βολικη θεση.
Οσο πιο πολυ κοιτουσε το σκοταδι τοσο πιο συμπαγες του εμοιαζε. Το μοναδικο αλλο φως πλην της φωτιας που καταφερνε να φτασει σ' αυτον ηταν το αναιμικο λαμπυρισμα των αστεριων. Σηκωσε το κεφαλι και για λιγο ξεχαστηκε με το θεαμα που απλωνοταν απο πανω του. Ο ουρανος εμοιαζε σαν μια τεραστια τοξωτη γεφυρα που το κατω μερος της ηταν σπαρμενο με δεκαδες αστερια που τρεμοσβηναν λες και καποια γιγαντια ποδια που διεσχιζαν αυτη τη γεφυρα απειλουσαν ανα πασα στιγμη την ικανοτητα στερεωσης τους. Εμεινε να παρακολουθει για λιγο το θεαμα και ξαναστυλωσε παλι τα ματια του στη φωτια, παρακολουθωντας τις φλογες στον τρελλο τους χορο και τον ανταγωνισμο τους για το πια θα εφτανε ψηλοτερα για να χαθει σαν να μην ειχε υπαρξει ποτε μεσα στη νυχτα.
 Πιο πολυ ηταν προαισθημα, αυτο που ερχεται εξαφνα οταν δεν το θελεις η περιμενεις, που τον εκανε να σηκωσει τα ματια του παρα κατι που να ειχαν αλιευσει οι αισθησεις του.
                                          -----------------
Ανθρωποι που ειχα διασχισει κατα καιρους ερημους υποστηριζαν οτι ενα λαθος ηταν αρκετο για να κοστισει σ' αυτον που το εκανε την ζωη του. Εδω ειχαν γινει περισοτερα απο ενα, ομως σαν την εξαιρεση που καταδυναστευει καθε κανονα, εμοιαζε οτι δεν θα του κοστιζαν καθολου.
Ποτε δεν αναβεις φωτια, υποστηριζαν οι εμπειροι ταξιδιωτες των ερημων, σε σημειο που να ειναι ορατη απ' οποιοδηποτε σημειο υπαρχει περιπτωση να περασει καποιος.
Αν δεν ειναι δυνατη αυτη η επιλογη, ελεγαν ακομα οι ιδιοι, τοτε φροντιζεις να δημιουργησεις μια ζωνη προειδοποιησης, απλωνοντας ξερα φυλλα η κλαδια στο δρομο του ανεπιθυμητου επισκεπτη, ουτως ωστε να ενημερωθεις εγκαιρα για οποια τυχον αφιξη.
Και ποτε, μα ποτε, κατεληγαν οι ειδημονες, δεν κοιτας για ωρα την φωτια γιατι τα δευτερολεπτα που απαιτουνται μεχρι να προσαρμοστουν τα ματια απο το εντονο φως στο βαθυ σκοταδι μπορει ν' αποβουν μοιραια.
Εδω ειχαν γινει και τα τρια μα η μορφη που στεκοταν, αγνωστο ποση ωρα, απεναντι απο την φωτια δεν φαινοταν να ειναι διατεθειμενη να τα εκμεταλλευτει.
                                        ------------------
Εριξε μια γρηγορη κλεφτη ματια στον Χαμπουμπ. Η απαθεια του αλογου, που διατυμπανιζε προς ολες τις κατευθυνσεις οτι η μοναδικη αλλη παρουσια που αντιλαμβανοταν ηταν του αγαπημενου του αφεντη, του εφερε ενα μυρμηγκιασμα κατα μηκος της σπονδυλικης του στηλης. Ο ιδιος περηφανευοταν οτι τιποτα δεν μπορουσε να τον αιφνιδιασει, το ειχε δε αποδειξει παμπολλες φορες. Χαριτολογωντας μαλιστα ελεγε οτι ακομα και ξωτικο η νεραιδα, οσο αθορυβα και να ηταν, δεν θα μπορουσαν ποτε να τον πιασουν στον υπνο.
Και τωρα, τρανο παραδειγμα για το αντιθετο, μια ανθρωπινη φιγουρα, απο το πουθενα, λες και την εναποθεσαν στη γη οσο πιο απαλα μπορουσαν τα ιδια τ' αστερια, ηταν εκει, απεναντι του, αποδεικνυοντας του οτι ακομα κι αν εισαι παρα πολυ καλος σε κατι, ποτε δεν εισαι τελειος.   
                                           -------------------
Η φιγουρα εκανε μερικα βηματα πλησιαζοντας την φωτια επιτρεποντας του να μπορει να διακρινει καποιες λεπτομερειες. Ηταν ψηλος, κατι λιγοτερο απο δυο μετρα, αδυνατος, αρκετα ηλικιωμενος αν εκρινε απο τα πλουσια ασπρα μαλλια που στολιζαν το προσωπο του.
Μια γενειαδα, επισης ασπρη, εμοιαζε σαν την φυσικη συνεχεια της κομης του αλλα εκει που καποιος θα περιμενε οτι θα της προσεδιδε μια αγριαδα, το συναισθημα που εξεπεμπε ηταν μια παραδοξη και ανεξηγητη γαληνη και ηρεμια. Φορουσε ενα ασπρο μακρυ λεπτο χιτωνα διχως ιχνος λεκε η βρωμας επανω του, τοσο μακρυ που του ηταν αδυνατο να καταλαβει αν φορουσε σανδαλια η οτιδηποτε αλλο. Στο δεξι του χερι κρατουσε ενα ψηλο ξυλινο ραβδι με την παλαμη του να εχει καλυψει ολη τη λαβη του πανω μερους. Εκανε ακομα ενα βημα κοντυτερα στη φωτια.
                                          -----------------
Ολη η μελετη της αγνωστης φιγουρας του πηρε ελαχιστα δευτερολεπτα. Στον ιδιο χρονο μεσα προλαβε ν' αναρωτηθει πως ηταν δυνατον καποιος να περιφερεται σ' αυτον τον τοπο, νυχτα, με τοσο αφορητο κρυο, εχοντας για μοναδικη του προστασια ενα λεπτο χιτωνα. Αλλη μια ερωτηση αναπαντητη που προλαβε να κανει στο σχεδον μηδενικο αυτο χρονικο διαστημα στον εαυτο του ηταν πως δεν εβλεπε πουθενα το αλογο του, δεδομενου πως θα ηταν ανθρωπινως αδυνατον να ειναι καποιος πεζος στην ερημο Ινζεμ και ακομα ζωντανος. 
Παρ' ολα αυτα, ανοιξε το στομα του για να ξεστομισει μια τελειως διαφορετικη φραση που σχηματιζε το μυαλο του και ειχε να κανει με την προσκληση που ετοιμαζοταν να του απευθυνει για να κατσει κοντα στη φωτια. 
-'Θα μπορουσα να κατσω κοντα στη φωτια σου ξενε ?' ακουσε τον γεροντα να του λεει. 



Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

                                   ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ




                                                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2


Να το βαλει στα ποδια....Μα δεν του ηταν αγνωστο κατι τετοιο. Για την ακριβεια ηταν ουσιαστικα το μονο πραγμα που εκανε σχεδον τον τελευταιο χρονο. Μακαρι η αποσταση να μπορουσε να εκμηδενισει ολα αυτα που ειχαν συμβει, μακαρι να ηταν αυτη η λυση σ' ολα αυτα που ειχαν προηγηθει και ειχαν σημαδεψει τη ζωη του. Ομως βαθια μεσα του ηξερε οτι κατι τετοιο δεν θα συνεβαινε ποτε ακομα κι αν εφτανε στην ακρη του κοσμου.
                                                                            ------------------
Το μονο θετικο που υπηρχε ηταν οτι πλεον η αποσταση απο την πηγη των δραματικων εκεινων γεγονοτων του παρειχε αυτο που τοσο πασχιζε ν' αποκτησει στην αρχη, την ανωνυμια. Δεν ηταν πια υποχρεωμενος να καμουφλαρεται προσπαθωντας να περασει απαρατηρητος. Στα μερη που ειχε φτασει, τα τοσο μακρινα απ' το σπιτι του, δεν ηταν τιποτα περισοτερο απο ενας ακομα ξενος αναμεσα στους τοσους αλλους που κατα δεκαδες περνουσαν απο την Σουχαμ.
                                                             ------------------------------------------
Ακομα κι ετσι ομως, την μερα που εμφανιστηκε στην πολη, κατορθωσε να τραβηξει αρκετα βλεμματα πανω του. Ηταν το αλογο του, ο Χαμπουμπ, που εντυπωσιασε αρχικα οσους τον ειδαν. Η αληθεια ηταν πως οι κατοικοι ειχαν δει καθε λογης αλογα αλλα ο Χαμπουμπ ηταν πραγματι το κατι αλλο. Αν και ταλαιπωρημενο και κουρασμενο απο την δυσκολη διαδρομη μεχρι την Σουχαμ, ηταν αδυνατον να μην διακρινει καποιος σε καθε του βημα οτι αυτο το ζωντανο ηταν πραγματι ξεχωριστο. Αμεσως μετα, αναποφευκτα, την προσοχη τραβουσε ο ανθρωπος που το ιππευε.
                                                               --------------------------------------------
Τα μακρια, βρωμικα και σκονισμενα μαλλια δεν αφηναν πολλα σημεια του προσωπου του σε κοινη θεα. Τα ματια του αεικινητα, ταμπουρωμενα στις κογχες τους, ελεγχαν συνεχως περιμετρικα οτιδηποτε συνεβαινε γυρω του. Το προσωπο του, σφιγμενο, λες πετρινο, στολιζοταν απο ρυτιδες φανερης κουρασης κι εξαντλησης. Μια ουλη, ενθυμιο καποιου παλιου, ξεχασμενου καβγα, ξεκιναγε κατω ακριβως απο το αριστερο ματι και κατεληγε στο πηγουνι προσδιδοντας στο προσωπο του μια αγριαδα και συναμα μια αρχοντικη επιβλητικοτητα που δυσκολα περναγε απαρατηρητη. Ηταν τυλιγμενος σε μια καπα απο δερμα ζωου που σιγουρα ειχε γνωρισει καποτε μερες δοξας αλλα τωρα υπηρχαν αμφιβολιες ακομα και για το αρχικο της χρωμα. Στ' αριστερα και δεξια πλευρα του αλογου κρεμονταν δυο φουσκωμενα δισακια ενω προσαρμοσμενο κατα μηκος και προσεκτικα δεμενο ηταν ενα ξιφος τυλιγμενο σε καποιο υφασμα. 
                                                                 -----------------------------------------------
Διεσχισε αργα αλλα σταθερα αυτον που φαινοταν να ειναι ο κεντρικος δρομος της πολης φαινομενικα ασυγκινητος για το ενδιαφερον που δημιουργουσε η παρουσια του. Συντομα αντιληφθηκε οτι αν συνεχιζε ευθεια θα εβγαινε πιθανοτατα στο κεντρο, κατι που ηθελε ν' αποφυγει. Εστριψε ελαφρα τα γκεμια του Χαμπουμπ αριστερα και το αλογο υπακουοντας μπηκε σ' ενα στενο δρομακι με πολυ λιγοτερο κοσμο. Προχωρησε καμποσο και σταματησε αποτομα σε κατι που εμοιαζε με πανδοχειο. Ζυγισε τις σκεψεις του για μερικα δευτερολεπτα και τελικα ξεπεζεψε. Ενας κοντοχοντρος, φαλακρος τυπος εμφανιστηκε απο το πουθενα και στην απλη ερωτηση που του εγινε για φαι και καταλυμα για το βραδυ κουνησε καταφατικα το κεφαλι του. Τα ματια του ελαμψαν στιγμιαια στη θεα των δυο νομισματων που διεσχισαν τον αερα με προορισμο το πλαδαρο χερι του. Κουνησε και παλι καταφατικα το κεφαλι του στην απαιτηση του ξενου για περιποιηση στο αλογο του και φωναξε καποιο ονομα. Ο ιδιοκτητης του ονοματος, ενα ξυπολητο πιτσιρικι οχι πανω απο δωδεκα χρονων, πηρε απαλα απ' το χαλιναρι το αλογο και κατω απο το αγρυπνο βλεμμα του ξενου το οδηγησε σ' ενα διπλανο σταβλο. Μονο αφου χαθηκε το αλογο απ' τα ματια του ο ξενος αποφασισε να μπει στο πανδοχειο.  
                                                                   ------------------------------------------
Εφαγε με βουλιμια αυτο που του σερβιρε μια κοκκινομαλλα, γεματη φακιδες, προφανως γυναικα του πανδοχεα, διχως καν να εξετασει αν ηταν οντως αυτο που ειχε ζητησει. Διπλα του, πανω στο τραπεζι, ηταν μια ξυλινη, βρωμικη κουπα γεματη μ' ενα κοκκινωπο υγρο που η γυναικα του ειχε φερει οταν ζητησε κρασι. Την ειχε γεμισει ηδη τρεις φορες αφου ο ξενος το εξαφανιζε σχεδον μονορουφι. 
Αφου τελειωσε με το φαι του, εσπρωξε με μια αποτομη κινηση την γαβαθα διπλα και αδειασε αλλη μια κουπα. Εκανε νοημα στην γυναικα που πλησιασε και την ξαναγεμισε γρηγορα. Η κουραση, που τον συντροφευε μερες, επανηλθε απροειδοποιητα και κατελαβε την πλειοψηφια του σωματος του. Εβγαλε ενα νομισμα και το πεταξε πανω στο τραπεζι. Η γυναικα το εξαφανισε ταχυδακτυλουργικα την στιγμη που κατι του μουρμουρισε μεσα απ' τα κιτρινισμενα δοντια της. Δεν καταλαβε ακριβως τι του ειπε αλλα μηχανικα εντελως κουνησε το κεφαλι του σε μια ενδειξη οτι συμφωνουσε. Ενοιωθε βαρυς και γνωριζε οτι επρεπε να καταβαλλει ιδιαιτερη προσπαθεια για να σηκωθει. Με μια αποτομη κινηση βρεθηκε ορθιος και μολονοτι η σκεψη του ηταν στον Χαμπουμπ και στο αν το αλογο του ηταν ενταξει, εμπιστευτηκε το ενστικτο του και κινησε για το δωματιο του.
                                                                 ---------------------------------------
Ειχε ηδη απαλλαγει απο την πλειοψηφια των ρουχων του που κειτονταν στο ξυλινο πατωμα, ενας σωρος απο βρωμικα και σκονισμενα υφασματα που ηταν πραγματι αξιον αποριας αν θα αντεχαν ενα πλυσιμο ακομη η θα διαλυονταν εντελως, οταν χτυπησε η πορτα.
Η κουραση χαθηκε ως δια μαγειας, το ξιφος του βρεθηκε στα χερια του κι αναρωτηθηκε αν τελικα ηταν σοφο να επιλεξει ενα απομονωμενο πανδοχειο οπως αυτο.
Ανοιξε αποτομα την πορτα ετοιμος να επιφερει το πιο δυνατο του χτυπημα αν χρειαζοταν και συγκρατηθηκε την τελευταια στιγμη πριν αποκεφαλισει την κοπελα που ηταν πισω απ' την πορτα και ενστικτωδως σηκωσε το χερι της για να καλυψει το προσωπο της. Την αρπαξε απ' τον ωμο και την τραβηξε στο δωματιο. Απο τον τρομο της ελεγε ασυναρτησιες αλλα γρηγορα ο ξενος καταλαβε οτι ηταν αυτο που ειχε απαντησει θετικα οταν η κοκκινομαλλα του ειχε μουρμουρισει κατι που δεν ειχε αντιληφθει ακριβως.
                                                                   ---------------------------------
Δεν ηταν οτι ακριβως ειχε στο μυαλο του, ουτε ηταν αυτο που χρειαζοταν εκεινη τη στιγμη. Ομως ειχε περασει καιρος απο τοτε που ειχε νοιωσει την ζεστη σαρκα γυναικας πανω του, που ειχε μυρισει κατι αλλο απο την σκονη και την βρωμα της υπαιθρου που ξαφνικα δεν του φανηκε και τοσο κακη ιδεα. Με ηρεμες κινησεις προσπαθησε να καθησυχασει το κοριτσι, γιατι κοριτσι ηταν και ορκο επαιρνε οτι δεν ηταν πανω απο δεκαεπτα χρονων, μιλωντας της χαμηλοφωνα και εξηγωντας της οτι δεν θα της εκανε κακο. 
Λιγα λεπτα αργοτερα ηταν ενα συμπλεγμα απο γυμνα κορμια πανω στο αθλιο, ετοιμοροπο κρεβατι. Η κουραση του για μια ακομα φορα ειχε παραχωρησει προσωρινα τη θεση της στα ζωωδη ενστικτα που τον ειχαν πλημμυρισει και που προσπαθουσαν να ικανοποιηθουν πανω στο  κορμι της νεαρης πορνης. 
                                                                ----------------------------------------
Οταν καποια στιγμη σταματησε αποκαμωμενος, εψαξε στον σωρο των βρωμικων ρουχων, εβγαλε ενα νομισμα και της το εδωσε. Αυτο φυλακιστηκε μεσα στο λεπτο, ασπρο χερι της και πριν προλαβει να σηκωθει για να ντυθει, η χειρονομια του ξενου την σταματησε.
Αυτα που ακουσε ηταν πολυτιμοτερα απο καθε πληρωμη, σημαντικοτερα απ' οτιδηποτε ειχε συμβει πριν μερικα λεπτα αναμεσα τους. Τον κοιταζε με εκπληκτα ματια, προσπαθωντας να καταλαβει αν μιλουσε σοβαρα, ενω παραλληλα του απαντουσε σε οτι την ρωτουσε.
Δεν εβλεπε την ωρα να βγει απο κεινο το δωματιο και να πει σε ολους αυτα που ειχε ακουσει.
Ηξερε οτι θα ηταν το κεντρικο προσωπο για καμποσες μερες, οχι για τις επιδοσεις της στο κρεββατι, αλλα γιατι ολοι θα ηθελαν ν' ακουσουν ξανα και ξανα αυτα που της ελεγε τωρα ο ξενος.
                                                                --------------------------------------
Οταν καταλαβε οτι πλεον ηταν ελευθερη να φυγει, βγηκε απο το δωματιο τρεχοντας σαν να την κυνηγουσαν ορδες απο διαμονες για να της κλεψουν την ψυχη. 
Συντομα τα νεα εξαπλωθηκαν περαν του πανδοχειου και εγιναν η αποκλειστικη κουβεντα σ' ολη σχεδον την πολη. Οι θεωριες εδιναν κι επαιρναν, ολοι κατι ειχαν να πουν η να σχολιασουν μα ολοι συμφωνουσαν σ' ενα πραγμα. Ο ξενος δεν ηταν σιγουρα στα καλα του και προφανως θα ηταν η τελευταια φορα που θα τον εβλεπε ανθρωπινο ματι.
                                                                   ----------------------------------------
Ξυπνησε την αλλη μερα μετα απο ενα βαθυ και χορταστικο υπνο που τον ειχε αναγκη. Ενοιωθε τις δυναμεις του να εχουν επιστρεψει κι αυτο ηταν κατι που θα το χρειαζοταν προκειμενου να καταφερει αυτο που ειχε στο μυαλο του. Ξεσκονισε τα κουρελια που ειχε για ρουχα, ντυθηκε και κατεβηκε κατω. Η αιθουσα ηταν γεματη και ο ξενος καταλαβε οτι η πορνη ειχε υπερβει εαυτον προκειμενου να ενημερωσει τους παντες γι αυτα που ειχε μαθει.
Εφαγε κατι στα γρηγορα, νοιωθωντας ολα τα βλεμματα καρφωμενα πανω του, πληρωσε και βγηκε με σταθερο βημα εξω. Ο Χαμπουμπ ηταν κι αυτος σε πολυ καλυτερη κατασταση απ' οτι τον ειχε αφησει. Ο πιτσιρικας οντως τον ειχε φροντισει πολυ καλα και ανταμοιφθηκε γι αυτο μ' ενα νομισμα. Του εδωσε τις οδηγιες που του ζητησε κι εμεινε να τον παρακολουθει καθως ο ξενος απομακρυνοταν με μια αισθηση σχεδον λυπης κι απογοητευσης γι αυτο που σκοπευε να κανει.
                                                                    -----------------------------
Συγκεντρωσε ολες τις προμηθειες που χρειαζοταν, τις εδεσε πανω στο αλογο και με μια σχεδον χορευτικη κινηση βρεθηκε στην πλατη του Χαμπουμπ. Του ψιθυρισε κατι στο αυτι, το χτυπησε απαλα στο λαιμο κι αυτο ξεκινησε να προχωραει. 
Μονο τις γιορτες θα μπορουσε καποιος να δει τοσο κοσμο στους δρομους της Σουχαμ. Ομως αυτο το γεγονος ηταν ακομα πιο σημαντικο κι απο γιορτη, ακομα πιο μεγαλο απο το τελευταιο σπουδαιο συμβαν που ειχε λαβει χωρα στην πολη. 
Παρατεταγμενος αριστερα και δεξια ο κοσμος, ανοιγε στην μεση αφηνοντας δρομο στον παρατολμο ξενο για ν' ακολουθησει την μοναχικη και σιγουρα καταστροφικη πορεια του.
Εμειναν να τον κοιτανε μεχρι που χαθηκε απο τα ματια τους στο βαθος του οριζοντα κουνωντας τα κεφαλια τους, σιγουροι οτι η Ινζεμ θα τον καταπινε στην πρωτη ευκαιρια.