ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
-'Ηταν μια μερα λιολουστη, απ' αυτες που το ματι την ομορφια δεν χορταινει μα το δικο μου μονο πικρα και σκοταδι αντικρυζε, που πιοτερο μονολογωντας παρα σε μενα απευθυνομενος ο Φεχαρ αναρωτηθηκε ποσο διαφορετικα θα ηταν τα πραγματα αν μπορουσα περισσοτερα να ταξω στον πατερα της Αιναρ και την δεσμευση που ειχε να εσπαγα. Διχως να το καταλαβει ειχε βρει μια λυση και πανω εκει στηριξα ολες μου τις ελπιδες. Ο Φεναρ ηταν παλι αυτος που ανελαβε να μαθει οσο το δυνατον γρηγοροτερα τι προσεφερε ο υποψηφιος μνηστηρας για να κρατησει στην αγκαλια του την Αιναρ. Οκτω ηλιοβασιλεματα κι οκτω ανατολες περιμενα στα τειχη του καστρου να επιστρεψει με τα νεα. Και μαυρισε κι αλλο η ψυχη μου, και σφιχτηκε κι αλλο η καρδια μου σαν καταλαβα απ' αυτα που μου ειπε οτι δεν μπορουσα ν' ανταγωνιστω αυτα που εδινε'.
-------------------
-'Ειπες ομως οτι ο Φεχαρ δεν ηταν αυτος που ειχε την ιδεα για την υποσχεση αλλα εσυ' ειπε ο γερος.
-'Ναι, ετσι ειναι' συνεχισε ο ξενος. 'Μου μιλησε μαλιστα για το πεπρωμενο, την μοιρα που αρνιοταν πεισματικα να μπλεξει το νημα της ζωης μου με την Αιναρ, οτι αν οι Θεοι δεν το ηθελαν τιποτα δεν μπορουσαμε εμεις, οι απλοι θνητοι να κανουμε παρα να υποταχτουμε στωικα. Ομως δεν μπορουσα να το δεχτω αυτο, ειτε ηταν ανθρωπος η οι Θεοι που το ηθελαν. Τοτε του μιλησα για το θησαυρο του Γκνολλ, περα στο τελος του κοσμου, στις Κουπες του Ουρανου. Αν δεν ηταν απλα μια φημη, ενας μυθος απο τους τοσους που κατα καιρους σερνονται σαν τα πρωινα γκριζα κροσσια της ομιχλης θολωνοντας τις σκεψεις των ανθρωπων, αν ηταν αληθεια και τον αποκτουσα τοτε σιγουρα η Αιναρ θα γινοταν δικη μου. Ακομα κι αν ηταν το τελευταιο πραγμα που θα εκανα στη ζωη μου επρεπε να ψαξω να τον βρω'.
-------------------
-'Γνωριζες ομως οτι ο θησαυρος του Γκνολλ βρισκεται εκει που τελειωνει ο κοσμος, οπως επισης οτι ποτε κανενας δεν τον ειδε και οσοι δοκιμασαν να τον αποκτησουν δεν περπατανε πια αναμεσα μας' ειπε ο γερος. 'Τι σ' εκανε να πιστευεις οτι εσυ θα τα καταφερνες' ?
Ο ξενος εμεινε για λιγο σιωπηλος. Οταν ξαναμιλησε μια βραχναδα ειχε ντυσει τη φωνη του.
-'Οσοι τον εψαξαν γερο' ειπε 'ηθελαν απλα να τον αποκτησουν για τον εαυτο τους, να γινουν πλουσιοτεροι και δυνατοτεροι απ' οτι ηταν ηταν. Εγω δεν θα κρατουσα τιποτα για μενα, θα τον εδινα ολο μεχρι το τελευταιο νομισμα για την μια και μοναδικη μου αγαπη. Ακομα κι οι Θεοι μπορουν να καταλαβουν την διαφορα και ημουνα σιγουρος οτι θα με βοηθουσαν'.
-'Ναι, εσυ τα εκανες ολα για την αγαπη, αυτο που καταδυναστευει καθε θνητο κουφαρι και που σαρωνει στο περασμα του σαν το Κιμπλι οτι βρει μπροστα του. Κι αφου τσακισει μυαλο, ψυχη και κουραγιο σ' αφηνει να επιβιωσεις τοσο που να πιστεψεις οτι την επομενη φορα τα πραγματα θα ειναι διαφορετικα, θα ειναι καλυτερα. Κριμα που οι Θεοι δεν συμμεριζονται παντα τις αποψεις των θνητων'.
----------------------
Ο ξενος προσπαθησε να καταλαβει τι εννοουσε ο γερος και αμεσως σχεδον εγκατελειψε την προσπαθεια διαπιστωνοντας το ματαιο. Αποφασισε να συνεχισει καταλαβαινοντας οτι τα λογια πια εβγαιναν πιο ευκολα και γρηγορα απο το στομα του.
-'Οπως και να εχει ημουνα αποφασισμενος να παω για τον θησαυρο του Γκνολλ εστω και μονος μου. Ο μονος που με στηριξε ξεροντας πως δεν μπορουσε να μου αλλαξει γνωμη ηταν ο Φεχαρ. Ο πατερας μου και τ' αδελφια μου ηταν κατηγορηματικα αντιθετοι αλλα λιγο μ' ενδιεφερε.
Μαζι με τον Φεχαρ ταξιδεψαμε στο Κρελ για να δω τον βασιλια Ντζεντιμ. Εκει, μπροστα σ' ολη την βασιλικη αυλη και την Αιναρ του ζητησα την κορη του δινοντας του μια υποσχεση.
Οτι θα εφτανα στην ακρη του κοσμου για τον θησαυρο του Γκνολλ, θα γυρναγα να τον αποθεσω μπροστα του και θα επαιρνα την κορη του δικη μου. Αν δεν τα καταφερνα θα ηταν γιατι δεν θα ημουν πια ζωντανος'.
-----------------------
-'Δεν περιμενες παντως πως ο βασιλιας θ' αντιδρουσε ετσι' ειπε ο γερος.
Ο ξενος σκοτεινιασε αποτομα καθως οι βασανιστικες μνημες του τοτε ορμησαν στα μυχια της ψυχης του προσπαθωντας να την κατασπαραξουν.
-'Γελασε μαζι μου, με αποκαλεσε αφελη κι ανοητο και προβλεψε οτι συντομα θα γυρναγα ταπεινωμενος με σκυφτο το κεφαλι να ζητησω συγγνωμη για το θρασος που ειχα να ζητησω την Αιναρ. Ειπε ακομα οτι δεν σκεφτηκα τον πατερα και τ' αδελφια μου που θα γινονταν περιγελως κι οτι η αποκοτια μου αυτη θα στοιχειωνε το βασιλειο του Καντιθ.
Θα ελεγε κι αλλα αν καθομουνα να τον ακουσω μα πια ο χρονος με βαραινε. Ειχα δεσμευτει οτι σε τεσσερις εποχες απο τοτε θα ειχα επιστρεψει και δεν υπηρχε ουτε μια στιγμη για ξοδεμα.
Τρεις μερες χρειαστηκαμε με τον Φεχαρ για να συγκεντωσουμε οτι χρειαζομαστε. Ο ιδιος διαλεξε εκατο απο τους πιο ικανους κι εμπιστους αντρες της φρουρας του πατερα μου που συμμεριζονταν τον σκοπο του ταξιδιου μας. Ηταν βαθια χαραματα, ενα πρωινο που προμηνυοταν υπεροχο, που ξεκινησαμε αυτο το καταραμενο ταξιδι'.
----------------------
-'Ημασταν πολλα φεγγαρια μακρια απο το Καντιθ οταν χασαμε τους πεντε πρωτους συντροφους σε μια ενεδρα απο τους Αρθακ, μια νομαδικη φυλη που ζουσε αποκλειστικα απο τις παγιδες που εστηνε σε ταξιδιωτες και οικειοποιουνταν τα υπαρχοντα τους αφου τους σκοτωναν.
Καποιοι αλλοι αφησαν την τελευταια τους πνοη στους βαλτους του Μενερ, εκει που το παραμικρο λαθος βημα ειναι και η διαφορα αναμεσα στους ζωντανους και τους νεκρους, μερικους τους καταπιε το δασος της μαγισσας Σινταμ που καταδικαζει οσους πεσουν στα χερια της σε ζωη χειροτερη απο τον θανατο τον ιδιο και ειχαμε απωλειες προσπαθωντας να διασχισουμε το φαραγγι Μπενταλ, εκει που οι αποτομες ριπες του αερα σηκωνουν αλογα και καβαλλαρηδες μαζι γκρεμιζοντας τους στα κοφτερα βραχια του και τσακιζοντας καθε κοκκαλο στο κορμι τους. Κι ουτε ειχαμε κανει την μιση διαδρομη'.
--------------------
-'Ειχαν ηδη περασει δυο εποχες οταν φτασαμε, τριαντα ολοι κι ολοι, κοντα στις Κουπες των Θεων. Το κρυο ηταν απιστευτο, οτι και να φορουσαμε δεν εφτανε, ο παγωμενος αερας εβρισκε τον τροπο να τρυπαει με μυριαδες πυρακτωμενες βελονες καθε εκατοστο του σωματος μας. Τα ματια ολων ειχαν αποκτησει ενα αλικο χρωμα, πολλοι δεν αισθανονταν τιποτα πανω στα κορμια τους, οι ανασες των αλογων παγωναν στον αερα και καθε φορα ο ηχος τους εμοιαζε σαν τον ρογχο ετοιμοθανατου γερου που ανεβαλλε το αναποφευκτο στιγμη την στιγμη. Ειχαμε αφησει πισω, αρρωστους με ασθενειες πρωτακουστες σε ανθρωπινα αυτια, πολλους συντροφους σε ξεχασμενα λασποσπιτα κι ετοιμορροπες παραγκες με την ελπιδα οτι θα τους παιρναμε πισω κατα την επιστροφη. Ομως λιγοι πια πιστευαν οτι θα γυρισουμε πισω ζωντανοι κι ακομα λιγοτεροι οτι θα βρισκαμε καποιους απο τους συντροφους μας ακομα πανω απο τη γη. Μονο εγω και ο Φεχαρ κρατουσαμε ακομα αναμμενη την δαδα της ελπιδας, μια δαδα που χλωμιαζε συνεχως και αδυνατουσε μερα με την μερα'.
-----------------------
-'Ισως η τυχη, που την πλατη της βλεπαμε απο την αρχη του ταξιδιου, ισως καποιος φιλευσπλαχνος Θεος μας λυπηθηκε και κατορθωσαμε να φτασουμε σ' ενα χωριο, που απο πανω του δεσποζαν οι Κουπες των Θεων. Μας περιποιηθηκαν ανθρωποι με χλωμο δερμα, λες και βρισκονταν σ' ενα συνεχες κρυφτο απ' τον ηλιο, με τα πιο παραδοξα μακροστενα ματια που ειχαμε δει ποτε, μεχρι ν' ανακτησουμε τις δυναμεις μας. Στις επιμονες ερωτησεις μας αν ειχαμε φτασει στο τελος του κοσμου και αν γνωριζαν τον θησαυρο του Γκνολλ απαντουσαν με μια λεξη μονο, Γουφανγκ. Συνειδητοποιησαμε γρηγορα οτι Γουφανγκ ηταν το ονομα του αρχηγου του χωριου, ενος γερου που εσυ μπροστα του φανταζεις ακομα νεος.
Ζητησαμε να τον δουμε και μας οδηγησαν σ' αυτον. Ηταν μεσα σε μια τεντα, στολισμενη παντου με αποκοσμες ζωγραφιες πλασματων που εμοιαζαν με ζωα αλλα ποτε κανεις μας δεν ειχε δει με τα ιδια του τα ματια, με συμβολα ακατανοητα σε μας και σχεδια που αδυνατουσαμε να ερμηνευσουμε. Τον ρωτησαμε για οτι θελαμε να μαθουμε ελπιζοντας οτι κατι θα ηξερε να μας πει.
Αυτο που ηταν η πρωτη απο μια σειρα απο εκπληξεις, και η μοναδικη θετικη, ηταν οταν τον ακουσαμε να μας μιλαει στη γλωσσα μας, γιατι οι υπολοιπες ηταν τοσο ασχημες οσο και τ' απομειναρια καποιου νεκρου που ταιζει με το κουφαρι του πεινασμενα ορνεα'.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
-'Ηταν μια μερα λιολουστη, απ' αυτες που το ματι την ομορφια δεν χορταινει μα το δικο μου μονο πικρα και σκοταδι αντικρυζε, που πιοτερο μονολογωντας παρα σε μενα απευθυνομενος ο Φεχαρ αναρωτηθηκε ποσο διαφορετικα θα ηταν τα πραγματα αν μπορουσα περισσοτερα να ταξω στον πατερα της Αιναρ και την δεσμευση που ειχε να εσπαγα. Διχως να το καταλαβει ειχε βρει μια λυση και πανω εκει στηριξα ολες μου τις ελπιδες. Ο Φεναρ ηταν παλι αυτος που ανελαβε να μαθει οσο το δυνατον γρηγοροτερα τι προσεφερε ο υποψηφιος μνηστηρας για να κρατησει στην αγκαλια του την Αιναρ. Οκτω ηλιοβασιλεματα κι οκτω ανατολες περιμενα στα τειχη του καστρου να επιστρεψει με τα νεα. Και μαυρισε κι αλλο η ψυχη μου, και σφιχτηκε κι αλλο η καρδια μου σαν καταλαβα απ' αυτα που μου ειπε οτι δεν μπορουσα ν' ανταγωνιστω αυτα που εδινε'.
-------------------
-'Ειπες ομως οτι ο Φεχαρ δεν ηταν αυτος που ειχε την ιδεα για την υποσχεση αλλα εσυ' ειπε ο γερος.
-'Ναι, ετσι ειναι' συνεχισε ο ξενος. 'Μου μιλησε μαλιστα για το πεπρωμενο, την μοιρα που αρνιοταν πεισματικα να μπλεξει το νημα της ζωης μου με την Αιναρ, οτι αν οι Θεοι δεν το ηθελαν τιποτα δεν μπορουσαμε εμεις, οι απλοι θνητοι να κανουμε παρα να υποταχτουμε στωικα. Ομως δεν μπορουσα να το δεχτω αυτο, ειτε ηταν ανθρωπος η οι Θεοι που το ηθελαν. Τοτε του μιλησα για το θησαυρο του Γκνολλ, περα στο τελος του κοσμου, στις Κουπες του Ουρανου. Αν δεν ηταν απλα μια φημη, ενας μυθος απο τους τοσους που κατα καιρους σερνονται σαν τα πρωινα γκριζα κροσσια της ομιχλης θολωνοντας τις σκεψεις των ανθρωπων, αν ηταν αληθεια και τον αποκτουσα τοτε σιγουρα η Αιναρ θα γινοταν δικη μου. Ακομα κι αν ηταν το τελευταιο πραγμα που θα εκανα στη ζωη μου επρεπε να ψαξω να τον βρω'.
-------------------
-'Γνωριζες ομως οτι ο θησαυρος του Γκνολλ βρισκεται εκει που τελειωνει ο κοσμος, οπως επισης οτι ποτε κανενας δεν τον ειδε και οσοι δοκιμασαν να τον αποκτησουν δεν περπατανε πια αναμεσα μας' ειπε ο γερος. 'Τι σ' εκανε να πιστευεις οτι εσυ θα τα καταφερνες' ?
Ο ξενος εμεινε για λιγο σιωπηλος. Οταν ξαναμιλησε μια βραχναδα ειχε ντυσει τη φωνη του.
-'Οσοι τον εψαξαν γερο' ειπε 'ηθελαν απλα να τον αποκτησουν για τον εαυτο τους, να γινουν πλουσιοτεροι και δυνατοτεροι απ' οτι ηταν ηταν. Εγω δεν θα κρατουσα τιποτα για μενα, θα τον εδινα ολο μεχρι το τελευταιο νομισμα για την μια και μοναδικη μου αγαπη. Ακομα κι οι Θεοι μπορουν να καταλαβουν την διαφορα και ημουνα σιγουρος οτι θα με βοηθουσαν'.
-'Ναι, εσυ τα εκανες ολα για την αγαπη, αυτο που καταδυναστευει καθε θνητο κουφαρι και που σαρωνει στο περασμα του σαν το Κιμπλι οτι βρει μπροστα του. Κι αφου τσακισει μυαλο, ψυχη και κουραγιο σ' αφηνει να επιβιωσεις τοσο που να πιστεψεις οτι την επομενη φορα τα πραγματα θα ειναι διαφορετικα, θα ειναι καλυτερα. Κριμα που οι Θεοι δεν συμμεριζονται παντα τις αποψεις των θνητων'.
----------------------
Ο ξενος προσπαθησε να καταλαβει τι εννοουσε ο γερος και αμεσως σχεδον εγκατελειψε την προσπαθεια διαπιστωνοντας το ματαιο. Αποφασισε να συνεχισει καταλαβαινοντας οτι τα λογια πια εβγαιναν πιο ευκολα και γρηγορα απο το στομα του.
-'Οπως και να εχει ημουνα αποφασισμενος να παω για τον θησαυρο του Γκνολλ εστω και μονος μου. Ο μονος που με στηριξε ξεροντας πως δεν μπορουσε να μου αλλαξει γνωμη ηταν ο Φεχαρ. Ο πατερας μου και τ' αδελφια μου ηταν κατηγορηματικα αντιθετοι αλλα λιγο μ' ενδιεφερε.
Μαζι με τον Φεχαρ ταξιδεψαμε στο Κρελ για να δω τον βασιλια Ντζεντιμ. Εκει, μπροστα σ' ολη την βασιλικη αυλη και την Αιναρ του ζητησα την κορη του δινοντας του μια υποσχεση.
Οτι θα εφτανα στην ακρη του κοσμου για τον θησαυρο του Γκνολλ, θα γυρναγα να τον αποθεσω μπροστα του και θα επαιρνα την κορη του δικη μου. Αν δεν τα καταφερνα θα ηταν γιατι δεν θα ημουν πια ζωντανος'.
-----------------------
-'Δεν περιμενες παντως πως ο βασιλιας θ' αντιδρουσε ετσι' ειπε ο γερος.
Ο ξενος σκοτεινιασε αποτομα καθως οι βασανιστικες μνημες του τοτε ορμησαν στα μυχια της ψυχης του προσπαθωντας να την κατασπαραξουν.
-'Γελασε μαζι μου, με αποκαλεσε αφελη κι ανοητο και προβλεψε οτι συντομα θα γυρναγα ταπεινωμενος με σκυφτο το κεφαλι να ζητησω συγγνωμη για το θρασος που ειχα να ζητησω την Αιναρ. Ειπε ακομα οτι δεν σκεφτηκα τον πατερα και τ' αδελφια μου που θα γινονταν περιγελως κι οτι η αποκοτια μου αυτη θα στοιχειωνε το βασιλειο του Καντιθ.
Θα ελεγε κι αλλα αν καθομουνα να τον ακουσω μα πια ο χρονος με βαραινε. Ειχα δεσμευτει οτι σε τεσσερις εποχες απο τοτε θα ειχα επιστρεψει και δεν υπηρχε ουτε μια στιγμη για ξοδεμα.
Τρεις μερες χρειαστηκαμε με τον Φεχαρ για να συγκεντωσουμε οτι χρειαζομαστε. Ο ιδιος διαλεξε εκατο απο τους πιο ικανους κι εμπιστους αντρες της φρουρας του πατερα μου που συμμεριζονταν τον σκοπο του ταξιδιου μας. Ηταν βαθια χαραματα, ενα πρωινο που προμηνυοταν υπεροχο, που ξεκινησαμε αυτο το καταραμενο ταξιδι'.
----------------------
-'Ημασταν πολλα φεγγαρια μακρια απο το Καντιθ οταν χασαμε τους πεντε πρωτους συντροφους σε μια ενεδρα απο τους Αρθακ, μια νομαδικη φυλη που ζουσε αποκλειστικα απο τις παγιδες που εστηνε σε ταξιδιωτες και οικειοποιουνταν τα υπαρχοντα τους αφου τους σκοτωναν.
Καποιοι αλλοι αφησαν την τελευταια τους πνοη στους βαλτους του Μενερ, εκει που το παραμικρο λαθος βημα ειναι και η διαφορα αναμεσα στους ζωντανους και τους νεκρους, μερικους τους καταπιε το δασος της μαγισσας Σινταμ που καταδικαζει οσους πεσουν στα χερια της σε ζωη χειροτερη απο τον θανατο τον ιδιο και ειχαμε απωλειες προσπαθωντας να διασχισουμε το φαραγγι Μπενταλ, εκει που οι αποτομες ριπες του αερα σηκωνουν αλογα και καβαλλαρηδες μαζι γκρεμιζοντας τους στα κοφτερα βραχια του και τσακιζοντας καθε κοκκαλο στο κορμι τους. Κι ουτε ειχαμε κανει την μιση διαδρομη'.
--------------------
-'Ειχαν ηδη περασει δυο εποχες οταν φτασαμε, τριαντα ολοι κι ολοι, κοντα στις Κουπες των Θεων. Το κρυο ηταν απιστευτο, οτι και να φορουσαμε δεν εφτανε, ο παγωμενος αερας εβρισκε τον τροπο να τρυπαει με μυριαδες πυρακτωμενες βελονες καθε εκατοστο του σωματος μας. Τα ματια ολων ειχαν αποκτησει ενα αλικο χρωμα, πολλοι δεν αισθανονταν τιποτα πανω στα κορμια τους, οι ανασες των αλογων παγωναν στον αερα και καθε φορα ο ηχος τους εμοιαζε σαν τον ρογχο ετοιμοθανατου γερου που ανεβαλλε το αναποφευκτο στιγμη την στιγμη. Ειχαμε αφησει πισω, αρρωστους με ασθενειες πρωτακουστες σε ανθρωπινα αυτια, πολλους συντροφους σε ξεχασμενα λασποσπιτα κι ετοιμορροπες παραγκες με την ελπιδα οτι θα τους παιρναμε πισω κατα την επιστροφη. Ομως λιγοι πια πιστευαν οτι θα γυρισουμε πισω ζωντανοι κι ακομα λιγοτεροι οτι θα βρισκαμε καποιους απο τους συντροφους μας ακομα πανω απο τη γη. Μονο εγω και ο Φεχαρ κρατουσαμε ακομα αναμμενη την δαδα της ελπιδας, μια δαδα που χλωμιαζε συνεχως και αδυνατουσε μερα με την μερα'.
-----------------------
-'Ισως η τυχη, που την πλατη της βλεπαμε απο την αρχη του ταξιδιου, ισως καποιος φιλευσπλαχνος Θεος μας λυπηθηκε και κατορθωσαμε να φτασουμε σ' ενα χωριο, που απο πανω του δεσποζαν οι Κουπες των Θεων. Μας περιποιηθηκαν ανθρωποι με χλωμο δερμα, λες και βρισκονταν σ' ενα συνεχες κρυφτο απ' τον ηλιο, με τα πιο παραδοξα μακροστενα ματια που ειχαμε δει ποτε, μεχρι ν' ανακτησουμε τις δυναμεις μας. Στις επιμονες ερωτησεις μας αν ειχαμε φτασει στο τελος του κοσμου και αν γνωριζαν τον θησαυρο του Γκνολλ απαντουσαν με μια λεξη μονο, Γουφανγκ. Συνειδητοποιησαμε γρηγορα οτι Γουφανγκ ηταν το ονομα του αρχηγου του χωριου, ενος γερου που εσυ μπροστα του φανταζεις ακομα νεος.
Ζητησαμε να τον δουμε και μας οδηγησαν σ' αυτον. Ηταν μεσα σε μια τεντα, στολισμενη παντου με αποκοσμες ζωγραφιες πλασματων που εμοιαζαν με ζωα αλλα ποτε κανεις μας δεν ειχε δει με τα ιδια του τα ματια, με συμβολα ακατανοητα σε μας και σχεδια που αδυνατουσαμε να ερμηνευσουμε. Τον ρωτησαμε για οτι θελαμε να μαθουμε ελπιζοντας οτι κατι θα ηξερε να μας πει.
Αυτο που ηταν η πρωτη απο μια σειρα απο εκπληξεις, και η μοναδικη θετικη, ηταν οταν τον ακουσαμε να μας μιλαει στη γλωσσα μας, γιατι οι υπολοιπες ηταν τοσο ασχημες οσο και τ' απομειναρια καποιου νεκρου που ταιζει με το κουφαρι του πεινασμενα ορνεα'.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου