Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

                            ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
                               
                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4


Απλωσε το δεξι του χερι με την παλαμη στραμμενη προς τον ουρανο δειχνοντας την φωτια, σημαδι πως συνηγορουσε στην εκκληση του γεροντα. Ο τελευταιος κουνησε συγκαταβατικα το κεφαλι του κι εκατσε σε μια πετρα απεναντι απο την φωτια, αφηνοντας διπλα του το ξυλινο ραβδι. Ακομα και με την βοηθεια της φωτιας δεν μπορεσε να διακρινει περισσοτερες λεπτομερειες απ' οσες ειχε ηδη καταγραψει. Οι ερωτησεις που ειχε στο μυαλο του μαχονταν μεταξυ τους για το ποια θα υπερισχυσει και θα κατορθωσει να εκστομιστει πρωτη. Αυτη που αφορουσε το τι εκανε ενας γερος μονος, νυχτα σ' εκεινο το μερος, επιβληθηκε των υπολοιπων κι ετοιμαστηκε να εκδηλωθει.
                                       -------------
-'Βρισκεσαι πολυ μακρια απ' τα μερη σου, πολεμιστη του Καντιθ', ειπε ο γερος, προλαβαινοντας τον παλι για δευτερη φορα. 'Η αληθεια ειναι οτι το τελευταιο πραγμα που περιμενα να συναντησω εδω θα ηταν καποιος απο κει'.
Αυτο πηγαινε πολυ. Ενοιωθε ηδη αβολα με οσα συνεβαιναν. Αυτος ο περιεργος γερος τον προλαβαινε σε οτι σκεφτοταν, τον ρωτουσε πρωτος ολα οσα ηθελε ο ιδιος να ρωτησει. Ομως δεν ενοιωθε φοβο απεναντι σε κατι που φαινοταν μαλλον αφυσικο.
Ξανακοιταξε το αλογο του. Εξακολουθουσε να παραμενει ησυχο, σημαδι πως δεν αντιλαμβανοταν την παρουσια της μορφης.
                                    ----------------
Συνειδητοποιησε εξαφνα πως τον ειχε αποκαλεσει 'πολεμιστη του Καντιθ'. Πως ηταν δυνατον ? Βρισκοταν παρα πολλα φεγγαρια μακρια απ' τον τοπο του, ηταν αδυνατον για καποιον να μπορει να μαντεψει το μερος απ' οπου ερχοταν.
-'Πως ξερεις απο που ειμαι' ? κατορθωσε τελικα να ρωτησει κρατωντας την φωνη του σταθερη με αρκετη δυσκολια. 
-'Εγω μενω εδω' συνεχισε ο γερος σαν να μην ειχε ακουσει καν την ερωτηση. 'Δεν ειμαι συνηθισμενος εδω και πολυ καιρο σε ανθρωπινη παρουσια στην Ινζεμ. Για την ακριβεια μαλιστα εχουν περασει πολλα χρονια απο την τελευταια'.
                                   ------------------
-'Σε ρωτησα πως ξερεις απο που ειμαι' επεμεινε ο ξενος με λιγο πιο εντονη φωνη αγνοωντας με την σειρα του την τοποθετηση του γερου.
Αυτος, χρησιμοποιωντας το ξυλινο ραβδι, του εδειξε το ξιφος που ηταν ακουμπισμενο διπλα του.
Οι αντανακλασεις απο τις γλωσσες της φωτιας εμοιαζαν σαν μισογυμνα κοριτσοπουλα διατρεχοντας ακαταστατα το γυμνο κορμι του ατσαλιου και παιζοντας με τα συμβολα που ηταν χαραγμενα πανω του.
'Αυτο δεν ειναι το οικοσημο του βασιλια Ναζιτ, αφεντη κι ηγεμονα του Καντιθ, ιδρυτη των Υψωμενων Τειχων και κατακτητη ολων των τοπων μεχρι τους Θαμπους Βαλτους' ? ειπε ο γερος και προσθεσε. 'Και συ δεν μπορει παρα να εισαι ο μεγαλυτερος απο τους γιους του, ο'......
                                          --------------
-'Πες μου τωρα ποιος εισαι, τι γυρευεις εδω και πως ξερεις ολα αυτα τα πραγματα' τον διεκοψε ο ξενος πηδωντας αποτομα πανω κι αρπαζοντας το σπαθι στο χερι του 'αλλιως σου ορκιζομαι στην Ζαρεντα οτι η αμμος αποψε θα ξεδιψασει με το αιμα σου'.
Ο γερος δεν κουνηθηκε ουτε εκατοστο απο την θεση του, απλα εκανε μια χειρονομια σαν να ηθελε ν' απολογηθει για ολες αυτες τις γνωσεις που ειχε.
-'Ειναι πραγματι εντυπωσιακο το σπαθι σου γιε του Ναζιτ και ειναι ελαχιστοι αυτοι που ηρθαν αντιμετωποι του και ζουν για το υπερηφανευτουν. Ομως, πιστεψε με, αυτη τη στιγμη σου ειναι εντελως αχρηστο. Εξ' αλλου, για ποιο λογο θα εκανες κακο σε καποιον που θελει να σε βοηθησει' ?
                                          ----------------
Ο ξενος ενοιωσε ξαφνικα αποκαμωμενος ενω το βαρος απο το ξιφος του του φανηκε τοσο πολυ που δυσκολευοταν πια να το κρατησει. Ηταν πια σιγουρος οτι αυτο που αντιμετωπιζε δεν ηταν ανθρωπος, με σαρκα και οστα, κατι που θα μπορουσε ν' αντιπαλεψει. Ολα οσα ελεγαν για την Αζιφ Μεντ στην Σουχαμ ηταν τελικα αληθεια. Υπηρχαν πνευματα, αλλοκοτα πλασματα, μονο που στην δικη του περιπτωση δεν εμφανιστηκαν με την πραγματικη τους μορφη η σαν ομορφες γυναικες οπως σε αλλους αλλα μεταμφιεσμενα σ' εναν ξερακιανο γερο μ' ενα ξυλινο ραβδι.
                                    ------------------
-'Οπως σου ειπα' συνεχισε ο γερος' δεν θελω το κακο σου. Απεναντιας θα διαπιστωσεις οτι πραγματι μπορω να σε βοηθησω σ' αυτο που σε βασανιζει. Ομως πριν απ' ολα θα ηθελα κατι να πιω, αν φυσικα σου περισσευει'.
Εχοντας παντελως αποπροσανατολιστει πια ο ξενος επιασε τον εαυτο του, πειθηνια, να υπακουει στις παρακλησεις του γερου.
Σηκωσε το φλασκι με το κρασι που ειχε διπλα του και του το πεταξε. Ο γερος το αρπαξε στον αερα και τιμησε δεοντως το περιεχομενο του. Σκουπισε το στομα του με το μανικι του χιτωνα του και το αφησε διπλα του στο εδαφος.
                                          --------------
-'Υπεροχο αλογο' ειπε ο γερος κοιτωντας προς το μερος του Χαμπουμπ. 'Μ' ενα τετοιο ατι πραγματικα καποιος μπορει να τα καταφερει και να διασχισει την Ινζεμ' συμπληρωσε.
-'Καθησε' ειπε στρεφομενος στον ξενο. 'Θα ειναι μια μεγαλη και κουραστικη νυχτα η αποψινη, δεν υπαρχει λογος να παραμεινεις ορθιος. Στο τελος της ομως θα διαπιστωσεις οτι πολλα μπορεις να κερδισεις'.
Ο ξενος υπακουσε απροθυμα. Τιποτα δεν ειχε παει οπως θα το ηθελε. Ηταν στο ελεος της Ινζεμ και δεσμιος ολων οσων ανιερων και αποτροπαιων φαινοταν να κρυβει στον κορφο της.
                                        ------------------
-'Τι θελεις απο μενα' ? ρωτησε ελπιζοντας αυτην την φορα να παρει μια απαντηση. Δικαιωθηκε.
-' Οπως σου ειπα να σε βοηθησω. Για μια υποσχεση κι εναν ερωτα δεν εχουν γινει αλλωστε ολα' ?
Ο ξενος τιναχτηκε σαν να τον ειχε τσιμπησει φιδι.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου