Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

  ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35

Υπηρξε μια απειροελαχιστη στιγμη αμηχανιας καθως διασταυρωθηκαν τα βλεμματα τους.
Πρωτος μιλησε ο ξενος σε μια προσπαθεια να οδηγησει την κουβεντα εκει που ηθελε αυτος.
-'Εχω ακουσει πολλα πραγματα για σενα' ειπε 'πραγματα που εχουν να κανουν σχεση με βασιλεια και αλλες ηγεμονικες τασεις αλλα ολα μεσα σ' ενα θολο πλαισιο. Τιποτα απ' αυτα δεν εχει επιβεβαιωθει, τιποτα δεν εχει διαψευστει' συμπληρωσε αναμενοντας την απαντηση.
-'Ειναι δυσκολο να υπαρχει σαφηνεια σε καποια ζητηματα, ειδικα οταν αυτος που πρεπει να τα κατανοησει δυσκολευεται να τα καταλαβει εξ' αρχης' ακουσε τον προφητη ν' απανταει με μια απαλη, ηρεμη, σχεδον κελαριστη φωνη. 'Ομως μια ανοιχτη καρδια παντα καταλαβαινει καλυτερα απο ενα μυαλο που αναζητει εκλογικευση στα παντα'.
-'Συνηθως οι γενικες τοποθετησεις χρησιμοποιουνται οταν καποιος θελει ν' αποφυγει μια ευθεια απαντηση. Αναρωτιεμαι αν θα πραξεις το ιδιο και στην επομενη ερωτηση μου που εχει να κανει με την σχεση σου οσον αφορα την ακεραιοτητα και την ασφαλεια της Ρωμης' ειπε ο ξενος ενω ταυτοχρονα προσπαθουσε να τον ψυχολογησει.
                         ========================
-'Δεν βρισκομαι εδω για να διεκδικησω καποιο βασιλειο, ουτε σκοπος μου ειναι να σφετεριστω την δυναμη η την δοξα αλλου' επανηλθε ο προφητης. Το δικο μου βασιλειο εδραζει αλλου, ενα βασιλειο που ειναι καλοδεχουμενοι οι κουρεληδες' και ταυτοχρονα εδειξε με το χερι του τον οχλο που συνεχιζε να βαπτιζεται 'αλλα και οι ενδοξοι και τρανοι οπως εσυ. Αρκει να ειναι καθαροι στην καρδια και να το θελουν πραγματικα' ειπε ο προφητης.
Οση ωρα μιλουσε, ο ξενος τον κοιτουσε εξονυχιστικα. Ηταν δεν ηταν τριαντα, ντυμενος μ' ενα απλοικο χιτωνα οπως και οι περισσοτεροι. Τα μαλλια του ηταν καστανα, κοντα κι ενα αμυδρο, περιποιημενο γενι στολιζε το προσωπο του. Ομως αυτο που του προξενησε εντυπωση ηταν τα ματια του. Στο χρωμα του ουρανου μιας ανοιξιατικης μερας μα - οσο και να φαινοταν αδυνατο - ακομα πιο καθαρα και διαυγη και τοσο γαληνια οσο ποτε του δεν ειχε δει νερο θαλασσας, ποταμου η λιμνης να ειναι ετσι. Ασχετα με το που θα κατεληγε η κουβεντα, γνωριζε ηδη πως αν αυτος ο ανθρωπος ηταν απειλη για κατι θα ηταν για οτιδηποτε αλλο εκτος απ' αυτο που προσπαθουσαν να του επιρριψουν.
                         ========================               
-'Αναρωτιεμαι τι να υπαρχει πισω απ' ολα αυτα' ρωτησε ο ξενος.'Καπου στοχευεις, κατι ζητας, κατι προσφερεις. Αναρωτιεμαι επισης αν αξιζει τον κοπο'.
-'Αραγε σκεφτηκες ποτε αν μια υποσχεση που εδωσες καποτε στη σκια του χρονου αξιζε τον κοπο η οχι ? Βλεπεις και συ καπου στοχευεις, κατι ζητας εδω και παρα πολυ καιρο αλλα ομως τι προσφερεις ? Θυμασαι αραγε πως ολα αυτα εχουν αρχη τους ενα σκιρτημα που ενοιωσες καποτε στην καρδια ? Στο ιδιο ακριβως σημειο που ο λυτρωτης και δυναστης σου εχει φωλιασει και δεν θ' αποχωριστεις μεχρι να ολοκληρωθει αυτο που και οι δυο θελετε. Ομως αυτος ειναι ο δρομος που επελεξες και αποφασισες να βαδισεις μεχρι τελους και το ιδιο κανω και γω' απαντησε παντα με την μειλιχια, ζεστη φωνη του ο προφητης.
Ο ξενος τα εχασε. Δεν θυμοταν ποτε ηταν η τελευταια φορα που ειχε συμβει αυτο, μα τωρα τα ειχε πραγματι χασει. Ετοιμαστηκε ν' απαντησει κατι οταν ενοιωσε ενα σφιξιμο στο στομαχι και ενα κακο προαισθημα να απλωνεται στα μυχια της ψυχης του. Διστασε μερικα δευτερολεπτα μεχρι να παρει την αποφαση του. 
                            ========================      
Μπορουσε να τον κανει καλα με δυο απλες κινησεις αλλα το ειχε αποφυγει εντεχνα. Τον αφηνε να επιτιθεται συνεχως ενω αυτος προσποιουνταν αδυναμια και φαινομενικα βρισκοταν διαρκως σε αμυνα. Ειχε κερδισει πολυτιμα λεπτα μα οι συντροφοι του μισθοφορου ειχαν αρχισει ν' αδημονουν και τον παροτρυναν να ξεμπερδευει οσο το δυνατον πιο γρηγορα. Επρεπε να τον σκοτωσει τωρα και να δημιουργησει αισθηση πριν προλαβαιναν να εμπλακουν κι αλλοι.
Απεκρουσε ενα δυνατο χτυπημα με το σπαθι του κι οπισθοχωρησε. Ο αντιπαλος του προσπαθησε με μια περιστροφικη κινηση να τον απαλλαξει απ' οτιδηποτε προεξειχε απο τους ωμους του και πανω μα εσκυψε την καταλληλη στιγμη κι εκμεταλλευτηκε το τεραστιο κενο που δημιουργηθηκε μπροστα στα ματια του. Προτεινε το ξιφος του και το καρφωσε με δυναμη στο στερνο του αντρα. Μια εκφραση αποριας προλαβε να φανει στο προσωπο του ενω αιμα κυλησε απο την ακρη του στοματος του πριν σωριαστει στο εδαφος. Ο Ορατιος εμεινε με το σπαθι μετεωρο, να σταζει αιμα, παρακολουθωντας τις αντιδρασεις των υπολοιπων μελων της συμμοριας. Τους ειδε να ορμανε ολοι μαζι εναντιον του. 
                            ========================
Το ασχημο προαισθημα θεριευε γοργα και ενοιωθε πως πλεον και τα δευτερολεπτα που εχανε ηταν πολυτιμα. Δεν ηξερε τι συνεβαινε μα θ' αφηνε τον κυβο να τον οδηγησει εκει που επρεπε.
Αισθανθηκε απογοητευση που εξαναγκαστικα θα αφηνε στη μεση την τοσο ενδιαφερουσα συζητηση με τον προφητη και κυριως που θ' απομακρυνοταν απο τον στοχο του, τον βαπτιστη, μα δεν μπορουσε να γινει αλλιως. Κατι κακο βρισκοταν σε εξελιξη και ηταν πρωτη προτεραιοτητα να το ανακαλυψει. Γυρισε αποτομα προς τον συνομιλητη του.
-'Πραγματικα λυπαμαι που πρεπει ν' αφησουμε αυτην την κουβεντα ατελειωτη' ειπε ενω ταυτοχρονα ετρεχε προς το αλογο του. Ανεβηκε στη σελλα και συνεχισε. 
-'Ισως την ολοκληρωσουμε καποια αλλη στιγμη μα τωρα πρεπει να φυγω επειγοντως'.
Δεν κοιταξε καν πισω του να δει τις αντιδρασεις του απορημενου προφητη, του Ιησου απο την Ναζαρετ οπως τον αποκαλουσαν . Μουρμουριζοντας κατι αναμεσα στα δοντια του εφυγε καλπαζοντας απο το ιδιο σημειο που ειχε ερθει.
                             ========================
Δεν ειχε περιθωρια προσποιησης με τρεις αντιπαλους τωρα. Μεταμορφωθηκε εξαφνα στον πραγματικο πολεμιστη που παντα ηταν και τους αιφνιδιασε. Υποδεχτηκε το πρωτο χτυπημα, εκανε μια πληρη περιστροφη γυρω απο τον εαυτο του και βρεθηκε στην πλατη του εκπληκτου αντιπαλου του. Δεν υπηρχαν περιθωρια γι αβροτητες και κωδικες τιμης. Εμπηξε με δυναμη το ξιφος του ψηλα στην πλατη του, αναμεσα στους ωμους και ο αλλος επεσε σαν κεραυνοβολημενος. Βλεποντας την εξελιξη οι υπολοιποι καταλαβαν πως δεν θα ηταν τοσο απλο να τον εξοντωσουν οσο φανηκε στην αρχη. Εγκατελειψαν τις θεσεις τους και οι εναπομειναντες εξι τον εβαλαν σ΄ενα κυκλο αναζητωντας το ανοιγμα που θα τους επετρεπε να επιτεθουν.
Ο Ορατιος Φλαβιος Βρουτος συνειδητοποιησε πως περνουσε τις τελευταιες του στιγμες αναμεσα στους ζωντανους. Ομως δεν θα επεφτε αμαχητι. Ηταν αποφασισμενος να μην παει μονος στον Κατω Κοσμο αλλα να παρει μαζι του οσους πιο πολλους μπορουσε. 
Την ιδια στιγμη που περνουσαν μπροστα απο τα ματια του η Μαξιμιλιανα Πομπονια, ο Λευκιος Αιλιος Σηιανος, η Λαελια Σεπτιμα, ακομα και ο ξενος, τους ειδε να χυμανε απ' ολες τις μεριες ταυτοχρονα αποφασισμενους. 
                            ========================
Ειχε αφησει τον κυβο να τον οδηγησει μεσα απο τα στενα, δαιδαλωδη σοκακια της πολης μην γνωριζοντας που τον πηγαινε. Το τελος ενος μικρου δρομου τον εβγαλε σε μια μικρη πλατεια οπου ενα τσουρμο οπλισμενοι αντρες ειχαν στριμωξει ασχημα καποιον που αμυνοταν με νυχια και με δοντια. Δεν περιμενε καν να σταματησει το αλογο του και βρεθηκε στο δρομο με το σπαθι στα χερια του. Η αναπαντεχη εξελιξη αιφνιδιασε προς στιγμη τους επιτιθεμενους κι αυτο ηταν αρκετο για τον ξενο ν' ανοιξει δρομο εξοντωνοντας τους δυο πρωτους που βρηκε μπροστα του και να βρεθει διπλα στον Ορατιο. Ηταν καλυμμενος με αιματα μα δεν μπορουσε να ξερει αν ηταν δικα του η το τιμημα που ειχαν πληρωσει οι αλλοι γι αυτην τους την αποπειρα.
Σταθηκαν πλατη με πλατη διχως ν' ανταλλαξουν κουβεντα περιμενοντας το επομενο κυμα επιθεσης που δεν ηρθε ποτε. Με μια φωνη ο αρχηγος των εναπομειναντων τους καλεσε να οπισθοχωρησουν και εξαφανιστηκαν τρεχοντας. Κατω απο αλλες συνθηκες θα τους ειχε κυνηγησει και θα τους εξοντωνε ολους οπως τους αξιζε μα προειχε η κατασταση που ηταν ο Ορατιος. Τον επιασε στον αερα την στιγμη ακριβως που κατερρεε.
                          ========================
Ειχε τραυματα στα χερια και τα ποδια μα ευτυχως ηταν ολα επιφανειακα. Τον αποθεσε αργα στο εδαφος και περιμενε στωικα να βρει την ανασα του.
'-Ηξεραν ποιος ειμαι' ηταν η πρωτη του κουβεντα. 'Ηξεραν ποιος ειμαι και τι εχει γινει στη Ρωμη' συνεχισε ενω ενας επαναλαμβανομενος βηχας τον διεκοπτε. -'Πως ειναι δυνατον να συμβαινει κατι τετοιο' ? ρωτησε.
-'Δεν ξερω' απαντησε ο ξενος. 'Αλλα αν καποιος μπηκε στον κοπο να οργανωσει κατι τετοιο σημαινει πως το γεγονος ειχε μεγαλυτερη σημασια απ' οτι φανταζομασταν. Εκτος κι αν'....
-'Εκτος κι αν τι' ? ρωτησε ο Ορατιος που ειχε βρει τις ανασες του.
-'Αστο τωρα, θα το δουμε μετα αυτο' ειπε ο ξενος βοηθωντας τον να σηκωθει. 'Εισαι ενταξει' ?
-'Ναι, μια χαρα. Αν ειχες αργησει λιγο ακομα τωρα θα μ' εβρισκες αναμεσα σ' αυτους' ειπε κι εδειξε με το χερι του τα πτωματα. 
-'Πρεπει να φυγουμε απο δω' συνεχισε ο ξενος. 'Μπορεις να καβαλλικεψεις' ?
Ο Ορατιος εγνεψε καταφατικα κι ο ξενος πηγε να του φερει το αλογο του.
                            ========================
Επεστρεφαν αργα προς το παλατι του Ηρωδη φροντιζοντας να βρισκονται παντα σε δρομο με κινηση και με τον ξενο να παρακολουθει συνεχως τον εκατονταρχο.
'-Αναγνωρισες καποιον' ?
Ο Ορατιος κουνησε αρνητικα το κεφαλι του.
-'Προφανως ειναι τοπικοι μισθοφοροι' εκανε παλι ο ξενος. 'Οποιος το σχεδιασε ηξερε τι εκανε'.
-'Τι ηθελες να πεις πιο πριν' ? 'Τι σου περασε απο το μυαλο' ?
-'Σκεφτηκα πως ισως δεν ησουνα εσυ ο στοχος αλλα εγω' ηρθε η απαντηση.
-'Τι σε κανει να πιστευεις κατι τετοιο' ?
-'Δεν ξερω μα σκεψου το λιγο. Αν οντως επιθυμουσαν να εκδικηθουν για τον Λευκιο αποκλειεται να μην ηξεραν πως εγω φροντισα για την αποδραση σου απο τη Ρωμη. Λογικα το δικο μου παραπτωμα ειναι πολυ μεγαλυτερο και συν τοις αλλοις αυτη η επιμονη του Τιβεριου να ερθω εγω εδω γι αυτην την υποθεση δεν μου αρεσε απο την αρχη'.
-'Εκτος αν μεσω εμενα βρηκαν λογο να θελουν να σε ξεφορτωθουν κι εσενα' ειπε ο Ορατιος.
                        ========================
-'Διολου απιθανο. Μα αυτος που θα μπορουσε να μας λυσει την απορια ειναι τρεις μερες ταξιδι απο δω κι απ' την στιγμη που δεν θα ερθει εδω και μεις δεν θα παμε εκει θα μεινει μυστηριο'.
-'Τι κανουμε απο δω και περα ? Εγω λεω να φυγουμε το συντομοτερο δυνατον. Θα ξαναδοκιμασουν στην πρωτη ευκαιρια και ισως να μην ειμαστε τοσο τυχεροι'.
-'Δεν μπορει να γινει αυτο ακομα' απαντησε ο ξενος. 'Ωστοσο εχεις δικιο. Χρειαζομαστε ενα σχεδιο για το πως θα κινηθουμε. Μα το πρωτο που πρεπει να γινει ειναι να απαλλαγουμε απο την κορη του επαρχου. Αν δυσκολευτουν με μας ισως στραφουν προς τα κει και δεν μπορουμε να εχουμε πολλα μετωπα ανοιχτα'.
-'Μα τους Θεους εχεις δικιο' φωναξε ο Ορατιος. 'Δεν θα επιτρεψω σε κανεναν ν' ακουμπησει ουτε μια τριχα απο τα μαλλια της ακομα κι αν αυτο ειναι το τελευταιο πραγμα που θα κανω'.
Ο ξενος σταματησε αποτομα και τον κοιταξε .
-'Το πρωι που δεν σε βρηκα στο δωματιο σου φανταστηκα που περασες το βραδυ σου'.
-'Νομιζω πως ειμαι ερωτευμενος' εκανε ο εκατονταρχος κοιτωντας μ' ενα απλανες βλεμμα.
-'Εγω ειμαι σιγουρος' απαντησε ο ξενος και χαμογελασε. 




Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

  ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34

Η Ηρωδιαδα προσπαθησε να τακτοποιησει βαση προτεραιοτητας τις σκεψεις που τις κατετρωγαν το μυαλο δημιουργωντας της ενα αισθημα εκνευρισμου. Οι επισκεπτες απο τη Ρωμη ειχαν εξαφανιστει απο το πρωι διχως να πουν μια κουβεντα, η Σαλωμη ηταν κι αυτη αφαντη και ο Ηρωδης διθυραμβουσε σχετικα με την αρτια οργανωμενη κι εκτελεσμενη χθεσινη φιεστα. Δυστυχως και οι δυο τους ηταν τοσο απορροφημενοι με τ' ανουσια προσωπικα τους ζητηματα που αδυνατουσαν ν' αντιληφθουν τι διακυβευοταν στην πραγματικοτητα.
Εβλεπε ξεκαθαρα πως ο μοναδικος τροπος για να φερει τα πραγματα στο μονοπατι της ηταν να προσεγγισει τον ξενο και να χρησιμοποιησει την δυναμη και την επιρροη του υπερ της.
Χαμογελασε σκεπτομενη πως δεν θα ηταν τελικα κατι το δυσκολο. Εξ' αλλου ηταν αντρας και οπως καθε αλλο αρσενικο θα ειχε κι αυτος το πασιγνωστο αδυνατο σημειο του.
Ισως απλα να χρειαζοταν να υπερβαλλει εαυτον οσον αφορα το διχτυ που θ' απλωνε για να τον παγιδεψει αλλα ειχε περασει καιρος απο την τελευταια φορα που ειχε μια τετοια προκληση και αυτο, περιεργως, της αρεσε ακομα περισσοτερο.
                          =======================
-'Ολα ενταξει' ? ρωτησε ο αντρας ξεπροβαλλοντας πισω απο μια πορτα αμεσως μετα την αποχωρηση του Ορατιου.
-'Μα ναι, φυσικα ναι' ηταν η απαντηση του Ποντιου Πιλατου με φωνη που ακουμπουσε στα ορια του διστακτικου και της απροθυμιας. 'Αυτη την στιγμη πρεπει να μαχεται για τη ζωη του, μια ζωη που δεν θα κρατησει για πολυ ακομα'.
-'Τελεια' εκανε ο αλλος τριβοντας τα χερια του απο ικανοποιηση. 'Μολις βγει απο τη μεση ο Φλαβιος Βρουτος ειναι η σειρα του επομενου. Ο Τιβεριος Ιουλιος Καισαρας Αυγουστος θα ειναι πολυ ευχαριστημενος αν ολα πανε οπως ακριβως διεταξε. Και φυσικα ξερεις πως δεν θα ξεχασει αυτους που τον βοηθησαν' συμπληρωσε κοιτωντας επιμονα τον Πιλατο.
-'Ναι, καταλαβαινω' ειπε ο επαρχος. 'Παρ' ολα αυτα θα ηθελα να ηξερα γιατι'....
-'Οσα λιγοτερα ξερεις τοσο το καλυτερο' τον διεκοψε ο αντρας. 'Φροντισε μονο οταν ολοκληρωθει το πρωτο μερος της επιχειρησης να μ' ενημερωσεις αμεσως. Και' προσθεσε ενω βαδιζε ηδη προς την εξοδο 'μην ξεχνας πως οποιαδηποτε αποτυχια θα εχει αμεσο αντικτυπο πανω σου'.
Ο Ποντιος Πιλατος περιοριστηκε στο να τον παρακολουθει αμιλητος να φευγει βιαστικα.
                      ===========================
Ειχε φυγει οπως παντα νωρις αφου πρωτα σιγουρευτηκε πως δεν την ακολουθουσε κανενας. Το ηξερε πως η Ηρωδιαδα θα την εψαχνε μα αδιαφορουσε. Αυτη η ιστορια της ειχε γινει εμμονη ιδεα μ' εναν τετοιο τροπο που το αντικτυπο και οι συνεπειες που ενδεχομενως να επεσυραν δεν την απασχολουσαν καθολου. Απορουσε με τον εαυτο της, πως αφου ειχε την δυναμη ν' αψηφησει πατερα και μανα δεν μπορουσε να βρει το κουραγιο να κατεβει στο ποταμι. Εφευγε παντα αποφασισμενη πως θα το εκανε και τελικα μονιμα κατεληγε να παρακολουθει τα γεγονοτα απο το λοφακι ψηλα και ν' αποχωρει χωρις ν' αποκαλυπτεται.
Αλλη μια φορα, ωθουμενη απο σιγουρια και αποφασιστικοτητα ειχε φτασει στο ιδιο σημειο, κρυμμενη μεσα στις φυλλωσιες να προσπαθει να μαζεψει δυναμη για να επιχειρησει το αδιανοητο. Τοτε τον ειδε και η αποτομη κινηση του χεριου της που κρατουσε τα γκεμια του αλογου το εξαναγκασαν να χλιμιντρισει. Ο αρχικος φοβος πως ο ξενος την ειχε δει υποχωρησε και εξαφανιστηκε γρηγορα μα η απορια μεγαλωνε. Τι γυρευε αυτος εκει ? Γιατι μιλουσε με τον βαπτιστη ? Τι ελεγαν ? Ενοιωσε μια ανατριχιλα να ζωντανευει στη βαση της πλατης της και να εξαπλωνεται γοργα σ' ολο το μηκος και πλατος της.
                        =======================
Δεν ηταν ο πρωτος που ειχε ερθει και δεν τον απασχολουσε να βαπτιστει. Πολλοι αλλοι ειχαν περασει, μαλιστα δεν ηταν λιγοι εκεινοι που τον χλευαζαν, τον ειρωνευονταν, τον λοιδορουσαν. Ομως η διαφορα τους με τουτον εδω ηταν πως εκεινοι δεν εκρυβαν ποτε τις πραγματικες τους προθεσεις και εκαναν ξεκαθαρο τον λογο για τον οποιο εφταναν μεχρι τον Ιορδανη.
Αυτος ο περιεργος ομως ξενος με τ' αλλοκοτα ρουχα ηταν εντελως διαφορετικος.
Του ηταν αδυνατον να καταλαβει τον σκοπο της επισκεψης του. Αντιλαμβανοταν οτι καποιο απωτερο στοχο ειχε μα οσο κι αν προσπαθησε δεν καταφερε ουτε καν να τον υποψιαστει.
Ισως με την κουβεντα να εβγαζε καποια ακρη μα εκεινη ακριβως την στιγμη το σουσουρο που σηκωθηκε απο τους παρευρισκομενους του τραβηξε την προσοχη. Στραφηκε προς την κατευθυνση που εβλεπε και τους υπολοιπους να κοιτανε.
Του πηρε μερικα δευτερολεπτα μεχρι να συνειδητοποιησει τι ακριβως συνεβαινε και αυτοματως ξεχασε τον ξενο και ολα οσα ειχε προλαβει ν' αναρωτηθει μεχρι στιγμης. 
                    ==========================
Ο κυβος, καλα κρυμμενος μεσα απο τα ρουχα του στο υψος της καρδιας, εκανε τα παντα για να του πιστοποιησει πως αυτος ηταν ο επομενος στοχος του. Αναρωτηθηκε απορημενος.
Αυτος ? Ηταν ποτε δυνατον ? Ο προηγουμενος ηταν στρατηγος, προσωπικος σωματοφυλακας στρατηλατη. Ετουτος εδω τι ηταν ? Ηταν σιγουρος πως οχι μονο δεν ειχε ακουμπησει ποτε του σπαθι αλλα τον νικουσε ανετα με το ενα χερι. Με ποια λογικη αυτος ο ακακος ανθρωπος θα μπορουσε ποτε να κρυβει μεσα στο κεφαλι του ενα τμημα απο ενα τοσο σημαντικο μυστικο?
Ο υποκωφος ηχος απο αλογο που χλιμιντριζε του τραβηξε αστραπιαια την προσοχη και με την ακρη του ματιου του επιασε μια ανεπαισθητη κινηση στις φυλλωσιες στο λοφακι απο πανω του. Χρειαστηκε μερα δευτερολεπτα εντονης παρατηρησης για να σιγουρευτει για την ταυτοτητα του αγνωστου καβαλλαρη. Ωστε απο δω επεστρεφε και την προηγουμενη φορα που την ειχε δει να κρυβεται βιαστικα μεσα στο παλατι. Ομως τι δουλεια μπορει να ειχε η Σαλωμη στο συγκεκριμενο σημειο ηταν κατι που η διαισθηση του του ελεγε πως επρεπε να μαθει.
                      =======================
-'Δεν εχω κατι με κανεναν απο σας' ειπε ο Ορατιος. 'Ισως δεν ξερετε ποιος ειμαι μα πιστεψτε με, μολις σας πω θα καταλαβετε πως λαθος ανθρωπο αποφασισατε να ληστεψετε. Ακομα και τωρα μπορειτε να φυγετε διχως την παραμικρη συνεπεια'.
Ενα αυθορμητο χαχανο ακουστηκε απο την μερια καποιων απο τους αντρες απεναντι του. Οχι, δεν ηταν ληστεια, ειχε καταλαβει λαθος. Αυτοι εδω ειχαν ερθει μ' ενα και μοναδικο σκοπο, να του αφαιρεσουν τη ζωη. Μα δεν μπορουσε να καταλαβει το γιατι.
-'Μην ανησυχεις' ηρθε η επιβεβαιωση απο το στομα ενος 'και οταν ξεμπερδεψουμε μαζι σου τα χρηματα σου θα βρισκονται ακεραια πανω σου. Εξ' αλλου, ποσα χρηματα να προλαβες να παρεις μαζι αφου εφυγες κυνηγημενος απο τη Ρωμη μετα την δολοφονια του Λευκιου Αιλιου Σηιανου ? Και ποσα να σου εχουν μενει πια' ? συνεχισε ο ιδιος αντρας μ' ενα χαμογελο να λαμπει στο προσωπο του βλεποντας την απορια και την συγχυση που τα λογια του ειχαν δημιουργησει στο υποψηφιο θυμα του.
-'Το ζητημα ειναι αν θα μας ταλαιπωρησεις Ορατιε Φλαβιε Βρουτε' προσθεσε ενω το χαμογελο κερδιζε κι αλλο εδαφος στο προσωπο του.
                     ========================
Ειδε ενα τσουρμο ανθρωπους χωμενους σχεδον μεχρι την μεση στο νερο του ποταμου να εχουν δημιουργησει ενα ημικυκλιο γυρω απο μια ομαδα αντρων που κατευθυνονταν προς το σημειο που χρησιμοποιουσε ο Ιωαννης οταν βαπτιζε. Απαντες φαινονταν ν' ακολουθουν εναν αντρα επικεφαλης ολου αυτου του οχλου που βαδιζε σταθερα προς το μερος του βαπτιστη. Του εκανε εντυπωση η συμπεριφορα του στοχου που του ειχε υποδειξει ο κυβος. Εμοιαζε σαν να υποδεχοταν τον σπουδαιοτερο ανθρωπο αυτου του κοσμου και φαινοταν να τα εχει χαμενα. Παρατηρησε πως οι δυο αντρες ειχαν μια ολιγολεπτη συνομιλια, με τον Ιωαννη ν' αντιδρα με σπασμωδικες χειρονομιες σε κατι που προφανως μολις του ειχε λεχθει. Οταν τελειωσε η συνομιλια, εμφανως αγχωμενος ο Ιωαννης, βαπτισε τον αντρα ενω το πληθος παρακολουθουσε με σκυμμενο το κεφαλι διχως ν' ακουγεται ο παραμικρος ψιθυρος. Εκεινη τη στιγμη ο ξενος καταλαβε πως ο κυβος δεν ειχε κανει λαθος. Δεν ηξερε ποιος ακριβως ηταν ο στοχος του μα αυτο που γνωριζε πια στα σιγουρα ηταν πως δεν επροκειτο για καποιον τυχαιο οπως ειχε πιστεψει στην αρχη.
                     =========================
Καταλαβε πως τα πραγματα ηταν πιο δυσκολα απ' οτι ειχε αρχικα φανταστει. Οποιοι και να ηταν αυτοι οι αντρες οι εντολες που ειχαν ηταν ξεκαθαρες σαν τα διαφανη, κρυσταλλινα νερα μιας ξεχασμενης πηγης σε καποιο υψιπεδο. Αν ηθελε να επιβιωσει επρεπε να οργανωσει στρατηγικη μεσα στα ελαχιστα δευτερολεπτα που απεμεναν μεχρι να επιτεθουν.
Εδιωξε την εικονα της Λαελια βιαια απο το μυαλο του και προσπαθησε να συγκεντωθει. 
Περιπτωση να τους μεταπεισει δεν υπηρχε, η αποφασιστικοτητα ηταν σμιλεμενη στα τραχια χαρακτηριστικα τους. Προσεξε πως τεσσερεις απ' αυτους τοποθετηθηκαν στα ισαριθμα σοκακια που οδηγουσαν σ' αυτην την αθλια πλατεια, επιφορτισμενοι προφανως με την ευθυνη του να μην επιτρεψουν σε κανεναν να παραστει μαρτυρας μεχρι την ολοκληρωση της αποστολης τους.
Αυτο ισως ηταν και η μοναδικη ευκαιρια που του παρουσιαζοταν για να κερδισει οσο το δυνατον περισσοτερο χρονο μπορουσε ελπιζοντας πως ισως εμφανιζοταν καποια βοηθεια απο το πουθενα. Ενα σχεδιο σχηματιστηκε γοργα στο μυαλο του και αποφασισε να το θεσει σ' εφαρμογη αμεσα.
                           ======================= 
Επιασε τις ταυτοχρονες κινησεις και διστασε στιγμιαια ως προς το τι θα εκανε. Την ιδια στιγμη που προσεξε τον φρεσκοβαπτισμενο αντρα να ερχεται προς το μερος του αντεληφθη πως ο κατασκοπος που κρυβοταν στις φυλλωσιες του λοφου, η Σαλωμη, κινηθηκε σαν την σκια για να φυγει. Αν καθυστερουσε εκει δεν θα προλαβαινε να την φτασει πριν εξαφανιστει και παλι μεσα στο παλατι. Ετσι δεν θα ειχε καμια αποδειξη πως ειχε υπαρξει ποτε εκει και θα ηταν αδυνατον να εκμαιευσει τον λογο για τον οποιο το εκανε. Αν ομως ετρεχε ξοπισω της ισως να μην ειχε μια δευτερη ευκαιρια να βρεθει ξανα προσωπο με προσωπο με τον ανθρωπο που ειχε κατορθωσει ν' αναστατωσει μια ολοκληρη αυτοκρατορια. Επιπλεον θα ειχε πλεον μια δικη του, προσωπικη αποψη για το τι ακριβως πρεσβευε και δεν θα χρειαζοταν να στηριζεται στις γνωμες και τις αποψεις των αλλων. Γυρισε την πλατη στο λοφο που παρειχε ακομα την καλυψη του στην Σαλωμη και παρεμεινε ακινητος περιμενοντας τον προφητη να ερθει. Προσεξε πως ολοι οι αλλοι, αυτοι που εμοιαζαν να ανηκουν στην ομαδα του, το πληθος αλλα και ο βαπτιστης τον παρακολουθουσαν καθως πλησιαζε. Τα λιγα μετρα που τους χωριζαν καλυφθηκαν γρηγορα.
                    =========================
Αυτο που θα τον βοηθουσε ηταν η αλαζονεια και η σιγουρια τους πως ηταν ευκολος στοχος. Ηταν ξεκαθαρο πως αυτη η σιγουρια πηγαζε απο το αριθμητικο πλεονεκτημα που ειχαν. Οκτω εναντιον ενος. Απο τις ευκολες δουλειες που ισως ειχαν αναλαβει ποτε. Αντι να ορμησουν ολοι μαζι και να τον εκτελεσουν, οι εντολες που ειχε μαλλον δωσει ο αρχηγος τους ηταν οι τεσσερεις να φρουρουν, τρεις θ' αναλαμβαναν την εξοντωση του κι αυτος θα παρακολουθουσε.
Ηταν σιγουρος πως η περηφανεια τους θα τους θολωνε την κριση και ενα μισοκρυμμενο χαμογελο εμφανιστηκε και χαθηκε ταυτοχρονα βλεποντας τον ενα απ' αυτους να κανει κινηση εναντιον του. Δεν μπορουσε να ζητησει κατι καλυτερο.
Το μονο που ειχε να κανει ηταν να προσποιηθει αδυναμια, να ροκανισει τον χρονο παλευοντας με τον ενα μονο και καποια στιγμη να τον σκοτωνε ελπιζοντας πως και η επομενη επιθεση θα γινοταν ενας προς εναν. Αν αλλαζαν γνωμη και επιτιθονταν ολοι μαζι ηξερε πως ηταν νεκρος.


Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

  ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

                      ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33

Τα τελευταια αστρα, λειτουργωντας σαν οπισθοφυλακη που σιγουρευε την ασφαλη αποχωρηση της νυχτας, κοιταξαν καχυποπτα την μοναχικη, μαυροντυμενη μορφη που καλπαζε ελαφρα προς αγνωστο προορισμο. Μονο αφου σιγουρευτηκαν πως δεν αποτελουσε καποια απειλη, τοτε αποχωρησαν κι αυτα παραχωρωντας την θεση τους σ' ενα μουντο, νυσταγμενο πρωινο φως.
Ο ξενος αδιαφορησε για την τελετη που συνεβαινε εκεινη τη στιγμη πανω απο το κεφαλι του και συνεχισε το δρομο του για το ποταμι. Χαμογελασε ασυναισθητα και κουνησε το κεφαλι του σαν να παραδεχοταν την αφελεια του. Πως του περασε απο το μυαλο πως κατι ειχε συμβει στον Ορατιο οταν, πριν φυγει, τον γυρεψε στο δωματιο του να τον ενημερωσει για το τι ηθελε να κανει και δεν τον βρηκε ? Η καθυστερημενη υποψια για το που ηταν επιβεβαιωθηκε λιγα λεπτα αργοτερα οταν ανοιξε την πορτα του δωματιου της Λαελια.
Δεν θελησε να διακοψει την εικονα που αντικρυσε κι εφυγε αθορυβα, φροντιζοντας να ενημερωσει τον πρωινο σκοπο για το τι ηθελε να μεταφερει εκ μερους του στον Ορατιο.
                          ======================
Ηταν ζηλια ενα φευγαλεο τσιμπημα που ενοιωσε στιγμιαια στα μυχια της ψυχης του οταν τους ειδε να κοιμουνται αγκαλια ? Οχι, ανησυχια ηταν. Ο εκατονταρχος δεν σταματουσε ποτε τις δοσοληψιες με τους μπελαδες. Αυτος ο μπελας βεβαια ηταν πανεμορφος και γλυκος μα το τι κρυβοταν πισω απ' ολα αυτα και πως θα μπορουσε να τα διαχειριστει ο Ορατιος ηταν αγνωστο.
Ας ηταν, προτεραιοτητα τωρα ειχαν αλλα πραγματα, πιο σπουδαια και σημαντικα.
Την στιγμη που σταματησε κι ατενισε μεσα στις πρωινες χαραμαδες του φωτος απεναντι του το ποταμι ενοιωσε τον κυβο να θεριευει στο αριστερο μερος του χιτωνα του.
Οσο ελαττωνε την αποσταση αναμεσα σ' αυτον και το ποταμι, τον ενοιωθε να παλλεται, να διογκωνεται, να καιει σαν φλεγομενος ηλιος και ταυτοχρονα να παγωνει σαν πηγη σε ψηλο βουνο, να μουρμουραει σαν να νανουριζε προσφιλη ερωμενη, να ουρλιαζει σαν μανα που της πηραν το παιδι απο το στηθος που βυζαινε, να συναγωνιζεται σε παλμο το καρδιοχτυπι του.
Καταλαβε πως απο στιγμη σε στιγμη θ' αντικρυζε τον ανθρωπο που εψαχνε.
                           ======================
Ξυπνησε ακριβως την στιγμη που ηταν ετοιμος για να φυγει οσο πιο αθορυβα μπορουσε.
-'Που πας' ? ρωτησε κι ανασηκωθηκε. 
-'Πρεπει να φυγω μικρη μου' απαντησε κι ταυτοχρονα επεστρεψε στο κρεβατι και την φιλησε. 'Υπαρχουν πραγματα που πρεπει να γινουν κι οσο τεμπελιαζω ξαπλωμενος μαζι σου δεν θα συμβουν ποτε' ειπε μ' ενα χαμογελο ο Ορατιος.
-'Τεμπελιαζεις' ? ηρθε η οργισμενη απαντηση ενω ενα μαξιλαρι ταξιδεψε μια συντομη διαδρομη με στοχο το κεφαλι του αλλα απετυχε. 'Αυτο κανεις λοιπον ? Τεμπελιαζεις' ?
Εβαλε τα χερια στη μεση και ξεσπασε σε γελια.
-'Πρεπει να δω τι υπαρχει να γινει για σημερα. Μην μου θυμωνεις'.
-'Κανε οτι θες' ηρθε η απαντηση απο ενα σουφρωμενο στομα. 'Αφου δεν θελεις να κατσεις εδω μαζι μου λιγο με νοιαζει'.
Εβαλε παλι τα γελια.
-'Θα ερθω οσο πιο γρηγορα μπορω' ειπε και βγηκε απο το δωματιο.
                          ======================
Ο σκοπος του μετεφερε τις εντολες του ξενου και σε λιγα λεπτα βρισκοταν στον δρομο για το οικημα που εμενε ο Τιβεριος Ποντιος Πιλατος. Ειχε μολις ξεπεζεψει κι ετοιμαζοταν να μπει στο οικημα οταν ακουσε τ' ονομα του.
-'Ορατιε ? Ορατιε Φλαβιε Βρουτε ? Εισαι πραγματι εσυ' ?
Γυρισε να δει ποιος ειχε μιλησει κι εμεινε για μερικα δευτερολεπτα αναυδος.
-'Κασσιε Λιβιε Μαρκελλε !! Μα τους Θεους, εισαι ο τελευταιος που περιμενα να συναντησω !'
Οι δυο αντρες αγκαλαιστηκαν ενω δυο φωτεινα χαμογελα απλωθηκαν στα προσωπα τους.
-'Μα τον Ιανο, τι κανεις εσυ εδω, τοσες μερες ταξιδι μακρια απο τη Ρωμη. Την τελευταια φορα θυμαμαι πως ησουνα στο κεντρο του κοσμου, μεγαλος και τρανος'.
'Κι εγω αν δεν κανω λαθος, σε θυμαμαι στη μεγαλη συνοριακη στρατια στο Ρηνο. Πως βρεθηκες εδω' ? ρωτησε ο Ορατιος.
-'Αρχηγος της φρουρας του Ρωμαιου επαρχου' απαντησε ο Κασσιος. 'Οχι οτι ακριβως ονειρευομουνα αλλα τελικα δεν ειναι τοσο ασχημα οσο μοιαζει. Πες μου τα νεα σου'.
                        =======================
Αφησε το αλογο του αρκετα μετρα απο την οχθη του ποταμου επιλεγοντας να κανει την διαδρομη με τα ποδια. Ηταν πολυ νωρις ακομα, ομως αυτος που ηταν γνωστος σαν 'βαπτιστης' ηταν εκει, μεσα στο νερο μεχρι τη μεση αναμενοντας οποιον ηθελε να εξαγνιστει.
Οσο πλησιαζε ο κυβος φαινοταν να ζωντανευει ακομα πιο πολυ και τον ενοιωσε ετοιμο να εκραγει οταν βρεθηκε προσωπο με προσωπο με τον βαπτιστη.
-'Εχεις καποιο ονομα' ? του απηυθυνε το λογο ο ξενος.
-'Ιωαννη με λενε' απαντησε ο βαπτιστης 'μα δεν ηρθες μεχρι εδω για να μαθεις τ' ονομα μου'.
-'Οχι' απαντησε ο ξενος 'δεν ηρθα γι αυτο'.
-'Κι αφου δεν εχεις διαθεση να εξαγνιστεις απο τις αμαρτιες σου τοτε ο λογος που σ' εφερε εδω δεν μπορει παρα να ειναι ενας μονο' συνεχισε ο Ιωαννης.
Ο ξενος τον κοιταξε εξονυχιστικα απο την κορυφη μεχρι τα νυχια. Αν ο Ηρωδης ηταν η προσωποποιηση της χλιδης ετουτος εδω ηταν το εντελως αντιθετο.
Ψηλος, ξερακιανος, ντυμενος μ' ενα δερμα απο υφασμα που ειχε σιγουρα δει καλυτερες μερες, με κορακισια μακρια ατημελητα μαλλια, ενα σκουρο γενι και δυο βυθισμενα στις κογχες τους διαπεραστικα ματια. Το ενοιωσε στον τροπο που τον κοιτουσε κι ανταπεδωσε.
                       =======================
-'Παντα υπαρχει καποιος αλλος λογος' ειπε με σταθερη φωνη. 'Αλλα δεν ειναι παντα απαραιτητο να τον ξερουν ολοι' συμπληρωσε.
-'Αν ηρθες να με συλλαβεις για οσα εχω κατα καιρους υποστηριξει σχετικα με τους οικοδεσποτες σου να ξερεις πως ειναι ολα αληθεια και δεν αλλαζω γνωμη. Μα θα τα εχεις δει και ο ιδιος αφου εκει μεσα περνας τον χρονο σου'.
'Δεν ηρθα να συλλαβω κανεναν' απαντησε ο ξενος. 
-'Τοτε δεν εχουμε κατι αλλο να πουμε. Αν εσυ εχεις χρονο για ξοδεμα εγω εχω να φερω σε περας το εργο του Κυριου και δεν μπορω αλλο να καθυστερω μαζι σου'.
-'Και τι ξερεις εσυ για τον χρονο' ? ρωτησε ο ξενος.
-'Πως κανενας, οσο μεγαλος και τρανος αν ειναι, δεν μπορει να τον εχει παντα δικο του'.
-'Ουτε εσυ λοιπον' εκανε ο ξενος.
-'Ουτε εγω' απαντησε ο Ιωαννης. 'Οχι σ' αυτην τη ζωη τουλαχιστον'.
                       =========================
Χρονια συμπολεμιστες σε εκστρατειες στα πιο απιθανα μερη ειχαν χωρισει οταν ο Ορατιος, μετα τον τραυματισμο του ειχε γυρισει μονιμα στη Ρωμη αγνοωντας την τυχη του Κασσιου.
Οι Θεοι ομως θελησαν οι δυο αντρες να ξαναβρεθουν σ' εναν καινουριο τοπο και για ωρα ανταλλασαν πληροφοριες για τα γεγονοτα που τους ειχαν τυχει οσο διαστημα ειχαν χαθει.
-'Δεν ξερεις ποσο χαρηκα που σε ξαναειδα' κατεληξε ο Κασσιος. 'Οτι χρειαστεις μην διστασεις να μου το ζητησεις' συνεχισε.
-'Να σαι καλα φιλε μου' απαντησε ο Ορατιος. 'Κι εγω δεν φανταζεσαι ποσο χαρηκα που σε συναντησα. Μα τωρα πρεπει να παω μεσα. Θα σε δω καποια αλλη στιγμη' ειπε και κινησε.
Σταματησε αποτομα και γυρισε προς το μερος του Κασσιου.
-'Στρατοπεδευει εδω μια φρουρα απο την Αντιοχεια, συνοδεια της κορης του επαρχου της Συριας. Πες τους να πανε στο παλατι να την συνοδευσουν για μια βολτα στη πολη'.
-'Θα κανω κατι καλυτερο' απαντησε ο Κασσιος. 'Επειδη αμφιβαλλω αν καποιος απ' αυτους ειναι ξεμεθυστος θα παω εγω με εμπιστους, δικους μου ανθρωπους να την συνοδευσουν'.
Ο Ορατιος εφερε το δεξι χερι με σφιγμενη τη γροθια στο μερος της καρδιας σ' ενδειξη ευχαριστιας και μπηκε μεσα.
                      ========================
Αν γινοταν ποτε διαγωνισμος διπλωματιας ο Ποντιος Πιλατος ειχε εξασφαλισμενη την πρωτη θεση. Η αισθηση που ειχε αποκομισει ο Ορατιος ηταν πως του αρεσε να ισορροπει παντα αναμεσα σε δυο διαφορετικα μερη διχως ποτε, ξεκαθαρα να παιρνει θεση.
Ναι, ηταν αληθεια πως υπηρχε καποιος που περνιοταν για προφητης.
Οχι, δεν εμοιαζε να ειναι κατι το σοβαρο.
Ναι, υποστηριζε για τον εαυτο του πως ηταν ο βασιλιας των Ιουδαιων.
Οχι, αυτο δεν ειχε καμια σχεση με υποθεση ανατροπης της Ρωμαικης εξουσιας.
Ναι, ηταν γεγονος πως υπηρχαν πολλοι που τον ακουγαν και τον υποστηριζαν.
Οχι, δεν ηταν κατι περισσοτερο απο ενας οχλος που αγοταν και φεροταν.
Εφυγε απο το σπιτι του Πιλατου νοιωθωντας πως ηξερε λιγοτερα απ' οσα οταν μπηκε.
Σκεφτηκε τι θα ελεγε ο ξενος και μετα σκεφτηκε την Λαελια κι εξαναγκασε το αλογο σε καλπασμο.
                      =========================
-'Οτι κι αν εχει κανει κανεις, οσο βαρια κι αν ειναι τ' αμαρτηματα και τα παραπτωματα του, παντα μπορει να εχει μια δευτερη ευκαρια' ειπε ο Ιωαννης. 'Αρκει να το θελει ο ιδιος'.
-'Εχεις διαλεξει εναν ευκολο τροπο να προσελκυεις κοσμο' απαντησε ο ξενος. 'Δεν φοβασαι οτι αυτο μπορει να προκαλεσει τις αντιδρασεις των τοπικων αρχων και να εχεις προβληματα' ?
-'Θα γινει το θελημα του Κυριου' ειπε ο αντρας ενω ηδη κοσμος μαζευοταν υπομονετικα περιμενοντας να βαπτιστουν. 'Προσεχε εκει που εισαι' του απηυθυνε μια τελευταια κουβεντα. 'Ζεις στο αντρο της ακολασιας, της διαφθορας και της αμαρτιας και ξερω πως δεν μ' εχεις αναγκη, πραγμα που σημαινει οτι πρεπει να ζητησεις την σωτηρια της ψυχης σου αλλου. Ισως σ' αυτο που κουβαλας πανω σου'.
-'Τι εννοεις' ? εκανε εκπληκτος ο ξενος. 'Τι εχω επανω μου δηλαδη' ?
'Σιγουρα τη γνωση και την θεληση ν' αποφυγεις οτι ειναι αντιθετο στο λογο του Μεσσια. Για ολα τα υπολοιπα μονο εσυ ξερεις' ειπε και εκανε ν' απομακρυνθει οταν ενα σουσουρο σηκωθηκε αναμεσα σ' οσους περιμεναν υπομονετικα τη σειρα τους να βαπτιστουν.
Ο ξενος γυρισε το κεφαλι να δει τι συνεβαινε.
                      =====================
Αποφασισε να μην επιστρεψει στο παλατι του Ηρωδη μα να παει κατ'ευθειαν στην πολη οπου θα ηταν η Λαελια μαζι με τον Κασσιο και την συνοδεια του. Θα της αγοραζε κατι και θα εκμεταλλευοταν  την ευκαιρια για να την καλοπιασει. Ηταν δοκιμασμενο το κολπο και ηταν σιγουρος πως θ' απεδιδε. Προσπαθησε να προσανατολιστει καθως χωνοταν σε ομοιομορφα, στενα σοκακια με τα πλινθινα σπιτια μα κατι του ελεγε πως ειχε χαθει. Κοιταξε τριγυρω μηπως υπηρχε καποιος για να τον συμβουλευτει μα δεν ειδε κανεναν.Πηρε μια αριστερη στροφη που τον εβγαλε σ' ενα ερημο σημειο που εμοιαζε με πλατεια εχοντας ενα πηγαδι ακριβως στη μεση.
Τους ειδε να ξεπροβαλλουν εναν εναν απο τα δρομακια που κατεληγαν στην πλατεια. Μετρησε συνολικα οκτω. Ηταν αδυνατον να καταλαβει απο τα ρουχα που φορουσαν τι μπορει να ηταν.
Ντοπια συμμορια, ληστες καραβανιων, μισθοφοροι, οσο και να τους παρατηρουσε κατεληγε στο συμπερασμα πως θα μπορουσαν να ειναι οτιδηποτε. Στο μονο που δεν λαθευε ηταν οι προθεσεις τους, που με τον τροπο τους ειχαν κανει οσο το δυνατον πιο προφανεις.
Τραβηξε το σπαθι του ετοιμος να υπερασπιστει τον εαυτο του.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

  ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32

Αν υπηρχε κατι στο οποιο ο Ηρωδης ειχε εντρυφησει σχεδον τελεια ηταν οι φιεστες που διοργανωνε κατα καιρους υποδεχομενους σημαντικους επισκεπτες της Ρωμης. Οι επισκεπτες αυτοι, συνηθως υψηλοβαθμοι στρατιωτικοι που ολη σχεδον την ζωη τους την περνουσαν μεσα σε μια λιτη πραγματικοτητα, μονιμα σ' εκστρατειες εχοντας συντροφια τ' απολυτως απαραιτητα, στην πλειοψηφια τους θαμπωνονταν απο τα πολυτελη συμποσια που παρατιθονταν προς τιμην τους και η μνεια τους σχετικα με την περιποιηση που δεχονταν απο τον Ηρωδη ηταν παντα κατι που κολακευε τον τελευταιο.
Η σημερινη ομως γιορτη που ειχε ετοιμασει για να ικανοποιησει τους νεοφερμενους επισκεπτες του ειχε αποτυχει παταγωδως να φερει το αναμενομενο αποτελεσμα, μολονοτι, αντικειμενικα κρινοντας καποιος, δεν υπηρχε ουτε ενα ψεγαδι. Ο μεν ενας που ακουγε στ' ονομα Ορατιος Φλαβιος Βρουτος, αρνουνταν πεισματικα να παρει τα ματια του απο την κορη του Λευκιου Ουιτελλιου σχεδον αδιαφορωντας για τα τεκταινομενα γυρω του, ο δε αλλος, ο μυστηριος ξενος που δεν θεωρησε καν απαραιτητο να συστηθει, ηταν παρων μονο σωματικα, δεδομενου πως το μυαλο του καπου αλλου βρισκοταν.
                   ==============================
Η Ηρωδιαδα ηταν το τριτο προσωπο που αδιαφορουσε για την φιεστα που ειχε στηθει. Ηταν και η μονη απο το περιβαλλον του Ηρωδη που ειχε καταλαβει πως οι δυο ξενοι ηταν τυποις μονο παροντες. Κι αν μεν για τον πρωτο ο λογος της αδιαφοριας του δεν ηταν κατι παραδοξο, δεν μπορουσε να ισχυριστει το ιδιο και για τον δευτερο. Ειχε περασει ολο σχεδον το βραδυ της παρακολουθωντας τις κινησεις του κι οσο περισσοτερο τον μελετουσε τοσο πιο εντονα ενα συναισθημα δυσφοριας την κυριευε κι ενοιωθε να θεριευει μεσα της.
Δεν εμοιαζε με κανεναν αλλον σαν κι αυτους που κατα καιρους εμφανιζονταν σαν απεσταλμενοι της Αυτοκρατοριας. Της ηταν αδυνατον να τον ψυχολογησει, εστω να υποψιαστει τον πραγματικο λογο για τον οποιο βρισκοταν εκει. 
Εριξε μια ματια στο τεταρτο προσωπο που ουσιαστικα ηταν ωσει παρων εκεινο το βραδυ, τη Σαλωμη. Οι κινησεις της, τυπικα μηχανικες, της επιβεβαιωναν το γεγονος οτι κατι την απασχολουσε, κατι που επρεπε ν' ανακαλυψει το συντομοτερο δυνατον.
                     ============================
Ο ξενος εγειρε το κεφαλι του πισω στο μαξιλαρι προσπαθωντας να κοιμηθει τις λιγες ωρες που απεμεναν μεχρι το ξημερωμα. Ευτυχως που η γιορτη που ειχε οργανωθει προς τιμην τους δεν ειχε κρατησει πολυ, πραγμα που του εδινε το περιθωριο να ξεκουραστει εν οψη μιας δυσκολης και κουραστικης, οπως προβλεποταν, μερας. 
Ειχε εκμεταλλευτει το συμποσιο για να ρωτησει κοσμο πολλα πραγματα. Και οπως γινεται συνηθως, αν ρωτας τα σωστα πραγματα τα καταλληλα ατομα, παντα θα μαθεις αυτο που θελεις. Στο μυαλο του ειχε ηδη χαρτογραφηθει το τι επρεπε να γινει.
Ομως ειχε διαπιστωσει κι αρκετα περισσοτερα χρησιμοποιωντας την παρατηρητικοτητα του.
Αυτη η παρατηρητικοτητα λοιπον του ειχε πει πως αυτος που ουσιαστικα εκανε κουμαντο στο συγκεκριμενο παλατι ηταν η Ηρωδιαδα, ενα γεγονος που τον ειχε βαλει σε σκεψεις.
Ηξερε πως αν καποιος του δυσκολευε η θα του διευκολυνε τη ζωη θα ηταν αυτη η γυναικα.
Επρεπε να εχει συνεχως την προσοχη του στραμμενη πανω της αν δεν ηθελε να βρεθει απροετοιμαστος σε καποια ενδεχομενη κρισιμη στιγμη.
                         ==========================
Το αλλο που διαπιστωσε, η καλυτερα πιστοποιησε, ηταν η ταυτοτητα του αγνωστου καβαλλαρη που ειχε χωθει στο παλατι απο την πισω πορτα. Ηταν σχεδον σιγουρος, απο τον τροπο που ιππευε το αλογο, πως ηταν γυναικα αλλα δεν θα μαντευε ποτε το ποια ηταν αν δεν ειχε δει το μικρο τατουαζ, ενα τριγωνο στο σχημα της ηβης με μια γραμμη να το κοβει χαμηλα δυο φορες και να καταληγει σε δυο σχεδον παραλληλες γραμμες εξω απο το τριγωνο, που στολιζε το αριστερο της χερι. Ηταν το ιδιο ακριβως τατουαζ που ειχε και η Σαλωμη, η κορη του Ηρωδη, που του θυμιζε κατι μα αδυνατουσε να φερει στο μυαλο του. 
Το μονο που εμενε να μαθει ηταν το γιατι προσπαθουσε να περασει απαρατηρητη απ' ολους.
Το προγραμμα της επομενης μερας περασε σαν νωχελικη, βαριεστημενη σκια μπροστα απ' τα ματια του.
Ο ιδιος θα πηγαινε να βρει αυτον τον περιεργο 'βαπτιστη', τον ανθρωπο που οπως ειχε μαθει απο τις ερωτησεις που ειχε κανει, φαινοταν να εχει αμεση σχεση με αυτον τον προφητη.
Ο Ορατιος, τον οποιον θα ενημερωνε το πρωι, θα πηγαινε να συναντησει τον καινουριο Ρωμαιο διοιητη, καποιον ονοματι Τιβεριο Ποντιο Πιλατο για να μαθει το δικο του σκεπτικο σχετικα με τα νεα δρωμενα που υπεβοσκαν στην περιοχη. Αλλα το πιο σημαντικο ηταν ν' αποκτησει γνωση για το ποιος ηταν αυτος που ειχε φερει ξανα στη ζωη, μετα απο καιρο, τον κυβο. 
                     ===========================
Το ασχημο προαισθημα που ενοιωθε να τον περιτριγυριζει ειχε ακριβως την ιδια συμπεριφορα με μια επερχομενη καταιγιδα που ετοιμαζοταν να ξεσπασει μετα απο μια καυτη μερα. Το αισθανοταν σαν την ατμοσφαιρα, βαρια, υγρη, να ποτιζει ρουχα και δερμα, σχεδον δοκιμαζε τη γευση στα χειλη του. Ομως μια καταιγιδα ηταν κατι το περαστικο και σπανια εκρυβε εκπληξεις. Εδω τα πραγματα ηταν εντελως διαφορετικα. Ηταν σιγουρος πως η ιστορια με τον προφητη ηταν προφαση για κατι αλλο μα δεν μπορουσε να το αποδειξει. Η παραλληλη ανησυχια του για την ασφαλεια της Λαελια Σεπτιμα του ειχε γινει αγχος. Αν συνεβαινε κατι στην κοπελα ηταν σιγουρος πως ο πατερας της θα φροντιζε να μην ξαναβλεπε την αγαπημενη του Ρωμη ποτε ξανα. Μετα απ' οσα ειχαν γινει με τον Λευκιο Αιλιο Σηιανο ηξερε πως οι ελπιδες επιστροφης του ειχαν ψαλιδιστει επικινδυνα. Αν κατι δεν πηγαινε καλα τωρα ηξερε πως ο δρομος θα εκλεινε για παντα. Η τυχη του ειχε αφεθει σε αλλων χερια, χερια ουσιαστικα αγνωστων προθεσεων κι αυτο τον ενοχλουσε πιο πολυ απ' ολα. 
                     ===========================
-'Που ταξιδευει η σκεψη σου' ? ρωτησε χαμογελωντας η κοπελα. 'Ειναι τουλαχιστον καλυτερα απο δω' ? προσθεσε βλεποντας το αφηρημενο υφος του Ορατιου.
-'Φαινεται τοσο πολυ' ? ρωτησε ο τελευταιος απορημενα.
-'Απλα τωρα ειναι πολυ εντονο' ανταποκριθηκε η Λαελια. 'Ελα' ειπε ενω ταυτοχρονα ανοιγε την πορτα του δωματιου της κανοντας νοημα στον Ορατιο ν' ακολουθησει, 'τι ειναι αυτο που σε τρωει ? Που ξερεις, ισως μπορω να βοηθησω' συμπληρωσε.
Ο εκατονταρχος εκατσε βαρια σε μια καρεκλα. Διχως να το καταλαβει ξεκινησε να της λεει ολα οσα ειχαν συμβει και ηταν υπαιτια για τον λογο που βρισκοταν εκει.
Η Λαελια τον ακουσε προσεκτικα μεχρι τελους διχως να τον διακοψει.
-'Καταλαβαινω' ειπε οταν σταματησε ο Ορατιος. 'Καπως ετσι θα ενοιωθα και γω αν ηξερα οτι μαλλον δεν θα μπορουσα να ξαναγυρισω σπιτι μου και σ' αυτον που θα ειχα αφησει πισω. Πρεπει να σου λειπει αφανταστα' προσθεσε με ενα τονο πικρας στην φωνη που δεν εγινε αντιληπτος απο τον Ορατιο.
                           =======================
-'Η Ρωμη' ? ειπε ξαφνιασμενος. 'Δεν λεω, ενα μεγαλο κομματι της ζωης μου το εχω περασει εκει και θα ηθελα να επιστρεψω, μα αν ειναι γραφτο απο τους Θεους να μην τα καταφερω δεν θα στεναχωριεμαι εφ' ορου ζωης'.
-'Δεν μιλαω για την Ρωμη' ειπε η κοπελα. 'Για την Μαξιμιλιανα Πομπονια λεω, την κοπελα που αναγκαστηκες να εγκαταλειψεις'.
-'Η Μαξιμιλιανα' ? εκανε ο Ορατιος. 'Μα δεν υπηρχε κατι δεδομενο αναμεσα μας' συνεχισε. 'Απλα περναγαμε καλα μαζι, τιποτα περισσοτερο. Υπηρχαν κι αλλοι στις ζωες μας προτου συμβει οτι εγινε. Ειμαι σιγουρος πως θα μ' εχει αντικαταστησει ηδη' συμπληρωσε.
-'Κι εσυ' ? ρωτησε η κοπελα δαγκωνοντας ελαφρα τα χειλια της, κατι που ο Ορατιος δεν ειδε αφου ειχε φροντισει να του γυρισει την πλατη. 'Την αντικατεστησες η οχι ακομα' ?
Δεν προλαβε ν' απαντησει. Την ειδε να γυρισει αποτομα και να κατευθυνεται γοργα προς το μερος του με την σιγουρια τιγρης που εχει εντοπισει το ανυποπτο θυμα της κι επιτιθεται.
-'Η απωλεια του ενος ειναι το κερδος καποιου αλλου' ειπε χαμηλοφωνα και κολλησε τα χειλη της στα δικα του διχως να του αφησει περιθωρια αντιδρασης.
                       =========================
Τα παντα εγιναν τοσο γρηγορα σαν την εμφανιση ενος κιμπλι, ανεμοστροβιλου της ερημου, που εμφανιζεται απο το πουθενα και χανεται παλι εκει μεχρι ν' ανοιγοκλεισεις τα ματια σου.
Δευτερολεπτα μετα βρισκοταν ξαπλωμενοι πανω στο κρεβατι προσπαθωντας με ταχυτατες, αναρχες κινησεις, λες και κρεμοταν η ζωη τους απο το ποσο γρηγορα θα εκαναν, να ξεφορτωθουν τα ρουχα τους. 
Οι λιγοστες αναστολες και διστακτικοτητες που ειχε ο Ορατιος, ηττημενες ειχαν απομακρυνθει βιαια απο το δωματιο αφηνοντας τους μονους, παραδομενους στο παθος τους.
Ομως, ακομα και μεσα στον θολωμενο απο τον ποθο νου του μια φωνουλα λογικης, κρινοντας απο τις κινησεις της κοπελας, του υπεδειξε πως η Λαελια προφανως δεν ειχε απολυτως καμια προιστορια με αντρα και προσπαθησε να χαλαρωσει λιγο τον ρυθμο με τον οποιο εξελισσονταν τα πραγματα. Υπακουσε πειθηνια σε οτι της υπεδεικνυε κι επεβαλλε, αφηνοντας τον να την οδηγησει αυτος οπου ηθελε, πληρως υποταγμενη στις προσταγες της ηδονης που κυριευε γοργα καθε εκατοστο του κορμιου της.
                         =======================
Τα χερια του δεν αφησαν σπιθαμη απο το σωμα της που να μην το αγγιξουν ενω παραλληλα η γλωσσα του εξερευνουσε καθε σημειο που μπορουσε να φτασει. Της ψιθυριζε γλυκολογα στ' αυτι οταν δεν το δαγκωνε η το φιλουσε, της χαιδευε τα μαλλια ενω ταυτοχρονα τ' απομακρυνε απο το στηθος της για να μπορει να το γευτει με το στομα του, αφηνε την ανασα του να την καιει αναμεσα στα ποδια της ενω η γλωσσα του δεν σταματουσε να δημιουργει υγρα μονοπατια στο σημειο που την εκανε να σπαρταραει και να βογγαει ασταματητα.
Την αφησε να κανει το ιδιο σ' αυτον μεχρι που καταλαβε οτι δεν αντεχε αλλο.
Με μια απαλη κινηση βρεθηκε απο πανω της κι ενοιωσε τα ποδια της να κλειδωνουν γυρω απο τη μεση του. Καπου εκει ο χρονος, ο τοπος, οι ιδιες τους οι υπαρξεις χαθηκαν σ' ενα κυκεωνα εκστασης που πηγαινοερχοταν με ολοενα αυξανομενη ενταση.
Ενα απειροελαχιστο τμημα του χρονου δεν τους ακουμπησε ποτε την στιγμη που τελειωσαν ταυτοχρονα, σαν να ειχαν καταφερει, εστω αυτο το τοσο μικρο διαστημα, να ειναι εκτος της διαστασης που δυναστευε τους παντες. 
                          =======================
Μεχρι τη στιγμη που η ανασα της εγινε σταθερη και ρυθμικα επαναλαμβανομενη, νοιωθωντας την να του χαιδευει το δεξι μερος του στερνου του, δεν τον απασχολουσε οτιδηποτε δεν ειχε σχεση μ' αυτην την μικρη ζωγραφια που κρατουσε στην αγκαλια του. Οταν καταλαβε ομως πως ειχε χαθει μεσα στο γλυκο, φιληδονο διχτυ του υπνου και πως ειχε μεινει ξυπνιος μονος του, σαν τα τσακαλια που επιστρεφουν υπομονετικα για μια επιθεση ακομα, ετσι και ολες οι ανησυχιες του επανεκαμψαν μονομιας. Γυρισε και την κοιταξε προσπαθωντας να μην της διαταραξει την απολαυση του βαθυ υπνου και της εδωσε ενα αερινο φιλι στο μετωπο.
Ειχε αφθονο χρονο μπροστα του για ν' ανησυχησει, αφθονο χρονο για ν' αναρωτηθει για τις επομενες κινησεις του αλλα υπολογισε διχως την κουραση που τον γυροφερνε, ετοιμη να κατακτησει ολοκληρωτικα το σωμα του. 
Το τελευταιο πραγμα που ενοιωσε πριν υποκυψει κι αυτος στα ισχυρα θελγητρα της αναπαυσης ηταν το νυχι της Λαελια να γρατζουναει στιγμιαια το στηθος του σε μια ανακλαστικη κινηση μεσα στον βαθυ της υπνο.