ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33
Τα τελευταια αστρα, λειτουργωντας σαν οπισθοφυλακη που σιγουρευε την ασφαλη αποχωρηση της νυχτας, κοιταξαν καχυποπτα την μοναχικη, μαυροντυμενη μορφη που καλπαζε ελαφρα προς αγνωστο προορισμο. Μονο αφου σιγουρευτηκαν πως δεν αποτελουσε καποια απειλη, τοτε αποχωρησαν κι αυτα παραχωρωντας την θεση τους σ' ενα μουντο, νυσταγμενο πρωινο φως.
Ο ξενος αδιαφορησε για την τελετη που συνεβαινε εκεινη τη στιγμη πανω απο το κεφαλι του και συνεχισε το δρομο του για το ποταμι. Χαμογελασε ασυναισθητα και κουνησε το κεφαλι του σαν να παραδεχοταν την αφελεια του. Πως του περασε απο το μυαλο πως κατι ειχε συμβει στον Ορατιο οταν, πριν φυγει, τον γυρεψε στο δωματιο του να τον ενημερωσει για το τι ηθελε να κανει και δεν τον βρηκε ? Η καθυστερημενη υποψια για το που ηταν επιβεβαιωθηκε λιγα λεπτα αργοτερα οταν ανοιξε την πορτα του δωματιου της Λαελια.
Δεν θελησε να διακοψει την εικονα που αντικρυσε κι εφυγε αθορυβα, φροντιζοντας να ενημερωσει τον πρωινο σκοπο για το τι ηθελε να μεταφερει εκ μερους του στον Ορατιο.
======================
Ηταν ζηλια ενα φευγαλεο τσιμπημα που ενοιωσε στιγμιαια στα μυχια της ψυχης του οταν τους ειδε να κοιμουνται αγκαλια ? Οχι, ανησυχια ηταν. Ο εκατονταρχος δεν σταματουσε ποτε τις δοσοληψιες με τους μπελαδες. Αυτος ο μπελας βεβαια ηταν πανεμορφος και γλυκος μα το τι κρυβοταν πισω απ' ολα αυτα και πως θα μπορουσε να τα διαχειριστει ο Ορατιος ηταν αγνωστο.
Ας ηταν, προτεραιοτητα τωρα ειχαν αλλα πραγματα, πιο σπουδαια και σημαντικα.
Την στιγμη που σταματησε κι ατενισε μεσα στις πρωινες χαραμαδες του φωτος απεναντι του το ποταμι ενοιωσε τον κυβο να θεριευει στο αριστερο μερος του χιτωνα του.
Οσο ελαττωνε την αποσταση αναμεσα σ' αυτον και το ποταμι, τον ενοιωθε να παλλεται, να διογκωνεται, να καιει σαν φλεγομενος ηλιος και ταυτοχρονα να παγωνει σαν πηγη σε ψηλο βουνο, να μουρμουραει σαν να νανουριζε προσφιλη ερωμενη, να ουρλιαζει σαν μανα που της πηραν το παιδι απο το στηθος που βυζαινε, να συναγωνιζεται σε παλμο το καρδιοχτυπι του.
Καταλαβε πως απο στιγμη σε στιγμη θ' αντικρυζε τον ανθρωπο που εψαχνε.
======================
Ξυπνησε ακριβως την στιγμη που ηταν ετοιμος για να φυγει οσο πιο αθορυβα μπορουσε.
-'Που πας' ? ρωτησε κι ανασηκωθηκε.
-'Πρεπει να φυγω μικρη μου' απαντησε κι ταυτοχρονα επεστρεψε στο κρεβατι και την φιλησε. 'Υπαρχουν πραγματα που πρεπει να γινουν κι οσο τεμπελιαζω ξαπλωμενος μαζι σου δεν θα συμβουν ποτε' ειπε μ' ενα χαμογελο ο Ορατιος.
-'Τεμπελιαζεις' ? ηρθε η οργισμενη απαντηση ενω ενα μαξιλαρι ταξιδεψε μια συντομη διαδρομη με στοχο το κεφαλι του αλλα απετυχε. 'Αυτο κανεις λοιπον ? Τεμπελιαζεις' ?
Εβαλε τα χερια στη μεση και ξεσπασε σε γελια.
-'Πρεπει να δω τι υπαρχει να γινει για σημερα. Μην μου θυμωνεις'.
-'Κανε οτι θες' ηρθε η απαντηση απο ενα σουφρωμενο στομα. 'Αφου δεν θελεις να κατσεις εδω μαζι μου λιγο με νοιαζει'.
Εβαλε παλι τα γελια.
-'Θα ερθω οσο πιο γρηγορα μπορω' ειπε και βγηκε απο το δωματιο.
======================
Ο σκοπος του μετεφερε τις εντολες του ξενου και σε λιγα λεπτα βρισκοταν στον δρομο για το οικημα που εμενε ο Τιβεριος Ποντιος Πιλατος. Ειχε μολις ξεπεζεψει κι ετοιμαζοταν να μπει στο οικημα οταν ακουσε τ' ονομα του.
-'Ορατιε ? Ορατιε Φλαβιε Βρουτε ? Εισαι πραγματι εσυ' ?
Γυρισε να δει ποιος ειχε μιλησει κι εμεινε για μερικα δευτερολεπτα αναυδος.
-'Κασσιε Λιβιε Μαρκελλε !! Μα τους Θεους, εισαι ο τελευταιος που περιμενα να συναντησω !'
Οι δυο αντρες αγκαλαιστηκαν ενω δυο φωτεινα χαμογελα απλωθηκαν στα προσωπα τους.
-'Μα τον Ιανο, τι κανεις εσυ εδω, τοσες μερες ταξιδι μακρια απο τη Ρωμη. Την τελευταια φορα θυμαμαι πως ησουνα στο κεντρο του κοσμου, μεγαλος και τρανος'.
'Κι εγω αν δεν κανω λαθος, σε θυμαμαι στη μεγαλη συνοριακη στρατια στο Ρηνο. Πως βρεθηκες εδω' ? ρωτησε ο Ορατιος.
-'Αρχηγος της φρουρας του Ρωμαιου επαρχου' απαντησε ο Κασσιος. 'Οχι οτι ακριβως ονειρευομουνα αλλα τελικα δεν ειναι τοσο ασχημα οσο μοιαζει. Πες μου τα νεα σου'.
=======================
Αφησε το αλογο του αρκετα μετρα απο την οχθη του ποταμου επιλεγοντας να κανει την διαδρομη με τα ποδια. Ηταν πολυ νωρις ακομα, ομως αυτος που ηταν γνωστος σαν 'βαπτιστης' ηταν εκει, μεσα στο νερο μεχρι τη μεση αναμενοντας οποιον ηθελε να εξαγνιστει.
Οσο πλησιαζε ο κυβος φαινοταν να ζωντανευει ακομα πιο πολυ και τον ενοιωσε ετοιμο να εκραγει οταν βρεθηκε προσωπο με προσωπο με τον βαπτιστη.
-'Εχεις καποιο ονομα' ? του απηυθυνε το λογο ο ξενος.
-'Ιωαννη με λενε' απαντησε ο βαπτιστης 'μα δεν ηρθες μεχρι εδω για να μαθεις τ' ονομα μου'.
-'Οχι' απαντησε ο ξενος 'δεν ηρθα γι αυτο'.
-'Κι αφου δεν εχεις διαθεση να εξαγνιστεις απο τις αμαρτιες σου τοτε ο λογος που σ' εφερε εδω δεν μπορει παρα να ειναι ενας μονο' συνεχισε ο Ιωαννης.
Ο ξενος τον κοιταξε εξονυχιστικα απο την κορυφη μεχρι τα νυχια. Αν ο Ηρωδης ηταν η προσωποποιηση της χλιδης ετουτος εδω ηταν το εντελως αντιθετο.
Ψηλος, ξερακιανος, ντυμενος μ' ενα δερμα απο υφασμα που ειχε σιγουρα δει καλυτερες μερες, με κορακισια μακρια ατημελητα μαλλια, ενα σκουρο γενι και δυο βυθισμενα στις κογχες τους διαπεραστικα ματια. Το ενοιωσε στον τροπο που τον κοιτουσε κι ανταπεδωσε.
=======================
-'Παντα υπαρχει καποιος αλλος λογος' ειπε με σταθερη φωνη. 'Αλλα δεν ειναι παντα απαραιτητο να τον ξερουν ολοι' συμπληρωσε.
-'Αν ηρθες να με συλλαβεις για οσα εχω κατα καιρους υποστηριξει σχετικα με τους οικοδεσποτες σου να ξερεις πως ειναι ολα αληθεια και δεν αλλαζω γνωμη. Μα θα τα εχεις δει και ο ιδιος αφου εκει μεσα περνας τον χρονο σου'.
'Δεν ηρθα να συλλαβω κανεναν' απαντησε ο ξενος.
-'Τοτε δεν εχουμε κατι αλλο να πουμε. Αν εσυ εχεις χρονο για ξοδεμα εγω εχω να φερω σε περας το εργο του Κυριου και δεν μπορω αλλο να καθυστερω μαζι σου'.
-'Και τι ξερεις εσυ για τον χρονο' ? ρωτησε ο ξενος.
-'Πως κανενας, οσο μεγαλος και τρανος αν ειναι, δεν μπορει να τον εχει παντα δικο του'.
-'Ουτε εσυ λοιπον' εκανε ο ξενος.
-'Ουτε εγω' απαντησε ο Ιωαννης. 'Οχι σ' αυτην τη ζωη τουλαχιστον'.
=========================
Χρονια συμπολεμιστες σε εκστρατειες στα πιο απιθανα μερη ειχαν χωρισει οταν ο Ορατιος, μετα τον τραυματισμο του ειχε γυρισει μονιμα στη Ρωμη αγνοωντας την τυχη του Κασσιου.
Οι Θεοι ομως θελησαν οι δυο αντρες να ξαναβρεθουν σ' εναν καινουριο τοπο και για ωρα ανταλλασαν πληροφοριες για τα γεγονοτα που τους ειχαν τυχει οσο διαστημα ειχαν χαθει.
-'Δεν ξερεις ποσο χαρηκα που σε ξαναειδα' κατεληξε ο Κασσιος. 'Οτι χρειαστεις μην διστασεις να μου το ζητησεις' συνεχισε.
-'Να σαι καλα φιλε μου' απαντησε ο Ορατιος. 'Κι εγω δεν φανταζεσαι ποσο χαρηκα που σε συναντησα. Μα τωρα πρεπει να παω μεσα. Θα σε δω καποια αλλη στιγμη' ειπε και κινησε.
Σταματησε αποτομα και γυρισε προς το μερος του Κασσιου.
-'Στρατοπεδευει εδω μια φρουρα απο την Αντιοχεια, συνοδεια της κορης του επαρχου της Συριας. Πες τους να πανε στο παλατι να την συνοδευσουν για μια βολτα στη πολη'.
-'Θα κανω κατι καλυτερο' απαντησε ο Κασσιος. 'Επειδη αμφιβαλλω αν καποιος απ' αυτους ειναι ξεμεθυστος θα παω εγω με εμπιστους, δικους μου ανθρωπους να την συνοδευσουν'.
Ο Ορατιος εφερε το δεξι χερι με σφιγμενη τη γροθια στο μερος της καρδιας σ' ενδειξη ευχαριστιας και μπηκε μεσα.
========================
Αν γινοταν ποτε διαγωνισμος διπλωματιας ο Ποντιος Πιλατος ειχε εξασφαλισμενη την πρωτη θεση. Η αισθηση που ειχε αποκομισει ο Ορατιος ηταν πως του αρεσε να ισορροπει παντα αναμεσα σε δυο διαφορετικα μερη διχως ποτε, ξεκαθαρα να παιρνει θεση.
Ναι, ηταν αληθεια πως υπηρχε καποιος που περνιοταν για προφητης.
Οχι, δεν εμοιαζε να ειναι κατι το σοβαρο.
Ναι, υποστηριζε για τον εαυτο του πως ηταν ο βασιλιας των Ιουδαιων.
Οχι, αυτο δεν ειχε καμια σχεση με υποθεση ανατροπης της Ρωμαικης εξουσιας.
Ναι, ηταν γεγονος πως υπηρχαν πολλοι που τον ακουγαν και τον υποστηριζαν.
Οχι, δεν ηταν κατι περισσοτερο απο ενας οχλος που αγοταν και φεροταν.
Εφυγε απο το σπιτι του Πιλατου νοιωθωντας πως ηξερε λιγοτερα απ' οσα οταν μπηκε.
Σκεφτηκε τι θα ελεγε ο ξενος και μετα σκεφτηκε την Λαελια κι εξαναγκασε το αλογο σε καλπασμο.
=========================
-'Οτι κι αν εχει κανει κανεις, οσο βαρια κι αν ειναι τ' αμαρτηματα και τα παραπτωματα του, παντα μπορει να εχει μια δευτερη ευκαρια' ειπε ο Ιωαννης. 'Αρκει να το θελει ο ιδιος'.
-'Εχεις διαλεξει εναν ευκολο τροπο να προσελκυεις κοσμο' απαντησε ο ξενος. 'Δεν φοβασαι οτι αυτο μπορει να προκαλεσει τις αντιδρασεις των τοπικων αρχων και να εχεις προβληματα' ?
-'Θα γινει το θελημα του Κυριου' ειπε ο αντρας ενω ηδη κοσμος μαζευοταν υπομονετικα περιμενοντας να βαπτιστουν. 'Προσεχε εκει που εισαι' του απηυθυνε μια τελευταια κουβεντα. 'Ζεις στο αντρο της ακολασιας, της διαφθορας και της αμαρτιας και ξερω πως δεν μ' εχεις αναγκη, πραγμα που σημαινει οτι πρεπει να ζητησεις την σωτηρια της ψυχης σου αλλου. Ισως σ' αυτο που κουβαλας πανω σου'.
-'Τι εννοεις' ? εκανε εκπληκτος ο ξενος. 'Τι εχω επανω μου δηλαδη' ?
'Σιγουρα τη γνωση και την θεληση ν' αποφυγεις οτι ειναι αντιθετο στο λογο του Μεσσια. Για ολα τα υπολοιπα μονο εσυ ξερεις' ειπε και εκανε ν' απομακρυνθει οταν ενα σουσουρο σηκωθηκε αναμεσα σ' οσους περιμεναν υπομονετικα τη σειρα τους να βαπτιστουν.
Ο ξενος γυρισε το κεφαλι να δει τι συνεβαινε.
=====================
Αποφασισε να μην επιστρεψει στο παλατι του Ηρωδη μα να παει κατ'ευθειαν στην πολη οπου θα ηταν η Λαελια μαζι με τον Κασσιο και την συνοδεια του. Θα της αγοραζε κατι και θα εκμεταλλευοταν την ευκαιρια για να την καλοπιασει. Ηταν δοκιμασμενο το κολπο και ηταν σιγουρος πως θ' απεδιδε. Προσπαθησε να προσανατολιστει καθως χωνοταν σε ομοιομορφα, στενα σοκακια με τα πλινθινα σπιτια μα κατι του ελεγε πως ειχε χαθει. Κοιταξε τριγυρω μηπως υπηρχε καποιος για να τον συμβουλευτει μα δεν ειδε κανεναν.Πηρε μια αριστερη στροφη που τον εβγαλε σ' ενα ερημο σημειο που εμοιαζε με πλατεια εχοντας ενα πηγαδι ακριβως στη μεση.
Τους ειδε να ξεπροβαλλουν εναν εναν απο τα δρομακια που κατεληγαν στην πλατεια. Μετρησε συνολικα οκτω. Ηταν αδυνατον να καταλαβει απο τα ρουχα που φορουσαν τι μπορει να ηταν.
Ντοπια συμμορια, ληστες καραβανιων, μισθοφοροι, οσο και να τους παρατηρουσε κατεληγε στο συμπερασμα πως θα μπορουσαν να ειναι οτιδηποτε. Στο μονο που δεν λαθευε ηταν οι προθεσεις τους, που με τον τροπο τους ειχαν κανει οσο το δυνατον πιο προφανεις.
Τραβηξε το σπαθι του ετοιμος να υπερασπιστει τον εαυτο του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33
Τα τελευταια αστρα, λειτουργωντας σαν οπισθοφυλακη που σιγουρευε την ασφαλη αποχωρηση της νυχτας, κοιταξαν καχυποπτα την μοναχικη, μαυροντυμενη μορφη που καλπαζε ελαφρα προς αγνωστο προορισμο. Μονο αφου σιγουρευτηκαν πως δεν αποτελουσε καποια απειλη, τοτε αποχωρησαν κι αυτα παραχωρωντας την θεση τους σ' ενα μουντο, νυσταγμενο πρωινο φως.
Ο ξενος αδιαφορησε για την τελετη που συνεβαινε εκεινη τη στιγμη πανω απο το κεφαλι του και συνεχισε το δρομο του για το ποταμι. Χαμογελασε ασυναισθητα και κουνησε το κεφαλι του σαν να παραδεχοταν την αφελεια του. Πως του περασε απο το μυαλο πως κατι ειχε συμβει στον Ορατιο οταν, πριν φυγει, τον γυρεψε στο δωματιο του να τον ενημερωσει για το τι ηθελε να κανει και δεν τον βρηκε ? Η καθυστερημενη υποψια για το που ηταν επιβεβαιωθηκε λιγα λεπτα αργοτερα οταν ανοιξε την πορτα του δωματιου της Λαελια.
Δεν θελησε να διακοψει την εικονα που αντικρυσε κι εφυγε αθορυβα, φροντιζοντας να ενημερωσει τον πρωινο σκοπο για το τι ηθελε να μεταφερει εκ μερους του στον Ορατιο.
======================
Ηταν ζηλια ενα φευγαλεο τσιμπημα που ενοιωσε στιγμιαια στα μυχια της ψυχης του οταν τους ειδε να κοιμουνται αγκαλια ? Οχι, ανησυχια ηταν. Ο εκατονταρχος δεν σταματουσε ποτε τις δοσοληψιες με τους μπελαδες. Αυτος ο μπελας βεβαια ηταν πανεμορφος και γλυκος μα το τι κρυβοταν πισω απ' ολα αυτα και πως θα μπορουσε να τα διαχειριστει ο Ορατιος ηταν αγνωστο.
Ας ηταν, προτεραιοτητα τωρα ειχαν αλλα πραγματα, πιο σπουδαια και σημαντικα.
Την στιγμη που σταματησε κι ατενισε μεσα στις πρωινες χαραμαδες του φωτος απεναντι του το ποταμι ενοιωσε τον κυβο να θεριευει στο αριστερο μερος του χιτωνα του.
Οσο ελαττωνε την αποσταση αναμεσα σ' αυτον και το ποταμι, τον ενοιωθε να παλλεται, να διογκωνεται, να καιει σαν φλεγομενος ηλιος και ταυτοχρονα να παγωνει σαν πηγη σε ψηλο βουνο, να μουρμουραει σαν να νανουριζε προσφιλη ερωμενη, να ουρλιαζει σαν μανα που της πηραν το παιδι απο το στηθος που βυζαινε, να συναγωνιζεται σε παλμο το καρδιοχτυπι του.
Καταλαβε πως απο στιγμη σε στιγμη θ' αντικρυζε τον ανθρωπο που εψαχνε.
======================
Ξυπνησε ακριβως την στιγμη που ηταν ετοιμος για να φυγει οσο πιο αθορυβα μπορουσε.
-'Που πας' ? ρωτησε κι ανασηκωθηκε.
-'Πρεπει να φυγω μικρη μου' απαντησε κι ταυτοχρονα επεστρεψε στο κρεβατι και την φιλησε. 'Υπαρχουν πραγματα που πρεπει να γινουν κι οσο τεμπελιαζω ξαπλωμενος μαζι σου δεν θα συμβουν ποτε' ειπε μ' ενα χαμογελο ο Ορατιος.
-'Τεμπελιαζεις' ? ηρθε η οργισμενη απαντηση ενω ενα μαξιλαρι ταξιδεψε μια συντομη διαδρομη με στοχο το κεφαλι του αλλα απετυχε. 'Αυτο κανεις λοιπον ? Τεμπελιαζεις' ?
Εβαλε τα χερια στη μεση και ξεσπασε σε γελια.
-'Πρεπει να δω τι υπαρχει να γινει για σημερα. Μην μου θυμωνεις'.
-'Κανε οτι θες' ηρθε η απαντηση απο ενα σουφρωμενο στομα. 'Αφου δεν θελεις να κατσεις εδω μαζι μου λιγο με νοιαζει'.
Εβαλε παλι τα γελια.
-'Θα ερθω οσο πιο γρηγορα μπορω' ειπε και βγηκε απο το δωματιο.
======================
Ο σκοπος του μετεφερε τις εντολες του ξενου και σε λιγα λεπτα βρισκοταν στον δρομο για το οικημα που εμενε ο Τιβεριος Ποντιος Πιλατος. Ειχε μολις ξεπεζεψει κι ετοιμαζοταν να μπει στο οικημα οταν ακουσε τ' ονομα του.
-'Ορατιε ? Ορατιε Φλαβιε Βρουτε ? Εισαι πραγματι εσυ' ?
Γυρισε να δει ποιος ειχε μιλησει κι εμεινε για μερικα δευτερολεπτα αναυδος.
-'Κασσιε Λιβιε Μαρκελλε !! Μα τους Θεους, εισαι ο τελευταιος που περιμενα να συναντησω !'
Οι δυο αντρες αγκαλαιστηκαν ενω δυο φωτεινα χαμογελα απλωθηκαν στα προσωπα τους.
-'Μα τον Ιανο, τι κανεις εσυ εδω, τοσες μερες ταξιδι μακρια απο τη Ρωμη. Την τελευταια φορα θυμαμαι πως ησουνα στο κεντρο του κοσμου, μεγαλος και τρανος'.
'Κι εγω αν δεν κανω λαθος, σε θυμαμαι στη μεγαλη συνοριακη στρατια στο Ρηνο. Πως βρεθηκες εδω' ? ρωτησε ο Ορατιος.
-'Αρχηγος της φρουρας του Ρωμαιου επαρχου' απαντησε ο Κασσιος. 'Οχι οτι ακριβως ονειρευομουνα αλλα τελικα δεν ειναι τοσο ασχημα οσο μοιαζει. Πες μου τα νεα σου'.
=======================
Αφησε το αλογο του αρκετα μετρα απο την οχθη του ποταμου επιλεγοντας να κανει την διαδρομη με τα ποδια. Ηταν πολυ νωρις ακομα, ομως αυτος που ηταν γνωστος σαν 'βαπτιστης' ηταν εκει, μεσα στο νερο μεχρι τη μεση αναμενοντας οποιον ηθελε να εξαγνιστει.
Οσο πλησιαζε ο κυβος φαινοταν να ζωντανευει ακομα πιο πολυ και τον ενοιωσε ετοιμο να εκραγει οταν βρεθηκε προσωπο με προσωπο με τον βαπτιστη.
-'Εχεις καποιο ονομα' ? του απηυθυνε το λογο ο ξενος.
-'Ιωαννη με λενε' απαντησε ο βαπτιστης 'μα δεν ηρθες μεχρι εδω για να μαθεις τ' ονομα μου'.
-'Οχι' απαντησε ο ξενος 'δεν ηρθα γι αυτο'.
-'Κι αφου δεν εχεις διαθεση να εξαγνιστεις απο τις αμαρτιες σου τοτε ο λογος που σ' εφερε εδω δεν μπορει παρα να ειναι ενας μονο' συνεχισε ο Ιωαννης.
Ο ξενος τον κοιταξε εξονυχιστικα απο την κορυφη μεχρι τα νυχια. Αν ο Ηρωδης ηταν η προσωποποιηση της χλιδης ετουτος εδω ηταν το εντελως αντιθετο.
Ψηλος, ξερακιανος, ντυμενος μ' ενα δερμα απο υφασμα που ειχε σιγουρα δει καλυτερες μερες, με κορακισια μακρια ατημελητα μαλλια, ενα σκουρο γενι και δυο βυθισμενα στις κογχες τους διαπεραστικα ματια. Το ενοιωσε στον τροπο που τον κοιτουσε κι ανταπεδωσε.
=======================
-'Παντα υπαρχει καποιος αλλος λογος' ειπε με σταθερη φωνη. 'Αλλα δεν ειναι παντα απαραιτητο να τον ξερουν ολοι' συμπληρωσε.
-'Αν ηρθες να με συλλαβεις για οσα εχω κατα καιρους υποστηριξει σχετικα με τους οικοδεσποτες σου να ξερεις πως ειναι ολα αληθεια και δεν αλλαζω γνωμη. Μα θα τα εχεις δει και ο ιδιος αφου εκει μεσα περνας τον χρονο σου'.
'Δεν ηρθα να συλλαβω κανεναν' απαντησε ο ξενος.
-'Τοτε δεν εχουμε κατι αλλο να πουμε. Αν εσυ εχεις χρονο για ξοδεμα εγω εχω να φερω σε περας το εργο του Κυριου και δεν μπορω αλλο να καθυστερω μαζι σου'.
-'Και τι ξερεις εσυ για τον χρονο' ? ρωτησε ο ξενος.
-'Πως κανενας, οσο μεγαλος και τρανος αν ειναι, δεν μπορει να τον εχει παντα δικο του'.
-'Ουτε εσυ λοιπον' εκανε ο ξενος.
-'Ουτε εγω' απαντησε ο Ιωαννης. 'Οχι σ' αυτην τη ζωη τουλαχιστον'.
=========================
Χρονια συμπολεμιστες σε εκστρατειες στα πιο απιθανα μερη ειχαν χωρισει οταν ο Ορατιος, μετα τον τραυματισμο του ειχε γυρισει μονιμα στη Ρωμη αγνοωντας την τυχη του Κασσιου.
Οι Θεοι ομως θελησαν οι δυο αντρες να ξαναβρεθουν σ' εναν καινουριο τοπο και για ωρα ανταλλασαν πληροφοριες για τα γεγονοτα που τους ειχαν τυχει οσο διαστημα ειχαν χαθει.
-'Δεν ξερεις ποσο χαρηκα που σε ξαναειδα' κατεληξε ο Κασσιος. 'Οτι χρειαστεις μην διστασεις να μου το ζητησεις' συνεχισε.
-'Να σαι καλα φιλε μου' απαντησε ο Ορατιος. 'Κι εγω δεν φανταζεσαι ποσο χαρηκα που σε συναντησα. Μα τωρα πρεπει να παω μεσα. Θα σε δω καποια αλλη στιγμη' ειπε και κινησε.
Σταματησε αποτομα και γυρισε προς το μερος του Κασσιου.
-'Στρατοπεδευει εδω μια φρουρα απο την Αντιοχεια, συνοδεια της κορης του επαρχου της Συριας. Πες τους να πανε στο παλατι να την συνοδευσουν για μια βολτα στη πολη'.
-'Θα κανω κατι καλυτερο' απαντησε ο Κασσιος. 'Επειδη αμφιβαλλω αν καποιος απ' αυτους ειναι ξεμεθυστος θα παω εγω με εμπιστους, δικους μου ανθρωπους να την συνοδευσουν'.
Ο Ορατιος εφερε το δεξι χερι με σφιγμενη τη γροθια στο μερος της καρδιας σ' ενδειξη ευχαριστιας και μπηκε μεσα.
========================
Αν γινοταν ποτε διαγωνισμος διπλωματιας ο Ποντιος Πιλατος ειχε εξασφαλισμενη την πρωτη θεση. Η αισθηση που ειχε αποκομισει ο Ορατιος ηταν πως του αρεσε να ισορροπει παντα αναμεσα σε δυο διαφορετικα μερη διχως ποτε, ξεκαθαρα να παιρνει θεση.
Ναι, ηταν αληθεια πως υπηρχε καποιος που περνιοταν για προφητης.
Οχι, δεν εμοιαζε να ειναι κατι το σοβαρο.
Ναι, υποστηριζε για τον εαυτο του πως ηταν ο βασιλιας των Ιουδαιων.
Οχι, αυτο δεν ειχε καμια σχεση με υποθεση ανατροπης της Ρωμαικης εξουσιας.
Ναι, ηταν γεγονος πως υπηρχαν πολλοι που τον ακουγαν και τον υποστηριζαν.
Οχι, δεν ηταν κατι περισσοτερο απο ενας οχλος που αγοταν και φεροταν.
Εφυγε απο το σπιτι του Πιλατου νοιωθωντας πως ηξερε λιγοτερα απ' οσα οταν μπηκε.
Σκεφτηκε τι θα ελεγε ο ξενος και μετα σκεφτηκε την Λαελια κι εξαναγκασε το αλογο σε καλπασμο.
=========================
-'Οτι κι αν εχει κανει κανεις, οσο βαρια κι αν ειναι τ' αμαρτηματα και τα παραπτωματα του, παντα μπορει να εχει μια δευτερη ευκαρια' ειπε ο Ιωαννης. 'Αρκει να το θελει ο ιδιος'.
-'Εχεις διαλεξει εναν ευκολο τροπο να προσελκυεις κοσμο' απαντησε ο ξενος. 'Δεν φοβασαι οτι αυτο μπορει να προκαλεσει τις αντιδρασεις των τοπικων αρχων και να εχεις προβληματα' ?
-'Θα γινει το θελημα του Κυριου' ειπε ο αντρας ενω ηδη κοσμος μαζευοταν υπομονετικα περιμενοντας να βαπτιστουν. 'Προσεχε εκει που εισαι' του απηυθυνε μια τελευταια κουβεντα. 'Ζεις στο αντρο της ακολασιας, της διαφθορας και της αμαρτιας και ξερω πως δεν μ' εχεις αναγκη, πραγμα που σημαινει οτι πρεπει να ζητησεις την σωτηρια της ψυχης σου αλλου. Ισως σ' αυτο που κουβαλας πανω σου'.
-'Τι εννοεις' ? εκανε εκπληκτος ο ξενος. 'Τι εχω επανω μου δηλαδη' ?
'Σιγουρα τη γνωση και την θεληση ν' αποφυγεις οτι ειναι αντιθετο στο λογο του Μεσσια. Για ολα τα υπολοιπα μονο εσυ ξερεις' ειπε και εκανε ν' απομακρυνθει οταν ενα σουσουρο σηκωθηκε αναμεσα σ' οσους περιμεναν υπομονετικα τη σειρα τους να βαπτιστουν.
Ο ξενος γυρισε το κεφαλι να δει τι συνεβαινε.
=====================
Αποφασισε να μην επιστρεψει στο παλατι του Ηρωδη μα να παει κατ'ευθειαν στην πολη οπου θα ηταν η Λαελια μαζι με τον Κασσιο και την συνοδεια του. Θα της αγοραζε κατι και θα εκμεταλλευοταν την ευκαιρια για να την καλοπιασει. Ηταν δοκιμασμενο το κολπο και ηταν σιγουρος πως θ' απεδιδε. Προσπαθησε να προσανατολιστει καθως χωνοταν σε ομοιομορφα, στενα σοκακια με τα πλινθινα σπιτια μα κατι του ελεγε πως ειχε χαθει. Κοιταξε τριγυρω μηπως υπηρχε καποιος για να τον συμβουλευτει μα δεν ειδε κανεναν.Πηρε μια αριστερη στροφη που τον εβγαλε σ' ενα ερημο σημειο που εμοιαζε με πλατεια εχοντας ενα πηγαδι ακριβως στη μεση.
Τους ειδε να ξεπροβαλλουν εναν εναν απο τα δρομακια που κατεληγαν στην πλατεια. Μετρησε συνολικα οκτω. Ηταν αδυνατον να καταλαβει απο τα ρουχα που φορουσαν τι μπορει να ηταν.
Ντοπια συμμορια, ληστες καραβανιων, μισθοφοροι, οσο και να τους παρατηρουσε κατεληγε στο συμπερασμα πως θα μπορουσαν να ειναι οτιδηποτε. Στο μονο που δεν λαθευε ηταν οι προθεσεις τους, που με τον τροπο τους ειχαν κανει οσο το δυνατον πιο προφανεις.
Τραβηξε το σπαθι του ετοιμος να υπερασπιστει τον εαυτο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου