ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Να το βαλει στα ποδια....Μα δεν του ηταν αγνωστο κατι τετοιο. Για την ακριβεια ηταν ουσιαστικα το μονο πραγμα που εκανε σχεδον τον τελευταιο χρονο. Μακαρι η αποσταση να μπορουσε να εκμηδενισει ολα αυτα που ειχαν συμβει, μακαρι να ηταν αυτη η λυση σ' ολα αυτα που ειχαν προηγηθει και ειχαν σημαδεψει τη ζωη του. Ομως βαθια μεσα του ηξερε οτι κατι τετοιο δεν θα συνεβαινε ποτε ακομα κι αν εφτανε στην ακρη του κοσμου.
------------------
Το μονο θετικο που υπηρχε ηταν οτι πλεον η αποσταση απο την πηγη των δραματικων εκεινων γεγονοτων του παρειχε αυτο που τοσο πασχιζε ν' αποκτησει στην αρχη, την ανωνυμια. Δεν ηταν πια υποχρεωμενος να καμουφλαρεται προσπαθωντας να περασει απαρατηρητος. Στα μερη που ειχε φτασει, τα τοσο μακρινα απ' το σπιτι του, δεν ηταν τιποτα περισοτερο απο ενας ακομα ξενος αναμεσα στους τοσους αλλους που κατα δεκαδες περνουσαν απο την Σουχαμ.
------------------------------------------
Ακομα κι ετσι ομως, την μερα που εμφανιστηκε στην πολη, κατορθωσε να τραβηξει αρκετα βλεμματα πανω του. Ηταν το αλογο του, ο Χαμπουμπ, που εντυπωσιασε αρχικα οσους τον ειδαν. Η αληθεια ηταν πως οι κατοικοι ειχαν δει καθε λογης αλογα αλλα ο Χαμπουμπ ηταν πραγματι το κατι αλλο. Αν και ταλαιπωρημενο και κουρασμενο απο την δυσκολη διαδρομη μεχρι την Σουχαμ, ηταν αδυνατον να μην διακρινει καποιος σε καθε του βημα οτι αυτο το ζωντανο ηταν πραγματι ξεχωριστο. Αμεσως μετα, αναποφευκτα, την προσοχη τραβουσε ο ανθρωπος που το ιππευε.
--------------------------------------------
Τα μακρια, βρωμικα και σκονισμενα μαλλια δεν αφηναν πολλα σημεια του προσωπου του σε κοινη θεα. Τα ματια του αεικινητα, ταμπουρωμενα στις κογχες τους, ελεγχαν συνεχως περιμετρικα οτιδηποτε συνεβαινε γυρω του. Το προσωπο του, σφιγμενο, λες πετρινο, στολιζοταν απο ρυτιδες φανερης κουρασης κι εξαντλησης. Μια ουλη, ενθυμιο καποιου παλιου, ξεχασμενου καβγα, ξεκιναγε κατω ακριβως απο το αριστερο ματι και κατεληγε στο πηγουνι προσδιδοντας στο προσωπο του μια αγριαδα και συναμα μια αρχοντικη επιβλητικοτητα που δυσκολα περναγε απαρατηρητη. Ηταν τυλιγμενος σε μια καπα απο δερμα ζωου που σιγουρα ειχε γνωρισει καποτε μερες δοξας αλλα τωρα υπηρχαν αμφιβολιες ακομα και για το αρχικο της χρωμα. Στ' αριστερα και δεξια πλευρα του αλογου κρεμονταν δυο φουσκωμενα δισακια ενω προσαρμοσμενο κατα μηκος και προσεκτικα δεμενο ηταν ενα ξιφος τυλιγμενο σε καποιο υφασμα.
-----------------------------------------------
Διεσχισε αργα αλλα σταθερα αυτον που φαινοταν να ειναι ο κεντρικος δρομος της πολης φαινομενικα ασυγκινητος για το ενδιαφερον που δημιουργουσε η παρουσια του. Συντομα αντιληφθηκε οτι αν συνεχιζε ευθεια θα εβγαινε πιθανοτατα στο κεντρο, κατι που ηθελε ν' αποφυγει. Εστριψε ελαφρα τα γκεμια του Χαμπουμπ αριστερα και το αλογο υπακουοντας μπηκε σ' ενα στενο δρομακι με πολυ λιγοτερο κοσμο. Προχωρησε καμποσο και σταματησε αποτομα σε κατι που εμοιαζε με πανδοχειο. Ζυγισε τις σκεψεις του για μερικα δευτερολεπτα και τελικα ξεπεζεψε. Ενας κοντοχοντρος, φαλακρος τυπος εμφανιστηκε απο το πουθενα και στην απλη ερωτηση που του εγινε για φαι και καταλυμα για το βραδυ κουνησε καταφατικα το κεφαλι του. Τα ματια του ελαμψαν στιγμιαια στη θεα των δυο νομισματων που διεσχισαν τον αερα με προορισμο το πλαδαρο χερι του. Κουνησε και παλι καταφατικα το κεφαλι του στην απαιτηση του ξενου για περιποιηση στο αλογο του και φωναξε καποιο ονομα. Ο ιδιοκτητης του ονοματος, ενα ξυπολητο πιτσιρικι οχι πανω απο δωδεκα χρονων, πηρε απαλα απ' το χαλιναρι το αλογο και κατω απο το αγρυπνο βλεμμα του ξενου το οδηγησε σ' ενα διπλανο σταβλο. Μονο αφου χαθηκε το αλογο απ' τα ματια του ο ξενος αποφασισε να μπει στο πανδοχειο.
------------------------------------------
Εφαγε με βουλιμια αυτο που του σερβιρε μια κοκκινομαλλα, γεματη φακιδες, προφανως γυναικα του πανδοχεα, διχως καν να εξετασει αν ηταν οντως αυτο που ειχε ζητησει. Διπλα του, πανω στο τραπεζι, ηταν μια ξυλινη, βρωμικη κουπα γεματη μ' ενα κοκκινωπο υγρο που η γυναικα του ειχε φερει οταν ζητησε κρασι. Την ειχε γεμισει ηδη τρεις φορες αφου ο ξενος το εξαφανιζε σχεδον μονορουφι.
Αφου τελειωσε με το φαι του, εσπρωξε με μια αποτομη κινηση την γαβαθα διπλα και αδειασε αλλη μια κουπα. Εκανε νοημα στην γυναικα που πλησιασε και την ξαναγεμισε γρηγορα. Η κουραση, που τον συντροφευε μερες, επανηλθε απροειδοποιητα και κατελαβε την πλειοψηφια του σωματος του. Εβγαλε ενα νομισμα και το πεταξε πανω στο τραπεζι. Η γυναικα το εξαφανισε ταχυδακτυλουργικα την στιγμη που κατι του μουρμουρισε μεσα απ' τα κιτρινισμενα δοντια της. Δεν καταλαβε ακριβως τι του ειπε αλλα μηχανικα εντελως κουνησε το κεφαλι του σε μια ενδειξη οτι συμφωνουσε. Ενοιωθε βαρυς και γνωριζε οτι επρεπε να καταβαλλει ιδιαιτερη προσπαθεια για να σηκωθει. Με μια αποτομη κινηση βρεθηκε ορθιος και μολονοτι η σκεψη του ηταν στον Χαμπουμπ και στο αν το αλογο του ηταν ενταξει, εμπιστευτηκε το ενστικτο του και κινησε για το δωματιο του.
---------------------------------------
Ειχε ηδη απαλλαγει απο την πλειοψηφια των ρουχων του που κειτονταν στο ξυλινο πατωμα, ενας σωρος απο βρωμικα και σκονισμενα υφασματα που ηταν πραγματι αξιον αποριας αν θα αντεχαν ενα πλυσιμο ακομη η θα διαλυονταν εντελως, οταν χτυπησε η πορτα.
Η κουραση χαθηκε ως δια μαγειας, το ξιφος του βρεθηκε στα χερια του κι αναρωτηθηκε αν τελικα ηταν σοφο να επιλεξει ενα απομονωμενο πανδοχειο οπως αυτο.
Ανοιξε αποτομα την πορτα ετοιμος να επιφερει το πιο δυνατο του χτυπημα αν χρειαζοταν και συγκρατηθηκε την τελευταια στιγμη πριν αποκεφαλισει την κοπελα που ηταν πισω απ' την πορτα και ενστικτωδως σηκωσε το χερι της για να καλυψει το προσωπο της. Την αρπαξε απ' τον ωμο και την τραβηξε στο δωματιο. Απο τον τρομο της ελεγε ασυναρτησιες αλλα γρηγορα ο ξενος καταλαβε οτι ηταν αυτο που ειχε απαντησει θετικα οταν η κοκκινομαλλα του ειχε μουρμουρισει κατι που δεν ειχε αντιληφθει ακριβως.
---------------------------------
Δεν ηταν οτι ακριβως ειχε στο μυαλο του, ουτε ηταν αυτο που χρειαζοταν εκεινη τη στιγμη. Ομως ειχε περασει καιρος απο τοτε που ειχε νοιωσει την ζεστη σαρκα γυναικας πανω του, που ειχε μυρισει κατι αλλο απο την σκονη και την βρωμα της υπαιθρου που ξαφνικα δεν του φανηκε και τοσο κακη ιδεα. Με ηρεμες κινησεις προσπαθησε να καθησυχασει το κοριτσι, γιατι κοριτσι ηταν και ορκο επαιρνε οτι δεν ηταν πανω απο δεκαεπτα χρονων, μιλωντας της χαμηλοφωνα και εξηγωντας της οτι δεν θα της εκανε κακο.
Λιγα λεπτα αργοτερα ηταν ενα συμπλεγμα απο γυμνα κορμια πανω στο αθλιο, ετοιμοροπο κρεβατι. Η κουραση του για μια ακομα φορα ειχε παραχωρησει προσωρινα τη θεση της στα ζωωδη ενστικτα που τον ειχαν πλημμυρισει και που προσπαθουσαν να ικανοποιηθουν πανω στο κορμι της νεαρης πορνης.
----------------------------------------
Οταν καποια στιγμη σταματησε αποκαμωμενος, εψαξε στον σωρο των βρωμικων ρουχων, εβγαλε ενα νομισμα και της το εδωσε. Αυτο φυλακιστηκε μεσα στο λεπτο, ασπρο χερι της και πριν προλαβει να σηκωθει για να ντυθει, η χειρονομια του ξενου την σταματησε.
Αυτα που ακουσε ηταν πολυτιμοτερα απο καθε πληρωμη, σημαντικοτερα απ' οτιδηποτε ειχε συμβει πριν μερικα λεπτα αναμεσα τους. Τον κοιταζε με εκπληκτα ματια, προσπαθωντας να καταλαβει αν μιλουσε σοβαρα, ενω παραλληλα του απαντουσε σε οτι την ρωτουσε.
Δεν εβλεπε την ωρα να βγει απο κεινο το δωματιο και να πει σε ολους αυτα που ειχε ακουσει.
Ηξερε οτι θα ηταν το κεντρικο προσωπο για καμποσες μερες, οχι για τις επιδοσεις της στο κρεββατι, αλλα γιατι ολοι θα ηθελαν ν' ακουσουν ξανα και ξανα αυτα που της ελεγε τωρα ο ξενος.
--------------------------------------
Οταν καταλαβε οτι πλεον ηταν ελευθερη να φυγει, βγηκε απο το δωματιο τρεχοντας σαν να την κυνηγουσαν ορδες απο διαμονες για να της κλεψουν την ψυχη.
Συντομα τα νεα εξαπλωθηκαν περαν του πανδοχειου και εγιναν η αποκλειστικη κουβεντα σ' ολη σχεδον την πολη. Οι θεωριες εδιναν κι επαιρναν, ολοι κατι ειχαν να πουν η να σχολιασουν μα ολοι συμφωνουσαν σ' ενα πραγμα. Ο ξενος δεν ηταν σιγουρα στα καλα του και προφανως θα ηταν η τελευταια φορα που θα τον εβλεπε ανθρωπινο ματι.
----------------------------------------
Ξυπνησε την αλλη μερα μετα απο ενα βαθυ και χορταστικο υπνο που τον ειχε αναγκη. Ενοιωθε τις δυναμεις του να εχουν επιστρεψει κι αυτο ηταν κατι που θα το χρειαζοταν προκειμενου να καταφερει αυτο που ειχε στο μυαλο του. Ξεσκονισε τα κουρελια που ειχε για ρουχα, ντυθηκε και κατεβηκε κατω. Η αιθουσα ηταν γεματη και ο ξενος καταλαβε οτι η πορνη ειχε υπερβει εαυτον προκειμενου να ενημερωσει τους παντες γι αυτα που ειχε μαθει.
Εφαγε κατι στα γρηγορα, νοιωθωντας ολα τα βλεμματα καρφωμενα πανω του, πληρωσε και βγηκε με σταθερο βημα εξω. Ο Χαμπουμπ ηταν κι αυτος σε πολυ καλυτερη κατασταση απ' οτι τον ειχε αφησει. Ο πιτσιρικας οντως τον ειχε φροντισει πολυ καλα και ανταμοιφθηκε γι αυτο μ' ενα νομισμα. Του εδωσε τις οδηγιες που του ζητησε κι εμεινε να τον παρακολουθει καθως ο ξενος απομακρυνοταν με μια αισθηση σχεδον λυπης κι απογοητευσης γι αυτο που σκοπευε να κανει.
-----------------------------
Συγκεντρωσε ολες τις προμηθειες που χρειαζοταν, τις εδεσε πανω στο αλογο και με μια σχεδον χορευτικη κινηση βρεθηκε στην πλατη του Χαμπουμπ. Του ψιθυρισε κατι στο αυτι, το χτυπησε απαλα στο λαιμο κι αυτο ξεκινησε να προχωραει.
Μονο τις γιορτες θα μπορουσε καποιος να δει τοσο κοσμο στους δρομους της Σουχαμ. Ομως αυτο το γεγονος ηταν ακομα πιο σημαντικο κι απο γιορτη, ακομα πιο μεγαλο απο το τελευταιο σπουδαιο συμβαν που ειχε λαβει χωρα στην πολη.
Παρατεταγμενος αριστερα και δεξια ο κοσμος, ανοιγε στην μεση αφηνοντας δρομο στον παρατολμο ξενο για ν' ακολουθησει την μοναχικη και σιγουρα καταστροφικη πορεια του.
Εμειναν να τον κοιτανε μεχρι που χαθηκε απο τα ματια τους στο βαθος του οριζοντα κουνωντας τα κεφαλια τους, σιγουροι οτι η Ινζεμ θα τον καταπινε στην πρωτη ευκαιρια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Να το βαλει στα ποδια....Μα δεν του ηταν αγνωστο κατι τετοιο. Για την ακριβεια ηταν ουσιαστικα το μονο πραγμα που εκανε σχεδον τον τελευταιο χρονο. Μακαρι η αποσταση να μπορουσε να εκμηδενισει ολα αυτα που ειχαν συμβει, μακαρι να ηταν αυτη η λυση σ' ολα αυτα που ειχαν προηγηθει και ειχαν σημαδεψει τη ζωη του. Ομως βαθια μεσα του ηξερε οτι κατι τετοιο δεν θα συνεβαινε ποτε ακομα κι αν εφτανε στην ακρη του κοσμου.
------------------
Το μονο θετικο που υπηρχε ηταν οτι πλεον η αποσταση απο την πηγη των δραματικων εκεινων γεγονοτων του παρειχε αυτο που τοσο πασχιζε ν' αποκτησει στην αρχη, την ανωνυμια. Δεν ηταν πια υποχρεωμενος να καμουφλαρεται προσπαθωντας να περασει απαρατηρητος. Στα μερη που ειχε φτασει, τα τοσο μακρινα απ' το σπιτι του, δεν ηταν τιποτα περισοτερο απο ενας ακομα ξενος αναμεσα στους τοσους αλλους που κατα δεκαδες περνουσαν απο την Σουχαμ.
------------------------------------------
Ακομα κι ετσι ομως, την μερα που εμφανιστηκε στην πολη, κατορθωσε να τραβηξει αρκετα βλεμματα πανω του. Ηταν το αλογο του, ο Χαμπουμπ, που εντυπωσιασε αρχικα οσους τον ειδαν. Η αληθεια ηταν πως οι κατοικοι ειχαν δει καθε λογης αλογα αλλα ο Χαμπουμπ ηταν πραγματι το κατι αλλο. Αν και ταλαιπωρημενο και κουρασμενο απο την δυσκολη διαδρομη μεχρι την Σουχαμ, ηταν αδυνατον να μην διακρινει καποιος σε καθε του βημα οτι αυτο το ζωντανο ηταν πραγματι ξεχωριστο. Αμεσως μετα, αναποφευκτα, την προσοχη τραβουσε ο ανθρωπος που το ιππευε.
--------------------------------------------
Τα μακρια, βρωμικα και σκονισμενα μαλλια δεν αφηναν πολλα σημεια του προσωπου του σε κοινη θεα. Τα ματια του αεικινητα, ταμπουρωμενα στις κογχες τους, ελεγχαν συνεχως περιμετρικα οτιδηποτε συνεβαινε γυρω του. Το προσωπο του, σφιγμενο, λες πετρινο, στολιζοταν απο ρυτιδες φανερης κουρασης κι εξαντλησης. Μια ουλη, ενθυμιο καποιου παλιου, ξεχασμενου καβγα, ξεκιναγε κατω ακριβως απο το αριστερο ματι και κατεληγε στο πηγουνι προσδιδοντας στο προσωπο του μια αγριαδα και συναμα μια αρχοντικη επιβλητικοτητα που δυσκολα περναγε απαρατηρητη. Ηταν τυλιγμενος σε μια καπα απο δερμα ζωου που σιγουρα ειχε γνωρισει καποτε μερες δοξας αλλα τωρα υπηρχαν αμφιβολιες ακομα και για το αρχικο της χρωμα. Στ' αριστερα και δεξια πλευρα του αλογου κρεμονταν δυο φουσκωμενα δισακια ενω προσαρμοσμενο κατα μηκος και προσεκτικα δεμενο ηταν ενα ξιφος τυλιγμενο σε καποιο υφασμα.
-----------------------------------------------
Διεσχισε αργα αλλα σταθερα αυτον που φαινοταν να ειναι ο κεντρικος δρομος της πολης φαινομενικα ασυγκινητος για το ενδιαφερον που δημιουργουσε η παρουσια του. Συντομα αντιληφθηκε οτι αν συνεχιζε ευθεια θα εβγαινε πιθανοτατα στο κεντρο, κατι που ηθελε ν' αποφυγει. Εστριψε ελαφρα τα γκεμια του Χαμπουμπ αριστερα και το αλογο υπακουοντας μπηκε σ' ενα στενο δρομακι με πολυ λιγοτερο κοσμο. Προχωρησε καμποσο και σταματησε αποτομα σε κατι που εμοιαζε με πανδοχειο. Ζυγισε τις σκεψεις του για μερικα δευτερολεπτα και τελικα ξεπεζεψε. Ενας κοντοχοντρος, φαλακρος τυπος εμφανιστηκε απο το πουθενα και στην απλη ερωτηση που του εγινε για φαι και καταλυμα για το βραδυ κουνησε καταφατικα το κεφαλι του. Τα ματια του ελαμψαν στιγμιαια στη θεα των δυο νομισματων που διεσχισαν τον αερα με προορισμο το πλαδαρο χερι του. Κουνησε και παλι καταφατικα το κεφαλι του στην απαιτηση του ξενου για περιποιηση στο αλογο του και φωναξε καποιο ονομα. Ο ιδιοκτητης του ονοματος, ενα ξυπολητο πιτσιρικι οχι πανω απο δωδεκα χρονων, πηρε απαλα απ' το χαλιναρι το αλογο και κατω απο το αγρυπνο βλεμμα του ξενου το οδηγησε σ' ενα διπλανο σταβλο. Μονο αφου χαθηκε το αλογο απ' τα ματια του ο ξενος αποφασισε να μπει στο πανδοχειο.
------------------------------------------
Εφαγε με βουλιμια αυτο που του σερβιρε μια κοκκινομαλλα, γεματη φακιδες, προφανως γυναικα του πανδοχεα, διχως καν να εξετασει αν ηταν οντως αυτο που ειχε ζητησει. Διπλα του, πανω στο τραπεζι, ηταν μια ξυλινη, βρωμικη κουπα γεματη μ' ενα κοκκινωπο υγρο που η γυναικα του ειχε φερει οταν ζητησε κρασι. Την ειχε γεμισει ηδη τρεις φορες αφου ο ξενος το εξαφανιζε σχεδον μονορουφι.
Αφου τελειωσε με το φαι του, εσπρωξε με μια αποτομη κινηση την γαβαθα διπλα και αδειασε αλλη μια κουπα. Εκανε νοημα στην γυναικα που πλησιασε και την ξαναγεμισε γρηγορα. Η κουραση, που τον συντροφευε μερες, επανηλθε απροειδοποιητα και κατελαβε την πλειοψηφια του σωματος του. Εβγαλε ενα νομισμα και το πεταξε πανω στο τραπεζι. Η γυναικα το εξαφανισε ταχυδακτυλουργικα την στιγμη που κατι του μουρμουρισε μεσα απ' τα κιτρινισμενα δοντια της. Δεν καταλαβε ακριβως τι του ειπε αλλα μηχανικα εντελως κουνησε το κεφαλι του σε μια ενδειξη οτι συμφωνουσε. Ενοιωθε βαρυς και γνωριζε οτι επρεπε να καταβαλλει ιδιαιτερη προσπαθεια για να σηκωθει. Με μια αποτομη κινηση βρεθηκε ορθιος και μολονοτι η σκεψη του ηταν στον Χαμπουμπ και στο αν το αλογο του ηταν ενταξει, εμπιστευτηκε το ενστικτο του και κινησε για το δωματιο του.
---------------------------------------
Ειχε ηδη απαλλαγει απο την πλειοψηφια των ρουχων του που κειτονταν στο ξυλινο πατωμα, ενας σωρος απο βρωμικα και σκονισμενα υφασματα που ηταν πραγματι αξιον αποριας αν θα αντεχαν ενα πλυσιμο ακομη η θα διαλυονταν εντελως, οταν χτυπησε η πορτα.
Η κουραση χαθηκε ως δια μαγειας, το ξιφος του βρεθηκε στα χερια του κι αναρωτηθηκε αν τελικα ηταν σοφο να επιλεξει ενα απομονωμενο πανδοχειο οπως αυτο.
Ανοιξε αποτομα την πορτα ετοιμος να επιφερει το πιο δυνατο του χτυπημα αν χρειαζοταν και συγκρατηθηκε την τελευταια στιγμη πριν αποκεφαλισει την κοπελα που ηταν πισω απ' την πορτα και ενστικτωδως σηκωσε το χερι της για να καλυψει το προσωπο της. Την αρπαξε απ' τον ωμο και την τραβηξε στο δωματιο. Απο τον τρομο της ελεγε ασυναρτησιες αλλα γρηγορα ο ξενος καταλαβε οτι ηταν αυτο που ειχε απαντησει θετικα οταν η κοκκινομαλλα του ειχε μουρμουρισει κατι που δεν ειχε αντιληφθει ακριβως.
---------------------------------
Δεν ηταν οτι ακριβως ειχε στο μυαλο του, ουτε ηταν αυτο που χρειαζοταν εκεινη τη στιγμη. Ομως ειχε περασει καιρος απο τοτε που ειχε νοιωσει την ζεστη σαρκα γυναικας πανω του, που ειχε μυρισει κατι αλλο απο την σκονη και την βρωμα της υπαιθρου που ξαφνικα δεν του φανηκε και τοσο κακη ιδεα. Με ηρεμες κινησεις προσπαθησε να καθησυχασει το κοριτσι, γιατι κοριτσι ηταν και ορκο επαιρνε οτι δεν ηταν πανω απο δεκαεπτα χρονων, μιλωντας της χαμηλοφωνα και εξηγωντας της οτι δεν θα της εκανε κακο.
Λιγα λεπτα αργοτερα ηταν ενα συμπλεγμα απο γυμνα κορμια πανω στο αθλιο, ετοιμοροπο κρεβατι. Η κουραση του για μια ακομα φορα ειχε παραχωρησει προσωρινα τη θεση της στα ζωωδη ενστικτα που τον ειχαν πλημμυρισει και που προσπαθουσαν να ικανοποιηθουν πανω στο κορμι της νεαρης πορνης.
----------------------------------------
Οταν καποια στιγμη σταματησε αποκαμωμενος, εψαξε στον σωρο των βρωμικων ρουχων, εβγαλε ενα νομισμα και της το εδωσε. Αυτο φυλακιστηκε μεσα στο λεπτο, ασπρο χερι της και πριν προλαβει να σηκωθει για να ντυθει, η χειρονομια του ξενου την σταματησε.
Αυτα που ακουσε ηταν πολυτιμοτερα απο καθε πληρωμη, σημαντικοτερα απ' οτιδηποτε ειχε συμβει πριν μερικα λεπτα αναμεσα τους. Τον κοιταζε με εκπληκτα ματια, προσπαθωντας να καταλαβει αν μιλουσε σοβαρα, ενω παραλληλα του απαντουσε σε οτι την ρωτουσε.
Δεν εβλεπε την ωρα να βγει απο κεινο το δωματιο και να πει σε ολους αυτα που ειχε ακουσει.
Ηξερε οτι θα ηταν το κεντρικο προσωπο για καμποσες μερες, οχι για τις επιδοσεις της στο κρεββατι, αλλα γιατι ολοι θα ηθελαν ν' ακουσουν ξανα και ξανα αυτα που της ελεγε τωρα ο ξενος.
--------------------------------------
Οταν καταλαβε οτι πλεον ηταν ελευθερη να φυγει, βγηκε απο το δωματιο τρεχοντας σαν να την κυνηγουσαν ορδες απο διαμονες για να της κλεψουν την ψυχη.
Συντομα τα νεα εξαπλωθηκαν περαν του πανδοχειου και εγιναν η αποκλειστικη κουβεντα σ' ολη σχεδον την πολη. Οι θεωριες εδιναν κι επαιρναν, ολοι κατι ειχαν να πουν η να σχολιασουν μα ολοι συμφωνουσαν σ' ενα πραγμα. Ο ξενος δεν ηταν σιγουρα στα καλα του και προφανως θα ηταν η τελευταια φορα που θα τον εβλεπε ανθρωπινο ματι.
----------------------------------------
Ξυπνησε την αλλη μερα μετα απο ενα βαθυ και χορταστικο υπνο που τον ειχε αναγκη. Ενοιωθε τις δυναμεις του να εχουν επιστρεψει κι αυτο ηταν κατι που θα το χρειαζοταν προκειμενου να καταφερει αυτο που ειχε στο μυαλο του. Ξεσκονισε τα κουρελια που ειχε για ρουχα, ντυθηκε και κατεβηκε κατω. Η αιθουσα ηταν γεματη και ο ξενος καταλαβε οτι η πορνη ειχε υπερβει εαυτον προκειμενου να ενημερωσει τους παντες γι αυτα που ειχε μαθει.
Εφαγε κατι στα γρηγορα, νοιωθωντας ολα τα βλεμματα καρφωμενα πανω του, πληρωσε και βγηκε με σταθερο βημα εξω. Ο Χαμπουμπ ηταν κι αυτος σε πολυ καλυτερη κατασταση απ' οτι τον ειχε αφησει. Ο πιτσιρικας οντως τον ειχε φροντισει πολυ καλα και ανταμοιφθηκε γι αυτο μ' ενα νομισμα. Του εδωσε τις οδηγιες που του ζητησε κι εμεινε να τον παρακολουθει καθως ο ξενος απομακρυνοταν με μια αισθηση σχεδον λυπης κι απογοητευσης γι αυτο που σκοπευε να κανει.
-----------------------------
Συγκεντρωσε ολες τις προμηθειες που χρειαζοταν, τις εδεσε πανω στο αλογο και με μια σχεδον χορευτικη κινηση βρεθηκε στην πλατη του Χαμπουμπ. Του ψιθυρισε κατι στο αυτι, το χτυπησε απαλα στο λαιμο κι αυτο ξεκινησε να προχωραει.
Μονο τις γιορτες θα μπορουσε καποιος να δει τοσο κοσμο στους δρομους της Σουχαμ. Ομως αυτο το γεγονος ηταν ακομα πιο σημαντικο κι απο γιορτη, ακομα πιο μεγαλο απο το τελευταιο σπουδαιο συμβαν που ειχε λαβει χωρα στην πολη.
Παρατεταγμενος αριστερα και δεξια ο κοσμος, ανοιγε στην μεση αφηνοντας δρομο στον παρατολμο ξενο για ν' ακολουθησει την μοναχικη και σιγουρα καταστροφικη πορεια του.
Εμειναν να τον κοιτανε μεχρι που χαθηκε απο τα ματια τους στο βαθος του οριζοντα κουνωντας τα κεφαλια τους, σιγουροι οτι η Ινζεμ θα τον καταπινε στην πρωτη ευκαιρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου