ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Η υπομονη του ανταμειφθηκε δυο ωρες αργοτερα. Τοσος ηταν ο χρονος που ειχε σπαταλησει περιμενοντας την αφιξη του. Τα μαυρα πεπλα της νυχτας ηταν συμμαχοι του, κρυβοντας τον τελεια απο καθε ανθρωπινο ματι. Ηταν σιγουρο πως η παρουσια του εκει θα κινουσε υποψιες και θα εγειρε ερωτηματα που ισως δεν μπορουσε ν' απαντησει. Ετσι προτιμησε να περιμενει, ντυμενος μεσα το σκοταδι, σαν το τσακαλι στα δαση της Ρηνανιας, ευελπιστωντας πως θα συμμεριζοταν και την ιδια καλη τυχη με το αρπακτικο.
Τον ειδε απο μακρια που ερχοταν και κινηθηκε γρηγορα για να του κοψει το δρομο στη δημοσια. Το αλογο του αναβατη σκιαχτηκε με την αποτομη εμφανιση του και σταματησε τοσο αποτομα που γκρεμισε κατω τον ιππεα του. Ο τελευταιος σηκωθηκε, βριζοντας μεσα απο τα δοντια του, και προσπαθησε να διακρινει τη φιγουρα που του εκλεινε το δρομο. Ομως συντομα διαπιστωσε πως η λεπτη, μακρια, μαυρη καπα με την κουκουλα δεν του το επετρεπε.
-'Ποιος εσαι ? Και τι ζητας απο μενα' ? εκανε.
Η φιγουρα παρεμεινε ακινητη.
-'Ξερεις ποιος ειμαι εγω' ? συνεχισε. 'Μεριασε, το καλο που σου θελω αλλιως.....'
-'Αλλιως τι Λευκιε Αιλιε Σηιανε' ? ειπε η φιγουρα ενω ταυτοχρονα εριχνε πισω την κουκουλα.
-'Εσυ'! εκανε εκπληκτος ο αρχηγος των πραιτωριανων.
----------------------------------------
Η Μαξιμιλιανα Πομπονια παγωσε για μερικα δευτερολεπτα αφοτου ανοιξε την πορτα της. Μετα, ενστικτωδως, ορμησε πανω του και χωθηκε στην αγκαλια του. Ηταν τοσο εντονο το σφιξιμο που ο αντρας αναγκαστηκε να την απωθησει απαλα.
-'Θα με σκασεις ομορφια μου' ειπε μ' ενα χαμογελο.
Η κοπελα επεσε παλι στην αγκαλια του, με λιγοτερη ορμη αυτη τη φορα και ακουμπησε στο στηθος του.
-'Εχω τοσες μερες να σε δω' ειπε. 'Δεν ξερεις ποσο μου εχεις λειψει'.
-'Και μενα μου ελειψες' απαντησε ο αντρας. 'Αλλα αν ειναι να πεθανω στην αγκαλια σου προτιμω με αλλο τροπο παρα απο υπερβολικο σφιξιμο'.
Το προσωπο της κοπελας ειχε φωτισει ολοκληρο, ειχε παρει εκεινο το χρωμα που ερωτοτροπει πανω στην ασημενια επιφανεια των φυλλων της λευκας οταν εμφανιζεται το πρωτο πρωινο φως. Τον τραβηξε μεσα και εκλεισε την πορτα πισω της.
-'Γιατι χαθηκες' ? εκανε παραπονιαρικα. 'Δεν με σκεφτηκες καθολου' ?
-'Ειμαι εδω τωρα, αυτο εχει σημασια' ειπε ο αντρας 'μα πρεπει να σου πω καποια πραγματα'.
-'Πραγματα ? Τι πραγματα' ? εκανε η κοπελα ενω ενα κρυο ριγος ανησυχιας της χαιδεψε απαλα την πλατη κανοντας την ν' ανατριχιασει.
-----------------------------------
Ο Τιβεριος Ιουλιος Καισαρας Αυγουστος χτυπησε με τοση δυναμη το τραπεζι μπροστα του που οποιο αντικειμενο βρισκοταν επανω ηταν τωρα πεσμενο στο πατωμα. Η εκρηξη οργης ουδολως φανηκε να ταραζει τον Αυρηλιο Διοκλητιανο.
-'Μου λες πως ο επικεφαλης των πραιτωριανων μου αγνοειται εδω και δυο μερες και κανενας δεν ξερει τιποτα για την τυχη του' ? ουρλιαξε σχεδον με φωνη που ετρεμε.
-'Αυτη ειναι η αληθεια Καισαρα' ηρθε η απαντηση του Αυρηλιου.
-'Ειμαστε λοιπον τοσο ανικανοι που χανεται καποιος απο μας και περιμενουμε απο τους Θεους να μας αποκαλυψουν την μοιρα του' ? συνεχισε ο Τιβεριος.
Η ξαφνικη εμφανιση του Δρουσου του απεσπασε στιγμιαια την προσοχη.
-'Τι θελεις εδω Δρουσε' ? εκανε. 'Δεν εχεις καμια δουλεια, φυγε αμεσως'.
-'Πατερα' εκανε συγκαταβατικα ο νεαρος 'οι φωνες σου ακουγονται σ' ολο το παλατι'.
-'Αυτο ειναι δικο μου θεμα' ειπε ο αυτοκρατορας. 'Πηγαινε στη μητερα σου τωρα'.
-'Αυτη μ' εστειλε' αποκριθηκε ο Δρουσος 'γιατι ανησυχησε'.
Ο Τιβεριος φανηκε να καλμαρει προς στιγμην. -'Εχεις δικιο' ειπε. 'Πηγαινε, ερχομαι και γω σε λιγο'. Μολις εφυγε ο νεαρος ο Καισαρας εστρεψε την προσοχη του στον Αυρηλιο.
'Θελω να βρεθει μεχρι το πρωι αλλιως θα πεσουν κεφαλια' ειπε χαμηλοφωνα. 'Καταλαβες' ?
Ο συγκλητικος κουνησε καταφατικα το κεφαλι και βγηκε απο την αιθουσα.
-----------------------------------
Η Βελεντα ηξερε πως ηταν το πιο δυσκολο βραδυ απο τοτε που ειχε πρωτοπατησει το ποδι της σ' αυτο το σπιτι. Θα ηταν το πιο ευκολο πραγμα να προσποιηθει ασθενεια η να προφασιστει καποια δουλεια και να ελειπε μα της ηταν αδυνατον να το κανει. Ηξερε πως απο την επομενη μερα η κυρια της θα ηταν πλεον μονη μα ολα φαινονται αλλιως στο φως της μερας. Ακομα και η μεγαλυτερη στεναχωρια, ακομα και το πιο ανυπερβλητο εμποδιο φανταζει προσιτο στο φως. Το γνωριζε πως δεν θα την χρειαζοταν αποψε, καποια πραγματα τα περνας μονος στην αρχη και ζητας στηριξη αφου εχουν γινει πια μερος του εαυτου σου. Το ηξερε πως δεν θα την φωναζε αφου οσο πικρο και να ηταν αυτο το βραδυ εξακολουθουσε να ειναι μονο δικο της.
Και για τον αφεντη της ανησυχουσε, μα γι αυτον η ανησυχια της ειχε τελειως διαφορετικο περιεχομενο. Την εθλιβε πιοτερο το γεγονος πως εμοιαζε να κλεινει ενα κυκλο για ν' ανοιξει εναν καινουριο που κι αυτος με την σειρα του θα εκλεινε για να προχωρησει στον επομενο. Κυκλοι που κραταγαν σφιχταγκαλιασμενες αναμνησεις και συναισθηματα μα που ποτε δεν θα μπορουσε να γευτει ολοκληρωτικα μητε να παρει μαζι του.
Αναστεναξε. Αναρωτηθηκε αν τελικα αυτοι θα την χρειαζονταν η ηταν η ιδια που στο βαθος χρειαζοταν τους ιδιους.
-----------------------------------
Ο χρονος σουλατσαριζε αναμεσα τους περιμενοντας ποτε καποιος απο τους δυο θ' αποφασιζε να τον εκμεταλλευτει. Προσπαθουσε να τους φωναξει πως καθε δευτερολεπτο που χανοταν απο πανω του και γινοταν ενα με το απειρο δεν επεστρεφε μα ηταν αδυνατον να τα καταφερει.
Εξ' αλλου, αυτος ηταν μονο ο χρονος. Δεν διαφεντευε τις ζωες τους, δεν τις οριζε, ουτε καν τις υπαγορευε . Υπηρχε για να τον χρησιμοποιουν, αλλοτε σωστα και συνετα, αλλοτε ανουσια και λανθασμενα μα οπως και να ειχε η αντικειμενικη του αξια βρισκοταν στο οτι ο οποιοσδηποτε μπορουσε να τον χρησιμοποιησει για το οτιδηποτε.
Αυτοι εδω ομως τον αφηναν να περναει χαμενος. Ειχαν μεινει να κοιταει ο ενας τον αλλον, καθισμενοι αντικρυστα, χωρις να εχουν ανταλλαξει εστω μια κουβεντα.
Και ο χρονος εριξε μια ακομα ματια επανω του, παρακολουθωντας κι αλλα πολυτιμα δευτερολεπτα να ενσωματωνονται στο τιποτα κι ολα, διχως να εχουν προσφερει απολυτως καμια υπηρεσια. Αισθανθηκε εντελως αχρηστος, ενας παρεισακτος απογυμνωμενος απ' ολες αυτες τις θαυμαστες ιδιοτητες που κατα καιρους του ειχαν προσαψει οι ανθρωποι. Σε μια κινηση απελπισιας πλησιασε την γυναικα και φωναξε οσο μπορουσε πιο δυνατα στο αυτι της.
-'Χανομαι, φευγω και δεν μπορω να γυρισω πισω'.
Εξαφνα η γυναικα σηκωθηκε πανω και τον πλησιασε.
--------------------------------
-'Την πρωτη φορα που σε ειδα ενοιωσα πως ερωτευτηκα μια χουφτα δροσερο νερο στην παλαμη μου. Τοσο μαγευτικα μεθυστικο που ακομα και ξεροντας πως καποια στιγμη αυτο θα τελειωνε δεν μ' ενδιεφερε. Βλεπεις το κακο με το να ερωτευτεις το νερο στην παλαμη σου ειναι πως πιστευεις πως οταν αυτο ξεγλυστρισει, παει, χαθηκε ανεπιστρεπτι. Δεν ειναι ομως ετσι.
Πριν χαθει για παντα, μπαινει στους πορους σου, χωνεται κατω απο το δερμα σου, κυλαει πια μεσα σου και η αισθηση του φτανει παντου, ακομα κι εκει που η φαντασια κοκκινιζει.
Το ηξερα πως καποια στιγμη θα εφευγες και συ σαν το νερο μα ηξερα ακομα πως θα ησουνα για παντα μεσα μου. Θα με ποναγε, θα με συνετριβε, θα με τσακιζε μα δεν με πειραζε. Απ' το να μη σε ειχα νοιωσει ποτε το προτιμουσα. Ηταν η διαφορα αναμεσα στην διαβιωση και την ζωη.
Ειχα προετοιμαστει πολλες φορες γι αυτο και καθε φορα που δεν συνεβαινε η διψα μου για να σε ζησω ακομα περισσοτερο θεριευε. Με τι θα ειχα εξ' αλλου να συγκρινω το πριν αν οχι μ' αυτο ? Βλεπεις, οι πιο πολλοι το ψαχνουν για να το ζησουν για παντα μα σχεδον ποτε δεν μπορουν ουτε να το ανακαλυψουν. Εγω ομως το εζησα κι ας μην το χορτασα. Πως θα μπορουσα αλλωστε ? Ποτε δεν χορταινεις αυτο που πραγματικα σε κανει να ζεις'.
Ο ξενος εκανε μια κινηση σαν να ηθελε να μιλησει μα η Πρισιλλα Βαλεριανα του εκανε νοημα να την αφησει να συνεχισει. Σεβαστηκε την επιθυμια της.
--------------------------------------
-'Ειναι εξωπραγματικο αν φανταστεις οτι ακομα δεν ξερω, μετα απο τοσο καιρο, τ' ονομα σου.
Μεταξυ μας ποτε δεν θελησα να το μαθω. Ησουνα το φως, ο ηλιος, η ανασα, η σκεψη, το καρδιοχτυπι, το φτερουγισμα στο στηθος μου. Ησουνα οτι ζηταγα σε καθε στιγμη, η ανταποκριση σε καθε επιθυμια μου. Εχει ονομα κατι τετοιο ? Και να εχει, μονο περιοριστικο θα μπορουσε να ειναι. Τ' ονομα ειναι κατι το απιαστο, το αοριστο. Εσυ ησουνα τοσο πραγματικος που τρομαζα απο το βαρος της αληθειας. Οχι οτι φοβηθηκα ποτε πως θα υπηρχε καποια αλλη. Αλλα τρομαζα στη σκεψη πως ειχα αγκαλιασει τ' ονειρο, την σκεψη την ιδια, την πιο βαθια επιθυμια μου. Και ταυτοχρονα τρομαζα γιατι ηξερα πως κατι τετοιο θα ηταν ανιερο να το εχω εγω, μονο εγω, συμφωνα μ' οτι προσταζε η καρδια μου.
Ηξερα πως οτι εγω ειχα ζησει αλλοι δεν γνωριζαν καν οτι υπαρχει. Ηξερα πως ολοι σχεδον θ' αρνιοντουσαν να εμπλακουν σε κατι τετοιο, φοβουμενοι εκεινη την καταραμενη στιγμη που θα επρεπε ν' αποχωριστουν οτι αγαπουσαν. Ποτε δεν το μετανοιωσα, ποτε. Απλα θα ηθελα να εχω το ιδιο αντιστοιχο θαρρος ν' αντιμετωπισω αυτη τη στιγμη οπως τοτε που τολμησα να κοιταξω μεσα στα ματια σου και σ' αγαπησα.
Και να φανταστεις πως δεν γνωριζω καν ποια και που ειναι η πηγη απ' οπου το ειχα αντλησει την πρωτη φορα'.
-------------------------------------
Ηταν ενας συνδυασμος ψυχολογικης φορτισης, τεραστιας εντασης και υπερπροσπαθειας για να πει οσα ηθελε που της λυγισαν τα γονατα και κατερρευσε. Την ειχε πιασει στην αγκαλια του πριν ακουμπησει στο πατωμα. Την μετεφερε στο κρεββατι και την αποθεσε οσο πιο απαλα μπορουσε.
Ξαπλωσε διπλα της χαιδευοντας της το προσωπο. Σαν να λειτουργησε ευεργετικα το χαδι του επανηλθε στις αισθησεις της. Για λιγο κοιταχτηκαν και πριν προλαβει ενα διαμαντενιο δακρυ να σχηματιστει στα υπεροχα ματια της, της τα σφραγισε μ' ενα φιλι. Αγκαλιαστηκαν λες και δεν υπηρχε αυριο. Το γνωριζαν πως θα υπηρχε, μα θα ηταν τοσο διαφορετικο για τον καθενα τους.
Της χαιδεψε τα μαλλια, την σκεπασε και σηκωθηκε αθορυβα απο το κρεββατι. Η υπερενταση, ο ερωτας που μολις ειχαν κανει την ειχαν βυθισει σ' ενα βαθυ, γαληνιο υπνο.
Ντυθηκε και αφου σιγουρευτηκε πως ο κυβος ηταν παντα στην θεση του βγηκε εξω και ανεβηκε στο αλογο του. Το ματι του επιασε την κινηση στον εξωστη και σταματησε.
Εφερε το δεξι του χερι στο υψος της καρδιας, εκανε μια ελαφρα υποκλιση και η Βελεντα ανταπεδωσε. Εστριψε το αλογο προς την εξοδο και χαθηκε στη νυχτα.
-------------------------------
Απο την κορυφη του λοφου αφησε το βλεμμα του να πλανηθει στο σκοτεινο ακομα λιμανι κατω του. Το πλοιο που θα τον πηγαινε στη Γαλιλαια ηταν εκει και τον περιμενε.
Στραφηκε αποτομα, σαν φιδι που χτυπουσε το στοχο του και η ακρη του ξιφους του σταματησε χιλιοστα απο την καρωτιδα του απροσκλητου επισκεπτη.
-'Μια μερα θα σκοτωθεις μ' αυτα που κανεις' ειπε και μαζεψε το σπαθι.
-'Ευτυχως για μενα ειναι ακομα νυχτα' εκανε περιπαιχτικα η σκοτεινη φιγουρα. 'Θα εφευγες λοιπον διχως να με χαιρετησεις' ειπε.
-'Ηξερα πως θα εισαι εδω' απαντησε ο ξενος. 'Ειδικα μετα απ' οτι συνεβη στον Λευκιο Αιλιο ημουνα σιγουρος πως θα ησουνα τριγυρω'.
-'Καποιος επρεπε να φροντισει αυτη τη νυφιτσα' ειπε η σκοτεινη μορφη. -'Μα καταλαβαινεις πως θα ειμαι ο πρωτος υποπτος μολις ανακαλυψουν το κουφαρι του'.
-'Και οχι αδικα' απαντησε ο ξενος 'αφου φροντισες να τον απαλλαξεις απο τα βασανα του'.
Σταθηκαν για λιγο απεναντι ο ενας στον αλλο.
-'Ελπιζω να εχεις παρει οτι χρειαζεται μαζι σου' ειπε μετα απο λιγο ο ξενος.
-'Αν εννοεις την ορεξη μου για περιπετεια εχω μπολικη' ηρθε η απαντηση.
Ο ξενος χαμογελασε.
-'Τοτε ας ξεκινησουμε. Εχουμε ενα καραβι να παρουμε για την Γαλιλαια'.
Ξεχυθηκε μπροστα με τον Ορατιο Φλαβιο Βρουτο να τον ακολουθει.
Στο βαθος η ανατολη ξεδιπλωνε το κορμι της νωχελικα πανω στην μαυρη θαλασσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Η υπομονη του ανταμειφθηκε δυο ωρες αργοτερα. Τοσος ηταν ο χρονος που ειχε σπαταλησει περιμενοντας την αφιξη του. Τα μαυρα πεπλα της νυχτας ηταν συμμαχοι του, κρυβοντας τον τελεια απο καθε ανθρωπινο ματι. Ηταν σιγουρο πως η παρουσια του εκει θα κινουσε υποψιες και θα εγειρε ερωτηματα που ισως δεν μπορουσε ν' απαντησει. Ετσι προτιμησε να περιμενει, ντυμενος μεσα το σκοταδι, σαν το τσακαλι στα δαση της Ρηνανιας, ευελπιστωντας πως θα συμμεριζοταν και την ιδια καλη τυχη με το αρπακτικο.
Τον ειδε απο μακρια που ερχοταν και κινηθηκε γρηγορα για να του κοψει το δρομο στη δημοσια. Το αλογο του αναβατη σκιαχτηκε με την αποτομη εμφανιση του και σταματησε τοσο αποτομα που γκρεμισε κατω τον ιππεα του. Ο τελευταιος σηκωθηκε, βριζοντας μεσα απο τα δοντια του, και προσπαθησε να διακρινει τη φιγουρα που του εκλεινε το δρομο. Ομως συντομα διαπιστωσε πως η λεπτη, μακρια, μαυρη καπα με την κουκουλα δεν του το επετρεπε.
-'Ποιος εσαι ? Και τι ζητας απο μενα' ? εκανε.
Η φιγουρα παρεμεινε ακινητη.
-'Ξερεις ποιος ειμαι εγω' ? συνεχισε. 'Μεριασε, το καλο που σου θελω αλλιως.....'
-'Αλλιως τι Λευκιε Αιλιε Σηιανε' ? ειπε η φιγουρα ενω ταυτοχρονα εριχνε πισω την κουκουλα.
-'Εσυ'! εκανε εκπληκτος ο αρχηγος των πραιτωριανων.
----------------------------------------
Η Μαξιμιλιανα Πομπονια παγωσε για μερικα δευτερολεπτα αφοτου ανοιξε την πορτα της. Μετα, ενστικτωδως, ορμησε πανω του και χωθηκε στην αγκαλια του. Ηταν τοσο εντονο το σφιξιμο που ο αντρας αναγκαστηκε να την απωθησει απαλα.
-'Θα με σκασεις ομορφια μου' ειπε μ' ενα χαμογελο.
Η κοπελα επεσε παλι στην αγκαλια του, με λιγοτερη ορμη αυτη τη φορα και ακουμπησε στο στηθος του.
-'Εχω τοσες μερες να σε δω' ειπε. 'Δεν ξερεις ποσο μου εχεις λειψει'.
-'Και μενα μου ελειψες' απαντησε ο αντρας. 'Αλλα αν ειναι να πεθανω στην αγκαλια σου προτιμω με αλλο τροπο παρα απο υπερβολικο σφιξιμο'.
Το προσωπο της κοπελας ειχε φωτισει ολοκληρο, ειχε παρει εκεινο το χρωμα που ερωτοτροπει πανω στην ασημενια επιφανεια των φυλλων της λευκας οταν εμφανιζεται το πρωτο πρωινο φως. Τον τραβηξε μεσα και εκλεισε την πορτα πισω της.
-'Γιατι χαθηκες' ? εκανε παραπονιαρικα. 'Δεν με σκεφτηκες καθολου' ?
-'Ειμαι εδω τωρα, αυτο εχει σημασια' ειπε ο αντρας 'μα πρεπει να σου πω καποια πραγματα'.
-'Πραγματα ? Τι πραγματα' ? εκανε η κοπελα ενω ενα κρυο ριγος ανησυχιας της χαιδεψε απαλα την πλατη κανοντας την ν' ανατριχιασει.
-----------------------------------
Ο Τιβεριος Ιουλιος Καισαρας Αυγουστος χτυπησε με τοση δυναμη το τραπεζι μπροστα του που οποιο αντικειμενο βρισκοταν επανω ηταν τωρα πεσμενο στο πατωμα. Η εκρηξη οργης ουδολως φανηκε να ταραζει τον Αυρηλιο Διοκλητιανο.
-'Μου λες πως ο επικεφαλης των πραιτωριανων μου αγνοειται εδω και δυο μερες και κανενας δεν ξερει τιποτα για την τυχη του' ? ουρλιαξε σχεδον με φωνη που ετρεμε.
-'Αυτη ειναι η αληθεια Καισαρα' ηρθε η απαντηση του Αυρηλιου.
-'Ειμαστε λοιπον τοσο ανικανοι που χανεται καποιος απο μας και περιμενουμε απο τους Θεους να μας αποκαλυψουν την μοιρα του' ? συνεχισε ο Τιβεριος.
Η ξαφνικη εμφανιση του Δρουσου του απεσπασε στιγμιαια την προσοχη.
-'Τι θελεις εδω Δρουσε' ? εκανε. 'Δεν εχεις καμια δουλεια, φυγε αμεσως'.
-'Πατερα' εκανε συγκαταβατικα ο νεαρος 'οι φωνες σου ακουγονται σ' ολο το παλατι'.
-'Αυτο ειναι δικο μου θεμα' ειπε ο αυτοκρατορας. 'Πηγαινε στη μητερα σου τωρα'.
-'Αυτη μ' εστειλε' αποκριθηκε ο Δρουσος 'γιατι ανησυχησε'.
Ο Τιβεριος φανηκε να καλμαρει προς στιγμην. -'Εχεις δικιο' ειπε. 'Πηγαινε, ερχομαι και γω σε λιγο'. Μολις εφυγε ο νεαρος ο Καισαρας εστρεψε την προσοχη του στον Αυρηλιο.
'Θελω να βρεθει μεχρι το πρωι αλλιως θα πεσουν κεφαλια' ειπε χαμηλοφωνα. 'Καταλαβες' ?
Ο συγκλητικος κουνησε καταφατικα το κεφαλι και βγηκε απο την αιθουσα.
-----------------------------------
Η Βελεντα ηξερε πως ηταν το πιο δυσκολο βραδυ απο τοτε που ειχε πρωτοπατησει το ποδι της σ' αυτο το σπιτι. Θα ηταν το πιο ευκολο πραγμα να προσποιηθει ασθενεια η να προφασιστει καποια δουλεια και να ελειπε μα της ηταν αδυνατον να το κανει. Ηξερε πως απο την επομενη μερα η κυρια της θα ηταν πλεον μονη μα ολα φαινονται αλλιως στο φως της μερας. Ακομα και η μεγαλυτερη στεναχωρια, ακομα και το πιο ανυπερβλητο εμποδιο φανταζει προσιτο στο φως. Το γνωριζε πως δεν θα την χρειαζοταν αποψε, καποια πραγματα τα περνας μονος στην αρχη και ζητας στηριξη αφου εχουν γινει πια μερος του εαυτου σου. Το ηξερε πως δεν θα την φωναζε αφου οσο πικρο και να ηταν αυτο το βραδυ εξακολουθουσε να ειναι μονο δικο της.
Και για τον αφεντη της ανησυχουσε, μα γι αυτον η ανησυχια της ειχε τελειως διαφορετικο περιεχομενο. Την εθλιβε πιοτερο το γεγονος πως εμοιαζε να κλεινει ενα κυκλο για ν' ανοιξει εναν καινουριο που κι αυτος με την σειρα του θα εκλεινε για να προχωρησει στον επομενο. Κυκλοι που κραταγαν σφιχταγκαλιασμενες αναμνησεις και συναισθηματα μα που ποτε δεν θα μπορουσε να γευτει ολοκληρωτικα μητε να παρει μαζι του.
Αναστεναξε. Αναρωτηθηκε αν τελικα αυτοι θα την χρειαζονταν η ηταν η ιδια που στο βαθος χρειαζοταν τους ιδιους.
-----------------------------------
Ο χρονος σουλατσαριζε αναμεσα τους περιμενοντας ποτε καποιος απο τους δυο θ' αποφασιζε να τον εκμεταλλευτει. Προσπαθουσε να τους φωναξει πως καθε δευτερολεπτο που χανοταν απο πανω του και γινοταν ενα με το απειρο δεν επεστρεφε μα ηταν αδυνατον να τα καταφερει.
Εξ' αλλου, αυτος ηταν μονο ο χρονος. Δεν διαφεντευε τις ζωες τους, δεν τις οριζε, ουτε καν τις υπαγορευε . Υπηρχε για να τον χρησιμοποιουν, αλλοτε σωστα και συνετα, αλλοτε ανουσια και λανθασμενα μα οπως και να ειχε η αντικειμενικη του αξια βρισκοταν στο οτι ο οποιοσδηποτε μπορουσε να τον χρησιμοποιησει για το οτιδηποτε.
Αυτοι εδω ομως τον αφηναν να περναει χαμενος. Ειχαν μεινει να κοιταει ο ενας τον αλλον, καθισμενοι αντικρυστα, χωρις να εχουν ανταλλαξει εστω μια κουβεντα.
Και ο χρονος εριξε μια ακομα ματια επανω του, παρακολουθωντας κι αλλα πολυτιμα δευτερολεπτα να ενσωματωνονται στο τιποτα κι ολα, διχως να εχουν προσφερει απολυτως καμια υπηρεσια. Αισθανθηκε εντελως αχρηστος, ενας παρεισακτος απογυμνωμενος απ' ολες αυτες τις θαυμαστες ιδιοτητες που κατα καιρους του ειχαν προσαψει οι ανθρωποι. Σε μια κινηση απελπισιας πλησιασε την γυναικα και φωναξε οσο μπορουσε πιο δυνατα στο αυτι της.
-'Χανομαι, φευγω και δεν μπορω να γυρισω πισω'.
Εξαφνα η γυναικα σηκωθηκε πανω και τον πλησιασε.
--------------------------------
-'Την πρωτη φορα που σε ειδα ενοιωσα πως ερωτευτηκα μια χουφτα δροσερο νερο στην παλαμη μου. Τοσο μαγευτικα μεθυστικο που ακομα και ξεροντας πως καποια στιγμη αυτο θα τελειωνε δεν μ' ενδιεφερε. Βλεπεις το κακο με το να ερωτευτεις το νερο στην παλαμη σου ειναι πως πιστευεις πως οταν αυτο ξεγλυστρισει, παει, χαθηκε ανεπιστρεπτι. Δεν ειναι ομως ετσι.
Πριν χαθει για παντα, μπαινει στους πορους σου, χωνεται κατω απο το δερμα σου, κυλαει πια μεσα σου και η αισθηση του φτανει παντου, ακομα κι εκει που η φαντασια κοκκινιζει.
Το ηξερα πως καποια στιγμη θα εφευγες και συ σαν το νερο μα ηξερα ακομα πως θα ησουνα για παντα μεσα μου. Θα με ποναγε, θα με συνετριβε, θα με τσακιζε μα δεν με πειραζε. Απ' το να μη σε ειχα νοιωσει ποτε το προτιμουσα. Ηταν η διαφορα αναμεσα στην διαβιωση και την ζωη.
Ειχα προετοιμαστει πολλες φορες γι αυτο και καθε φορα που δεν συνεβαινε η διψα μου για να σε ζησω ακομα περισσοτερο θεριευε. Με τι θα ειχα εξ' αλλου να συγκρινω το πριν αν οχι μ' αυτο ? Βλεπεις, οι πιο πολλοι το ψαχνουν για να το ζησουν για παντα μα σχεδον ποτε δεν μπορουν ουτε να το ανακαλυψουν. Εγω ομως το εζησα κι ας μην το χορτασα. Πως θα μπορουσα αλλωστε ? Ποτε δεν χορταινεις αυτο που πραγματικα σε κανει να ζεις'.
Ο ξενος εκανε μια κινηση σαν να ηθελε να μιλησει μα η Πρισιλλα Βαλεριανα του εκανε νοημα να την αφησει να συνεχισει. Σεβαστηκε την επιθυμια της.
--------------------------------------
-'Ειναι εξωπραγματικο αν φανταστεις οτι ακομα δεν ξερω, μετα απο τοσο καιρο, τ' ονομα σου.
Μεταξυ μας ποτε δεν θελησα να το μαθω. Ησουνα το φως, ο ηλιος, η ανασα, η σκεψη, το καρδιοχτυπι, το φτερουγισμα στο στηθος μου. Ησουνα οτι ζηταγα σε καθε στιγμη, η ανταποκριση σε καθε επιθυμια μου. Εχει ονομα κατι τετοιο ? Και να εχει, μονο περιοριστικο θα μπορουσε να ειναι. Τ' ονομα ειναι κατι το απιαστο, το αοριστο. Εσυ ησουνα τοσο πραγματικος που τρομαζα απο το βαρος της αληθειας. Οχι οτι φοβηθηκα ποτε πως θα υπηρχε καποια αλλη. Αλλα τρομαζα στη σκεψη πως ειχα αγκαλιασει τ' ονειρο, την σκεψη την ιδια, την πιο βαθια επιθυμια μου. Και ταυτοχρονα τρομαζα γιατι ηξερα πως κατι τετοιο θα ηταν ανιερο να το εχω εγω, μονο εγω, συμφωνα μ' οτι προσταζε η καρδια μου.
Ηξερα πως οτι εγω ειχα ζησει αλλοι δεν γνωριζαν καν οτι υπαρχει. Ηξερα πως ολοι σχεδον θ' αρνιοντουσαν να εμπλακουν σε κατι τετοιο, φοβουμενοι εκεινη την καταραμενη στιγμη που θα επρεπε ν' αποχωριστουν οτι αγαπουσαν. Ποτε δεν το μετανοιωσα, ποτε. Απλα θα ηθελα να εχω το ιδιο αντιστοιχο θαρρος ν' αντιμετωπισω αυτη τη στιγμη οπως τοτε που τολμησα να κοιταξω μεσα στα ματια σου και σ' αγαπησα.
Και να φανταστεις πως δεν γνωριζω καν ποια και που ειναι η πηγη απ' οπου το ειχα αντλησει την πρωτη φορα'.
-------------------------------------
Ηταν ενας συνδυασμος ψυχολογικης φορτισης, τεραστιας εντασης και υπερπροσπαθειας για να πει οσα ηθελε που της λυγισαν τα γονατα και κατερρευσε. Την ειχε πιασει στην αγκαλια του πριν ακουμπησει στο πατωμα. Την μετεφερε στο κρεββατι και την αποθεσε οσο πιο απαλα μπορουσε.
Ξαπλωσε διπλα της χαιδευοντας της το προσωπο. Σαν να λειτουργησε ευεργετικα το χαδι του επανηλθε στις αισθησεις της. Για λιγο κοιταχτηκαν και πριν προλαβει ενα διαμαντενιο δακρυ να σχηματιστει στα υπεροχα ματια της, της τα σφραγισε μ' ενα φιλι. Αγκαλιαστηκαν λες και δεν υπηρχε αυριο. Το γνωριζαν πως θα υπηρχε, μα θα ηταν τοσο διαφορετικο για τον καθενα τους.
Της χαιδεψε τα μαλλια, την σκεπασε και σηκωθηκε αθορυβα απο το κρεββατι. Η υπερενταση, ο ερωτας που μολις ειχαν κανει την ειχαν βυθισει σ' ενα βαθυ, γαληνιο υπνο.
Ντυθηκε και αφου σιγουρευτηκε πως ο κυβος ηταν παντα στην θεση του βγηκε εξω και ανεβηκε στο αλογο του. Το ματι του επιασε την κινηση στον εξωστη και σταματησε.
Εφερε το δεξι του χερι στο υψος της καρδιας, εκανε μια ελαφρα υποκλιση και η Βελεντα ανταπεδωσε. Εστριψε το αλογο προς την εξοδο και χαθηκε στη νυχτα.
-------------------------------
Απο την κορυφη του λοφου αφησε το βλεμμα του να πλανηθει στο σκοτεινο ακομα λιμανι κατω του. Το πλοιο που θα τον πηγαινε στη Γαλιλαια ηταν εκει και τον περιμενε.
Στραφηκε αποτομα, σαν φιδι που χτυπουσε το στοχο του και η ακρη του ξιφους του σταματησε χιλιοστα απο την καρωτιδα του απροσκλητου επισκεπτη.
-'Μια μερα θα σκοτωθεις μ' αυτα που κανεις' ειπε και μαζεψε το σπαθι.
-'Ευτυχως για μενα ειναι ακομα νυχτα' εκανε περιπαιχτικα η σκοτεινη φιγουρα. 'Θα εφευγες λοιπον διχως να με χαιρετησεις' ειπε.
-'Ηξερα πως θα εισαι εδω' απαντησε ο ξενος. 'Ειδικα μετα απ' οτι συνεβη στον Λευκιο Αιλιο ημουνα σιγουρος πως θα ησουνα τριγυρω'.
-'Καποιος επρεπε να φροντισει αυτη τη νυφιτσα' ειπε η σκοτεινη μορφη. -'Μα καταλαβαινεις πως θα ειμαι ο πρωτος υποπτος μολις ανακαλυψουν το κουφαρι του'.
-'Και οχι αδικα' απαντησε ο ξενος 'αφου φροντισες να τον απαλλαξεις απο τα βασανα του'.
Σταθηκαν για λιγο απεναντι ο ενας στον αλλο.
-'Ελπιζω να εχεις παρει οτι χρειαζεται μαζι σου' ειπε μετα απο λιγο ο ξενος.
-'Αν εννοεις την ορεξη μου για περιπετεια εχω μπολικη' ηρθε η απαντηση.
Ο ξενος χαμογελασε.
-'Τοτε ας ξεκινησουμε. Εχουμε ενα καραβι να παρουμε για την Γαλιλαια'.
Ξεχυθηκε μπροστα με τον Ορατιο Φλαβιο Βρουτο να τον ακολουθει.
Στο βαθος η ανατολη ξεδιπλωνε το κορμι της νωχελικα πανω στην μαυρη θαλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου