Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

  ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ



                      ΚΕΦΑΛΑΙΟ 79



Γεμισε την κουπα του μ' ευωδιαστο, ζεστο καφε και βγηκε στο μπαλκονι του. Σε λιγο θα ξημερωνε. Αλλη μια αγχωτικη, φορτωμενη μερα περιμενε την πολυβουη πολη. Μα αυτο ηταν το μονιμο σκηνικο που χαρακτηριζε την Νεα Υορκη. Απ' ολα τα προσωνυμια που της ειχαν αποδοθει κατα καιρους το 'η πολη που ποτε δεν κοιμαται' ισως ηταν το πιο ευστοχο απ' ολα.
Ηταν τετοια πια η ωρα που απλα ηταν επιβεβλημενο ολοι να ειναι ξυπνιοι. 
Ηπιε μια γεματη γουλια απο τον καφε του. Δεν θα ηταν εκεινος η εξαιρεση. Υπηρχαν πολλα που τον περιμεναν για να υλοποιηθουν μα ολα θα επρεπε να περιμενουν την ωρα τους. Την συγκεκριμενη στιγμη η προτεραιοτητα ανηκε σε καταστασεις και γεγονοτα που αφορουσαν μονον εναν κι αυτος δεν συγκαταλεγοταν αναμεσα στους θνητους. 
Εριξε μια ματια προς την ανατολη οπου ενας εξισου αγχωμενος ηλιος θα ξεπροβαλλε σε λιγο πασχιζοντας να φωτισει καποιες απο τις σκοτεινες πτυχες της μεγαλουπολης. Το ιδιο προβλημα, μικροτερων διαστασεων, αντιμετωπιζε και ο ιδιος.
               ===================================
Ειχε πολλα χρονια να δει ονειρο και κατ' επεκταση ειχε στερηθει και το προνομιο του να ζησει κι εφιαλτη. Βαθια μεσα του ηξερε πως οτι ειχε συμβει δεν αποτελουσε μερος της πραγματικοτητας αλλα σιγουρα δεν ενεπιπτε και στην κατηγορια ονειρο η εφιαλτης. 
Δεν ειχε κανενα απο τα συμπτωματα μιας ονειρικης καταστασης αλλα αρνουνταν ν' αποδεχτει πως οτι ειχε βιωσει μπορει να ειχε συμβει στ' αληθεια. Ειχε κοιταξει τον κυβο πριν ετοιμασει καν το καφε του ανοιγοντας το χρηματοκιβωτιο οπου τον κρατουσε κλεισμενο μα κανενα σημαδι δεν υπηρξε που να τον βοηθουσε να καταληξει καπου. 
Γεγονος ηταν πως ο κυβος ειχε να παρουσιασει σημαδια ζωης εδω και πολυ καιρο κι αναρωτηθηκε αν ολη αυτη η ανεξηγητη εμπειρια ειχε να κανει με καποια πιθανη επανεργοποιηση του παραδοξου αυτου αντικειμενου, που ηταν και το μοναδικο που τον συντροφευε απο τοτε που ειχε ξεκινησει αυτην την αποστολη. Οτι και να ηταν παντως ενιωθε πως συντομα κατι θα γινοταν, κατι που ακομα του ηταν παντελως αγνωστο.
                 ==================================
Τις σκεψεις του διεκοψε ενας ανεπαισθητος ηχος που σημαινε πως καποιος προσπαθουσε να επικοινωνησει τηλεφωνικα μαζι του. Πατησε ενα κουμπι στην μεγαλη οθονη που ηταν πανω στο γραφειο του και το μονιμα αγχωμενο προσωπο της γραμματεας του κατελαβε το μεγαλυτερο μερος της. Σχεδον ταυτοχρονα αρχισε να μιλαει.
-'Καλημερα. Σας υπενθυμιζω το ραντεβου που εχετε στις δυο με τον Ματ Κρειβεν για φαγητο στο Ρεξαμ καθως επισης και την συναντηση στις τεσσερις με'....
-'Ενταξει Γκρεις' απαντησε βαριεστημενα, 'θυμαμαι. Ακυρωσε ολα μου τα ραντεβου εκτος απ' αυτο με τον Ματ. Δεν εχω πολλη ορεξη σημερα'.
-'Να βαλω καποια γι αυριο αφου μεταθεσω τ' αυριανα σε αλλες ωρες και'...
-'Κανε οτι θελεις Γκρεις' ειπε κοφτα προσπαθωντας να φρεναρει τον ακατασχετο ρυθμο της γραμματεας του. 'Απλα δεν θελω τιποτα αλλο για σημερα'.
Η κοπελα μουρμουρισε κατι που χαθηκε, επανελαβε αλλη μια καλημερα και η συνομιλια τερματιστηκε εκει. 
                   ============================
Σκεφτηκε πως τα προλαβαινε ολα η Γκρεις Καρπεντερ και γεμισε με αγχος. Εργασιομανης, τελειομανης, τυπικη, πανεξυπνη, κι ομως ειχε αποφασισει πως αυτο το τμημα της δουλειας ηταν το ιδανικο γι αυτην. Δοκιμασε να βαλει τον εαυτο του στη θεση της κι ενα περιεργο χαμογελο σκορπισε στο προσωπο του. Οχι, δεν ηταν ολοι φτιαγμενοι για κατι τετοιο και σιγουρα οχι ο ιδιος. Ακουσε εναν θορυβο απο την κρεββατοκαμαρα και στραφηκε προς τα κει.
Οσες φορες και να την ειχε δει ειχε παντα την αισθηση πως δεν ηταν ποτε αρκετες. Στεκοταν εκει, ακουμπισμενη στο κουφωμα της ενδιαμεσης πορτας, μ' ενα ασπρο δικο του πουκαμισο να παλευει να κρυψει οτι μπορουσε απο την θεικη γυμνια της, με τα μαλλια της ριγμενα ατακτα στο προσωπο και δυο ματια που υποδηλωναν πως ηταν ακομα στο σταδιο αφυπνισης.
-'Ποιος ηταν' ? ρωτησε με βαθια, βραχνη και νυσταγμενη φωνη.
-'Η Γκρεις' απαντησε. 'Μου θυμισε το ραντεβου μου με τον Ματ'.
-'Να μην πας' ηρθε η απαντηση. 'Θελω να μεινουμε μεσα σημερα, εδω, αγκαλια'. 
                     =============================
Υποστηριξε τα λεγομενα της αμεσα καθως τα ψηλα, λεπτα της ποδια διεσχισαν την αποσταση που τους χωριζε με δυο δρασκελιες και χωθηκε στην αγκαλια του.
-'Οποτε συναντιεσαι με τον Ματ ξεχνατε να τελειωσετε' μουρμουρισε με παραπονο.
Γελασε χαμηλοφωνα και την τραβηξε ακομα πιο σφιχτα πανω του.
-'Δεν μπορω να κανω αλλιως' της ειπε. 'Ο Ματ ειναι ο προεδρος του διοικητικου συμβουλιου και η συναντηση αυτη εχει προκαθοριστει απο τις αρχες της βδομαδας. Σου υποσχομαι πως θα ξεμπερδεψω οσο πιο γρηγορα γινεται'.
-'Ψεμματα' γουργουρισε η κοπελα και κουλουριαστηκε ακομα περισσοτερο πανω του. 'Παντα ετσι λες αλλα μια ζωη σας παιρνει η νυχτα'.
Ξεσπασε σ' ενα γελιο ακουγοντας την ενω παραλληλα της εδινε ενα φιλι στο μετωπο.
-'Αυτη τη φορα θα τα καταφερω' ειπε. 'Θα πιεις καφε' ?
-'Θα μου βαλεις' ? ρωτησε η κοπελα και τα μεγαλα καστανα ματια της καρφωθηκαν πανω του.
                    ======================                                      Αντι απαντησεως σηκωθηκε, πηγε προς την κουζινα κι επεστρεψε με μια κουπα καφε.
-'Τι ωρα θα πας για το γυρισμα' ? ρωτησε καθως της εδινε τον καφε.
-'Πρεπει να φυγω σε λιγο' απαντησε η κοπελα πινοντας βιαστικα λιγο απο τον καφε. 'Αλλα λεω να μην παω και ουτε εσυ'....
Της εδωσε μια ξυλια παροτρυνσης στα οπισθια κι αυτη ασυναισθητα χαμογελασε.
-'Κρυσταλ Μπρουκς' ειπε παιρνοντας ενα δηθεν σοβαρο υφος 'πηγαινε να ετοιμαστεις για το γυρισμα για να μπορεσω κι εγω να οργανωθω για το ραντεβου μου'.
Η κοπελα σηκωθηκε και κατευθυνθηκε προς την κρεββατοκαμαρα παιρνοντας μαζι και τον καφε. Αρκετη ωρα  αργοτερα επανεμφανιστηκε μπροστα του.
-'Θα τα πουμε το βραδυ' ? ρωτησε ναζιαρικα.
-'Θα τηλεφωνηθουμε' ηρθε η απαντηση.
Εσκυψε και τον φιλησε και μετα με μια αερινη κινηση βγηκε απο το διαμερισμα.
                    ==============================
Το βλεμμα του περιπλανηθηκε στο τεραστιο ρολοι που δεσποζε στον μεγαλο τοιχο απεναντι του. Η κεντρικη του απεικονιση εδειχνε μια φιγουρα στα μαυρα ντυμενα με μια κουκουλα που καλυπτε σχεδον το προσωπο της και που κρατουσε δυο πανομοιοτυπα σπαθια που διεφεραν μονο στο μεγεθος στα δυο χερια. Τα δυο αυτα σπαθια επαιζαν τον ρολο των δεικτων και μετακινουνταν οσο ο χρονος ετρεχε αδυσωπητα προς τα μπρος. Η Ντονα το απεχθανοταν οσο τιποτα αλλο και παμπολλες φορες του ειχε ζητησει να το απομακρυνει απο τον τοιχο μα ο ιδιος αρνιοταν πεισματικα. Αυτο το ρολοι ηταν κατι σαν καθρεφτης γι αυτον, εβλεπε τον εαυτο του εκει, εξ ου και ο λογος που το ειχε αγορασει διχως δευτερη σκεψη οταν το ειχε βρει σ' ενα παλαιοπωλειο στο Ραβαλπιντι. Η ενδελεχης κι εξονυχιστικη μελετη που του ειχε αφιερωσει ψαχνοντας για την παραμικρη λεξη η συμβολο που θα του παρειχε το οποιο στοιχειο για την προελευση η την αποκαλυψη της ταυτοτητας του εικονιζομενου ειχε πεσει στο κενο. Ηταν απλα ενα περιεργο ρολοι που του ειχε κεντρισει το ενδιαφερον.
                    =============================
Ειχε ακομα χρονο μεχρι το ραντεβου με τον Ματ. Η σκεψη του φτερουγισε στην Κρυσταλ Μπρουκς. Ουτε εξι μηνες δεν βρισκονταν μαζι μα ειχε την αισθηση πως ηταν οτι πιο φυσιολογικο μπορουσε καποιος να επιλεξει σ' αυτην την παρανοικη πολη οπου ολοι ζουσαν για το 'φαινεσθαι', ειδικα στο συγκεκριμενο χωρο, αυτον που δραστηριοποιουνταν η Κρυσταλ, αυτον του θεαματος και της προβολης. Οσο ανθρωπινη του εμοιαζε η καλλονη ηθοποιος τοσο παραλογοι του φανταζαν ολοι οσοι την πλαισιωναν στον χωρο της. Απ' οσους ειχε γνωρισει μεσω της Κρυσταλ οι μισοι ηταν ανεκτοι κι απ' αυτους τους μισους οι μισοι παρουσιαζαν ενδιαφερον. Χαμογελασε σκεπτομενος πως η προσωπικη του πορτα ειχε ανοιξει μονο για τους μισους απο τους τελευταιους και ουσιαστικα μονο σ' ενα ειχε παραχωρηθει το δικαιωμα να μπαινοβγαινει σ' εκεινη την πορτα, τον Κερτ Κοπολα. Εστιασε και παλι στο ρολοι και κουνησε το κεφαλι του ενω ενας αναπαισθητος αναστεναγμος βγηκε αθελα του. Ο Κερτ Κοπολα κοιμοταν κι αυτος επρεπε να παει σ' ενα ακομα ραντεβου. 
                ================================
Βγηκε απο το μπανιο και κοντοσταθηκε στον τεραστιο καθρεφτη  που εμοιαζε ν' ασφυκτια φορτωμενος με δεκαδες μικρα μπουκαλια κι ενα σωρο αλλα αντικειμενα που μπορει για τον ιδιο να ηταν παντελως αδιαφορα μα για την Ντονα ηταν τοσο απαιτητα και χρησιμα οσο και τ' οξυγονο για εναν δυτη. Απορουσε πως εβγαζε ακρη και τις ελαχιστες φορες που ειχε τυχει να την παρακολουθησει να καταγινεται μ' αυτον το μικρο στρατο ειχε συνειδητοποιησει πως ηταν ικανη να τα διαχειριστει ακομα και με δεμενα ματια. Το βλεμμα του ανεβηκε λιγο πιο ψηλα κι εστιασε στο προσωπο που τον κοιτουσε μεσα απο το γυαλι. Απο τοτε που ειχε δει για πρωτη φορα το προσωπο του σε καθρεφτη, κι ειχαν περασει μερικες χιλιαδες χρονια, τιποτα δεν ειχε αλλαξει. Ουτε μια τριχα δεν ειχε αποκτησει διαφορετικο χρωμα, ουτε μια νεα ρυτιδα δεν ειχε ερθει να προστεθει στις ηδη υπαρχουσες. Τιποτα δεν ειχε αλλαξει απο τοτε που ο χρονος ειχε παγωσει γι αυτον, καμια απολυτως αλλαγη δεν ειχε συντελεσθει. Η συμφωνια που ειχε κανει, ο κυβος, εξακολουθουσαν να υφιστανται στο ακεραιο λες και δεν ειχε περασει ουτε λεπτο απο τοτε. 
                 ================================
Βγηκε στον πολυβουο δρομο και κοιταξε για ταξι. Ειχε αυτοκινητο, αυτοκινητα για την ακριβεια, αλλα δεν του αρεσε να οδηγει στην πολη. Ενοιωθε πως η προσοχη του επρεπε να στρεφεται σε οτιδηποτε αλλο εκτος απ' αυτο που πραγματικα ηθελε, να μελεταει τον κοσμο, τα γεγονοτα και τα συμβαντα γυρω του. Προτιμουσε το ταξι για τις μετακινησεις του, του εδινε την ανεση νε επικεντρωνεται εκει που αυτος ηθελε και οχι εκει που θα ηταν αναγκασμενος.
Το υψωμενο δεξι του χερι απεδωσε κι ενα φαινομενικα ανισορροπο κιτρινο ταξι σταματησε ακριβως μπροστα του μετα απο εναν παρατολμο ελιγμο. Βυθιστηκε στο πισω καθισμα, μουρμουρισε τον τοπο προορισμου στον αλλοδαπης προελευσης οδηγο που δεν διστασε να πραγματοποιησει εναν ακομα ριψοκινδυνο ελιγμο για να επανεισχωρησει στην αεναη κινηση της πολης. Αφησε την ματια του να περιπλανηθει εκτος του μικροκοσμου που ηδη βρισκοταν γεμιζοντας τον εγκεφαλο του εικονες και χρωματα οπως αυτα εξελισσονταν αδιαφορωντας για την παρουσια του και τις μυχιες προθεσεις του.   





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου