Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

  ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32

Αν υπηρχε κατι στο οποιο ο Ηρωδης ειχε εντρυφησει σχεδον τελεια ηταν οι φιεστες που διοργανωνε κατα καιρους υποδεχομενους σημαντικους επισκεπτες της Ρωμης. Οι επισκεπτες αυτοι, συνηθως υψηλοβαθμοι στρατιωτικοι που ολη σχεδον την ζωη τους την περνουσαν μεσα σε μια λιτη πραγματικοτητα, μονιμα σ' εκστρατειες εχοντας συντροφια τ' απολυτως απαραιτητα, στην πλειοψηφια τους θαμπωνονταν απο τα πολυτελη συμποσια που παρατιθονταν προς τιμην τους και η μνεια τους σχετικα με την περιποιηση που δεχονταν απο τον Ηρωδη ηταν παντα κατι που κολακευε τον τελευταιο.
Η σημερινη ομως γιορτη που ειχε ετοιμασει για να ικανοποιησει τους νεοφερμενους επισκεπτες του ειχε αποτυχει παταγωδως να φερει το αναμενομενο αποτελεσμα, μολονοτι, αντικειμενικα κρινοντας καποιος, δεν υπηρχε ουτε ενα ψεγαδι. Ο μεν ενας που ακουγε στ' ονομα Ορατιος Φλαβιος Βρουτος, αρνουνταν πεισματικα να παρει τα ματια του απο την κορη του Λευκιου Ουιτελλιου σχεδον αδιαφορωντας για τα τεκταινομενα γυρω του, ο δε αλλος, ο μυστηριος ξενος που δεν θεωρησε καν απαραιτητο να συστηθει, ηταν παρων μονο σωματικα, δεδομενου πως το μυαλο του καπου αλλου βρισκοταν.
                   ==============================
Η Ηρωδιαδα ηταν το τριτο προσωπο που αδιαφορουσε για την φιεστα που ειχε στηθει. Ηταν και η μονη απο το περιβαλλον του Ηρωδη που ειχε καταλαβει πως οι δυο ξενοι ηταν τυποις μονο παροντες. Κι αν μεν για τον πρωτο ο λογος της αδιαφοριας του δεν ηταν κατι παραδοξο, δεν μπορουσε να ισχυριστει το ιδιο και για τον δευτερο. Ειχε περασει ολο σχεδον το βραδυ της παρακολουθωντας τις κινησεις του κι οσο περισσοτερο τον μελετουσε τοσο πιο εντονα ενα συναισθημα δυσφοριας την κυριευε κι ενοιωθε να θεριευει μεσα της.
Δεν εμοιαζε με κανεναν αλλον σαν κι αυτους που κατα καιρους εμφανιζονταν σαν απεσταλμενοι της Αυτοκρατοριας. Της ηταν αδυνατον να τον ψυχολογησει, εστω να υποψιαστει τον πραγματικο λογο για τον οποιο βρισκοταν εκει. 
Εριξε μια ματια στο τεταρτο προσωπο που ουσιαστικα ηταν ωσει παρων εκεινο το βραδυ, τη Σαλωμη. Οι κινησεις της, τυπικα μηχανικες, της επιβεβαιωναν το γεγονος οτι κατι την απασχολουσε, κατι που επρεπε ν' ανακαλυψει το συντομοτερο δυνατον.
                     ============================
Ο ξενος εγειρε το κεφαλι του πισω στο μαξιλαρι προσπαθωντας να κοιμηθει τις λιγες ωρες που απεμεναν μεχρι το ξημερωμα. Ευτυχως που η γιορτη που ειχε οργανωθει προς τιμην τους δεν ειχε κρατησει πολυ, πραγμα που του εδινε το περιθωριο να ξεκουραστει εν οψη μιας δυσκολης και κουραστικης, οπως προβλεποταν, μερας. 
Ειχε εκμεταλλευτει το συμποσιο για να ρωτησει κοσμο πολλα πραγματα. Και οπως γινεται συνηθως, αν ρωτας τα σωστα πραγματα τα καταλληλα ατομα, παντα θα μαθεις αυτο που θελεις. Στο μυαλο του ειχε ηδη χαρτογραφηθει το τι επρεπε να γινει.
Ομως ειχε διαπιστωσει κι αρκετα περισσοτερα χρησιμοποιωντας την παρατηρητικοτητα του.
Αυτη η παρατηρητικοτητα λοιπον του ειχε πει πως αυτος που ουσιαστικα εκανε κουμαντο στο συγκεκριμενο παλατι ηταν η Ηρωδιαδα, ενα γεγονος που τον ειχε βαλει σε σκεψεις.
Ηξερε πως αν καποιος του δυσκολευε η θα του διευκολυνε τη ζωη θα ηταν αυτη η γυναικα.
Επρεπε να εχει συνεχως την προσοχη του στραμμενη πανω της αν δεν ηθελε να βρεθει απροετοιμαστος σε καποια ενδεχομενη κρισιμη στιγμη.
                         ==========================
Το αλλο που διαπιστωσε, η καλυτερα πιστοποιησε, ηταν η ταυτοτητα του αγνωστου καβαλλαρη που ειχε χωθει στο παλατι απο την πισω πορτα. Ηταν σχεδον σιγουρος, απο τον τροπο που ιππευε το αλογο, πως ηταν γυναικα αλλα δεν θα μαντευε ποτε το ποια ηταν αν δεν ειχε δει το μικρο τατουαζ, ενα τριγωνο στο σχημα της ηβης με μια γραμμη να το κοβει χαμηλα δυο φορες και να καταληγει σε δυο σχεδον παραλληλες γραμμες εξω απο το τριγωνο, που στολιζε το αριστερο της χερι. Ηταν το ιδιο ακριβως τατουαζ που ειχε και η Σαλωμη, η κορη του Ηρωδη, που του θυμιζε κατι μα αδυνατουσε να φερει στο μυαλο του. 
Το μονο που εμενε να μαθει ηταν το γιατι προσπαθουσε να περασει απαρατηρητη απ' ολους.
Το προγραμμα της επομενης μερας περασε σαν νωχελικη, βαριεστημενη σκια μπροστα απ' τα ματια του.
Ο ιδιος θα πηγαινε να βρει αυτον τον περιεργο 'βαπτιστη', τον ανθρωπο που οπως ειχε μαθει απο τις ερωτησεις που ειχε κανει, φαινοταν να εχει αμεση σχεση με αυτον τον προφητη.
Ο Ορατιος, τον οποιον θα ενημερωνε το πρωι, θα πηγαινε να συναντησει τον καινουριο Ρωμαιο διοιητη, καποιον ονοματι Τιβεριο Ποντιο Πιλατο για να μαθει το δικο του σκεπτικο σχετικα με τα νεα δρωμενα που υπεβοσκαν στην περιοχη. Αλλα το πιο σημαντικο ηταν ν' αποκτησει γνωση για το ποιος ηταν αυτος που ειχε φερει ξανα στη ζωη, μετα απο καιρο, τον κυβο. 
                     ===========================
Το ασχημο προαισθημα που ενοιωθε να τον περιτριγυριζει ειχε ακριβως την ιδια συμπεριφορα με μια επερχομενη καταιγιδα που ετοιμαζοταν να ξεσπασει μετα απο μια καυτη μερα. Το αισθανοταν σαν την ατμοσφαιρα, βαρια, υγρη, να ποτιζει ρουχα και δερμα, σχεδον δοκιμαζε τη γευση στα χειλη του. Ομως μια καταιγιδα ηταν κατι το περαστικο και σπανια εκρυβε εκπληξεις. Εδω τα πραγματα ηταν εντελως διαφορετικα. Ηταν σιγουρος πως η ιστορια με τον προφητη ηταν προφαση για κατι αλλο μα δεν μπορουσε να το αποδειξει. Η παραλληλη ανησυχια του για την ασφαλεια της Λαελια Σεπτιμα του ειχε γινει αγχος. Αν συνεβαινε κατι στην κοπελα ηταν σιγουρος πως ο πατερας της θα φροντιζε να μην ξαναβλεπε την αγαπημενη του Ρωμη ποτε ξανα. Μετα απ' οσα ειχαν γινει με τον Λευκιο Αιλιο Σηιανο ηξερε πως οι ελπιδες επιστροφης του ειχαν ψαλιδιστει επικινδυνα. Αν κατι δεν πηγαινε καλα τωρα ηξερε πως ο δρομος θα εκλεινε για παντα. Η τυχη του ειχε αφεθει σε αλλων χερια, χερια ουσιαστικα αγνωστων προθεσεων κι αυτο τον ενοχλουσε πιο πολυ απ' ολα. 
                     ===========================
-'Που ταξιδευει η σκεψη σου' ? ρωτησε χαμογελωντας η κοπελα. 'Ειναι τουλαχιστον καλυτερα απο δω' ? προσθεσε βλεποντας το αφηρημενο υφος του Ορατιου.
-'Φαινεται τοσο πολυ' ? ρωτησε ο τελευταιος απορημενα.
-'Απλα τωρα ειναι πολυ εντονο' ανταποκριθηκε η Λαελια. 'Ελα' ειπε ενω ταυτοχρονα ανοιγε την πορτα του δωματιου της κανοντας νοημα στον Ορατιο ν' ακολουθησει, 'τι ειναι αυτο που σε τρωει ? Που ξερεις, ισως μπορω να βοηθησω' συμπληρωσε.
Ο εκατονταρχος εκατσε βαρια σε μια καρεκλα. Διχως να το καταλαβει ξεκινησε να της λεει ολα οσα ειχαν συμβει και ηταν υπαιτια για τον λογο που βρισκοταν εκει.
Η Λαελια τον ακουσε προσεκτικα μεχρι τελους διχως να τον διακοψει.
-'Καταλαβαινω' ειπε οταν σταματησε ο Ορατιος. 'Καπως ετσι θα ενοιωθα και γω αν ηξερα οτι μαλλον δεν θα μπορουσα να ξαναγυρισω σπιτι μου και σ' αυτον που θα ειχα αφησει πισω. Πρεπει να σου λειπει αφανταστα' προσθεσε με ενα τονο πικρας στην φωνη που δεν εγινε αντιληπτος απο τον Ορατιο.
                           =======================
-'Η Ρωμη' ? ειπε ξαφνιασμενος. 'Δεν λεω, ενα μεγαλο κομματι της ζωης μου το εχω περασει εκει και θα ηθελα να επιστρεψω, μα αν ειναι γραφτο απο τους Θεους να μην τα καταφερω δεν θα στεναχωριεμαι εφ' ορου ζωης'.
-'Δεν μιλαω για την Ρωμη' ειπε η κοπελα. 'Για την Μαξιμιλιανα Πομπονια λεω, την κοπελα που αναγκαστηκες να εγκαταλειψεις'.
-'Η Μαξιμιλιανα' ? εκανε ο Ορατιος. 'Μα δεν υπηρχε κατι δεδομενο αναμεσα μας' συνεχισε. 'Απλα περναγαμε καλα μαζι, τιποτα περισσοτερο. Υπηρχαν κι αλλοι στις ζωες μας προτου συμβει οτι εγινε. Ειμαι σιγουρος πως θα μ' εχει αντικαταστησει ηδη' συμπληρωσε.
-'Κι εσυ' ? ρωτησε η κοπελα δαγκωνοντας ελαφρα τα χειλια της, κατι που ο Ορατιος δεν ειδε αφου ειχε φροντισει να του γυρισει την πλατη. 'Την αντικατεστησες η οχι ακομα' ?
Δεν προλαβε ν' απαντησει. Την ειδε να γυρισει αποτομα και να κατευθυνεται γοργα προς το μερος του με την σιγουρια τιγρης που εχει εντοπισει το ανυποπτο θυμα της κι επιτιθεται.
-'Η απωλεια του ενος ειναι το κερδος καποιου αλλου' ειπε χαμηλοφωνα και κολλησε τα χειλη της στα δικα του διχως να του αφησει περιθωρια αντιδρασης.
                       =========================
Τα παντα εγιναν τοσο γρηγορα σαν την εμφανιση ενος κιμπλι, ανεμοστροβιλου της ερημου, που εμφανιζεται απο το πουθενα και χανεται παλι εκει μεχρι ν' ανοιγοκλεισεις τα ματια σου.
Δευτερολεπτα μετα βρισκοταν ξαπλωμενοι πανω στο κρεβατι προσπαθωντας με ταχυτατες, αναρχες κινησεις, λες και κρεμοταν η ζωη τους απο το ποσο γρηγορα θα εκαναν, να ξεφορτωθουν τα ρουχα τους. 
Οι λιγοστες αναστολες και διστακτικοτητες που ειχε ο Ορατιος, ηττημενες ειχαν απομακρυνθει βιαια απο το δωματιο αφηνοντας τους μονους, παραδομενους στο παθος τους.
Ομως, ακομα και μεσα στον θολωμενο απο τον ποθο νου του μια φωνουλα λογικης, κρινοντας απο τις κινησεις της κοπελας, του υπεδειξε πως η Λαελια προφανως δεν ειχε απολυτως καμια προιστορια με αντρα και προσπαθησε να χαλαρωσει λιγο τον ρυθμο με τον οποιο εξελισσονταν τα πραγματα. Υπακουσε πειθηνια σε οτι της υπεδεικνυε κι επεβαλλε, αφηνοντας τον να την οδηγησει αυτος οπου ηθελε, πληρως υποταγμενη στις προσταγες της ηδονης που κυριευε γοργα καθε εκατοστο του κορμιου της.
                         =======================
Τα χερια του δεν αφησαν σπιθαμη απο το σωμα της που να μην το αγγιξουν ενω παραλληλα η γλωσσα του εξερευνουσε καθε σημειο που μπορουσε να φτασει. Της ψιθυριζε γλυκολογα στ' αυτι οταν δεν το δαγκωνε η το φιλουσε, της χαιδευε τα μαλλια ενω ταυτοχρονα τ' απομακρυνε απο το στηθος της για να μπορει να το γευτει με το στομα του, αφηνε την ανασα του να την καιει αναμεσα στα ποδια της ενω η γλωσσα του δεν σταματουσε να δημιουργει υγρα μονοπατια στο σημειο που την εκανε να σπαρταραει και να βογγαει ασταματητα.
Την αφησε να κανει το ιδιο σ' αυτον μεχρι που καταλαβε οτι δεν αντεχε αλλο.
Με μια απαλη κινηση βρεθηκε απο πανω της κι ενοιωσε τα ποδια της να κλειδωνουν γυρω απο τη μεση του. Καπου εκει ο χρονος, ο τοπος, οι ιδιες τους οι υπαρξεις χαθηκαν σ' ενα κυκεωνα εκστασης που πηγαινοερχοταν με ολοενα αυξανομενη ενταση.
Ενα απειροελαχιστο τμημα του χρονου δεν τους ακουμπησε ποτε την στιγμη που τελειωσαν ταυτοχρονα, σαν να ειχαν καταφερει, εστω αυτο το τοσο μικρο διαστημα, να ειναι εκτος της διαστασης που δυναστευε τους παντες. 
                          =======================
Μεχρι τη στιγμη που η ανασα της εγινε σταθερη και ρυθμικα επαναλαμβανομενη, νοιωθωντας την να του χαιδευει το δεξι μερος του στερνου του, δεν τον απασχολουσε οτιδηποτε δεν ειχε σχεση μ' αυτην την μικρη ζωγραφια που κρατουσε στην αγκαλια του. Οταν καταλαβε ομως πως ειχε χαθει μεσα στο γλυκο, φιληδονο διχτυ του υπνου και πως ειχε μεινει ξυπνιος μονος του, σαν τα τσακαλια που επιστρεφουν υπομονετικα για μια επιθεση ακομα, ετσι και ολες οι ανησυχιες του επανεκαμψαν μονομιας. Γυρισε και την κοιταξε προσπαθωντας να μην της διαταραξει την απολαυση του βαθυ υπνου και της εδωσε ενα αερινο φιλι στο μετωπο.
Ειχε αφθονο χρονο μπροστα του για ν' ανησυχησει, αφθονο χρονο για ν' αναρωτηθει για τις επομενες κινησεις του αλλα υπολογισε διχως την κουραση που τον γυροφερνε, ετοιμη να κατακτησει ολοκληρωτικα το σωμα του. 
Το τελευταιο πραγμα που ενοιωσε πριν υποκυψει κι αυτος στα ισχυρα θελγητρα της αναπαυσης ηταν το νυχι της Λαελια να γρατζουναει στιγμιαια το στηθος του σε μια ανακλαστικη κινηση μεσα στον βαθυ της υπνο.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου